του Christopher Berg, Ιστορικού (Sam Houston State University, USA)
μετάφραση στα Ελληνικά: Στέλλα Παπαλάμπρου
HISTORICAL QUEST
Mέσα από την παρουσίαση του βιβλίου Roman Warfare, ο Christopher Berg επιχειρεί να προσεγγίσει ζητήματα που αφορούν τη ρωμαϊκή στρατιωτική ιστορία και τον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου από τη Ρώμη.
Ήταν οι Ρωμαίοι οι πρώτοι που έκαναν δημοφιλείς τις δημόσιες επιδείξεις στρατιωτικής ισχύος, για να εκφοβίσουν τους γείτονές τους και να τους καθυποτάξουν. Αν ο εχθρός αποδεικνυόταν πεισματάρης, η Ρώμη θα διεξήγαγε αδυσώπητα πόλεμο εναντίον του, ωσότου αποδέχονταν την υπαγωγή τους στην “προνομιακή” θέση του “σύμμαχου” ή τον ολοκληρωτικό αφανισμό του. Ο Adrian Goldsworthy, στο βιβλίο του Roman Warfare (Ρωμαϊκός Τρόπος Πολέμου), σε γενικές γραμμές “…ιχνηλατεί τη διάρθρωση της διεξαγωγής του πολέμου μέσα στα πλαίσια της εξέλιξης του στρατού και του κράτους…σελ.28).” Ο Goldsworthy προλαμβάνει ερωτήματα που μπορεί να θέσει ο αναγνώστης για την αξιοπιστία των πηγών του, τον τρόπο με τον οποίο δύο αντίπαλοι στρατοί θα αντιμετώπιζαν ο ένας τον άλλο στο πεδίο της μάχης και θέματα σχετικά με την ιστοριογραφία με έναν αποτελεσματικό τρόπο που συμπληρώνει τη ροή του βιβλίου. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό έργο, με έγχρωμες απεικονίσεις, χάρτες και εικόνες σε όλες σχεδόν τις σελίδες του. Αυτές οι εικόνες ενισχύουν τα κείμενα με έναν τρόπο που ξεπερνά τις λέξεις. Ο Goldsworthy έχει γράψει ένα βιβλίο που είναι ευανάγνωστο, πλούσιο σε γεγονότα, και εξαιρετικά ψυχαγωγικό. Το γεγονός ότι ο αναγνώστης δε βαλτώνει σε μια ροή από ημερομηνίες και ονόματα τον βοηθά να επικεντρώσει την προσοχή του στα αληθινά γεγονότα που διαμόρφωσαν τη ρωμαϊκή στρατιωτική ιστορία.
Ο Goldsworthy ξεκινά επισημαίνοντας την ελληνική επιρροή στο ρωμαϊκό τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Αν και οι πηγές δεν είναι πολλές, υπάρχουν αρκετές αποδείξεις που συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι ο οπλίτης και η φάλαγγα ήταν οι πρωταρχικές μέθοδοι διεξαγωγής πολέμου στην πρώιμη Ρώμη. Για να δουλέψει σαν καλολαδωμένη μηχανή απαιτούνταν γερές ατομικές δεξιότητες. Αυτό που μετρούσε ήταν η συνοχή της φάλαγγας και τίποτα άλλο. Ο ρωμαϊκός στρατός του 6ου αιώνα π.Χ. μπορούσε να παρατάξει μόλις 4.000 άνδρες. Οι δυνατότητες εκστράτευσης ήταν περιορισμένες, επειδή οι περισσότεροι οπλίτες ήταν αγρότες. Στη Δημοκρατία, η φάλαγγα πλαισιωνόταν από δυνάμεις ιππικού. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, ο πόλεμος διεξαγόταν σε μικρή κλίμακα και οι μάχες σε μικρή εγγύτητα. Οι μάχες ήταν συνήθως επιδρομές με κύριο στόχο τη λεηλασία του πλούτου που κατείχε ο αντίπαλος. “Οι πρωιμότεροι μύθοι στην ιστορία της Ρώμης δείχνουν μια προθυμία να απορροφήσουν ξένους στην κοινότητα, μια στάση πολύ διαφορετική σε σχέση με τις περισσότερες ελληνικές πόλεις – κράτη που ήταν εξαιρετικά ζηλότυπες όσον αφορά στα προνόμια που συνεπαγόταν η ιδιότητα του πολίτη (σελ. 40).”
Κατά τη μέση περίοδο της Δημοκρατίας, ο ρωμαϊκός στρατός ήταν οργανωμένος σε δέκα τακτικές μονάδες, τις manipulus, τις οποίες συγκροτούσαν τρεις γραμμές, ανάλογα με την εμπειρία και τη μαχητική ικανότητα: οι hastati, οι principes και οι triarii. Το βαρύ πεζικό συμπληρωνόταν από μία μονάδα, την ala, που αποτελούνταν από βάρβαρους πολεμιστές, με 4-5.000 πεζικό και 900 ιππείς. Εκείνη την περίοδο, οι ρωμαϊκοί στρατοί δεν ήταν πλήρως επαγγελματικοί, αλλά αποτελούνταν από πολίτες που έπαιρναν τα όπλα όταν υπήρχαν άμεσες απειλές. Η στρατιωτική θητεία ήταν ευρέως αποδεκτή και οι περισσότεροι άνδρες ήταν περήφανοι που υπηρετούσαν. Ο ρωμαϊκός στρατός υιοθέτησε έναν σχηματισμό σε σχήμα σκακιέρας ώστε να είναι εφικτή η προστασία των πεζών από το ιππικό και αντίστοιχα, να παρέχεται προστασία στο ιππικό μετά την επέλασή του. Ο Goldsworthy δίνει έμφαση στη σημασία που είχε η διατήρηση ενός υψηλού ηθικού και του σχηματισμού κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι μάχες σώμα με σώμα ήταν βίαιες και αιματηρές, σημειώνει ο Goldsworthy, και οι περισσότεροι σύγχρονοι αναγνώστες δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν αυτή τη συχνά παραγκωνισμένη πλευρά. Οι διοικητές επαινούσαν και αντάμειβαν τους στρατιώτες τους για να εξασφαλίσουν την υπακοή τους και τη διατήρηση του σχηματισμού. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό απωλειών δεν σημειωνόταν στη μάχη, αλλά κατά την άτακτη φυγή.
Σύγχρονη αναπαράσταση εκπαίδευσης Ρωμαίων στρατιωτών στις πολεμικές τέχνες
Ο Goldsworthy καλύπτει σύντομα τους Α΄ Καρχηδονιακούς Πολέμους, επισημαίνοντας την επικράτηση των πολεμικών πλοίων και την καθιέρωση του “Κόρακα”, ενός μηχανισμού που γεφύρωνε δύο πλοία και τα συγκρατούσε, ώστε οι Ρωμαίοι πεζοί να συμπλέκονται με τους Καρχηδόνιους σε μάχη σώμα με σώμα. Οι Καρχηδόνιοι ήταν εμπειροπόλεμοι και είχαν αποδείξει την αξία τους στη μάχη. Υπό την ηγεσία του Αννίβα αποτελούσαν έναν πανίσχυρο αντίπαλο. Αν και υπερείχαν όμως από άποψη τακτικής και τεχνολογίας, οι Καρχηδόνιοι δε μπορούσαν ν’ αντέξουν το ενδεχόμενο βαριών απωλειών. Η φιλοσοφία τους βασιζόταν στην αναζήτηση μιας ευνοϊκής τοποθεσίας, στην προξένηση σημαντικών απωλειών στον αντίπαλο, που θα οδηγούσε στην επίτευξη ανακωχής με ευνοϊκούς όρους ”…ένας αγώνας θανάτου δεν θα ήταν προς το συμφέρον κανενός (σελ. 71) ”.
Ο ρόλος του στρατηγού, σύμφωνα με τον Goldsworthy, ήταν να εμφυσήσει αυτοπεποίθηση στους στρατιώτες του πριν τη μάχη και να επιλέξει μια πολύ καλή τοποθεσία για μάχη. Η Ρώμη αποδείχθηκε ένας ασυνήθιστος εχθρός, επειδή είχε μια ασυνήθιστη στρατηγική άποψη για τον πόλεμο. Η ιδέα της ανακωχή θεωρούνταν απαράδεκτη. Μία συνθήκη ήταν αποδεκτή μόνο αν ο εχθρός παραδεχόταν την ήττα του και συνθηκολογούσε. Οι Καρχηδόνιοι έμειναν έκπληκτοι όταν αντιμετώπισαν έναν τόσο ασυμβίβαστο αντίπαλο. “Σε μια εποχή όπου η έκβαση του πολέμου καθοριζόταν με την παραδοχή της ήττας εκ μέρους μίας πλευράς, ήταν πολύ δύσκολο για οποιοδήποτε κράτος να νικήσει ένα έθνος που δεν είναι ποτέ διατεθειμένο να αναγνωρίζει κάτι τέτοιο (σελ. 85).”
Η εμμονή με τον πλούτο και τη δόξα ενίσχυαν τη δίψα της Ρώμης για περισσότερες κατακτήσεις. Η περίοδος από το 202 π.Χ. ως το 14 μ.Χ. χαρακτηρίστηκε από τη μεγαλύτερη επεκτατικότητα της Ρώμης και την καθιέρωση του επαγγελματικού στρατού. Ο Goldsworthy ορίζει τη ρωμαϊκή επέκταση ως ”μια ατελείωτη αναζήτηση για νέους λαούς που πρέπει να ηττηθούν” (σελ. 92).” Στη βόρεια Ιταλία, η Ρώμη έδωσε τρομερές μάχες με ”βαρβαρικούς λαούς”, τους Γαλάτες. Το μυστικό της ρωμαϊκής επιτυχίας ήταν το triplex acies.
Σύγχρονη αναπάρασταση Ρωμαίου λεγεωνάριου
Η ιδέα για μια Αυτοκρατορία έγινε η πηγή έμπνευσης και το εφαλτήριο για περαιτέρω κατακτητική και επεκτατική δραστηριότητα στο πρώτο μισό του δεύτερου π.Χ. αιώνα. Ο επαγγελματικός στρατός που εμφανίστηκε αυτή την περίοδο αποτελούνταν από άπορους ακτήμονες, και η επιλογή αυτή προκειμένου να δελεάσουν άνδρες με λίγες προσδοκίες να ακολουθήσουν μία στρατιωτική καριέρα. Επιπλέον, η maniple αντικαταστάθηκε από την cohort. Αυτό οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας μιας νέας τάξης τεχνικών ειδικοτήτων στους κόλπους του στρατού. Ο Goldsworthy καθρεφτίζει τη συζήτησή του με τον J.E.Lendon σε θέματα κυριαρχίας, εστιάζοντας στη μορφή διοίκησης του Ιουλίου Καίσαρα.
Ο Καίσαρας, έχοντας γνώση της ψυχολογίας του πολέμου, επιβράβευε τους άνδρες του για την αξία τους και τους αντάμοιβε με στρατιωτικές τιμές και χρήματα. Συντόνιζε τις εκστρατείες του εγγύς του πεδίου διεξαγωγής της μάχης, ωστόσο δεν απηύθυνε διαταγές στους αξιωματούχους του. Έδειχνε, κατά ένα μεγάλο μέρος, εμπιστοσύνη στους υπαξιωματικούς του ως προς την εκτέλεση των διαταγών του και τους παρείχε την ευελιξία της ανάληψης πρωτοβουλιών. Ωστόσο, ο Καίσαρας αντιλήφθηκε ότι το να πολεμά από μπροστά, όχι μόνο ενέπνεε τους άνδρες του να πολεμούν με μεγαλύτερη ανδρεία, αλλά μπορούσε, επίσης, να κατευθύνει τη ροή της μάχης προς το μέρος του. Στη μάχη της Sambrae το 57 π.Χ., ο Καίσαρας έσπευσε να εμπλακεί με τον εχθρό, προκειμένου να συσπειρώσει τους άνδρες του για την πρόληψη του ενδεχομένου της άσχημης τροπής της μάχης. Αυτή η τακτική δεν ήταν τυπική. Ο Goldsworthy σημειώνει ότι ο ρόλος του στρατηγού ήταν να “ηγείται και να έχει τον έλεγχο του στρατεύματός του.”
Ο στρατός του Πριγκηπάτου επικεντρώθηκε λιγότερο στην αφοσίωση των λεγεωνάριων προς του διοικητές, θέτοντάς τους υπό τον όρκο του Αυτοκράτορα. Η προαγωγή συνήθως προσπερνούσε στρατιώτες με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης, αλλά η ταχεία ανέλιξη δεν ήταν ασυνήθης για άνδρες με υψηλές διασυνδέσεις. Η στρατιωτική εκπαίδευση και η πολεμική τακτική αποτελούσαν τον ακρογωνιαίο λίθο του στρατού δίνοντας έμφαση στα στρατιωτικά γυμνάσια, την πειθαρχία και την τάξη. Η πρώτη προτεραιότητα των νεοσύλλεκτων ήταν να μάθουν πως θα μείνουν σε σχηματισμό και σε ακολουθία με τους συντρόφους τους.
Ανάγλυφη αναπαράσταση της ρωμαϊκής πολεμικής τακτικής της ”χελώνας” (testudo)
Η τακτική ήταν απλή, αλλά αποτελεσματική: σιωπηλή προώθηση ακολουθούμενη από αιφνιδιαστική επίθεση.Τα σύνορα της αυτοκρατορίας ήταν ρευστές εμπορικές ζώνες μεταξύ των Ρωμαίων και των βαρβάρων. Ηταν κοινή πρακτική για τις μικρές ομάδες βαρβάρων να κάνουν επιδρομή σε ρωμαϊκούς οικισμούς και να επιστρέφουν με ένα βαρύ φορτίο από λάφυρα. Αυτές οι επιδρομές όμως δεν απέπνεαν μεγάλη ανησυχία, εκτός κι αν δεν συναντούσαν αντίσταση, γεγονός που υποδήλωνε ρωμαϊκή αδυναμία. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν αυτές τις επιδρομές σοβαρή απειλή και γι’ αυτό επιδίωκαν να προκαλέσουν αντίποινα, τα οποία συμπεριελάμβαναν την αρπαγή των βοοειδών των Γερμανών. Για να αναχαιτίσουν τις ακμάζουσες διαθέσεις μιας εξέγερσης ή ενός πολέμου οι Ρωμαίοι έκτισαν αμυντικές κατασκευές, όπως το τείχος του Αδριανού, ως δήλωση της ρωμαϊκής δύναμης. Έτσι, ο βασικός στόχος ήταν να προκαλέσουν δέος στους εχθρούς τους και να τους προδιαθέσουν έμμεσα σε υποταγή, χωρίς να χυθεί καθόλου αίμα.
Η ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μαστιζόταν από εμφυλίους πολέμους και σφετερισμό εξουσιών. Η ηγεσία του στρατού δίνονταν κυρίως στους άνδρες της τάξης των Ιππέων παρά σ’ αυτούς της παραδοσιακής συγκλητικής. Η τακτική αυτή στόχευε να απομακρύνει δυνητικούς ανταγωνιστές από τον αυτοκράτορα, αντιθέτως όμως επέφερε μεγαλύτερες δολοπλοκίες και διευκόλυνε τη ραγδαία αύξηση των δολοφονικών σχεδίων. Αυτή την περίοδο σημειώνεται, επίσης, η παρακμή του ρωμαϊκού στρατού, ο οποίος, σύμφωνα με τον Goldsworthy, δεν ήταν πλέον σε θέση να προσεγγίσει τον εχθρό σιωπηρά ή με κανονική σειρά. Επιπλέον, ο Goldsworthy αντικρούει τον ισχυρισμό ότι το ιππικό ήταν μια κυρίαρχη δύναμη κατά τον τέταρτο αιώνα. Τα στρατεύματα χωρίστηκαν σε δύο βασικές κατηγορίες: τους comitatenses και τους limitanei. Οι πρώτοι τοποθετήθηκαν στο εσωτερικό, ενώ οι δεύτεροι κατά μήκος των συνόρων. Το 350 μ.Χ. υπήρχαν τρεις μεγάλες στρατιές πεζικού, αλλά καμία δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε περισσότερες από μία επιθέσεις, μειώνοντας την αποτελεσματικότητά τους. Από το 400 μ.Χ.,ο αριθμός τους αυξήθηκε σημαντικά με τη διάταξη πολλών στρατιών μικρού μεγέθους σε θέσεις – κλειδιά κατά μήκος των συνόρων.
Την κατάπτωση αυτή στη Δύση ακολούθησε η ένδειξη εμπιστοσύνης στους συμμάχους, οι οποίοι είναι γνωστοί ως Foederati, οι οποίοι δεν ήταν τίποτε άλλο από ομάδες βαρβάρων οδηγούμενες από τους ίδιους τους ηγέτες τους. Μαζί με τη μεταβαλλόμενη σύνθεση του στρατού, η αυτοκρατορία χωρίστηκε σε μικρότερες επαρχίες, προκειμένου να αντισταθμιστεί η αδύναμη κεντρική εξουσία. Υιοθετήθηκε η βεγετιανή στρατηγική (ο όρος προέρχεται από το έργο του Vegetius, σημαντικού Ρωμαίου συγγραφέα σε στρατιωτικά θέματα), η οποία υποδείκνυε την αποφυγή της μάχης ως τακτική, εκτός κι αν ο Ρωμαϊκός στρατός είχε ισχυρό πλεονέκτημα. Το βαρύ πεζικό δεν ήταν πλέον το ψωμί-και-το βούτυρο του ρωμαϊκού στρατού, αλλά παρείχε απλώς μια γραμμή άμυνας. Η ώρα του ιππικού είχε πλέον έρθει.
Υπάρχουν πολλές ομοιότητες μεταξύ του Goldsworthy και του Lendon. Αμφότεροι οι συγγραφείς συμφωνούν σε θέματα που αφορούν στην ενιαία σύγκρουση, την εσκεμμένη ανυπακοή, τον ανταγωνισμό, τη θέληση για προσωπική δόξα, την ατομική τόλμη και τη μορφή διοίκησης. Θα ήταν απολύτως λογική η υπόθεση ότι οι Goldsworthy και Lendon προσεγγίζουν με παραπλήσιο τρόπο τη ρωμαϊκή στρατιωτική ιστορία και την ερμηνεύουν σε σχέση με το ομηρικό παρελθόν. Υπάρχει σημαντική θεώρηση των πραγμάτων, ειδικά σε ζητήματα ανταγωνισμού, δόξας και γοήτρου.
Ο ανταγωνισμός λοιπόν εντυπώνονταν στον στρατιώτη από τη στιγμή της γέννησης και ασκούνταν σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα. Τόσο ισχυρό ήταν το κίνητρο του ανταγωνισμού που ο Cassius Longinus, ύπατος της Ρώμης, “αποφάσισε με δική του πρωτοβουλία την προέλαση του στρατού ξηράς του στη Μακεδονία. Κατά τύχη, η Σύγκλητος πληροφορήθηκε την εκστρατεία του και έτσι έστειλε μία αποστολή να ανακόψει την πορεία του… Αυτό είναι απλά ένα παράδειγμα της δίψας της ρωμαϊκής αριστοκρατίας για δόξα, η οποία επηρέαζε τη συμπεριφορά τους στις επαρχίες . . . (σελ. 99).” Ο Longinus εσκεμμένα αψήφησε τις διαταγές, καθώς είχε υιοθετήσει έναν ομηρικό κώδικα αξιών, ο οποίος απαιτούσε την άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας και δράσης, ακόμη κι αν αυτό σήμαινε την ανυπακοή στις διαταγές της Συγκλήτου. Το αξιοπερίεργο στο συμβάν αυτό είναι ότι κανείς δεν επέπληξε ή τιμώρησε τον Longinus για τις πράξεις του. Η ατρόμητη συμπεριφορά που επέδειξε ο στρατηγός και ύπατος της Ρώμης, προφανώς, γινόταν αντιληπτή περισσότερο ως μία αποδεκτή εκδήλωση τυπικής συμπεριφοράς Romanitas, παρά ως εσκεμμένη ανυπακοή και απειθαρχία.
Ο Goldsworthy, ωστόσο, έχει μία διαφορετική αντίληψη για τη ρωμαϊκή αρετή. Η Αρετή (Virtus) έρχεται σε αντίθεση με την ενσάρκωση των oμηρικών αξιών. “Αρετή,” παρατηρεί ο Goldsworthy, “ήταν ο όρος που χρησιμοποιούνταν προκειμένου να περιγράψει κανείς τις στρατιωτικές αρετές που όφειλε να επιδείξει ο Ρωμαίος συγκλητικός μέσω της γέννησής του και της ανατροφής του. Η Ρωμαϊκή Αρετή στην πράξη στοιχειοθετούνταν από την ικανότητα διοίκησης και ελέγχου του στρατεύματος και τη φυσική αντοχή που απαιτούνταν προκειμένου να εκτελέσει κανείς αυτό το ρόλο, κινούμενος περιμετρικά, εγγύς και πίσω από τη γραμμή της μάχης, καθώς επίσης και από το να έχει κανείς το ψυχικό σθένος να μην αποδέχεται την ηττοπάθεια. (σελ. 115-16).” Αυτή είναι μία ευρεία υποκειμενική ερμηνεία του Ιούλιου Καίσαρα, κατά τον Goldsworthy.
Ο Lendon προτείνει μία εναλλακτική αντίληψη της αρετής και χρησιμοποιεί τον Τίτο ως παράδειγμα, ο οποίος διέφερε από τον Ιούλιο Καίσαρα σε πολλά σημεία, και κυρίως στο στυλ διοίκησης. Ο Ιούλιος Καίσαρας υπήρξε έμπειρος διοικητής και άριστος στρατηγός, που μελέτησε τους αρχαίους με πάθος. Ο Τίτος ήταν ένα νεαρό αγρίμι που αγαπούσε να φλερτάρει με τον κίνδυνο και να θέτει τον εαυτό του σε προκλήσεις. Ενώ ο Καίσαρας συνήθιζε να επιβλέπει τις πολεμικές επιχειρήσεις από απόσταση ασφαλείας, ο Τίτος επανειλημμένως πολεμούσε στο πλευρό των στρατιωτών του. Και οι δύο όμως υπήρξαν ικανοί στρατηγοί και υιοθέτησαν ένα στρατηγικό στυλ που ταίριαζε αντίστοιχα στην προσωπικότητα και την προδιάθεση του καθενός. Παρόλο που και οι δυο άνδρες μοιράζονταν πολλές αξιοθαύμαστες αρετές, ο Τίτος υστερούσε σε σχέση με την εμπειρία του Καίσαρα και όλη τη γνώση που ο τελευταίος απέκτησε σε αναρίθμητες δύσκολες μάχες. Ο Καίσαρας πολεμούσε με το μυαλό του, ενώ ο Τίτος με την καρδιά του.
Ο Goldsworthy υφαίνει στην αφήγησή του αβίαστα και με μεγάλη δεξιότητα ιστοριογραφικά ζητήματα. Αυτού του είδους η θεματολογία ποικίλλει από τη χρήση των διακριτικών και στρατιωτικών τιμών έως τις κριτικές αναλύσεις αναφορικά με τη στρατηγική ικανότητα του Καίσαρα. Ο Goldsworthy με συνοπτικές διαδικασίες δέχεται ή αρνείται υποθέσεις με κύρια όπλα του τη γνώση και την κοινή λογική. Υπάρχει, επίσης, ένα ιστορικό ζήτημα που ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα μόνο και μόνο γιατί ο Goldsworthy επιλέγει μέσα σ’όλο το βιβλίο του να ασχοληθεί μ’ αυτό: ήταν οι Ρωμαίοι ιμπεριαλιστές ή οι πράξεις τους υπαγορεύονταν από ένα είδος Μεγάλης Στρατηγικής; Στην αλλαγή του 20ου αι. πολλοί ιστορικοί “πίστευαν ότι οι Ρωμαίοι δεν ήταν συνειδητά ιμπεριαλιστές, αλλά είχαν υποβληθεί κατά κάποιον τρόπο να πολεμούν στη μία μάχη μετά την άλλη, προκειμένου να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους και τους συμμάχους τους ενάντια σε πραγματικές ή φανταστικές απειλές (σ. 90).”
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, οι ρεβιζιονιστές χαρακτήρισαν τη Ρωμαϊκή επεκτατικότητα ως “εκμετάλλευση και καταπίεση των ιθαγενών πολιτισμών… (σ. 90).” Αυτός ο αρνητικός χαρακτηρισμός είναι γνωστός στους ιστορικούς των Σταυροφοριών. Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι πολλοί σταυροφόροι προσελκύονταν στους Αγίους Τόπους λόγω της γης, του πλούτου και του γενικότερου γοήτρου που απέπνεε η περιοχή. Ο Jonathan Riley-Smith απέκρουσε αυτή την άποψη αναφορικά με τα παραπάνω κίνητρα των Σταυροφόρων και ισχυρίστηκε ότι οι σταυροφόροι είχαν ως μόνα κίνητρα τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και τη συνείδησή τους – και όχι οποιοδήποτε υλικό κέρδος. Όπως ο Riley-Smith, έτσι και ο Goldsworthy ανέλαβε το, διόλου αξιοζήλευτο, έργο να υπερασπιστεί τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενάντια στο κατηγορητήριο του ιμπεριαλισμού που της προσήψαν.
Ο Goldsworthy υποστηρίζει ότι οι ιστορικοί εσφαλμένα συγχέουν ένα είδος επιθετικής εξωτερικής πολιτικής με ιμπεριαλιστικά κίνητρα. Η ρωμαϊκή στρατηγική επικεντρωνόταν στην εξουδετέρωση των ενδεχόμενων απειλών είτε μέσω της διπλωματικής οδού, με τη σύναψη συνθηκών, είτε μέσω μιας βίαιας σύρραξης, η οποία παρέλυε την πολεμική ικανότητα των αντιπάλων. Εύκολα, λοιπόν, συγχέει κανείς την επιθετική και αδιάλλακτη ρωμαϊκή στρατηγική ως κατακτητικό και επεκτατικό πρόσχημα. Ο Goldsworthy υπεραμύνεται του ρωμαϊκού στρατηγικού δόγματος χαρακτηρίζοντάς το ως τη στρατηγική της επιβίωσης και ως μέσο διατήρησης ανέπαφης της ισοροπίας των δυνάμεων. Σε μία εποχή όπου ο πόλεμος ήταν η ύστατη λύση, ο σύγχρονος κόσμος μπορεί να εκπλήσσεται από την αδίστακτη συμπεριφορά της Ρωμαίων την οποία, όμως, επεδείκνυαν για να διατηρήσουν την κυριαρχία τους κι έτσι πιθανότατα τους κρίνει άδικα.
Η ρωμαϊκή τέχνη διεξαγωγής του πολέμου εξελίχθηκε από τις ασήμαντες επιδρομές της πρώιμης ιστορίας της έως τις λεγεώνες των μεγάλων πεδίων μάχης που εξωθούσαν εκφοβιστικά τους αντιπάλους σε υποταγή και απέπνεαν το φόβο σ’ αυτούς που αποδεικνύονταν πιο σίγουροι. Έτσι, η έκβαση ήταν διασφαλισμένη, καθώς, όπως σημειώνει ο Goldsworthy, οι Ρωμαίοι δεν θα παραδέχονταν ποτέ την ήττα τους, όταν μάλιστα μιλάμε για μια εποχή οπού οι διαπραγματεύσεις και οι περιορισμένες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό προτιμούνταν.
Η ικανότητα να ενσωματώνουν στους κόλπους τους άλλους λαούς και ειδικότερα τους βαρβάρους, ενίσχυσε την επεκτατικότητα των Ρωμαίων και τους βοήθησε να σχηματίσουν στρατεύματα έτοιμα και ικανά να αντιμετωπίσουν κάθε πρόκληση. Η ευελιξία τους και η εντατική στρατιωτική αγωγή ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση και το ηθικό τους. Απέκτησαν υψηλή εξειδίκευση κατά την ύστερη αρχαϊκή περίοδο και στελεχώθηκαν με μηχανικούς και μονάδες αναγνώρισης. Ο Goldsworthy, επίσης, επισημαίνει την ικανότητα του ρωμαϊκού στρατού να αποσβαίνει άμεσα τις μεγάλες απώλειες και να επανατροφοδοτεί αποτελεσματικά τις τάξεις του στρατού – μία μη διαθέσιμη επιλογή στα περισσότερα στρατεύματα των αρχαϊκών χρόνων. Το παρόν βιβλίο αποτελεί ένα πολύ αξιόλογο έργο που “ζυγίζει” με ορθολογισμό τη ρωμαϊκή πολεμική τεχνική, χωρίς καμία βερμπαλιστική τάση και υπερβολές. Πρόκειται για μία άριστη εισαγωγή στην αρχαία στρατιωτική ιστορία με φιλικά προς τον χρήστη παραρτήματα.