Γράφει ο Κότσης Παναγιώτης Πηγή: eranistis.net
Α. Η ρομαντική σχολή:
Μετά τον εθνικο-απελευθερωτικό Αγώνα των ετών 1821-1828, άρχισαν να καταφθάνουν στον ελεύθερο ελληνικό χώρο λόγιοι, με καταγωγή από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και, με επαγγελματική εμπειρία στην Δυτική Ευρώπη.
Ήταν «Φαναριώτες» στην νοοτροπία και, εκτός του ότι διαπνέονταν από έναν γλωσσικό «συντηρητισμό», είχαν επηρεαστεί από το γαλλικό πολιτισμό, με αποτέλεσμα να «εισάγουν» τον ρομαντισμό στην ελληνική γραμματεία για 50 χρόνια.
Τα θέματά τους δεν παρουσίαζαν ιδιαίτερες «διαφορές» σε σχέση με αυτά των Επτανησίων. Αναλυτικότερα, υπάρχει έμφαση στο άτομο, εξιδανίκευση, αγάπη προς τη φύση και, πατριωτισμός. Όμως, στην ρομαντική σχολή υπήρχε ως «βασικό μοτίβο» και το στοιχείο του θανάτου.
Μεταξύ των «ελασσόνων» ποιητών, υπάρχουν ορισμένες εξαιρέσεις. Σαφέστερα, ξεχωρίζουμε τους αδερφούς Αλέξανδρο (1803-1863) και Παναγιώτη Σούτσο (1806-1868), τον Αλέξανδρο Ρίζο- Ραγκαβή (1809-1892)[1] και τον Θεόδωρο Ορφανίδη (1817-1886). Τρεις από τους προαναφερθέντες άρθρωσαν μία «λυρική» φωνή και, μετέβαλαν το ρομαντισμό και την καθαρεύουσα σε αρετή.
Οι «ρομαντικοί» ποιητές στράφηκαν προς το όραμα της «επιστροφής» στην αρχαία Ελλάδα, περιφρονώντας συγχρόνως τη λαϊκή γλώσσα. Πίστευαν ότι η λαϊκή γλώσσα «απέκοπτε» τους φουστανελοφόρους αγωνιστές από την «αγκαλιά» των προγόνων τους!
Τέλος, ας σημειωθεί ότι υπάρχει και μία δεύτερη «ομάδα» ρομαντικών δημιουργών. Αυτοί είναι ο Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος (1843-1873), ο Σπυρίδων Βασιλειάδης (1844-1874)[2], ο Αχιλλέας Παράσχος (1838-1895) και, ο Άγγελος Βλάχος, (1838-1920) ο «πρωταγωνιστής» της ιστορίας μας.
Β. Ποιος ήταν ο Άγγελος Βλάχος:
Ο Άγγελος Βλάχος αποτελεί μία «ξεχωριστή φυσιογνωμία» στην ελληνική ιστορία. Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1838 και, πέθανε στην ίδια πόλη, το καλοκαίρι του 1920. Αφού σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και σε γερμανικά πανεπιστήμια, χρημάτισε πρεσβευτής στο Βερολίνο, διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, νομάρχης Κέρκυρας, αλλά και υπουργός Παιδείας. Γιος του υπήρξε ο ιδρυτής και διευθυντής της εφημερίδας «Καθημερινή», Γεώργιος Α. Βλάχος (1886-1951).
Η συγγραφική δραστηριότητα του βιογραφουμένου μας υπήρξε «πλούσια». Αναλυτικότερα, έγραψε ποιήματα. Τα ποιήματα αυτά, τα διαιρούσε σε τρεις χρονικές περιόδους: Η πρώτη «έλαβε χώρα» από το 1854 ως το 1864, η δεύτερη από το 1861 έως το 1867 και, η Τρίτη, από το 1868 έως το 1875. Στην ποίηση, χρησιμοποιεί- πεισματικά- την καθαρεύουσα, δημιουργώντας συνθήκες εύκολου «συναισθηματισμού».
Εκτός από ποιήματα, ο Α. Βλάχος έγραψε ιστορικές πραγματείες, πολλά διηγήματα, όπως για παράδειγμα «Η μπογάτσα» και, θεατρικά έργα. Το καλύτερο από αυτά υπήρξε «Η κόρη του παντοπώλου», γραμμένο το 1866, το οποίο τον καθιέρωσε ως τον «πατέρα» της «κωμωδίας μετ’ ασμάτων».[3]
« Έτος- Σταθμός» για την Παλαιά αθηναϊκή σχολή αποτελεί το 1864. Τη χρονιά εκείνη, που, ειρήσθω εν παρόδω, είχαμε και την ψήφιση ενός νέου Συντάγματος, με παράλληλη πολιτειακή μεταβολή, ο Άγγελος Βλάχος προβαίνει στη μετάφραση έργων του Λαμαρτίνου (1790-1869). Η μετάφραση αυτή ενθουσίασε το ποιητικό «κατεστημένο», εμπνέοντας τον ποιητή Σπ. Βασιλειάδη, για τον οποίο ειπώθηκε ότι αποτελεί τον εισηγητή και εκπρόσωπο του «λαμαρτινισμού».
Γ. «Εχθρός» του νατουραλισμού:
Ο Άγγελος Βλάχος υπήρξε «πολέμιος» του ηθογραφικού διηγήματος. Πιο συγκεκριμένα, όταν το 1879 δημοσιεύθηκε η μετάφραση της «Νανάς», του γνωστού έργου του Εμίλ Ζολά (1842-1902), σε πρόλογο του Αγησίλαου Γιαννόπουλου, ο Βλάχος υπήρξε «λάβρος» εναντίον του έργου.
Χαρακτηριστικά, έγραψε στην εφημερίδα «Εστία» ότι ο ελληνικός νατουραλισμός «απέχει» πολύ από το να γίνει «η εσχάτη της παρακμής ακμή», περιγράφοντας συγχρόνως «πάσαν δυνατήν και ηθικήν ασχήμιαν». Οι απόψεις αυτές ίσως οφείλονται στον- κατά βάση- αγροτικό χαρακτήρα της Ελλάδος και από τις ιδεολογικές «προτεραιότητες» της εποχής.
Παρ’ όλα αυτά, η έντονη παρουσία του νατουραλισμού στην Αθήνα, κατά τη δεκαετία του 1880, αποτελεί μία απτή πραγματικότητα, λόγω της επιτυχίας του «Λουκή Λάρα», (1879) του «αριστουργήματος» του Δημ. Βικέλα (1835-1908). Παράλληλα, «δυναμική» στα λογοτεχνικά «δρώμενα»- και όχι μόνο- είναι η παρουσία του Ν. Γ. Πολίτη (1862-1921).
Δ. Απόψεις για τη γλώσσα:
Ξεκινάμε την παράθεση των απόψεών του για τη γλώσσα, με ένα συμπέρασμα, το οποίο εύκολα εξάγεται. Πιο συγκεκριμένα, το υπό μελέτη πρόσωπο, παρά την πολυετή επαγγελματική του πορεία στην Ευρώπη, δεν κατάφερε να παρακολουθήσει τις «μεταβολές», οι οποίες συντελούνταν την εποχή εκείνη, τόσο στην κοινωνική όσο και στην πνευματική ζωή.
Η «υπεράσπιση» της καθαρεύουσας από τον Βλάχο τον «οδήγησε», το 1877, σε ρήξη με τον Εμμανουήλ Ροΐδη (1936-1904), ο οποίος, αν και έγραφε στην καθαρεύουσα, υπήρξε σθεναρός υποστηρικτής της δημοτικής.[4] Στον αντίποδα, ο Βλάχος «χτυπούσε αλύπητα» κάθε έκφραση της δημοτικής διαλέκτου από το 1850 και εξής, χρησιμοποιώντας την ιδιότητά του ως εισηγητής «ποιητικών διαγωνισμών».
Όταν το 1888 εκδόθηκε το «Ταξίδι» του δημοτικιστή Γιάννη Ψυχάρη (1854-1929), ο Βλάχος παρακαλούσε τους εκπροσώπους της ελληνικής γραμματείας «να αρκεσθώσι γεννώντες ιδέας και να παύσωσιν προσπαθούντες να γεννήσουν γλώσσαν». Η παράκληση αυτή, «αντέβαινε» στη λογική, επειδή έλεγε κάτι σαν οι ιδέες μπορούν να εκφραστούν χωρίς γλώσσα!
Όμως, με την τελευταία «φρουρά» της ρομαντικής ποίησης, η προσήλωση στην καθαρεύουσα είχε φθάσει σε σημείο «τύφλωσης», με αποτέλεσμα η γλώσσα να θεωρηθεί «νεκρή». Συνεπώς, η εκδήλωση των «προοδευτικών τάσεων», που είχαν οι δημοτικιστές, ήταν απαραίτητη.
- E. Eπίλογος:
Ο Άγγελος Βλάχος υπήρξε, αναντίρρητα, μία κορυφαία προσωπικότητα του 19ου αιώνα, αλλά και του πρώτου «τετάρτου» του 20ού. Παρά την αξιόλογη επαγγελματική του πορεία, δεν στάθηκε ικανός να «ανατρέψει» τις αλλαγές στην κοινωνία- και ιδίως στη γλώσσα-, οι οποίες είχαν ξεκινήσει να παρατηρούνται.
Παρ’ όλα αυτά, όπως είδαμε, αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους διηγηματογράφους και θεατρικούς συγγραφείς, με αποτέλεσμα να κατέχει μία ξεχωριστή θέση στη νεοελληνική γραμματεία. Το έργο του είναι ο μόνος λόγος για να μνημονευθεί από οποιονδήποτε θέλει να γράψει κάτι γι’ αυτόν.
[1]) Βλ και Κόκορη, Δ. (2009) «Σημειώσεις για τη νεοελληνική λογοτεχνία ως φιλολογικό-διδακτικό υλικό».
[2]) Σημ: Οι Παπαρρηγόπουλος και Βασιλειάδης θεωρούνται το «ζευγάρι του πιο άκρατου ελληνικού ρομαντισμού»
[3]) Βλ και Δημαρά, Κ.Θ. (1952) «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας»
[4]) Βλ και Μερακλή, Μ.Γ. (1988) «Η ελληνική ποίηση: Ρομαντικοί- Εποχή Παλαμά- Μεταπαλαμικοί»