Ρως εναντίον Βυζαντινών: Η μάχη στο Δορύστολο 971 μ.Χ.

του Μανώλη Χατζημανώλη,

Την Μεγάλη Εβδομάδα του έτους 971 (1η-7η Απριλίου), ένας επιβλητικός ρωμαϊκός στρατός 28.000 ανδρών υπό τον αυτοκράτορα Ιωάννη Α’ “Τσιμισκή” Κουρκούα (15.000 πεζοί και 13.000 ιππείς) περνάει ανενόχλητος τις διαβάσεις του Αίμου και εισέρχεται στην κατεχόμενη από τους Ρώσους του πρίγκιπα Σβιατοσλάβου Βουλγαρία. Η στρατιά ακολουθείται από πλήθος αμαξών και υποζυγίων που υπό τον παρακοιμώμενο(1) Βασίλειο Λεκαπηνό μεταφέρουν εφόδια, πολιορκητικές μηχανές και γενικά ό,τι χρειάζεται για την υποστήριξη επιχειρήσεων μεγάλης έντασης και διάρκειας, ενώ ο βυζαντινός στόλος παραπλέει τις βουλγαρικές ακτές με σκοπό να εισέλθει στον Δούναβη. Ο αιφνιδιασμός των παγανιστών εισβολέων από τον βορρά είναι πλήρης, καθώς δεν μπόρεσαν να φανταστούν πως οι “θρησκόληπτοι” Ρωμιοί θα διεξήγαν εκστρατεία εναντίον τους κατά την διάρκεια των Άγιων αυτών ημερών, και έτσι οι επικίνδυνες διαβάσεις έχουν μείνει αφύλαχτες.

Το ρωσικό πριγκιπάτο του Κιέβου κατά την μέγιστη επέκτασή του τον 9ο-10ο αιώνα.

Το ρωσικό ζήτημα είναι εν πολλοίς η “κληρονομιά” που έχει αφήσει στον Αυτοκράτορα ο επίσης μεγάλος προκάτοχός του, Νικηφόρος Β’ Φωκάς. Μετά από ένα βυζαντινο-βουλγαρικό διπλωματικό επεισόδιο και λίγο πριν την ανατροπή του από τον Ιωάννη Α’, ο ασκητής-αυτοκράτορας όντας απασχολημένος κατά βάσιν με την Ανατολή είχε πέσει στο ολέθριο σφάλμα να καλέσει στα Βαλκάνια τους φοβερούς πολεμιστές του Βορρά για να “συνετίσουν” τον “αυθάδη” Βούλγαρο Τσάρο. Επικεφαλής μιας πολυθνικής στρατιάς τουλάχιστον 60.000 ανδρών που περιελάμβανε σιδηρόφρακτους Βαράγγους Ρως, Σλάβους “ντρουζίνικι” του Νόβγκοροντ, του Κιέβου και του Σμόλενσκ, άγριους “ημίγυμνους” Σλάβους των δασών (Δρεβλιανούς, Ραδομίσκους, Τιβέτσους και Λευκούς Κροάτες), κοκκινοτρίχιδες ροπαλοφόρους Φίννους της Λευκής Λίμνης και του Άνω Βόλγα και ελαφρούς ιππείς από τα έθνη των Πετσενέγγων, των Μαγυάρων, των Φίννων και των Εσθονών, ο ακαταπόνητος πρίγκιπας του Κιέβου Σβιατοσλάβος πέρασε το έτος 968 τον Δούναβη και, αφού συνέτριψε κυριολεκτικά τους Βούλγαρους, κατέλαβε την πρωτεύουσά τους Μεγάλη Πρεσλάβα και συνέλαβε τον τσάρο Πέτρο Α’, ο οποίος πέθανε στην αιχμαλωσία έχοντας υποστεί σοκ από την κατάρρευση του βασιλείου του.

Αυτοκρατορικοί κατάφρακτοι συντρίβουν Ρως και Σλάβους πεζούς.

Μεθυσμένος από την εύκολη νίκη εναντίον μιας ισχυρής περιφερειακής δύναμης της εποχής, ο Σβιατοσλάβος άρχισε να τρέφει αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και έθεσε ως στόχο του την κατάληψη και της Κωνσταντινούπολης. Τον Μάρτιο του 970 μαζί με Βούλγαρους, Πετσενέγγους και Μαγυάρους “συμμάχους” εισέβαλε στην αυτοκρατορική επικράτεια και κατέλαβε την Φιλιππούπολη. Η πόλη λεηλατήθηκε και 20.000 κάτοικοί της σουβλίστηκαν, δίνοντας στον αυτοκράτορα Ιωάννη Α’ (που στο μεταξύ είχε ανέλθει πραξικοπηματικά στον θρόνο εκθρονίζοντας τον Νικηφόρο Β’) μια γεύση της απειλής που επρόκειτο να αντιμετωπίσει. Αν και μια ρωσική εισβολή τον Απρίλιο του ίδιου έτους στην Αδριανούπολη αποκρούστηκε με μεγάλη επιτυχία από τον στρατοπεδάρχη Πέτρο Φωκά και τον στρατηγό Βάρδα Σκληρό σε σφοδρή μάχη έξω από την Αρκαδιούπολη (ο Ζωναράς μαλλον καθ’υπερβολή αναφέρει 30.000 νεκρούς και τραυματίες, κυρίως Πετσενέγκους και Μαγυάρους), ο Σβιατοσλάβος δεν πτοήθηκε, αλλά μετέφερε την έδρα του στην πόλη Δορύστολο στον Δούναβη, προετοιμαζόμενος το δίχως άλλο για την εκστρατευτική περίοδο του επόμενου έτους…

Όμως ο Αυτοκράτορας, πεπεισμένος πλέον για την ανάγκη άμεσης και οριστικής αντιμετώπισης του ρωσικού “αγκαθιού” στα βόρεια σύνορα της Αυτοκρατορίας, έχει ξεκινήσει από τα τέλη Μαρτίου του 971 με τα στρατεύματα της Πόλης και της Ανατολής από την Βασιλεύουσα και, αφού ενώνεται με τα ευρωπαϊκά στρατεύματα στην Αδριανούπολη, εισέρχεται αιφνιδιαστικά στην Βουλγαρία. Ανήμερα της Μεγάλης Τετάρτης (3 Απριλίου 971) έχει ήδη φτάσει έξω από την Μεγάλη Πρεσλάβα. Η βουλγαρική πρωτεύουσα πέφτει με έφοδο το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης, με τον στρατιώτη Θεοδόσιο Μεσονύκτη από το θέμα Ανατολικών να είναι ο πρώτος ο οποίος καταφέρνει να αναριχηθεί στο τείχος. 8.000 Ρώσοι υπό τον πρίγκιπα Σφέγγελ εξοντώνονται και ανάμεσα στους αιχμαλώτους είναι και η βουλγαρική βασιλική οικογένεια, με τον διάδοχο Βόρι να αναγνωρίζεται από το χαρακτηριστικό υπόξανθο γένι του και τα “αυτοκρατορικά” ερυθρά του πέδιλα. Την Κυριακή 7 Απριλίου ο Αυτοκράτορας γιορτάζει με τους στρατιώτες του την Ανάσταση του Κυρίου μέσα στα καπνίζοντα ερείπια του τσαρικού ανακτόρου. Η κάποτε ένδοξη πρωτεύουσα του διαβόητου τσάρου Συμεών θα λάβει το όνομα Ιωαννούπολις…

Στις 23 Απριλίου, ανήμερα της εορτής του Αγίου Γεωργίου, ο βυζαντινός στρατός, μετά την υποταγή των γύρω βουλγαρικών οχυρών φτάνει έξω από το Δορύστολο, όπου τον περιμένει ο πρίγκιπας Σβιατοσλάβος με τον στρατό του. Οι Ρώσοι πολεμιστές είναι διαβόητοι για την αγριότητα των επιθέσεών τους και το πείσμα με το οποίο κρατούν το τείχος ασπίδων τους, τακτική διαδεδομένη μεταξύ των βορείων. Επίσης είναι κατακτητές απειράριθμων “βαρβαρικών” λαών από τις ακτές της Βαλτικής μέχρι τον Καύκασο και τον Εύξεινο Πόντο, έχοντας ήδη συντρίψει την νομαδική αυτοκρατορία των τουρκογενών Χαζάρων και αποκτήσει τον έλεγχο των προσοδοφόρων ποτάμιων εμπορικών οδών της ανατολικής Ευρώπης. Οι Ρωμαίοι από την άλλη ζουν την εποχή της δικής τους εποποιίας στην Ανατολή, όπου οδηγούμενοι από στρατηγούς όπως ο Ιωάννης Κουρκούας και ο μετέπειτα αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς έχουν επιφέρει απανωτά πλήγματα στο αββασιδικό Χαλιφάτο, ενώ ο αυτοκρατορικός στρατός είναι απλά ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η στρατιωτική τέχνη της εποχής αυτής, υπερέχοντας κατά πολύ σε κάθε επίπεδο των συγχρόνων του ευρωπαϊκών και ισλαμικών στρατών. Έτσι, αυτό που ακολουθεί τις επόμενες μέρες είναι μια πραγματική σύγκρουση τιτάνων, με τους δύο αντιπάλους να επιδεικνύουν απαράμιλλη ανδρεία τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο.

Ο Σβιατοσλάβος Α’ πλαισιωμένος από έναν Ρως “ντρουζίνικι” και έναν Πετσενέγγο φύλαρχο.

Η τακτική πολιορκία της πόλης κρατάει για τρεις μήνες και κατά την διάρκειά της οι Ρως δεν μένουν απαθείς, αλλά διεξάγουν επανειλημμένα εξόδους, είτε για την συλλογή εφοδίων είτε για να αιφνιδιάσουν τους πολιορκητές τους και να σπάσουν τον ασφυκτικό κλοιό που τους έχουν επιβάλει με τα οχυρωματικά έργα και τις πολιορκητικές μηχανές τους που πλήττουν μέρα και νύχτα την πόλη. Πέντε μεγάλες μάχες λαμβάνουν χώρα μέχρι τις 23 Ιουλίου, με τους χρονικογράφους να περιγράφουν γλαφυρά επικές μονομαχίες μεταξύ των επίλεκτων πολεμιστών των δύο πλευρών. Στις 26 Απριλίου ο ήρωας Σφέγγελ, τρίτος τη τάξει μετά τον Σβιατοσλάβο στην ρωσική ιεραρχία, φονεύεται από το ξίφος ενός απλού Γραικού στρατιώτη προκαλώντας πανικό στους ακολούθους του, ο βετεράνος στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας, συγγενής του Αυτοκράτορα, πέφτει σε μάχη στις 19 Ιουλίου, ενώ ο δεύτερος στην ιεραρχία Ρως αξιωματούχος Ίκμωρ σφάζεται από το ξίφος του ήρωα Ανεμά (ελληνική παραφθορά του αραβικού ονόματος Αλ Νουμάν), υιού του εμίρη της Κρήτης που είχε αιχμαλωτιστεί, εκχριστιανιστεί και μπει στην αυτοκρατορική υπηρεσία μετά την άλωση του εμιράτου από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Β’ Φωκά. Η άφιξη του αυτοκρατορικού στόλου τον Απρίλιο στενεύει ακόμα περισσότερο τον κλοιό, προκαλώντας απελπισία στους Ρώσους που έχουν μεγαλώσει με τις τρομακτικές διηγήσεις των παππούδων τους για την καταστροφική δράση του “διαβολικού εφευρήματος των Ρωμηών”, του Υγρού Πυρός, ενώ τα “βαρβαρικά” έθιμα των βορείων, όπως η καύση των νεκρών, οι ανθρωποθυσίες και η παρουσία γυναικών-πολεμιστριών που πολεμούσαν δίπλα στους συζύγους τους, προκαλούν τον αποτροπιασμό των μεγαλωμένων με τα χριστιανικά ιδεώδη Βυζαντίων. Οι μάχες είναι πεισματώδεις και πολύωρες, με τις “σφήνες” των Βαράγγων πολεμιστών να προσπαθούν να διαρρήξουν επανειλημμένα την ρωμαϊκή διάταξη και τους επίλεκτους, κατάφρακτους ιππείς της αυτοκρατορικής φρουράς, τους Αθάνατους, να αντεπιτίθενται μανιασμένα.

Ο πρίγκιπας του Κιέβου Σβιατοσλάβος συναντάει τον αυτοκράτορα Ιωάννη Β’ για την διεξαγωγή των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων.

Η έκτη και τελική μάχη, η πιο “λυσσώδης” και πολύνεκρη από όλες, δίνεται αργά το απόγευμα της Παρασκευής της 24ης Ιουλίου 971. Η αρχική έφοδος των Ρώσων απειλεί να τρέψει σε φυγή τους Ρωμαίους πεζικάριους που, καταπτοημένοι και από τον έντονο καλοκαιρινό καύσωνα, αρχίζουν να υποχωρούν συντεταγμένα με σταδιακή εμπλοκή και απεμπλοκή των γραμμών τους, ενώ ο ίδιος ο Αυτοκράτορας αντεπιτίθεται με την εφεδρεία του ιππικού του προκειμένου να ανακόψει την ρωσική ορμητικότητα. Μετά από σύντομη ανάπαυλα, κατά την οποία οι κουρασμένοι Ρωμαίοι αναζωογονούνται με δροσερό νερό που μεταφέρουν με ασκούς στις γραμμές μάχης οι βοηθητικοί του στρατοπέδου και ο Αυτοκράτορας προκαλεί σε μονομαχία τον Σβιατοσλάβο την οποία ο τελευταίος αρνείται, ο Ιωάννης Β’ έχει επιτέλους τους Ρώσους εκεί που θέλει, σε ένα σημείο όπου η πεδιάδα “ανοίγει” και το έδαφος είναι καταλληλότερο για την δράση του ιππικού του. Ο βυζαντινός στρατός αντεπιτίθεται, με το πεζικό να διεξάγει έφοδο κατά μέτωπο και το ιππικό του Βάρδα Σκληρού να εκτελεί κυκλωτική κίνηση μπαίνοντας ανάμεσα στο ρωσικό στράτευμα και το Δορύστολο. Στη νέα σφοδρή σύγκρουση, ο Σαρακηνός ήρωας Ανεμάς σκοτώνεται προσπαθώντας να φονεύσει τον Σβιατοσλάβο, εξέλιξη που προκαλεί μούδιασμα στους Ρωμηούς που αρχίζουν να υποχωρούν και πάλι. Τότε ο Αυτοκράτορας μπαίνει επικεφαλής των Αθανάτων του και διεξάγει την τελική έφοδο εναντίον της ρωσικής “σφήνας”, ενώ ο Βάρδας επιτίθεται από τα νώτα. Κατά διαβολική σύμπτωση, εκείνη την ώρα ξεσπάει σφοδρή καταιγίδα που πλήττει τους Ρώσους κατά μέτωπο, ενώ μαρτυρίες της εποχής αναφέρουν την εμφάνιση ενός μυστηριώδη καβαλάρη πάνω σε λευκό άλογο που προκαλεί πανικό στους ειδωλολάτρες(2). Πληττόμενη από παντού, η ρωσική παράταξη διαλύεται και η σφαγή κρατάει όλη την νύχτα. Σύμφωνα με τον Λέοντα τον Διάκονο, ο Σβιατοσλάβος μόλις που καταφέρνει να διαφύγει μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ενώ 15.000 Ρώσοι κείτονται νεκροί στο πεδίο της μάχης. Ενδεικτικό της σφοδρότητας της σύγκρουσης είναι το ότι όλοι(!) οι Ρώσοι επιζώντες είναι τραυματίες, ενώ 20.000 ασπίδες και πλήθος όπλων πέφτουν ως λάφυρα στα χέρια των Βυζαντινών στρατιωτών.

Η μάχη σηματοδοτεί το τέλος του πολέμου, καθώς την επόμενη μέρα ο Σβιατοσλάβος στέλνει προτάσεις ειρήνευσης. Το Δορύστολο και το σύνολο της Βουλγαρίας παραδίδονται στον Αυτοκράτορα, ως αντάλλαγμα για την ανεμπόδιστη υποχώρηση των 22.000 επιζώντων Ρώσων και συμμάχων πέρα από τον Δούναβη. Ο Τσιμισκής σε μια επίδειξη μεγαλοψυχίας μοιράζει σιτάρι στους πεινασμένους άντρες του Σβιατοσλάβου και ανανεώνει τα εμπορικά δικαιώματα των Ρώσων εμπόρων στην Πόλη. Η Αυτοκρατορία έχει θριαμβεύσει πλήρως, καθώς μετά από σχεδόν τρεις αιώνες το επικίνδυνο βουλγαρικό βασίλειο έχει διαλυθεί και το βυζαντινό σύνορο στον Δούναβη αποκατασταθεί εκ νέου. Η ανατολική Βουλγαρία μεταξύ του Αίμου και του Δούναβη προσαρτάται άμεσα και το Βουλγαρικό Πατριαρχείο καταργείται, ενώ οι μικροηγεμόνες των δυτικών κτήσεων γίνονται υποτελείς της Αυτοκρατορίας και λαμβάνουν ρωμαϊκούς τίτλους. Περίπου 15 χρόνια αργότερα αυτές οι ηγεμονίες θα αποτελέσουν την εστία νέας κρίσης που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ένας άλλος μεγάλος αυτοκράτορας, ο Βασίλειος Β’.

Χάρτης με τις κυριότερες πόλεις και οδούς των ανατολικών Βαλκανίων.

Από την άλλη το τέλος του ηττημένου πρίγκιπα του Κιέβου θα είναι οικτρό: Ενώ προσπαθεί να διαβεί τον Δνείπερο, δέχεται επίθεση από τους πρώην συμμάχους του Πετσενέγγους. Ο Ρώσος ηγεμόνας πέφτει μαχόμενος και σύμφωνα με τα άγρια έθιμα της στέπας το επαργυρωμένο κρανίο του μετατράπεται σε σκεύος για να πίνει ο χαγάνος Κούρυα το κρασί του…

Σημειώσεις:

1.Στην κυριολεξία “αυτός που κοιμάται δίπλα στον Αυτοκράτορα”. Πρόκειται για τον ανώτατο αυλικό βυζαντινό τίτλο.

2.Το “θαύμα” αποδόθηκε στον Άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και μετά τον πόλεμο ο ναός του στην μικρασιατική Ευχάνεια επισκευάστηκε, ενώ η ίδια η πόλη μετονομάστηκε σε Θεοδωρούπολη προς τιμήν του πολεμιστή-Αγίου.

Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *