Ἡ στάση τῶν Τριῶν Μάγων ἔναντι τοῦ ἀσεβεστάτου Βασιλέως Ἡρώδου («δεινὸν παιδοκτόνον ἐγκατέλιπον παιζόµενον») θέτει τὸ πρόβληµα τῆς στάσεως τοῦ Χριστιανισµοῦ ὡς Ἐκκλησίας ἀπέναντι στὴν κάθε µορφὴ Ἐξουσίας.
1. Οἱ σχέσεις ἐξουσίας κάθε µορφῆς εἶναι πάντα κεντρικὸ πρόβληµα τῆς κοινωνίας, στὸ ὁποῖο ἐµπλέκεται ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ πράγµατα ὁ χῶρος τῆς Θρησκείας. Μολονότι ὁ Χριστιανισµὸς στὴν αὐθεντική του ἔκφραση δὲν εἶναι θρήσκευµα –ἁπλὴ δηλαδὴ Ἱστορικὴ πραγµάτωση τοῦ φαινοµένου τῆς θρησκείας, ἀλλὰ «ὁδὸς» (Πράξ. 9, 20), τρόπος δηλαδὴ ὑπάρξεως, ποὺ ὁδηγεῖ στὴ «θέωση», ὅπως νοεῖται χριστιανικὰ ἡ σωτηρία, ἡ διαπλοκή του µὲ τὶς δοµὲς τοῦ κόσµου εἰσήγαγε στὴν ὀργάνωσή του καὶ τὴν ἔννοια τῆς ἐξουσίας.
Στὴν Ἐκκλησία, ὡς Σῶµα Χριστοῦ, ἀναγνωρίζεται ὁ θεόσδοτος χαραχτήρας τῆς ἐξουσίας, «ἵνα µὴ ὁ κόσµος εἰς ἀκοσµίαν ἐµπέσῃ» (Ἰσίδωρος Πηλουσιώτης, 5ος αἰ. Ε.Π. 78, 657), ἐλέγχεται ὅµως συχνὰ ἡ πτωτικὴ κατανόηση καὶ χρήση της. Γι᾽ αὐτὸ ὑπογραµµίζεται ἡ σχετικότητα καὶ ὁ πνευµατικός της χαραχτήρας γιὰ τὴν Ἐκκλησία (πρβλ. Α´ Κορ. 9, 12. Β´ Κορ. 10, 8. Β´ Θεσ. 3, 9 κ.ἄ.). Στὴν Κ.∆. φανερώνεται ἐξ ἄλλου ἡ δαιµονικότητα τῆς ἐξουσίας τοῦ κόσµου (πρβλ. τὸ διάλογο τοῦ Χριστοῦ µὲ τὸν Πιλάτο(Ἰωάν. 18, 28 ἑ.) καὶ προβάλλεται ὁ διακονικὸς καὶ ἀπελευθερωτικὸς χαρακτήρας τῆς «ἐξουσίας» τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 10, 1 καὶ παράλ., 28, 18 κ.ἄ.). Παράλληλα, γίνεται δεκτὸς ὁ πρωτογενὴς χαρακτήρας τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας (Ρωµ. 13), ὅµως διὰ τοῦ Χριστοῦ καθορίζεται καὶ ἡ στάση ἀπέναντί της µὲ τὸ γνωστὸ λόγιο «ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22, 21), ποὺ δείχνει τὴν ἱεράρχηση τῶν δύο ἐξουσιῶν καὶ τὴ διαφοροποίησή τους, ἀφοῦ, ἂν τὸ νόµιµο ἀνήκει στὸν καίσαρα, ὁ ἄνθρωπος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀνήκει ὁλόκληρος στὸ Θεό, ὡς νόµισµα ὄχι αὐτοκρατορικό, ἀλλὰ θεῖο. Ἡ ἀποστολικὴ πράξη –τέλος– ἐγκαινιάζει καὶ τὴ δυνατότητα ἀντιστάσεως (ἤ ἔστω ἀρνήσεως ὑποταγῆς) στὴ δαιµονοποιηµένη ἐξουσία («πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ µᾶλλον ἤ ἀνθρώποις», Πράξ. 5, 29).
2. Ἡ πατερικὴ ποιµαντικὴ ἀντιµετωπίζει τὸ πρόβληµα τῆς ἱερατικῆς ἐξουσίας, ἀλλ’ ὡς «ἰατρείου πνευµατικοῦ» –θεραπευτηρίου δηλαδὴ τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως– γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν θρησκευτικῶν σχέσεων καὶ τὴ µεταµόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σὲ «ναὸ Θεοῦ», κάτι πού διακονεῖ ἡ Ποιµαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.
Μόνο πατερικὰ ἡ Ἐκκλησία διασῴζει τὸ σκοπό της, ποὺ εἶναι ἡ πρόσληψη σύνολης τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσµου γιὰ τὴ µεταµόρφωσή της σὲ εὐχαριστία καὶ κοινωνία. Ἡ Ἐκκλησία ὡς «σαγήνη» (Ματθ. 13, 47) ἤ «ἀγρὸς» (13, 20) προσλαµβάνει ὅλο τὸ φάσµα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς (θεσµούς, ὀργάνωση τῆς κοινωνίας, πολιτική, γιὰ νὰ τὰ «ἐκκλησιοποιήσει», νὰ τὰ νοηµατοδοτήσει ἐν Χριστῷ, ἐκκεντρίζοντάς τα στὸ κυριακὸ σῶµα. Αὐτὸ ἐκφράζει πανηγυρικὰ ὁ µεγάλος ἐκκλησιαστικὸς ποιητὴς Ρωµανὸς ὁ Μελῳδὸς (6ος αἰ.), µεταπλάθοντας τὸ «µαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» τοῦ Ματθαίου (18,19) σέ: «µαθητεύσατε ἔθνη καὶ βασιλέας», ποὺ σηµαίνει: «ἐκκλησιοποιήσατε» τὰ ἔθνη µὲ ὅλη τὴν πολιτειακὴ δοµή τους.
Στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶµα ἐνεργοποιεῖται µιά ἰδιότυπη ἐξουσία, διαµορφούµενη στὰ ὅρια τῆς εὐχαριστιακῆς σύναξης καὶ ἀσκούµενη µέσω τοῦ µυστηρίου τῆς ἱερωσύνης. Ἡ «ἱεραρχηµένη πολλαπλότητα», τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἀποτρέπει τὴν ἀπολυτοποίησή της, ἀφοῦ ὅλων τῶν δοµῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώµατος ὑπέρκειται ἡ σύνοδος. (Γι’ αὐτὸ ἀπορρίπτεται ὀρθόδοξα ὁ παπικὸς θεσµός). Ὅπως ἐπεσήµανε δὲ ἤδη ὁ µεγάλος ἱστορικὸς Henry Gregoire, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διετήρησε τὸν δηµοκρατικότερο τρόπο ὑπάρξεως, ἐπιτυγχάνοντας µέσω τοῦ ἐπισκοπικοῦ συστήµατος τὴ µεγαλύτερη δυνατὴ ἀποκέντρωση καὶ µέσω τῆς συνοδικότητας τὴ δυνατότητα συλλογικῆς ἐκφράσεως. Ὅταν σῴζεται ἡ πατερικότητα, ἡ ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία παραµένει πνευµατικὴ καὶ αὐτὸ ἐκφράζει ἕνας λόγος τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόµου (Ε.Π. 61, 527), γιὰ νὰ ἐλέγξει ἀσφαλῶς ὑπερβάσεις καὶ καταχρήσεις, ὄχι ἀσυνήθεις στὴν πτωτικότητά µας: «Οὐκ ἔστιν (στὴν Ἐκκλησία) ἀρχόντων τύφος, οὐδὲ ἀρχοµένων δουλοπρέπεια, ἀλλ’ ἀρχὴ πνευµατική, τούτῳ µάλιστα πλεονεκτοῦσα, τῷ τὸ πλέον τῶν πόνων, οὐ τῷ τὰς τιµάς πλείους ἐπιζητεῖν». Καὶ αὐτό, διότι «…πρόβατα καὶ ποιµένες πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην εἰσὶ διαίρεσιν, πρὸς δὲ τὸν Χριστὸν πάντες πρόβατα» (Ε.Π. 52, 784). Ὅλο τὸ σῶµα (κληρικοί καί λαϊκοί), δὲν εἴµεθα παρὰ πρόβατα τοῦ µόνου ἀληθινοῦ Ποιµένος, τοῦ Χριστοῦ, καὶ «σύνδουλοι» ἐνώπιόν Του (Ματθ. 18, 33).
Ὁ ρόλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας εἶναι ὄχι τιµωρητικός, ἀλλὰ θεραπευτικὸς (ἀπὸ τὴ νόσο τῆς ἁµαρτίας), προληπτικός, φιλάνθρωπος καὶ διακονητικός. Σὲ τελευταία ἀνάλυση καὶ αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἐξουσία, στὴν αὐθεντικὴ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ἔχει διακονικό– ὑπηρετικό χαραχτήρα (ὑπουργὸς =διάκονος). Ἡ ἐνεργός, ἐξ ἄλλου, παρουσία τῆς Ἐκκλησίας στὸν κοινωνικὸ χῶρο, κατὰ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση, δὲν συν ιστᾶ ὑπέρβαση ὁρίων, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ὡς «ἱερατεῖο», ἀλλὰ ὡς σῶµα καὶ πλήρωµα ζωῆς, ἐνῷ ἡ κοινωνία σύνολη εἶναι ὁ χῶρος τῆς µαρτυρίας τοῦ εὐαγγελισµοῦ της. Καὶ σ᾽ αὐτὸ ἀνταποκρίνεται, ἤδη ἀπὸ τοὺς πρώτους αἰῶνες, ὁ λαός, ποὺ ἀποδέχεται θετικὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ διακονία. Εἶναι σαφὴς ἐδῶ ἡ διαπίστωση τοῦ Στ. Ράνσιµαν, ὅτι στὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Μεταβυζάντιο, οὐδέποτε ὑπῆρξε χάσµα ἀνάµεσα στὸ λαὸ καὶ τὸν παπά του.
∆ίκαια, βέβαια, ὁ µακαρίτης καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης ἔχει ἐπισηµάνει («Ὀρθόδοξη Ἑλληνικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινωνία σήµερα») ὅτι πάντα ἐλλοχεύει ὁ κίνδυνος «ἀπὸ τάσεις πρὸς ἀπόκτηση ὑπερ-εξουσιῶν καὶ ἀπὸ ψευδοπνευµατικὲς φαντασιώσεις». Γι᾽ αὐτὸ µαζὶ µὲ τὴν αὐθεντικότητα συµπορεύεται καὶ µία παθολογία τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐξουσίας, ποὺ καταντᾶ κακέκτυπη ἀντιγραφὴ τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας. Ἐδῶ ἐντοπίζεται τὸ πρόβληµα τῆς ἐκκοσµικεύσεως καὶ θεσµοποιήσεως τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ συµπορεύονται ἱστορικά. Σὲ κάποιες ἐκφράσεις καὶ πραγµατώσεις του ὁ Χριστιανισµός, στὰ πρόσωπα τῶν φορέων του φυσικά, ἰδεολογικοποιεῖται καὶ θρησκειοποιεῖται. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τῆς «µυστηριολογικῆς εὐσεβείας» ὁ ἐπίσκοπος γίνεται ἕνα εἶδος ἀρχιερέα τῆς κρατικῆς θρησκείας, ἡ συγκεντρούµενη δὲ στὰ χέρια τῶν ἐπισκόπων δύναµη γίνεται συχνὰ ἐξουσιαστικὴ καὶ ἀνταγωνιστικὴ πρὸς ἐκείνη τῆς Πολιτείας.
Βέβαια, πρέπει νὰ λεχθεῖ, ὅτι τὸ πρόβληµα ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ πολιτικὴ θεσµοποίηση τῆς στρατευοµένης Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἡ ἀπώλεια τοῦ σκοποῦ ὑπάρξεώς της. Τότε ἡ προτεραιότητα τῶν ἐπιλογῶν µετατοπίζεται ἀπὸ τὸ ὑπερβατικὸ στὶς ἐνδοκοσµικὲς σκοπιµότητες, γιὰ τὶς ὁποῖες χρησιµοποιεῖται ἡ κοσµικὴ ἐξουσία. Ἡ θεσµοποίηση τῆς ἐκκοσµικεύσεως συνέβη καθολικὰ στὴ ∆ύση καὶ µερικὰ στὴν Ἀνατολή, κυρίως ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Στὴν «καθ᾽ ἡµᾶς ἀνατολὴ» οἱ ἱστορικὲς συνθῆκες δὲν ἐπέτρεψαν ποτὲ τὴν κρατικοποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τὴν πολιτειοκρατία προτεσταντικοῦ τύπου διὰ τῶν Βαυαρῶν καὶ τοῦ πραξικοπηµατικοῦ αὐτοκεφάλου τοῦ 1833. Ὅπου, µάλιστα, ἡ Ἐκκλησία ὡς ἱεραρχία, ἀποβαίνει ἐξουσιαστικὴ δύναµη, ὅπως στὸν Παπισµό, βρίσκεται συνεχῶς σὲ µιάν ἀντιπαλότητα πρὸς τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Ὀρθὰ δὲ ἐπισηµαίνει ὁ καθηγ. Χρ. Γιανναρᾶς (Ἀλήθεια καὶ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, 1977, σ. 137), ὅτι ἡ ἐπιδίωξη ἐπιβολῆς τῶν «χριστιανικῶν ἀρχῶν» γιὰ τὴν ἠθικοποίηση τῆς κοινωνίας εἶναι ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἔκφραση ὁλοκληρωτισµοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ νοµοτελειακὰ στὴ δογµατοποίηση (προσοχή: αὐτὸ σηµαίνει ἀπόδοση σωτηριολογικοῦ χαραχτήρα) τῆς «Plenitudo Potestatis» καὶ τῆς ἀλάθητης ἡγεσίας. Παρόµοιες τάσεις δὲν λείπουν, βέβαια, καὶ στὴν Ἀνατολή, ἀλλὰ ἔµειναν εὐτυχῶς «τάσεις», ἀπορριπτόµενες ὡς πλάνη καὶ ἀντιχριστιανικότητα. Ὁ µοναχισµός, µάλιστα, ἤδη ἀπὸ τὸν 4° αἰώνα, παραµένει ἰδιαίτερα στὴν Ἀνατολὴ ἔµπρακτη δυναµικὴ διαµαρτυρία στὴν ἐκκοσµίκευση καὶ ἀγώνας µόνιµος γιὰ τὴ συνέχεια τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ τρόπου ὑπάρξεως, τῆς διακονικῆς δηλαδὴ µαρτυρίας τῆς Ἐκκλησίας στὸν κόσµο. Οἱ κανόνες, ἐπίσης, τῆς συνοδικῆς παραδόσεως ἀναδιαγράφουν συν εχῶς τὰ ὅρια καὶ τὴν ποιότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς µαρτυρίας, ὥστε κάθε παρέκβαση νὰ κρίνεται αὐτόµατα ὡς ἀντιεκκλησιαστική, δηλαδὴ ἀντιχριστιανική.
3. Ὀξὺ ὅµως εἶναι καὶ τὸ πρόβληµα τῆς ἀντιµετωπίσεως ἐκκλησιαστικά τῆς δαιµονικῆς ἐπάρσεως τῆς κοσµικῆς ἐξουσίας, µὲ τὸν ἀπόλυτό της µάλιστα συχνὰ χαρακτήρα. Ὁ χριστιανὸς ἔχει συνείδηση, ὅτι δὲν εἶναι ἁπλὰ πολίτης τοῦ κόσµου, ἀλλὰ τῆς οὐράνιας βασιλείας. Τὸ «πολίτευµά» του εἶναι «ἐν οὐρανοῖς» (Φιλιππ. 3, 20). Ἡ διαχρονικὴ ἐπιβίωση αὐτῆς τῆς συνειδήσεως διακριβώνεται στὸν Ἅγιο Κοσµᾶ τὸν Αἰτωλὸ (18ος αἰ.) στὴν ἀναφορά του στὴν «διπλὴ πατρίδα» τὴ «γήϊνη καὶ µαταία» ἐδῶ στὴ γῆ καὶ τὴν αἰώνια «ἐν οὐρανοῖς». Ἤδη τὸν β´ αἰ. ὁµολογεῖται (Πρὸς ∆ιόγνητον 5, 10), ὅτι «οἱ χριστιανοὶ πείθονται τοῖς κειµένοις νόµοις καὶ (=ἀλλὰ) τοῖς ἰδίοις βίοις νικῶσι τοὺς νόµους». Ἡ νοµιµοφροσύνη, συνεπῶς, τοῦ Χριστιανοῦ δὲν εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιβολῆς τῆς πολιτειακῆς ἐξουσίας, ἀλλὰ τῆς ἐνοικούσης σ’ αὐτὸν χάριτος. Ὡς πολίτης τῆς οὐράνιας βασιλείας ὁ Χριστιανὸς εἶναι ἐλεύθερος ἀπὸ τὴν κοσµικὴ ἐξουσία, διότι ἡ ὑποταγὴ του σ’ αὐτήν, «ἐν οἷς ἐντολῇ Θεοῦ µὴ ἐµποδίζηται» (Μ. Βασίλειος, Ε.Π. 31, 861), εἶναι σχετικὴ καὶ πρόσκαιρη, ὅπως ἀποδεικνύει διαιώνια τὸ µαρτύριο, ὡς ἀντίσταση στὴν πολιτικὴ τυραννία.
Ἀκόµη ὅµως σηµαντικότερο εἶναι τὸ πρόβληµα τοῦ ἐναγκαλισµοῦ τῆς Ἐκκλησίας µὲ τὴν πολιτειακὴ ἐξουσία, ἔστω καὶ ἂν ἡ τελευταία ἐµφανίζεται ὡς ὀρθόδοξη, ὅπως συνέβη σὲ µᾶς ἀπὸ τὸν 19ο αἰώνα. Εἶναι γνωστὰ τὰ προβλήµατα, ποὺ προκάλεσε ὁ ὅρος «ἐπικρατοῦσα θρησκεία» (µεταφορὰ ἀπὸ τὰ Ἑπτάνησα καὶ µετάφραση τῶν δυτικῶν Established Church, Chiesa Dominante). Ἡ βαυαρικὴ ἐπιβολὴ τῆς Πολιτειοκρατίας –ὄχι χωρὶς ἀντίσταση φυσικὰ– ὁδηγεῖ στὸν ἐφοδιασµὸ τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας (ἂς θυµηθοῦµε τὸν ἐντελῶς ἀντορθόδοξο θεσµὸ τῆς «ἀριστίνδην συνόδου», ποὺ ἐµφανίζεται σὲ κάθε ἀνώµαλη περίοδο τοῦ πολιτικοῦ µας βίου), µὲ ἐξουσίες, ἁπλῶς γιὰ τὴν ἐξυπηρέτηση τῆς Πολιτείας, ὁπότε στὴν οὐσία λειτουργεῖ ὡς δέσµιά της (πρβλ. τὰ Εὐαγγελικά, τὸ ἀνάθεµα κατὰ τοῦ Βενιζέλου, τὴν ἀποδοχὴ τοῦ νέου ἡµερολογίου κ.λπ.). Ἀκόµη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ «χωρισµοῦ» Ἐκκλησίας–Πολιτειας, ὅπως ἐπικράτησε κατὰ τὴ δυτικὴ διατύπωση νὰ λέγεται (τὸ ὀρθόδοξο=Βασιλείας–Ἱερωσύνης) ἡ πολιτειοκρατία µπορεῖ νὰ ἀποβεῖ ἀκόµη σκληρότερη καὶ ἐξουθενωτικότερη, µὲ τὶς ἀνοικτὲς πλέον πιέσεις της πρὸς τὴν ἀνίσχυρη πιὰ Ὀρθοδοξία.
4. Μόνο στὴν περίπτωση τῆς ὀρθὰ (δηλαδὴ κατὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ τοὺς πολιτειακοὺς κανόνες) λειτουργούσης συναλληλίας ἤ συµφωνίας (κατὰ τὸ γράµµα καὶ τὸ πνεῦµα τοῦ κρατοῦντος Συντάγµατός µας) ὁ ἐκκλησιαστικὸς χῶρος διακονεῖ τὸ λαὸ καὶ ὄχι τὸ κράτος, συνεργαζόµενος ὅµως µαζί του (ἄρθρο 2 τοῦ Καταστ. Χάρτη τῆς Ἐκκλησίας, 1975). Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία στὴν ἑλληνορθόδοξη πολιτισµικὴ παράδοση διακονοῦν τὸν ἴδιο λαό, κάθε πλευρὰ µὲ τὸν δικό της τρόπο. Ἡ συναλληλία ὡς τὸ µόνο σύµφωνο µὲ τὴν παράδοσή µας σύστηµα σχέσεων, ἡ τυχὸν ἀνατροπὴ τοῦ ὁποίου θὰ ἐπιφέρει καταστροφικὲς ρήξεις, συνιστᾶ ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο πλευρῶν «ἐν τοῖς ἰδίοις αὐτῶν ὅροις τε καὶ λόγοις» (γιὰ νὰ χρησιµοποιήσω µιά χριστολογικὴ ἔκφραση–Μάξιµος Ὁµολογητής). Μὴ λησµονοῦµε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ὑπερβάσεις στὴ χρήση τῆς ἐξουσίας στὴ δική µας παράδοση γίνονται κατὰ κανόνα ἀπὸ τὴν πλευρὰ τῆς Πολιτείας, ποὺ αὐτονοηµατοδοτεῖται µεταφυσικά. Στὶς περιπτώσεις αὐτὲς συνήθως συντελεῖται καπήλευση τῆς θρησκευτικῆς πίστεως γιὰ τὴν ἐπιβολὴ καισαροπαπισµοῦ ἐν ὀνόµατι τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐκκλησιαστικὸς χῶρος στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἐφαρµόζει µία διπλὴ στάση, ποὺ καθορίσθηκε προγραµµατικὰ ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας (Αὐλοκόλακα τὸν ἀποκαλοῦν οἱ Γερµανοὶ) καὶ τὸν Μ. Ἀθανάσιο (δ αἰ.) καὶ φθάνει ὥς σήµερα.
Ἡ ἄρση τῆς δυσλειτουργίας δὲν ἐπιτυγχάνεται µὲ εἰσαγόµενες λύσεις, ἀλλὰ µὲ τὴν ἐπανεκκλησιοποίηση (γιὰ τὴ δυτικίζουσα ἀπὸ τὸν 19ο αἰ. Πολιτεία µας: ἀναπαλαίωση) τῶν νοοτροπιῶν. Στὸ πρόβληµα αὐτὸ τί σηµαίνει, ἀλήθεια–, «ἀναζήτηση βάσεων γιὰ µία ἀνανεωµένη εὐρωπαϊκὴ σύνθεση»; Ποιοὶ καθορίζουν τὴ σύνθεση αὐτή; Οἱ εὐρωπαϊκὲς λαότητες ἤ τό ὑπερενισχυµένο τελευταῖα ἀθέατο «διευθυντήριο»; Μία ἐπιβαλλόµενη ἑνιαιοποίηση θὰ ἰσοπεδώσει τὶς πολιτισµικὲς παραδόσεις τῶν µικρῶν λαῶν (ἐθνῶν), ὅπως ἔλεγε ὁ δάσκαλός µου στὴν Κολωνία Berthold Rubin (βυζαντινολόγος). Μὴ λησµονοῦµε δέ, ὅτι, ἂν «πολιτικὰ ἀνήκοµεν εἰς τὴν ∆ύσιν», πνευµατικὰ ἀνήκοµεν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ κάθε ἀλλαγὴ δὲν µπορεῖ νὰ γίνει ἐρήµην τῶν ἄλλων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν µας καὶ εἰς βάρος τῆς Πανορθοδόξου ἑνότητας. Τὴ βούλησή του, ἄλλωστε, στὸ πρόβληµα αὐτὸ ἔχει ἐκφράσει ἐπανειληµµένα ὁ λαός µας µὲ τὶς κατὰ καιροὺς σφυγµοµετρήσεις.
Ἡ διατήρηση τοῦ συντάγµατος, ὡς ἔχει, στὰ ἄρθρα 3 καὶ 13, διακρατεῖ µὲν τὴν ἐθνικὴ ταυτότητά µας, ἀλλὰ καὶ λύει τὸ πρόβληµα τῶν ἀληθινῶν (καὶ ὄχι κατασκευαζοµένων) θρησκευτικῶν µειονοτήτων τῆς Χώρας µας. Ἡ παρουσία δὲ τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεως στὰ ὅρια τῆς Ἑνωµένης Εὐρώπης, ὡς µόνιµη ὑπόµνηση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ παρελθόντος, θὰ βοηθεῖ τὴν ἀξιολόγηση καὶ ἀξιοποίηση τῶν σχέσεων Ἐκκλησίας–Πολιτείας καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ χῶρο, στὰ ὅρια τῆς πλουραλιστικῆς ἀντιδόσεως καὶ ὄχι µιᾶς (ἐπιδιωκόµενης ἀπὸ κάποιους) µονοδροµικῆς «µετακενώσεως». (Τό κείµενο ἀποτελεῖ εἰσήγηση σέ δηµόσια διεθνῆ συζήτηση).
(“Ορθόδοξος Τύπος”, τεύχος 2099, 8 Ιανουαρίου 2016)