Η μουσουλμανική κατάκτηση της βυζαντινής Σικελίας (827-902)

Γράφει ο Δημήτριος Σιδηρόπουλος από την ιστοσελίδα Clio Turbata

Η Σικελία είναι το μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου (έκταση 25.708 τ.χλμ.) και χωρίζεται από την ηπειρωτική Ιταλία από το θαλάσσιο Στενό της Μεσσήνης. Η στρατηγική της θέση την κατέστησε παραδοσιακό πεδίο αντιπαράθεσης ισχυρών δυνάμεων. Από το 210 π.Χ. η Σικελία αποτέλεσε τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους. Στα μέσα του 5ου αι. μ.Χ. οι Γερμανοί Βάνδαλοι, με επικεφαλής τον Γιζέριχο, την κατέκτησαν πρόσκαιρα. Σύντομα ωστόσο οι Οστρογότθοι, επίσης γερμανικό φύλο, διείσδυσαν αρχικά στην ιταλική χερσόνησο και έπειτα εκδίωξαν τους Βάνδαλους από τη νήσο.

Γύρω στα μέσα του 6ου αι., μετά το πέρας των πολέμων του Ιουστινιανού Α΄ στη Δύση και την αποκατάσταση της αυτοκρατορικής εξουσίας στην Ιταλία, η Σικελία και ο εν πολλοίς ελληνόφωνος τότε πληθυσμός της πέρασαν στον έλεγχο των Βυζαντινών. Έκτοτε, το νησί βίωσε μία ειρηνική περίοδο περίπου 100 ετών. Ωστόσο, η άνοδος του Ισλάμ και οι μουσουλμανικές κατακτήσεις στο μεσογειακό κόσμο κατά τον 7ο αι. μετέβαλλαν άρδην την κατάσταση.

Η πρώτη αραβική επιδρομή στη Σικελία πραγματοποιήθηκε το 652 από πλοία του συριακού ναυτικού, το οποίο μόλις είχε ναυπηγηθεί υπό τις οδηγίες του μελλοντικού χαλίφη Μωαβία. Θα ακολουθούσαν και άλλες, με στόχο κυρίως την αποκόμιση λαφύρων και αιχμαλώτων και όχι τη μόνιμη εγκατάσταση στο νησί. Κατά το διάστημα των μεγάλων αραβικών κατακτήσεων στην Αίγυπτο και τη βόρεια Αφρική (7ος αι.) η Σικελία απέκτησε ειδικό βάρος στο στρατηγικό σχεδιασμό των Βυζαντινών. Ο αυτοκράτορας Κώνστας Β΄ ενδιαφέρθηκε για τις υποθέσεις της Δύσης και μετέφερε την αυλή του στις Συρακούσες, όπου τελικά δολοφονήθηκε τον Ιούνιο του 668. Κατά τα επόμενα χρόνια η Σικελία αποτέλεσε σημαντικό αυτοκρατορικό προπύργιο στη Δύση. Από εκεί ξεκίνησαν τα βυζαντινά στρατεύματα για την πρόσκαιρη ανακατάληψη της Καρχηδόνας το 698.

Η δημιουργία ναυτικών βάσεων στις ακτές της βόρειας Αφρικής, ειδικά στην Τύνιδα, έφερε ωστόσο τους Άραβες κοντά στη Σικελία. Κατά το α´ μισό του 8ου αι. οι επιδρομές τους συνεχίστηκαν, αλλά όχι συστηματικά, καθώς ήταν ήδη σε εξέλιξη η κατάκτηση της Ιβηρικής χερσονήσου. Η αυγή του 9ου αι. βρήκε τη Σικελία με νέους γείτονες. Η δυναστεία των Αγλαβιδών, που εγκαθιδρύθηκε το 799 στη σημερινή Τυνησία, έδωσε έμφαση κυρίως στην εδραίωση της εξουσίας της επί των τοπικών φύλων και άφησε σε δεύτερη μοίρα την επιθετική πολιτική σε βάρος της Σικελίας και των βυζαντινών εδαφών γενικότερα.

Οι Αγλαβίδες ωστόσο προχώρησαν στη σύναψη συμφωνιών ειρήνης με τους Βυζαντινούς διοικητές του νησιού, αρχικά το 803 με δεκαετή διάρκεια και έπειτα το 813 με παρόμοιους όρους. Η ενδομουσουλμανική σύγκρουση στη βόρεια Αφρική μεταξύ των Αγλαβιδών και της νεοϊδρυθείσας δυναστείας των Ιδρισίδων στο Μαρόκο δεν άφηνε πολλά περιθώρια για άλλες πολεμικές επιχειρήσεις.

Η ανέφελη περίοδος τερματίστηκε ωστόσο σύντομα. Την αφορμή θα την έδιναν οι ίδιοι οι Βυζαντινοί. Το 826 εκδηλώθηκε στη Σικελία στασιαστικό κίνημα κατά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Β΄, οργανωμένο από τον διοικητή των ναυτικών δυνάμεων του τοπικού «θέματος», τουρμάρχη Ευφήμιο1. Ο τελευταίος εκμεταλλεύθηκε τις επιπτώσεις του μικρασιατικού κινήματος του Θωμά του Σλάβου (821-823) και προσπάθησε να γίνει κυρίαρχος του νησιού· μάλιστα κατάφερε να καταλάβει τις Συρακούσες, διοικητική έδρα της Σικελίας. Η αντεπίθεση των πιστών στον αυτοκράτορα στρατευμάτων, έλαβε χώρα υπό τον στρατηγό Παλατά και τον διοικητή της Πανόρμου Μιχαήλ. Οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι αποκατέστησαν γρήγορα την τάξη και εκδίωξαν τον Ευφήμιο και τους οπαδούς του από τις Συρακούσες. Ο αποστάτης κατέφυγε στην αυλή των Αγλαβιδών στο Καϊρουάν, όπου πρότεινε στον εμίρη Ζιγιαντάτ Αλλάχ Α΄ να γίνει φόρου υποτελής του, εφόσον ο τελευταίος του παρείχε υποστήριξη για να αποκτήσει εκ νέου τον έλεγχο του νησιού. Ο εμίρης ήταν διστακτικός αρχικά· ωστόσο, πείστηκε από τους συμβούλους του ότι μία εκστρατεία κατά των Βυζαντινών θα αποδυνάμωνε την εσωτερική αντιπολίτευση, η οποία τον κατηγορούσε για τρυφηλή ζωή και νωθρότητα, ιδιαίτερα ως προς το σκέλος της επέκτασης του Ιερού Πολέμου (τζιχάντ). Η εμπλοκή των Αράβων στη Σικελία επρόκειτο να αποτελέσει την απαρχή μιας σκληρής και μακροχρόνιας σύγκρουσης για την κατοχή του νησιού.

Χάρτης της Σικελίας με τα κύρια σημεία συγκρούσεων κατά την υπό εξέταση περίοδο (σχεδίαση Νάσια Γιαννούτσου / ΓΝΩΜΩΝ Εκδοτική για το άρθρο του γράφοντος στο περιοδικό Στρατιωτική Ιστορία 222 [Αθήνα, Ιούλιος 2015]).

Στα μέσα του Ιουνίου του 827 αραβική εκστρατευτική δύναμη 10.000 πεζών και 700 ιππέων ξεκίνησε από τα Σούσα της Τυνησίας με προορισμό τη Σικελία. Επικεφαλής τέθηκε ο Άσαντ μπιν αλ Φουράτ, εξέχουσα προσωπικότητα του κράτους των Αγλαβιδών. Ο Ευφήμιος θα διοικούσε τις πιστές σε αυτόν δυνάμεις, που τον περίμεναν στις νότιες ακτές της Σικελίας. Η απόβαση των Αράβων πραγματοποιήθηκε κοντά στη Μάζαρα, στα νοτιοδυτικά της νήσου, αρχικά δίχως αντίσταση. Οι εισβολείς συγκρούστηκαν όμως με τους άνδρες του Ευφημίου, επειδή εξέλαβαν εσφαλμένα τους τελευταίους ως πιστά στον αυτοκράτορα στρατεύματα. Η εμπλοκή έληξε σύντομα χωρίς σοβαρές απώλειες.

Οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν δυνάμεις, ώστε να εκδιώξουν άμεσα τους Άραβες. Οι μνήμες της πρόσφατης μουσουλμανικής κατάκτησης της Κρήτης ήταν νωπές και οι αυτοκρατορικοί αξιωματούχοι της Σικελίας ήταν αποφασισμένοι να μην ακολουθήσει το νησί τους την ίδια μοίρα. Υπό τη διοίκηση του Παλατά οι βυζαντινές δυνάμεις προήλασαν στη Μάζαρα, όπου ενεπλάκησαν σε μάχη με τα στρατεύματα του Άσαντ και του Ευφημίου. Από τη σύγκρουση, που διήρκεσε αρκετές ώρες, αναδείχθηκαν νικητές οι εισβολείς. Οι αυτοκρατορικοί αποσύρθηκαν με σχετική τάξη στο εσωτερικό του νησιού. Κύριο μέλημά τους αποτέλεσε πλέον η ενίσχυση στρατηγικών ερεισμάτων (φρούριο Έννε, Πάνορμος, Συρακούσες, Κεφαλοίδιον). Παράλληλα, ενισχύσεις αναμένονταν από την Καλαβρία και τη Μικρά Ασία, καθώς ο Μιχαήλ Β´ είχε ειδοποιηθεί για τις εξελίξεις.

Μετά τη νίκη του ο Άσαντ κατέλαβε τη Μάζαρα. Η πόλη αποτέλεσε εφεξής ορμητήριο των Αράβων για τη σταδιακή κατάκτηση όλου του νησιού. Επόμενος στόχος τους ήταν οι Συρακούσες στην ανατολική πλευρά. Η πορεία που έπρεπε να ακολουθήσουν οι εισβολείς διερχόταν αναγκαστικά από το νότιο οδικό άξονα του νησιού. Εκεί βρίσκονταν δύο βυζαντινά οχυρά, το Μήναιον και ο Ακράγας. Με τη βοήθεια του Ευφημίου, που γνώριζε τα στρατηγικά σημεία του νησιού αλλά και τις αδυναμίες των ρωμαϊκών δυνάμεων, τα στρατεύματα του Άσαντ παρέκαμψαν τα οχυρά. Κατόπιν εμφανίστηκαν μπροστά στα τείχη των Συρακουσών (χειμώνας του 827).

Η ισχυρή φρουρά των Συρακουσών διέθετε προμήθειες, ώστε να αντέξει μακρά πολιορκία. Η έλευση του χειμώνα θα αποτελούσε επιπρόσθετο πρόβλημα για τους Άραβες, οι οποίοι όμως ήλπιζαν σε γρήγορη πτώση της πόλης, έχοντας λάβει ενισχύσεις από την Αφρική. Ο Μιχαήλ Β΄ γνώριζε ότι οι ενισχύσεις που σκόπευε να στείλει δεν θα έφθαναν εγκαίρως, ώστε να σώσουν την πόλη. Έτσι, ζήτησε βοήθεια από τον δόγη της Βενετίας Τζιουστινιάνο (825-829). Ισχυρή μοίρα του βενετικού στόλου κατέπλευσε πράγματι στη Σικελία στις αρχές του 828, αλλά δεν κατάφερε να άρει την πολιορκία των Συρακουσών. Ωστόσο, μία επιδημία έπληξε τους πολιορκητές την άνοιξη του 829, ενώ η εξάντληση των προμηθειών τους οδήγησε σε λιμό. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Άσαντ. Ο θάνατός του καταρράκωσε το ηθικό των Αράβων. Έτσι αποφασίστηκε η εγκατάλειψη της πολιορκίας.

Έπειτα από υπόδειξη του Ευφημίου, οι Άραβες κατέλαβαν όμως το Μήναιον, το οποίο θα χρησίμευε ως προωθημένη βάση για μόνιμη παρουσία στη δυτική πλευρά του νησιού. Εκεί κατέφθασαν σύντομα ενισχύσεις από την Αφρική. Ο νέος διοικητής των αραβικών δυνάμεων Μωχάμεντ αλ Τζαράουι αποφάσισε τη συγκρότηση δύο επιθετικών σωμάτων: το πρώτο θα πολιορκούσε τον Ακράγαντα στα δυτικά, ενώ το δεύτερο (στο οποίο θα συμμετείχαν και στρατεύματα του Ευφημίου) θα κατευθυνόταν προς την ενδοχώρα του νησιού με στόχο το ισχυρό οχυρό Έννε.

Dirham του ηγεμόνα της Ιφρικίγια Ζιγιαντάτ Αλλάχ Α΄ (817-838), τρίτου εμίρη της δυναστείας των Αγλαβιδών. Στα χρόνια της αρχής του ξεκίνησε η αραβική κατάκτηση της Σικελίας.

Η πολιορκία του Ακράγαντα ήταν σύντομη, καθώς η μικρή αυτοκρατορική φρουρά του σύντομα υπέκυψε στις υπέρτερες αραβικές δυνάμεις. Ωστόσο, η περίπτωση του δυσπρόσιτου Έννε ήταν διαφορετική. Ο Ευφήμιος γνώριζε πως λόγω της μορφολογίας του εδάφους η πολιορκία θα ήταν επίπονη και μακρά. Έτσι, αποφάσισε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τη φρουρά. Αρχικά φάνηκε πως οι συνομιλίες βρίσκονταν σε καλό δρόμο. Οι πολιορκημένοι όμως μάλλον προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο με την παράταση των διαπραγματεύσεων, ώστε να φτάσουν οι ενισχύσεις του Μιχαήλ Β΄ στα ανατολικά του νησιού (αρχές άνοιξης του 829) υπό τη διοίκηση του στρατηγού Θεόδοτου. Οι πολιορκημένοι του Έννε κατόρθωσαν μάλιστα, σε μία συνάντησή τους με αραβική αντιπροσωπεία, να δολοφονήσουν τον αποστάτη και ιθύνοντα νου της αραβικής εισβολής Ευφήμιο· ο θάνατός του ουσιαστικά προκάλεσε μάλιστα και τη διάλυση των δυνάμεών του. Από το σημείο αυτό και μετά οι Άραβες έπρεπε να διεξαγάγουν μόνοι τους τις επιχειρήσεις κατά των Βυζαντινών.

Η ανταρσία του Ευφημίου έληξε επομένως την άνοιξη του 829. Τα δεινά της δεν επρόκειτο όμως να τελειώσουν. Οι Άραβες είχαν πλέον αγκιστρωθεί γερά, ενισχυόμενοι συνεχώς από νέες ξεκούραστες δυνάμεις. Οι Βυζαντινοί δεν έμειναν πάντως άπραγοι. Ο Θεόδοτος προωθήθηκε στο Έννε για να λύσει την πολιορκία του και ενέπλεξε σε μάχη τις αραβικές δυνάμεις που είχαν περισφίξει την πόλη. Αν και οι πολιορκητές επικράτησαν στη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Θεόδοτος κατόρθωσε να διεισδύσει στο Έννε με το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών του.

Παρά τη νίκη τους οι Άραβες δεν επιχείρησαν να καταλάβουν με έφοδο την πόλη. Συνέχισαν με υπομονή την πολιορκία επιδιώκοντας την πτώση του Έννε μέσω εξάντλησης της φρουράς ή διαπραγματεύσεων. Ο Θεόδοτος σε σύντομο χρονικό διάστημα κατάφερε να αναδιοργανώσει την άμυνα και να εμψυχώσει τους πολιορκημένους. Τους οδήγησε μάλιστα σε έξοδο, η οποία ανάγκασε τους Άραβες να κλειστούν στο στρατόπεδό τους. Οι αραβικές δυνάμεις επιχείρησαν να διασπάσουν τον αποκλεισμό με νυκτερινή έξοδο που απέτυχε όμως με μεγάλες απώλειες. Οι επιζήσαντες κατάφεραν με δυσκολία να φτάσουν έως το Μήναιον. Τους ακολούθησε όμως κατά πόδας ο Θεόδοτος και έθεσε υπό πολιορκία το οχυρό. Οι Άραβες δεν είχαν προετοιμαστεί για πολιορκία, με αποτέλεσμα σύντομα να εμφανιστούν ελλείψεις σε τρόφιμα. Η πείνα οδήγησε τους πολιορκημένους στη σφαγή των αλόγων και σε αγωνιώδη προσπάθεια εξασφάλισης τροφής από άλλα ζώα (ακόμη και σκυλιά). Η φρουρά του Ακράγαντα διαβλέποντας την επικείμενη πτώση του Μήναιου αποφάσισε να εγκαταλείψει την πόλη και υποχώρησε στη Μάζαρα.

Η κατάσταση ήταν κρίσιμη για τους Άραβες. Οι Βυζαντινοί, υπό την ικανή ηγεσία του Θεοδότου, είχαν καταφέρει σχεδόν να εκκαθαρίσουν το νησί από τη μουσουλμανική παρουσία. Την πτώση του Μήναιου, που φάνταζε επικείμενη, θα ακολουθούσε προέλαση έως τη Μάζαρα, τελευταίο ουσιαστικά προγεφύρωμα των Αράβων στη Σικελία. Σύντομα ωστόσο ένα απρόοπτο γεγονός έμελλε να αλλάξει τη ροή της σύγκρουσης.

Στα μέσα του καλοκαιριού του 829 ισχυρή ναυτική μοίρα από το Ομαϋαδικό εμιράτο της Κόρδοβας έφτασε στη Σικελία. Ο Θεόδοτος εκτίμησε πως επρόκειτο για επιχείρηση πειρατικού χαρακτήρα, δίχως απώτερο στρατηγικό στόχο. Η επιδρομή όμως ήταν πραγματικό δώρο για τους πολιορκημένους Άραβες στο Μήναιον. Παρότι γνώριζαν ότι οι Ανδαλούσιοι της Κόρδοβας δεν αντιμετώπιζαν με ιδιαίτερη θέρμη το ενδεχόμενο να πολεμήσουν για τα συμφέροντα των Αββασιδών επικυρίαρχων των Αγλαβιδών, τους πρότειναν να αναλάβουν αυτοί (ο αρχηγός τους Άσμπαγκ μπιν Ουακίλ) τη διοίκηση των επιχειρήσεων στο νησί, με αντάλλαγμα τη λύση της πολιορκίας της πόλης. Ενδεχομένη συμμαχία των μουσουλμανικών δυνάμεων θα επηρέαζε μάλλον καταλυτικά τις επιχειρήσεις. Άλλωστε, Ανδαλούσιοι ήταν και οι μουσουλμάνοι που είχαν πριν από μερικά χρόνια είχαν αποβιβαστεί και κατακτήσει την Κρήτη.

Ο Άσμπαγκ αποδέχθηκε τελικά την πρόταση των πολιορκημένων του Μήναιου. Η αύξηση της επιρροής στην κεντρική Μεσόγειο αποτελούσε πάγια επιδίωξη των εμίρηδων της Κόρδοβας, και αυτή ήταν καλή ευκαιρία για την απόκτηση προωθημένων ναυτικών βάσεων κοντά στην ιταλική χερσόνησο και τα δυτικά εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Δίχως χρονοτριβή οι Ανδαλούσιοι προήλασαν μέχρι το Μήναιον και έλυσαν την πολιορκία του. Ο Θεόδοτος διέταξε υποχώρηση προς το Έννε για να ανασυντάξει τις δυνάμεις του. Την ίδια στιγμή όμως οι συνδυασμένες αραβικές δυνάμεις υπό τον Άσμπαγκ έκαιγαν το Μήναιον και έθεταν υπό πολιορκία την Καλονιάνα. Οι Βυζαντινοί δεν κινήθηκαν για να σπάσουν τον κλοιό γύρω από την τελευταία. Προτίμησαν να χτυπήσουν τους Άραβες με μικρά τμήματα που παρενοχλούσαν τις φάλαγγες ανεφοδιασμού. Ο Άσμπαγκ όμως συνέχισε την πολιορκία της Καλονιάνα, ενώ παράλληλα οι μουσουλμανικές δυνάμεις, που βρίσκονταν στη Μάζαρα, προήλασαν στην Πάνορμο. Η τελευταία βρέθηκε πολιορκημένη από ξηρά και θάλασσα, καθώς τις επιχειρήσεις των Αράβων στη ξηρά συνεπικουρούσε ισχυρή δύναμη από εκατό και πλέον πολεμικά πλοία.

Ενώ οι Άραβες πολιορκούσαν την Καλονιάνα, ασθένεια έπληξε το στρατόπεδό τους και προκάλεσε σοβαρές απώλειες. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Άσμπαγκ. Η πόλη όμως έπεσε στα τέλη του φθινοπώρου του 830. Η μουσουλμανική επιτυχία ήταν πρόσκαιρη, καθώς ο Θεόδοτος αντεπιτέθηκε και ανάγκασε τους εισβολείς να υποχωρήσουν στα δυτικά. Σειρά από συγκρούσεις και διαδοχικές βυζαντινές νίκες έφερε και πάλι τους Άραβες πίσω στη Μάζαρα. Στις συγκρούσεις αυτές σκοτώθηκε όμως ο Θεόδοτος, γεγονός που συνιστούσε σημαντικό πλήγμα για τους Βυζαντινούς. Ο θάνατός του αποσυντόνισε την άμυνα του νησιού, ενώ οι διάδοχοί του αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.

Επί σχεδόν ένα έτος η Πάνορμος, στα βορειοδυτικά του νησιού, βρισκόταν υπό πολιορκία, χωρίς να λάβει κάποια βοήθεια. Η κατάσταση στην πόλη είχε γίνει αφόρητη, καθώς τα τρόφιμα λιγόστευαν. Η στρατηγική θέση της την είχε καταστήσει κύριο αντικειμενικό στόχο των Αράβων. Ο κλοιός ήταν ασφυκτικός από ξηρά και θάλασσα. Ο διοικητής της πόλης, σπαθάριος Συμεών, αφού συμβουλεύτηκε τους αξιωματικούς της φρουράς, ήλθε σε συνεννόηση με τους πολιορκητές. Συμφώνησε να παραδώσει την Πάνορμο με αντάλλαγμα την ασφαλή αποχώρηση της δύναμής του. Έτσι, το Σεπτέμβριο του 831, οι Άραβες απέκτησαν σημαντική βάση στα βόρεια του νησιού εξασφαλίζοντας παράλληλα την κυριαρχία και στο δυτικό τμήμα του. Η Πάνορμος έγινε πρωτεύουσα του αραβικού τμήματος της Σικελίας, με τους Αγλαβίδες να στέλνουν στο νησί έναν βαλή (διοικητή), έμπρακτη απόδειξη πως θεωρούσαν την περιοχή ως τμήμα του εμιράτου τους. Ο πληθυσμός της πόλης, που είχε ούτως η άλλως μειωθεί δραματικά, υπέστη τα πάνδεινα. Μέρος του σφαγιάστηκε μετά την αποχώρηση της φρουράς, ενώ πολλοί αιχμαλωτίστηκαν με την προοπτική της πώλησης στα σκλαβοπάζαρα του Καϊρουάν και σε άλλα κέντρα της μουσουλμανικής Αφρικής.

Η πτώση της Πανόρμου αποτέλεσε πρώτο σημείο καμπής στη σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών για την κυριαρχία στο νησί. Τις επιχειρήσεις της περιόδου 827-831 ακολούθησε σχετική ηρεμία. Οι Άραβες προτίμησαν να ασχοληθούν με την οργάνωση των κατακτημένων εδαφών του νησιού, ενώ οι Βυζαντινοί δεν διέθεταν τις απαραίτητες δυνάμεις για να επιχειρήσουν εκ νέου μεγάλης κλίμακας αντεπίθεση. Άλλωστε δεν αναμένονταν ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας Θεόφιλος έπρεπε να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη δραστηριότητα των Αββασιδών στην Ανατολή, καθώς υπό τη διοίκηση του χαλίφη αλ Μαμούν οι Άραβες διενεργούσαν συνεχείς επιδρομές. Η απατηλή αυτή ηρεμία όμως δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ.

Από τον Ιανουάριο του 834 ξεκίνησαν πάλι οι πολεμικές επιχειρήσεις. Οι Άραβες με νέες δυνάμεις επιτέθηκαν κατά του Έννε. Η κατάκτησή του ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς η στρατηγική θέση του ήλεγχε τις προσβάσεις προς το ανατολικό τμήμα της Σικελίας. Για την επίτευξη του στόχου αυτού οι Άραβες διέθεσαν σημαντικές δυνάμεις και κατάφεραν τελικά να επικρατήσουν των Βυζαντινών. Ο ικανός βαλής της Σικελίας Αμπού Φιχρ μετέβη στην περιοχή, ώστε να ασχοληθεί με την οργάνωση της πολιορκίας του οχυρού. Αφού κατάφερε την άνοιξη του 834 να αποκρούσει αιφνιδιαστική έξοδο της φρουράς του Έννε, έστειλε αναγνωριστικά αποσπάσματα στα ανατολικά. Αυτά έφτασαν μέχρι τα προάστια των Συρακουσών, δίχως να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση.

Το επίτευγμα των Αράβων ανησύχησε τη βυζαντινή διοίκηση της Σικελίας. Ενισχύσεις ζητήθηκαν από την Κωνσταντινούπολη, αλλά ήταν αδύνατο να σταλούν άμεσα. Από το καλοκαίρι του 834 έως τις αρχές του 835 τα ρωμαϊκά στρατεύματα της Σικελίας συγκρούστηκαν επανειλημμένα με τις υπέρτερες δυνάμεις του Αμπού Φιχρ. Αν και οι Βυζαντινοί συνήθως ηττούνταν, η αντίστασή τους εμπόδισε τους Άραβες να αυξήσουν την κυριαρχία τους στο νησί. Την άνοιξη του 835 (ίσως τον Απρίλιο) ο βυζαντινός στρατηγός διοικητής αποφάσισε να αντιμετωπίσει σε ανοικτή μάχη τους Άραβες. Οι τελευταίοι αποδέχθηκαν την πρόκληση και υπό τον Αμπού Φιχρ κέρδισαν σημαντική νίκη, για την οποία οι πηγές (αραβικές και βυζαντινές) δεν παρέχουν λεπτομέρειες. Οι νικητές κατά τη λεηλασία του βυζαντινού στρατοπέδου αιχμαλώτισαν τη σύζυγο και τον γιο του Βυζαντινού στρατηγού και αποκόμισαν πλούσια λεία. Ενθαρρυμένος από τη νέα νίκη ο Αμπού Φιχρ έστειλε αποσπάσματα για να επιτεθούν στα περίχωρα του Ταυρομενίου.

Παρά τις συνεχείς επιτυχίες η κατάσταση στο μουσουλμανικό στρατόπεδο ήταν περίπλοκη. Στις νεοκατακτηθείσες περιοχές συμβίωναν με τους γηγενείς Άραβες (που συγκροτούσαν τη διοικητική και κοινωνική ελίτ) και Βέρβεροι (που αποτελούσαν την πλειονότητα των μουσουλμανικών δυνάμεων). Οι συγκρούσεις ανάμεσα στις δύο τελευταίες εθνικές ομάδες, που πριν από χρόνια είχαν ταλαιπωρήσει το Αγλαβιδικό εμιράτο, ανέκυψαν και στη Σικελία. Τα θύματα ήταν πολλά, ανάμεσά τους και ο Αμπού Φιχρ. Ο δραστήριος βαλής δολοφονήθηκε από τον Βέρβερο υπηρέτη του, ο οποίος έπειτα βρήκε καταφύγιο στα εδάφη της Σικελίας που ελέγχονταν από τους Βυζαντινούς.

Η αναταραχή αποσυντόνισε το μουσουλμανικό στρατόπεδο μέχρι την άφιξη του νέου διοικητή αλ Φαντλ μπιν Γιακούμπ, ο οποίος κατέφθασε από το Καϊρουάν φέρνοντας νέα και πιστά στρατεύματα. Ο αλ Φαντλ γνώριζε ότι η συνέχιση των επιχειρήσεων ήταν ο ιδανικός τρόπος για να καταλαγιάσουν οι εσωτερικές έριδες στα αραβικά εδάφη της Σικελίας. Γι’ αυτό οδήγησε προσωπικά δύο επιδρομές κατά των Συρακουσών και του Έννε. Κατά την επιδρομή εναντίον του Έννε ο αλ Φαντλ αντιμετώπισε όμως ισχυρές βυζαντινές δυνάμεις υπό το στρατηγό της Σικελίας (τον ίδιο που είχε ηττηθεί από τον Αμπού Φιχρ). Αυτή τη φορά οι Βυζαντινοί κατάφεραν να απωθήσουν τους Άραβες και τους καταδίωξαν, αλλά οι τελευταίοι κατέφυγαν σε δυσπρόσιτη ορεινή περιοχή. Ο Βυζαντινός στρατηγός αποφάσισε να διακόψει την καταδίωξη καθώς φοβήθηκε τη μορφολογία του εδάφους, ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη δημιουργία ενέδρας, και διέταξε υποχώρηση. Ενδεχομένως οι Βυζαντινοί πίστευαν ότι είχαν διασκορπίσει τις αραβικές δυνάμεις και δεν έλαβαν κατά την οπισθοχώρησή τους μέτρα ασφαλείας. Έτσι, αιφνιδιάστηκαν από τους Άραβες κατά τη διάρκεια της νύχτας και υπέστησαν σημαντικές απώλειες· ο στρατηγός της Σικελίας διέφυγε μετά βίας, ενώ το βυζαντινό στρατόπεδο λεηλατήθηκε.

Ενώ η μία ήττα διαδεχόταν την άλλη, στα τέλη του καλοκαιριού του 835 ο βυζαντινός στόλος εμφανίστηκε στη Σικελία. Η παρουσία του έγινε άμεσα αισθητή. Σε σειρά από μικρές ναυμαχίες κατίσχυσε έναντι των Αράβων και τους ανάγκασε να γίνουν πιο προσεκτικοί. Μάλιστα σε σύγκρουση κινδύνευσε ο Αμπού Αγκλάμπ, συγγενής του εμίρη της Αφρικής Ζιγιαντάτ Αλλάχ, που ταξίδευε προς την Πάνορμο για να αναλάβει τη διοίκηση των μουσουλμανικών δυνάμεων της Σικελίας. Αφού κατάφερε να αποβιβαστεί στο νησί, προχώρησε άμεσα στην ανασυγκρότηση των ναυτικών του δυνάμεων και ανέθεσε στον αλ Φαντλ, μέχρι πρότινος διοικητή της Σικελίας, την ηγεσία τους. Ο αλ Φαντλ αποδείχθηκε εξίσου ικανός και σε αυτόν τον τομέα, καθώς το 836 οδήγησε τις αραβικές μοίρες σε επιτυχημένες επιδρομές κατά της νήσου Παντελερία, στα νότια της Σικελίας, αλλά και κατά των Αιολίδων νήσων στα βορειοδυτικά της.

Και στην ξηρά όμως οι Αγλαβίδες δεν έμεναν αδρανείς. Την άνοιξη του 837 ισχυρό απόσπασμα υπό τον στρατηγό Αμπντ ελ Σαλάμ κινήθηκε κατά του Έννε, αλλά οι Βυζαντινοί κατάφεραν έπειτα από σκληρή μάχη να το κατανικήσουν και να αιχμαλωτίσουν τον Άραβα διοικητή. Αντί να αποθαρρυνθούν, οι αρχές της Πανόρμου έστειλαν νέες ισχυρότερες δυνάμεις που έθεσαν υπό πολιορκία το Έννε. Οι Βυζαντινοί προτίμησαν πάλι να εμπιστευθούν τις αποδεδειγμένα ισχυρές οχυρώσεις του, παρά να αντιπαρατεθούν άμεσα στον καταφανώς υπέρτερο εχθρό. Οι Άραβες δεν επιχείρησαν μετωπικές εφόδους κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, αλλά συνέχισαν να ενισχύουν τις θέσεις τους γύρω από την πόλη. Περίμεναν την κατάλληλη ευκαιρία για να επιτεθούν· αυτή εμφανίστηκε το χειμώνα, πιθανότατα στις αρχές του Δεκέμβρη του 837, όταν ανακάλυψαν ένα κρυφό πέρασμα που οδηγούσε μέσα στην πόλη. Η νυκτερινή αραβική επίθεση αιφνιδίασε τους Βυζαντινούς, οι οποίοι όμως κατάφεραν να αποσυρθούν στη φύσει οχυρή ακρόπολη. Έτσι, οι Άραβες ήλεγχαν μεν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, αλλά δεν είχαν εξουδετερώσει την απειλή της φρουράς. Παράλληλα, η επιδείνωση των καιρικών συνθηκών δεν επέτρεπε την παραμονή τους σε περιοχή που δεν ήλεγχαν απόλυτα. Γι’ αυτούς τους λόγους αποφάσισαν να αποχωρήσουν, αφού πρώτα έλαβαν χρηματικό ποσό από τους Βυζαντινούς.

Οι συνεχείς ήττες ώθησαν τον αυτοκράτορα Θεόφιλο να ενισχύσει τη Σικελία. Στην ηγεσία των στρατευμάτων που εστάλησαν τέθηκε ο γαμπρός του καίσαρας Αλέξιος Μωσηλέ. Ο Θεόφιλος του εμπιστεύτηκε περίπου 4.000 στρατιώτες και αρκετά πλοία, δείγμα της πρόθεσής του να αντιστρέψει τις τύχες του πολέμου. Πράγματι, ο Μωσηλέ έφτασε εγκαίρως την άνοιξη του 838 για να λύσει την πολιορκία του οχυρού Κεφαλοιδίου, περίπου 40 χλμ. ανατολικά της Πανόρμου. Έπειτα, πέτυχε διαδοχικές νίκες επί των Αράβων ανυψώνοντας το ηθικό των βυζαντινών στρατευμάτων. Το διάλειμμα επιτυχιών όμως δεν κράτησε πολύ. Στην Κωνσταντινούπολη διαδίδονταν φήμες ότι ο Μωσηλέ σκόπευε να στασιάσει. Έτσι, στα μέσα του 839 ο Θεόφιλος τον ανακάλεσε. Ο αγώνας στη Σικελία επρόκειτο να πάρει νέα, αγριότερη μορφή, καθώς οι Άραβες συνειδητοποιούσαν ότι οι Βυζαντινοί δεν διέθεταν τα απαραίτητα μέσα για να τους αντιμετωπίσουν. Αυτό το συμπέρασμα θα τους οδηγούσε στην ανάληψη περισσότερων και πιο τολμηρών επιθετικών επιχειρήσεων.

Ο αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842) με τους αυλικούς του. Κατά την περίοδο της βασιλείας του οι Άραβες επέκτειναν σημαντικά τη ζώνη επιρροής τους στη Σικελία και την ηπειρωτική Ιταλία.

Τον Ιούνιο του 838 πέθανε ο εμπνευστής της αραβικής επέμβασης στη Σικελία, εμίρης της Αφρικής Ζιγιαντάτ Αλλάχ. Αυτό το γεγονός δεν μετέβαλλε τα σχέδια των Αγλαβιδών. Ο διάδοχός του, εμίρης Αμπού Ικάλ, έστειλε νέα στρατεύματα στη Σικελία, με αποτέλεσμα οι συγκρούσεις να αναζωπυρωθούν στο νησί (839-841). Οι Βυζαντινοί μάλλον ανήμποροι παρακολούθησαν τα εναπομείναντα οχυρά τους στη δυτική πλευρά της Σικελίας να υποκύπτουν (Πλατάνι, Κορλεόνε, Γεράκι, Καρταλμπελλότα και Μαρινέο). Στα τέλη του 841 οι Άραβες ήλεγχαν πλήρως σχεδόν το μισό νησί. Μάλιστα η αυτοπεποίθησή τους ήταν τόσο ενισχυμένη, ώστε εξαπέλυσαν νέες επιθέσεις κατά του Έννε αλλά και στην ιταλική χερσόνησο, όπου κυρίευσαν και τον Τάραντα.

Ο Θεόφιλος αποφάσισε τότε να δοκιμάσει την οδό της διπλωματίας. Πρεσβείες στάλθηκαν στον Λουδοβίκο Ευσεβή, ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, στον εμίρη της Κόρδοβας Αμπντελραχμάν Β΄ και στις αρχές της Βενετίας. Ωστόσο, δεν υπήρξε ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ο Λουδοβίκος πέθανε, προτού ληφθεί κάποια απόφαση (Ιούνιος 840), οι Άραβες της Ανδαλουσίας προτίμησαν να κρατήσουν ουδέτερη στάση, ενώ οι Βενετοί έστειλαν μεν μικρή βοήθεια, αλλά ηττήθηκαν σε ναυμαχία προ του Τάραντα από τον αγλαβιδικό στόλο. Ο τελευταίος βρήκε μετά την ευκαιρία να λεηλατήσει τις ακτές της Δαλματίας, την Ανκόνα και τις περιοχές κοντά στις εκβολές του ποταμού Πάδου.

Μετά το θάνατο του Θεόφιλου στις αρχές του 842 και την άνοδο στο θρόνο του ανήλικου γιου του, Μιχαήλ Γ΄ (την εξουσία ασκούσε επιτροπή υπό την χήρα αυτοκράτειρα Θεοδώρα) η κατάσταση στη Σικελία δεν βελτιώθηκε. Το 843 οι Άραβες ξεκίνησαν την πολιορκία της Μεσσήνης, στα βορειοανατολικά του νησιού, την οποία κατέλαβαν με τη βοήθεια δυνάμεων του δουκάτου της Νεάπολης. Παράλληλα, άλλο αραβικό σώμα επιτέθηκε στα νότια και κατέλαβε τη Μούτικα έπειτα από πολιορκία (το 845). Με τις ήττες να συσσωρεύονται, η Θεοδώρα αποφάσισε να στείλει στη Σικελία ισχυρό σώμα από το μικρασιατικό «θέμα» Χαρσιανού. Με τις δυνάμεις τους ενισχυμένες οι Βυζαντινοί προήλασαν στα νότια του νησιού, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τους Άραβες σε μάχη εκ παρατάξεως. Η παρουσία των ανατολικών εμπειροπόλεμων στρατευμάτων πιστευόταν ότι θα αντέστρεφε τη φορά των πραγμάτων. Η μάχη ωστόσο, που έλαβε χώρα στην κωμόπολη Μπουτέρα, έληξε με συντριπτική ήττα των αυτοκρατορικών δυνάμεων.

Την ήττα στη Μπουτέρα διαδέχθηκε η πτώση των Λεοντίνων. Η πόλη πολιορκήθηκε επί μακρόν και τελικά έπεσε το 847. Από το 848 έως το 853 η αραβική προέλαση υπήρξε αργή αλλά σταθερή. Το 848 σχεδιάστηκε από τις βυζαντινές αρχές μια παράτολμη επιχείρηση, η οποία περιλάμβανε τη δια θαλάσσης προσβολή της Πανόρμου με παράλληλη αποβίβαση στρατευμάτων που θα καταλάμβαναν αιφνιδιαστικά την αραβική πρωτεύουσα του νησιού. Όμως το φιλόδοξο σχέδιο ναυάγησε λόγω κακοκαιρίας, με τους Βυζαντινούς να χάνουν επτά από τα δέκα πλοία τους. Το 853 οι Άραβες πολιόρκησαν επί έξι μήνες τη Μπουτέρα, από την οποία αποχώρησαν με ανταλλάγματα (χρήματα και ομήρους). Το 857 οι Βυζαντινοί υπέστησαν σημαντικό πλήγμα, όταν έπεσε το ισχυρό και έως τότε απόρθητο φρούριο του Κεφαλοιδίου.

Το αποφασιστικό πλήγμα για τη βυζαντινή παρουσία στη Σικελία σημειώθηκε όμως τον Ιανουάριο του 859. Οι Άραβες βρίσκονταν για άλλη μια φορά προ των τειχών του Έννε, δίχως να μπορούν να διασπάσουν την άμυνά του. Βυζαντινός αιχμάλωτος υπέδειξε ωστόσο στους πολιορκητές ένα αφύλαχτο πέρασμα, από το οποίο οι Άραβες εισήλθαν στην πόλη και αιφνιδίασαν τη φρουρά της. Ήταν η δεύτερη φορά που τα τείχη του Έννε παραβιάζονταν με αυτόν τον τρόπο, αλλά επρόκειτο να είναι η τελευταία. Η φρουρά προσπάθησε να αμυνθεί, αλλά τελικά υπέκυψε και η πόλη παραδόθηκε στη λεηλασία και τη σφαγή.

Η πτώση του Έννε, ακρογωνιαίου λίθου της αμυντικής διάταξης των Βυζαντινών και τότε έδρας του διοικητή της Σικελίας, περιόρισε τα εδάφη που βρίσκονταν υπό αυτοκρατορική εξουσία σε στενή λωρίδα στα ανατολικά του νησιού (μεταξύ Ταυρομενίου και Συρακουσών). Στο εξής, όπως τόνισε παραστατικά ο Ιωάννης Καραγιαννόπουλος, οι ώρες της βυζαντινής παρουσίας στη Σικελία ήταν πια μετρημένες.

Η απάντηση της βυζαντινής κυβέρνησης στην πρόσφατη καταστροφή ήταν άμεση. Στις αρχές του φθινοπώρου του 859 δύναμη τριακοσίων πλοίων υπό τη διοίκηση του στρατηγού Κωνσταντίνου Κοντομύτη κατέπλευσε στις Συρακούσες. Παρά τον εντυπωσιακό αριθμό των πλοίων του, ο βυζαντινός στόλος υπέστη σειρά από ήττες σε διαδοχικές ναυμαχίες με τους Άραβες, χάνοντας περισσότερα από εκατό σκάφη, προτού αναγκαστεί να αποσυρθεί στα ανατολικά Εξίσου ατυχής ήταν όμως και η έκβαση των πολεμικών συγκρούσεων στην ξηρά. Η πιο σημαντική έλαβε χώρα στα πέριξ του Κεφαλοιδίου, με τον Κοντομύτη επικεφαλής των βυζαντινών στρατευμάτων. Οι Βυζαντινοί υπέστησαν νέα ήττα και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στις Συρακούσες. Μεταξύ των ετών 861-867 οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν, με τους Βυζαντινούς να ανακαταλαμβάνουν ορισμένα φρούρια κυρίως στα νότια, για να τα χάσουν ξανά λίγο αργότερα, υφιστάμενοι νέες απώλειες.

Η δυναστική αλλαγή του 867 στην Κωνσταντινούπολη, με την εξουσία να περνάει από τον Μιχαήλ Γ´ (του Αμορίου) στον Βασίλειο Α΄ (τον Μακεδόνα), επέφερε αλλαγή και στην ευρύτερη στρατηγική της αυτοκρατορίας. Ο Βασίλειος έδωσε μεγάλη σημασία στην ισχυροποίηση του ανατολικού συνόρου και τη σταθεροποίηση του κράτους, αλλά αποφάσισε να κρατήσει συντηρητική στάση στα θέματα της Δύσης. Σχετικά με την Ιταλία και τη Σικελία, πρωταρχικό μέλημά του ήταν η αναχαίτιση της αραβικής προέλασης και αργότερα, εφόσον το επέτρεπαν οι συνθήκες, μια γενική αντεπίθεση. Άλλωστε, οι εσωτερικές έριδες που αντιμετώπιζαν οι Αγλαβίδες στη Σικελία είχαν περιορίσει την ορμή τους, με τις κύριες πολεμικές τους προσπάθειες να εντοπίζονται σε τρεις αποτυχημένες πολιορκίες των Συρακουσών (868, 869 και 873).

Το 875 οι αρχές της Αφρικής αποφάσισαν να ενισχύσουν σημαντικά τον τότε διοικητή της Σικελίας Γκαφάρ, ώστε να επιτευχθεί η πτώση των Συρακουσών. Οι μεγάλες προετοιμασίες των Αράβων έγιναν αντιληπτές από τους Βυζαντινούς, καθώς ο στρατηγός της Σικελίας ζήτησε άμεσα ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη· παράλληλα, ξεκίνησε να ενισχύει την άμυνα των Συρακουσών που από τον Αύγουστο του 877 βρέθηκαν υπό ασφυκτικά πολιορκία από ξηρά και θάλασσα. Ο αυτοκράτορας ανταποκρίθηκε, πλην όμως με αργοπορία. Ο στόλος που έστειλε προς ενίσχυση των Συρακουσών υπό τη διοίκηση του πατρικίου Αδριανού καθυστέρησε υπερβολικά να φτάσει στο νησί, με αποτέλεσμα η πόλη να πέσει στις 20 Μαϊου του 878, παρά την ηρωική άμυνα των υπερασπιστών της.

Ο ναύαρχος Αδριανός πληροφορείται την πτώση των Συρακουσών (μικρογραφία από τον κώδικα του έργου του Ιωάννη Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη, Μαδρίτη)

Την πτώση των Συρακουσών ακολούθησαν λεηλασίες και καταστροφές, ενώ οι Άραβες κατέσφαξαν τα υπολείμματα της φρουράς και μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Ελάχιστοι ήταν οι αιχμάλωτοι, ενώ λίγοι κατάφεραν να διαφύγουν και να μεταφέρουν τα θλιβερά νέα στην Κωνσταντινούπολη. Το πλήγμα επηρέασε σημαντικά τον Βασίλειο, ο οποίος αποφάσισε να δράσει με μεγαλύτερο ζήλο. Το 880 έστειλε τον έμπειρο ναύαρχο Νάσαρ στη Δύση με ισχυρές ναυτικές δυνάμεις. Ο Νάσαρ κατάφερε να νικήσει τους Άραβες σε σειρά από ναυμαχίες, αρχικά με νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στα δυτικά του Ιονίου, όπου οι Αγλαβίδες υπέστησαν πανωλεθρία, και έπειτα στα ανοιχτά της Πανόρμου, τα προάστια της οποίας λεηλατήθηκαν από τα βυζαντινά στρατεύματα.

Ο Νάσαρ στράφηκε κατόπιν στην ιταλική χερσόνησο, όπου σημείωσε νέες νίκες, προτού ανακληθεί στην Κωνσταντινούπολη. Η βυζαντινή αντεπίθεση αποτέλεσε όμως μικρό διάλειμμα μέσα σε καταιγισμό αραβικών επιδρομών. Οι συγκρούσεις μεταξύ 881 και 900 ήταν σκληρές, αλλά με γνώριμο αποτέλεσμα για τους Βυζαντινούς, που ηττήθηκαν σχεδόν παντού και είδαν την Κατάνη και την Ραμέττα να λεηλατούνται κατ’ επανάληψη. Κύριο σημείο στήριξης της βυζαντινής παρουσίας στο νησί ήταν πια η πόλη του Ταυρομενίου, αλλά δίχως προοπτικές ενίσχυσης και το δικό της μέλλον προδιαγραφόταν δυσοίωνο.

Ο διάδοχος του Βασιλείου, Λέων Στ΄, ασχολήθηκε αρκετά με τα της Σικελίας, τουλάχιστον στην αρχή της βασιλείας του. Ήδη από το 885 βρισκόταν στην ιταλική χερσόνησο ο στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς ο πρεσβύτερος, ο οποίος κέρδισε αρκετές νίκες σε βάρος των Αράβων (ανακατέλαβε μεταξύ άλλων το Ταυρομένιο, που είχε πέσει για λίγο στα χέρια των Αράβων, τον Τάραντα, τη Βάρη, το Ρήγιο και την Αμαντία)· ωστόσο, ανακλήθηκε το 886. Παρότι η κατάσταση στο νησί δεν άλλαξε σημαντικά, εντούτοις η αραβική πίεση χαλάρωσε, καθώς το βάρος της σύγκρουσης μεταφέρθηκε βορειότερα.

Οι Βυζαντινοί υπό το Νικηφόρο Φωκά (πρόγονο του κατοπινού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β΄ Φωκά) καταλαμβάνουν το φρούριο της Αμαντίας. Η δράση του Φωκά στη νότια Ιταλία και τη Σικελία θα μπορούσε ίσως να ανατρέψει τη δυσμενή πορεία των επιχειρήσεων για τους Βυζαντινούς, όμως η ανάκλησή του το 896 στην Κωνσταντινούπολη άφησε ημιτελές το έργο του (μικρογραφία από τον κώδικα του έργου του Ιωάννη Σκυλίτζη, Εθνική Βιβλιοθήκη, Μαδρίτη).

Το 888 ο αυτοκράτορας έστειλε στη Σικελία ισχυρή ναυτική δύναμη και ανατολικά στρατεύματα. Ο βυζαντινός στόλος συγκρούστηκε με αραβικά πλοία στα ανοικτά της πόλης Μύλαι, στα βορειοανατολικά του νησιού. Οι Βυζαντινοί ηττήθηκαν χάνοντας περίπου 12.000 άνδρες και μεγάλο μέρος των πλοίων τους.

Από το 889 έως και το 895 στη Σικελία σημειώθηκαν σποραδικές συγκρούσεις, αλλά οι αραβικές επιθέσεις ήταν αναιμικές. Οι Άραβες ήταν μάλλον απασχολημένοι με εσωτερικά προβλήματα, τα οποία ταλάνιζαν το εμιράτο της Αφρικής και τις κτήσεις τους στη Σικελία. Γι’ αυτό προχώρησαν στη σύναψη ειρήνης με τους Βυζαντινούς κατά το 896. Μεταξύ άλλων (και ως αντάλλαγμα για τη διακοπή των συγκρούσεων), οι τελευταίοι δεσμεύονταν να απελευθερώσουν μέσα σε διάστημα 40 μηνών τους μουσουλμάνους αιχμαλώτους τους.

Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν ωστόσο να εκμεταλλευθούν την ένταση στο αραβικό στρατόπεδο για να αναδιοργανώσουν τις δυνάμεις τους. Άρχισαν να συγκεντρώσουν στρατό στην Καλαβρία, με σκοπό να περάσουν στη Σικελία και να επιτεθούν αιφνιδιαστικά στους Άραβες. Η πρόθεσή τους όμως έγινε αντιληπτή από τον Αμπού Αμπάς. Ο τελευταίος, αφού κατέστειλε τις εστίες αναταραχής, επιτέθηκε στο Ταυρομένιο, την Κατάνη και το Ρήγιο για να παρεμποδίσει τους Βυζαντινούς. Μάλιστα, κατά την επιστροφή του από το Ρήγιο συνάντησε βυζαντινό στόλο, που μετέφερε ενισχύσεις στη Σικελία από την Κωνσταντινούπολη, και τον καταναυμάχησε βυθίζοντας 30 από τα πλοία του.

Οι αραβικές επιχειρήσεις διακόπηκαν πρόσκαιρα το 901, όταν ο Αμπού Αμπάς επέστρεψε στο Καϊρουάν για να αναλάβει τα ηνία του εμιράτου, καθώς ο εμίρης Ιμπραήμ Β΄ είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση. Για τους Βυζαντινούς το διάλειμμα ήταν ευπρόσδεκτο αλλά δεν διήρκεσε πολύ, καθώς ο Ιμπραήμ μετέβη στη Σικελία με ισχυρά στρατεύματα με στόχο την ολοκλήρωση της κατάκτησης του νησιού. Η προσοχή του στράφηκε στο Ταυρομένιο, το ισχυρότερο τοπικό έρεισμα της βυζαντινής εξουσίας. Έδωσε μάχη προ των τειχών του με τη φρουρά της πόλης, την οποία και κατανίκησε. Η πολιορκία του Ταυρομενίου ήταν, όπως και στην περίπτωση των Συρακουσών παλαιότερα, ασφυκτική, αλλά η πόλη άντεξε σχεδόν έξι μήνες, πριν υποκύψει (Ιούλιος του 902). Ο βυζαντινός στόλος που είχε σταλεί για να ενισχύσει το Ταυρομένιο έφτασε μετά την πτώση της πόλης και το μόνο που κατάφερε ήταν να μεταφέρει στην πρωτεύουσα τα υπολείμματα της φρουράς.

Η απώλεια του Ταυρομενίου σφράγισε το τέλος της ουσιαστικής ρωμαϊκής εξουσίας στο νησί, καθώς σύντομα ακολούθησαν και άλλες πόλεις που έως τότε αντιστέκονταν (Ντεμόνα, Ραμέττα, Μίκους). Παρότι ορισμένα βυζαντινά οχυρά στις ανατολικές ακτές παρέμειναν για αρκετά ακόμη χρόνια ελεύθερα, οι Άραβες ήταν πια ελεύθεροι να μεταφέρουν τον πόλεμο στην ιταλική χερσόνησο και μόνο ο θάνατος του Ιμπραήμ από δυσεντερία τους απέτρεψε από το να αυξήσουν περαιτέρω τις κατακτήσεις τους. Η Σικελία επρόκειτο να μείνει υπό τον έλεγχο των Αράβων έως το 1091, οπότε η τελευταία κτήση τους, η πόλη Νότο, έπεσε στα χέρια των Νορμανδών.

Συμπερασματικά: Η σκληρή σύγκρουση μεταξύ Αράβων και Βυζαντινών για την κατοχή της Σικελίας κράτησε περίπου 75 χρόνια. Στο διάστημα αυτό υπήρξαν περίοδοι έντονων πολεμικών επιχειρήσεων σε ξηρά και θάλασσα, αλλά και περίοδοι κατά τις οποίες τα προβλήματα των δύο αντιπάλων τους ανάγκασαν να προχωρήσουν σε προσωρινές παύσεις. Για τους Βυζαντινούς η άμυνα της Σικελίας ήταν ζήτημα τιμής μετά την απώλεια της Κρήτης. Επιπρόσθετα, το νησί αποτελούσε το δυτικότερο τμήμα της αυτοκρατορία, ενώ η κατοχή του εξασφάλιζε την βυζαντινή παρουσία και στη νότια Ιταλία. Οι Άραβες ξεκίνησαν την επιχείρηση για να λύσουν εσωτερικά τους προβλήματα και βρέθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα να κατέχουν ισχυρά προπύργια στο νησί. Οι Βυζαντινοί αρχικά υποτίμησαν την αραβική επίθεση, αλλά στην πορεία συνειδητοποίησαν τον θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε η Σικελία. Οι Άραβες διέθεταν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των Βυζαντινών. Το πρώτο ήταν η απόσταση: Η Σικελία ήταν πολύ κοντά στις ακτές της Αφρικής, με αποτέλεσμα οι αραβικές δυνάμεις να ενισχύονται συνεχώς. Αντιθέτως, οι Βυζαντινοί έπρεπε να μεταφέρουν στρατό και στόλο από μακριά, επομένως ο χρόνος αντίδρασής τους ήταν αργός. Αυτό φάνηκε κατά τις πολιορκίες των Συρακουσών και του Ταυρομενίου. Το δεύτερο πλεονέκτημα των Αράβων της Αφρικής ήταν πως είχαν να ασχοληθούν με ένα μόνο μέτωπο. Οι Βυζαντινοί όμως μάχονταν παράλληλα στο ανατολικό σύνορό τους τους Αββασίδες, αντιμετώπιζαν στα Βαλκάνια τους Βούλγαρους και στο Αιγαίο το αραβικό εμιράτο της Κρήτης. Έτσι, η αποστολή στρατευμάτων στη Σικελία ήταν γι’ αυτούς συχνά ανέφικτη. Κατ’ επέκταση, οι ρωμαϊκές δυνάμεις του νησιού έπρεπε να αρκεστούν στα δικά τους μέσα για να αμυνθούν απέναντι σε έναν αντίπαλο που διέθετε καλύτερο ανεφοδιασμό, περισσότερα μέσα και συχνά πιο άξια ηγεσία.

, , , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *