Ο πραγματικός “πόλεμος των πολιτισμών” του Ερντογάν

Του Κώστα Ράπτη

Η αιφνιδιαστική επίσκεψη στην Αγία Σοφία που πραγματοποίησε την Κυριακή ο Τούρκος πρόεδρος προκειμένου να ενημερωθεί από τον υπουργό Πολιτισμού και τον νομάρχη Κωνσταντινουπόλεως για τις εργασίες μετατροπής του μνημείου σε τζαμί ήρθε να υπενθυμίσει τη μεγάλη προσωπική επένδυση του Ταγίπ Ερντογάν σε ό,τι αποτελεί κορυφαία συμβολική κίνηση για την ανάδυση της “νέας Τουρκίας” των ονείρων του.

Κάθε λόγος ή χειρονομία αποκτά το πλήρες νόημά του από τα συμφραζόμενα. Και αυτά εν προκειμένω παραγνωρίζονται με τον περιορισμό εν πολλοίς της διεθνούς συζήτησης σε ζητήματα προσβασιμότητας ή διατήρησης των ψηφιδωτών της Αγίας Σοφίας -απέναντι στα οποία ο σύμβουλος και εκπρόσωπος του Ερντογάν, Ιμπραχίμ Καλίν απάντησε επικαλούμενος, όχι άστοχα, το παράδειγμα της Παναγίας των Παρισίων, ως εν χρήσει χριστιανικού ναού και ταυτοχρόνως επισκέψιμου μνημείου ανοικτού σε όλους.

Αντιθέτως ο συμβολισμός της επαναλειτουργίας της Αγίας Σοφίας ως τεμένους ανήμερα της επετείου της υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης την ερχόμενη Παρασκευή είναι πολλαπλά διαφωτιστικός. Όπως άλλωστε και οι πανηγυρισμοί του ίδιου του Ερντογάν για τη “νέα κατάκτηση” που επιτυγχάνεται με τη συγκεκριμένη κίνηση.

Η “νέα Τουρκία” προβάλλει ως αντικαταστάτης της Τουρκικής Δημοκρατίας (που θεμελίωσε ο Κεμάλ Ατατούρκ και αναγνωρίσθηκε διεθνώς στη Λωζάνη) μέσω μιας τριπλής ανατροπής: πολιτειακής, αξιακής και διεθνοπολιτικής.

Η δυτικής εμπνεύσεως διάκριση των εξουσιών και η όποια κοινοβουλευτική παράδοση κατέκτησε μετά πολλών βασάνων η γειτονική χώρα δίνουν τη θέση τους (όπως άλλωστε το δείχνει και η μεθόδευση της αλλαγής του καθεστώτος της Αγίας Σοφίας με προαναγγελθείσα προεδρική απόφαση, “επικυρωμένη” από ένα ελεγχόμενο ανώτατο δικαστήριο) σε ένα καθεστώς υπό “ενιαία αρχή”, περιοδικά αναβαπτιζόμενη σε μια δημοψηφισματικού τύπου επίκληση της λαϊκής πλειοψηφίας, εν μέσω καταστολής των αντιπάλων, εκκαθαρίσεων του κρατικού μηχανισμού, οικονομικής διαπλοκής και φίμωσης των μέσων ενημέρωσης.

Η κοσμικότητα του κράτους ερμηνεύεται ως υποταγή σε αλλότρια ήθη και άρνηση των ευαισθησιών και της φυσιογνωμίας της “αυθεντικής” Τουρκίας. Η απαγόρευση της μαντίλας, οι περιορισμοί στα ιεροδιδασκαλεία, η καταστολή των σουφικών αδελφοτήτων και (κορυφαία όλων) η εκκοσμίκευση του άλλοτε αυτοκρατορικού τεμένους της Αγίας Σοφίας αποτέλεσαν κεντρικά στοιχεία του “αφηγήματος θυματοποίησης” των ισλαμιστών και επί Ερντογάν αναιρέθηκαν ένα προς ένα.

Η δε συγκρότηση ενός σύγχρονου τουρκικού εθνικού κράτους, εντός των ορίων που αναγνώρισε η Λωζάνη, αποκομμένου από τις παραδόσεις του Χαλιφάτου και προσδεδεμένου στον δυτικό συνασπισμό επανερμηνεύεται ως “συρρίκνωση” και “υποταγή” σε όσους φθονούν τις πραγματικές δυνατότητες της Τουρκίας. Ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν αξιολογείται πλέον με το μέτρο της Συνθήκης των Σεβρών, ως κάποιος που απέτρεψε τον πλήρη διαμελισμό της χώρας, αλλά με το μέτρο του “Εθνικού Όρκου” του 1920, ως κάποιος που απέτυχε να εξασφαλίσει τα τουρκικά δίκαια.

Με την αλλαγή καθεστώτος της Αγίας Σοφίας, ο Ερντογάν επαναλαμβάνει σε εικονικό επίπεδο, αυτό που με πραγματικές πολεμικές πράξεις πέτυχε, αποδίδοντάς την στην ισλαμική λατρεία, ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Η προνεωτερική έννοια του “δικαίου του σπαθιού” έρχεται, σε ένα χαρακτηριστικά μετανεωτερικό αμάλγαμα, να αξιοποιηθεί για την εξυπηρέτηση σχεδιασμών του 21ου αιώνα.

Ούτως ή άλλως, αυθεντική επανασύνδεση με την παράδοση δεν υπάρχει. Ο Ερντογάν ασφαλώς δεν πρόκειται να παραιτηθεί από τα δύο κρισιμότερα κληροδοτήματα του Ατατούρκ: τον στενό κρατικό έλεγχο της ισλαμικής θρησκείας μέσω της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων και την καθιέρωση του λατινικού αλφαβήτου – αυτήν που απέκοψε δραματικά την Τουρκία από το γραπτό παρελθόν της, καταδικάζοντάς την, όπως επεσήμανε ο ιστορικός Πέρι Άντερσον, σε μια διαρκή φαντασιωτική αναζήτηση επινοημένων γενεαλογιών εθνικού “μεγαλείου”.

Η Αίγυπτος δίνει το σύνθημα

Η ανάδυση της “νέας Τουρκίας” προορίζεται να προκαλέσει εντάσεις όχι μόνο με τη (χριστιανική) Δύση, αλλά και με την (ισλαμική) Ανατολή – ίσως κυρίως με την τελευταία. Αφού το εγχείρημα Ερντογάν δεν εξαντλείται στο να επαναβεβαιώσει την ισλαμική φυσιογνωμία της χώρας του (σαν μην είχε αποτελέσει αυτή το θεμέλιο του σύγχρονου “Τούρκου” μέχρι τώρα, όπως δείχνει και η τύχη των θρησκευτικών μειονοτήτων), αλλά αποβλέπει, σύμφωνα και με την οθωμανική παράδοση, στη διεκδίκηση ηγετικής θέσης σε έναν ισλαμικό κόσμο θεωρητικώς ευρύ και συμπεριληπτικό, αλλά στην πραγματικότητα νοούμενο ως ιεραρχημένο.

Οι παραδοσιακές αραβικές δυνάμεις αντιλαμβάνονται πλήρως την πρόκληση. Ακόμη και αν ήθελαν να την παραγνωρίσουν η προβολή της τουρκικής ισχύος (όχι μόνο “μαλακής”, αλλά και στρατιωτικής) στη Συρία, το Ιράκ, τη Λιβύη, το Κατάρ, τη Σομαλία και παρ’ ολίγον το Σουδάν τους το θυμίζει καθημερινά.

Έτσι μπορεί να ερμηνεύσει κανείς αντιδράσεις, όπως του Μεγάλου Μουφτή της Αιγύπτου (ήτοι της χώρας της κορυφαίας σουνιτικής θεολογικής σχολής του Αλ Αζχάρ), Σάουκι Αλάμ, ο οποίος σε συνέντευξή του το Σάββατο φέρεται να χαρακτήρισε την αλλαγή καθεστώτος της Αγίας Σοφίας ως παραβίαση της εντολής του Προφήτη Μωάμεθ για σεβασμό των εκκλησιών.

Η “σύγκρουση των πολιτισμών” αποδεικνύεται ότι είναι περισσότερο “σύγκρουση εντός των πολιτισμών” ή απλώς η συνέχιση της πανταχού παρούσας πολιτικής με άλλα μέσα.

capital.gr

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *