Η πολιτικοποιημένη φαντασία του Τόλκιν

Γράφει ο Μιχάλης Νικολακάκης

O John Ronald Reuel Tolkien γεννήθηκε το 1892 και πέθανε το 1973. To «Χόμπιτ», που εκδόθηκε το 1936, γράφτηκε αρχικά ως παραμύθι για την ψυχαγωγία των παιδιών του.

Το Opus magnum του συγγραφέα, ο «Άρχοντας των δακτυλιδιών», εκδόθηκε μεταξύ του 1954 και 1955, ύστερα από μια δεκαετή προσπάθεια συγγραφής που συνεχίσθηκε έως και το 1948. Η ολοκλήρωσή του χρωστάει πολλά στη στήριξη και τη βοήθεια μιας παρέας, ενός κλειστού φιλολογικού κύκλου του συγγραφέα, μεταξύ των οποίων και ο συγγραφέας του «Χρονικού της Νάρνια», Κλάιβ Στέιπλς Λιούις (C. S Lewis).

lord_of_the_rings-2560×1600[1]Ο Τόλκιν ήταν παιδί μίας Βρετανικής και γενικότερα Ευρωπαϊκής γενιάς που γαλουχήθηκε και μεγάλωσε μέσα στον πόλεμο. Ο ίδιος πολέμησε και τραυματίστηκε στο Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και βίωσε ως μεσήλικας την εμπειρία του Β’ Πολέμου. Οι ιστορίες του, ανεξάρτητα από προθέσεις και συνειδητές μεταφορές, συντίθενται εκ των πραγμάτων από ιδέες tumblr_leu1b5A7YE1qb1lhco1_500[1]σφυρηλατημένες μέσα στα χαρακώματα και γραμμένες υπό τον ήχο των Γερμανικών βομβαρδισμών. Έτσι, το έργο του εξ αρχής αποτελούσε μια μορφή φυγής από αυτό το κοινωνικό πλαίσιο και ουδέποτε κάτι λιγότερο από μια συνολική κριτική προς το νεωτερικό πολιτισμό. Εξυπηρετούσε, ως εκ τούτου, μέσα στην εσωτερική του λογική, συντηρητικές πολιτικές αλληγορίες εξιδανικεύοντας μια καλειδοσκοπικά μεταμορφωμένη εκδοχή της Ευρωπαϊκής μεσαιωνικής κοινωνίας.Ο Τόλκιν δεν αποτελεί μια τομή σε σχέση με το μεσαιωνικό ιπποτικό μυθιστόρημα αλλά είναι μάλλον κληρονόμος του, σαν μια μεταχρονολογημένη εκδίκηση προς τον Δον Κιχώτη. Η καινοτομία του αρχίζει να αποκαλύπτεται σταδιακά καθώς ξεδιπλώνεται το μέγεθος της φιλοδοξίας του. Ο Τόλκιν εξ αρχής τοποθετούσε τις ιστορίες του σε ένα εντελώς διακριτό σύμπαν χωρίς οποιαδήποτε -ούτε καν υπόρητη- σύνδεση με την υφιστάμενη πραγματικότητα. Μέχρι και τη στιγμή που γράφει τα βιβλία του, η κυρίαρχη μορφή φανταστικής μυθοπλασίας έχει, έστω και κεκαλυμμένα, μια σχέση με την υφιστάμενη πραγματικότητα. Από τα «Ταξίδια του Λουκιανού» μέχρι την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ, το «Έρεβον» του Σάμουελ Μπάτλερ και την αναδυόμενη, την εποχή που γράφει ο Τόλκιν, σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας, κάθε μορφή μυθοπλασίας άφηνε ένα αφηγηματικό κρίκο σύνδεσης της ιστορίας με τη γνώση που κατείχε ο αναγνώστης σχετικά με τον κόσμο του. Το έργο του Τόλκιν αποτέλεσε μια τομή σε σχέση με αυτή τη σταθερά. Η Μέση Γη είναι όλως διόλου μια άλλη γη.

Όχι τυχαία, ο συγγραφέας του «Άρχοντα των Δακτυλιδιών» συνέδεε την επιθυμία του να περιγράψει ένα εντελώς αυτοαναφορικό σύμπαν με την αισθητική του ανάγκη να κατασκευάσει και μία δική του γλώσσα με κανόνες εσωτερικής λειτουργίας, λεξιλόγιο και σύνταξη. Η επιλογή αυτή, που πήγαζε και εμπνεόταν από τις σπουδές του στις γλώσσες των μεσαιωνικών γερμανικών φύλων και την επαγγελματική του ενασχόληση με την ετυμολογία των λέξεων, εξυπηρετούσε αισθητικούς σκοπούς. Μία γλώσσα, κατά τον ίδιο, μπορούσε να υπάρχει μόνο μέσα από την ύπαρξη μύθων και αντιστρόφως, ένα αυτόκλειστο γλωσσικό σύμπαν αναπαριστούσε από μόνο του ένα ολόκληρο κόσμο αποδίδοντας έτσι στην Queyna τη ανώτερή του μορφή του αισθητικού αποτυπώματος του έργου του. Η γλώσσα των ξωτικών λειτουργούσε για τον Τόλκιν ως δεξαμενή από την οποία αντλούσε το σύνολο της γραφής του και ως ύψιστη στιγμή της αισθητικής χροιάς του όλου έπους.

Το έργο του, λοιπόν, ενώ συντίθεται στη βάση μιας απόλυτης ρήξης με την «πραγματικότητα», αποτελεί ταυτοχρόνως τον απόλυτο καμβά μεταφορών, αλληγοριών και προβολών αντλημένων από την πραγματικότητα του συγγραφέα. Τα βιβλία του, αν και ενσυνείδητα αποκομμένα από κάθε πολιτικό παραλληλισμό, στοιχειοθετούν ένα ηθικό σύμπαν στο οποίο οι ρόλοι και οι κοινωνικές ομάδες αποτελούν ιδεατή πολιτική μεταφορά μιας συγκεκριμένης πολιτικοποιημένης οπτικής επί της δικής του πραγματικότητας. Ο πλουραλισμός των πλασμάτων στο σύμπαν του Τόλκιν ενέχει πολιτικές συνδηλώσεις. Οι διαφορετικές κατηγορίες χαρακτήρων, ως διαφορετικές φυλές-βιολογικά είδη, συνιστούν ριζικά διαφορετικές και στεγανές κοινωνικές κατηγορίες. Τα ξωτικά, φυλή υπό εξαφάνιση από τη Μέση Γη, με μορφές τέχνης και γνώσεις ανώτερες από κάθε άλλη, παραπέμπουν σε ένα εξιδανικευμένο απόηχο της αριστοκρατίας. Οι άνθρωποι είναι οι αστοί, τα υποκείμενα της αστικής κοινωνίας που συνιστούν το «μέλλον» και ταυτόχρονα είναι πιο ευεπίφορα στην διαφθορά και την παρέκκλιση από τον καταστατικά προσδιορισμένο ρόλο τους. Οι Νάνοι είναι μια μεταφορική εικόνα του κόσμου της βιομηχανικής εργασίας, μια υπενθύμιση του κινδύνου του «ορυχείου» και των υπερβολών που προκαλεί η φιλοδοξία της κοινότητάς του. Τέλος, τα Χόμπιτ, φυλή με κεντρικό ρόλο στις ιστορίες του Τόλκιν και περιθωριακό ρόλο στον κόσμο του, είναι το έσχατο καταφύγιο της ιδέας γύρω από τον επαπειλούμενο αγροτικό κόσμο. Οι κάτοικοι του Σάιρ, ανίδεοι και ανεπηρέαστοι από τις εξελίξεις του εκμοντερνισμού τον οποίο είναι ανίκανοι να επηρεάσουν, σύρονται –όπως και οι μεγάλες αγροτικές μάζες στους δύο ολοκληρωτικούς πολέμους του 20ου αιώνα— να διεκπεραιώσουν συγκρούσεις που τους υπερβαίνουν ενώ πάντοτε εξιδανικεύουν το στάσιμο τρόπο ζωής τους.

Στο έργο του Τόλκιν ο πειρασμός αποτελεί κεντρικό μοτίβο. Στο ίδιο το αφηγηματικό σχήμα του «δακτυλιδιού του δύναμης» ενέχονται Νιτσεϊκοί απόηχοι καθώς μορφοποιείται σε αυτό η βούληση της δύναμης ως αρχή από την οποία πηγάζει κάθε ισχύ και κάθε ηθική έκπτωση. Ως εκ τούτου, το «κακό» στο έργο του Τόλκιν είναι η ίδια η εξουσία· ένα «κακό» που αναπαράγεται μέσα από την επιθυμία κατάληψης της εξουσίας που διατρέχει τους ήρωες και τις διαφορετικές φυλές-κοινωνικές κατηγορίες. Ο ορθός τρόπος νομής της εξουσίας, που προσωποποιείται στη φιγούρα του Άραγκορν, είναι η απόδοσή της ως συνδυασμού τόσο του δικαιώματος που παρέχει το κληρονομικό δίκαιο όσο και της νομιμοποίησης που επιβεβαιώνεται μέσα από το χάρισμα μίας «ηγετικής προσωπικότητας», που ως τέτοια αντιστέκεται στη βούληση της δύναμης.

Παρόλα αυτά το σύμπαν του Τόλκιν δεν αποτελεί ευθύγραμμα μία αντιδραστική πολιτική μεταφορά. Στο φανταστικό του κόσμο οι κατηγορίες υποκειμένων μοιράζονται ένα συλλογικό πεπρωμένο και η ίδια η δράση προσφέρεται ως πεδίο υπέρβασης των καταστατικά προσδιορισμένων ρόλων. Ο αλλόφυλος έχει χώρο σε αυτό το σύμπαν, η γυναίκα μπορεί αν είναι ίση ή και ανώτερη του άνδρα, το παιδί έχει λόγο αυτόνομο πέρα από την εξουσία του πατέρα. Όλο του σύμπαν του Τόλκιν συνιστά μια φιλελεύθερη μεταφορά όπου οι εξιδανικεύσεις του φεουδαρχικού συστήματος, όπως αυτές κληροδοτούνται στη φιλελεύθερη λόγια σκέψη της Αγγλίας, αποκαλύπτονται με την ένταση που επιτρέπει η ολική αφήγηση του συγγραφέα.

Η βαθειά μελαγχολία του έργου του έχει τις ρίζες της σε όλες τις εκφράσεις του αντιδραστικού ρομαντισμού του 19ου αιώνα. Ο Τόλκιν φοβάται τη «μηχανή» και γνωρίζει ταυτόχρονα ότι δεν μπορεί να τη σταματήσει. Στο έργο του η βούληση της δύναμης απειλεί τον κόσμο και τελικά την ίδια τη φύση. Η φύση τόσο ως φυσική και αμετάβλητη τάξη του κόσμου όσο και ως αγιοποιημένη εξωτερική πραγματικότητα, βρίσκεται διαρκή αντινομία με τις πράξεις του δακτυλιδιού, με τα Όρκς, ως παρά φύση τεχνητά όντα, με την καταστροφή των δασών στους «Δύο Πύργους» κ.ο.κ..

Από την άλλη, οι ήρωες του Τόλκιν είναι εντελώς στερημένοι από ιδιοτελείς σκοπούς, σωματικά πάθη και εγωιστικές επιθυμίες. Οι χαρακτήρες στερούνται οποιουδήποτε κινήτρου είτε αυτό είναι οικονομικό, πολιτικό, σεξουαλικό ή άλλο, ανάγοντας κάθε δράση σε ένα ανώτερο σκοπό ικανό να συνενώσει όλες τις εκφράσεις της ανθρώπινης υποκειμενικότητας. Ο εγωισμός είναι παραστράτημα, έκφανση μόνο της βούλησης της δύναμης, όπως στην περίπτωση του Μπόρομιρ, και η ιδιοτέλεια ως διακριτό κίνητρο απουσιάζει παντελώς από τη Μέση Γη. Ακόμα και ο έρωτας, διαρκές στοιχείο στο έργο του από τα αδημοσίευτα ακόμα γραπτά της νιότης του, είναι τόσο αφαιρετικός που αφήνει τον αναγνώστη με την εντύπωση ότι η φυσική αναπαραγωγή στη Μέση Γη εναπόκειται στην άμωμη σύλληψη και στον κρίνο.

Στον κόσμο του Τόλκιν η πίστη αποτελεί την αρχή εκείνη που αντιστέκεται στη βούληση της δύναμης. Η πίστη, δηλαδή, αποτελεί την κινητήρια δύναμη της υποκειμενικής δράσης ενός κόσμου στον οποίο οι κινητήριες δυνάμεις δεν ανάγονται στους μηχανισμούς της πίστης. Η Μέση Γη, αν και μεσαιωνική μεταφορά, αποτελεί ένα κόσμο «απομαγευμένο», ένα κόσμο που αλλάζει πέρα από την ικανότητα των υποκειμένων να αντιστρέψουν αυτή την πορεία. Αυτή η σύλληψη της πίστης, όχι ως ερμηνευτικής αρχής του κόσμου αλλά ως ατομικού καταφύγιου ερήμην του κόσμου, αποτελεί και την τελευταία καταφυγή της επιθυμίας για γραφή και ανάγνωση μίας «ολοκληρωτικής μυθοπλασίας», όπως το έπος του Τόλκιν. Ερωτώμενος σε συνέντευξη τι θα έκανε αν 12 Νάνοι έμπαιναν στο σαλόνι του, όπως συμβαίνει στην αρχή του Χόμπιτ με τον Μπίλμπο Μπάγκινς, ο συγγραφέας απάντησε ότι θα έπρεπε να πιστεύει στην ύπαρξη τον Νάνων για να μπορέσει κάτι τέτοιο να συμβεί. Η μυθοπλασία του, λοιπόν, μολονότι εμπνέεται μεταξύ άλλων και από τον καθολικισμό λειτουργεί ως υποκατάστατο της θρησκευτικής πίστης διαθέσιμο στον εκάστοτε αναγνώστη. Ένα συνειδητό ψέμα, που αγοράζεται από το βιβλιοπωλείο της γειτονιάς, ως αποφυγή ενός αλλοτριωτικού κόσμου.

Το έργο του Τόλκιν αποτελεί την σημαντικότερη πολιτικά συντηρητική μυθοπλασία στον αγγλοσαξονικό συγκείμενο κατά τον 20ο αιώνα. Αν σήμερα οι ιστορίες του μοιάζουν τετριμμένες ως προς τη δομή και την εξέλιξή τους, αυτό συμβαίνει εξαιτίας της τεράστιας επιρροής του που επανανοηματοδότησε το τι σημαίνει να γράφει κανείς μία ιστορία στο σύγχρονο κόσμο. Έχει επηρεάσει όλες τις κατοπινές μορφές παραλογοτεχνίας, έχει από μόνος του διαμορφώσει την σύλληψη της κατασκευής ενός «κόσμου», με βάση τον οποίο κινείται όλη η σημερινή βιομηχανία της ψυχαγωγίας, και τα αφηγηματικά του σχήματα έχουν αποτελέσει την ραχοκοκαλιά της δομής της ανάπτυξης της βιομηχανίας του θεάματος και την κυρίαρχη κατεύθυνση της ιδεολογικά κυρίαρχης μυθοπλασίας (από το Star Wars μέχρι το Matrix κ.ο.κ.).

Η κινηματογραφική του μεταφορά και η επιτυχία της, παρότι οφείλεται κατά βάση στην εμπνευσμένη αισθητική απόδοση της ιδιαίτερης γραφής του Τόλκιν σε κινηματογραφικό κείμενο, αντανακλούσε, στις αρχές τις δεκαετίας που μας πέρασε, και την ιδεολογική επιρροή του πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία. Επρόκειτο για τη νεκρανάσταση ενός πολιτικού σύμπαντος όπου, όπως και στα χρόνια του πολέμου στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, οι ηθικές αναπαραστάσεις του «κακού» δεν αφήνουν περιθώρια για πολιτικούς αναστοχασμούς γύρω από τη σκοπιμότητα του πολέμου. Παρ’ όλα αυτά, η έκταση της απήχησής του ήταν και είναι πάντα ριζωμένη στην ομορφιά της γραφής του και στην ικανότητά του να εγγράφει στη φαντασία των ανθρώπων, μία ιστορία απείρως μεγαλύτερη από τους ίδιους και την ίδια τη ζωή. Έτσι, αν και συντηρητική, η γραφή του Τόλκιν λειτουργεί ως λάδι στη φωτιά για την ανθρώπινη φαντασία και ως εκ τούτου για την ανθρώπινη επιθυμία. Όποιος λέει ότι διάβασε τον «Άρχοντα των δακτυλιδιών» και δεν ανασκάλεψε την ιδέα του να θερίζει κεφάλια με το σκουπόξυλό του, είναι απλά ψεύτης.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην  © Πυξίδα  –  Μηνιαία Εφημερίδα για την Πόλη, τους Πολίτες, τον Πολιτισμό (Μάρτιος 2013)

nigromontanus

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *