Γεώργιος Αργυράκος, Γεωπόνος, M.Phil.
Από τον Μεσαίωνα αρχίζει να εμφανίζεται όλο και πιο συχνά η ρητή προτροπή για πόλεμο υπέρ πατρίδος και θρησκείας. Αυτή η αύξηση των αναφορών δεν αντανακλά απαραίτητα μια ιδεολογική αλλαγή σε σχέση με την αρχαιότητα, αλλά ίσως οφείλεται στο ότι διαθέτουμε περισσότερες γραπτές πηγές από το Μεσαίωνα και μετά.
Το 853 ο Πάπας Λέων Δ’ βεβαιώνει τον αυτοκράτορα Λόθαρ Α’ και τους Φράγκους ότι θα αμειφθούν με τον Παράδεισο όσοι σκοτωθούν «για την αληθινή πίστη, τη σωτηρία της πατρίδας και την υπεράσπιση των Χριστιανών» σε πιθανή επίθεση των Αράβων κατά της Ιταλίας[18]. Στην καθ’ ημάς Ανατολή, περί το έτος 900, ο Λέων ΣΤ’ ο Σοφός ορίζει στα Τακτικά ότι πριν από τη μάχη πρέπει να γίνονται προτροπές (δημηγορίες) προς τους στρατιώτες ώστε να μάχονται υπέρ της πίστης, του έθνους, της πατρίδας και της οικογένειας. Οι προτροπές αυτές εκφωνούνται από «καντάτορες» τους οποίους επέλεγαν οι άρχοντες. Συγκεκριμένα, αυτοί έπρεπε να θυμίζουν στους στρατιώτες ότι:
«… ο αγών υπέρ Θεού εστί, και της εις αυτόν αγάπης, και υπέρ όλου του έθνους. Πλέον δε υπέρ αδελφών των ομοπίστων, εί τυχοι, και υπέρ γυναικών, και τέκνων, και πατρίδος»[19].
Επίσης, τα Τακτικά ορίζουν ότι ο στρατηγός οφείλει να είναι έτοιμος να δώσει ο ίδιος και την ψυχή του για την πατρίδα και την ορθή πίστη των Χριστιανών, και όλοι πρέπει να εθίζονται ώστε να υπομένουν τις κακουχίες του πολέμου «διά Χριστόν τον Θεόν ημών, και υπέρ συγγενών και φίλων και πατρίδος και του όλου των Χριστιανών έθνους»[20].
Άλλοι συγγραφείς της μέσης βυζαντινής εποχής συνιστούν επίσης ότι στις πολεμικές δημηγορίες πρέπει να γίνονται αναφορές στη θρησκεία και την πατρίδα. Έργο στρατιωτικής ρητορικής που αποδίδεται στον Συριανό Μάγιστρο (μέσα 9ου αι.) εξηγεί προς τους ρήτορες ότι
«λαμβάνεται δε το δίκαιον [του πολέμου] από του ζήλου της πίστεως, από της πατρίδος, από της προς ομοφύλους αγάπης [και] από της των αδικησάντων τιμωρίας»[21].
Ομοίως στο «Βιβλίον Τακτικόν» που αποδίδεται στον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο (10ος αι.) υπάρχουν παραινέσεις ουσιαστικά ίδιες με τις προαναφερθείσες των Τακτικών του Λέοντος. Αξιοσημείωτη είναι η έκφραση «υπέρ πάσης της πατρίδος» που δείχνει ότι υπήρχε η έννοια της αυτοκρατορίας ως μιας κοινής πατρίδας:
«υπέρ του θεού εστίν το αγωνίζεσθαι […] και υπέρ του έθνους ημών, πλέον δε υπέρ των ημετέρων αδελφών των ομοπίστων και υπέρ των γυναικών και τέκνων, και υπέρ πάσης ημών της πατρίδος»[22].
Δεν μπορεί να υποτεθεί ότι αυτές οι παραινέσεις είναι ευρήματα κάποιων συγγραφέων του βασιλικού περιβάλλοντος, αφού προορίζονται για ευρεία χρήση στο στρατό, και επομένως έπρεπε να είναι κατανοητές από χαμηλής μόρφωσης νέους του λαού. Πιστεύω ότι αυτές οι έννοιες ήταν διαδεδομένες και αποδεκτές από όλες τις κοινωνικές τάξεις, κυρίως μέσα από τις λαϊκές χριστιανικές διδαχές αλλά και από λαϊκά αναγνώσματα, παραδόσεις ή άλλα στοιχεία λαϊκού πολιτισμού.
Η ιδέα του πολέμου υπέρ πίστεως και πατρίδος εκφραζόταν και στις στρατιωτικές τελετές και στην εικονογραφία, όπου η πίστη αντιπροσωπευόταν από τα θρησκευτικά σύμβολα και η πατρίδα από τον αυτοκράτορα. Ήδη από την εποχή του Μαυρικίου (βασιλεία 582-602) ο Σταυρός πάνω σε χρυσή λόγχη προπορεύεται του αυτοκράτορα στις μάχες. Ο σταυρός εικονίζεται και στις σημαίες σύμφωνα με βυζαντινές πηγές του 10ου αι.[23]. Από τον 12ο αιώνα, και συχνότερα από το 1204, συνηθίζεται η εικονογραφική συνύπαρξη του αυτοκράτορα με πολεμικούς αγίους ή τον Αρχάγγελο Μιχαήλ σε σημαίες (φλάμουλα), αγιογραφίες και σε νομίσματα. Σε κάποια νομίσματα εικονίζεται ο αυτοκράτορας μαζί με τον Αρχάγγελο να κρατούν το λάβαρο, σκηνή που παραπέμπει στο «Εν τούτω νίκα»[24,25]. Η παράδοση της απεικόνισης στρατιωτικών Αγίων και Σταυρού σε πολεμικές σημαίες (φλάμπουρα) συνεχίστηκε σε όλη τη μεταβυζαντινή περίοδο από Έλληνες και άλλους Βαλκάνιους πολεμιστές που βρέθηκαν στη Δύση (ιδίως ο Αγ. Γεώργιος από τους stradioti) και βεβαίως τηρήθηκε κατά την Επανάσταση.
Μετά τον 12ο αιώνα πυκνώνουν στη Δυτική Ευρώπη οι αναφορές για τον δίκαιο πόλεμο υπέρ πίστεως και πατρίδος, όπου ως πίστη διευκρινίζεται η «ορθή πίστη» (vera fide), δηλαδή ο καθολικισμός αρχικά, και ως patria διάφορες επικράτειες με πολιτικές και εκκλησιαστικές αρχές. Πολλές από αυτές τις αναφορές βρίσκονται σε νομικές πραγματείες γύρω από το ποιος έχει την εξουσία και την αρμοδιότητα να καλεί τους Χριστιανούς σε πόλεμο- ο πολιτικός ή ο εκκλησιαστικό άρχων; – και υπό ποιες προϋποθέσεις. Έτσι, για παράδειγμα ο Ιταλός επίσκοπος Σικάρδος της Κρεμόνα (Sicardus Cremonensis, 1155–1215) πιστεύει ότι ο Πάπας και οι εξουσιοδοτημένοι από αυτόν ιερωμένοι έχουν τη δυνατότητα να καλούν τους πρίγκιπες και τους Χριστιανούς στα όπλα για να υπερασπιστούν «την πίστη και την ειρήνη της Εκκλησίας και της πατρίδας» (sancte fidei pacis ecclesie et patrie). Ως εχθροί της πίστης και της πατρίδας νοούνταν είτε διάφοροι αιρετικοί (περιλαμβανομένων των Ορθοδόξων) είτε παγανιστές και Μουσουλμάνοι, ειδικά στις Σταυροφορίες. Σε κάποιες μάχες επιστρατευόταν ακόμα και ο πατριωτισμός των Αγίων. Στη λεγόμενη Μάχη του Στάνταρ (Battle of Standard) το 1138 μεταξύ Αγγλο-Νορμανδών και Σκώτων, οι πρώτοι έφεραν λάβαρα με τις εικόνες τοπικών Αγίων της Νορθούμπρια, πιστεύοντας ότι οι Άγιοι θα υπερασπίζονταν τις ιδιαίτερες εκκλησίες (ναούς) και πατρίδες τους (pro eius ecclesia ac sua patria defendenda susceperunt)[26].