Η περιπέτεια του Διός: Προστατεύοντας τα αρχαία από τους Γερμανούς

Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ο Δίας του Αρτεμισίου, το σπουδαίο, χάλκινο άγαλμα, ύψους 2,09 μέτρων, που είχε βρεθεί το 1928 στη θαλάσσια περιοχή του ακρωτηρίου στο Αρτεμίσιο εντυπωσιάζει για το κάλλος και το μεγαλείο του.

Σε εκπληκτική στάση διασκελισμού φαίνεται έτοιμος να εξαπολύσει το όπλο του, έναν κεραυνό όπως πιθανολογείται. Ογδόντα χρόνια πριν όμως, τον Νοέμβριο του 1940, αυτό το γλυπτό, που είναι από τα ωραιότερα της Κλασικής εποχής θα βρισκόταν μαζί με τα άλλα αριστουργήματα του μουσείου στα χέρια των έμπειρων αρχαιολόγων και συντηρητών, που θα φρόντιζαν με κάθε τρόπο για τη διάσωσή τους από τον επερχόμενο πόλεμο. «Βάλε φωτιά» ήταν ένα από τα παραγγέλματα που έδινε ο γλύπτης Ανδρέας Παναγιωτάκης, όταν οι τεχνίτες τραβούσαν με αλυσίδες και σχοινιά τα μαρμάρινα αγάλματα για να τα τοποθετήσουν σε μεγάλους λάκκους που είχαν ανοίξει στη βόρεια πτέρυγα του μουσείου.

Στις 11 Νοεμβρίου είχαν εκδοθεί από την  Διεύθυνση Αρχαιολογίας του υπουργείου Παιδείας οι γενικές τεχνικές οδηγίες για την προστασία των μουσείων από τους εναέριους κινδύνους. Και το έργο διήρκεσε έξι ολόκληρους μήνες, όσο κράτησε και το Αλβανικό έπος με εκείνους που είχαν αναλάβει αυτό το έργο να πηγαίνουν αξημέρωτα στο μουσείο και να φεύγουν νύχτα. «Όταν ο στρατός κατοχής έμπαινε στην πρωτεύουσα τον Απρίλη του 1941 είχε πια συμπληρωθεί το έργο της απόκρυψης των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Μουσείου», όπως γράφει η αρχαιολόγος Σέμνη Καρούζου, έφορος Αγγείων και Μικροτεχνίας.

«Βάλε φωτιά» – Η διάσωση του Δία από τα εχθρικά χέρια
Ο Δίας του Αρτεμισίου το 1940 με προστατευτική περίδεση για την απόκρυψή του

Το μουσείο τότε παρουσίαζε εικόνα ερήμωσης. Γλυπτά, χάλκινα και πήλινα έργα είχαν εγκιβωτισθεί  και μεταφερθεί σε καταφύγια της Αθήνας (35 κιβώτια φυλάχτηκαν στο σπήλαιο της Εννεάκρουνου στην Ακρόπολη και άλλα 22 στις φυλακές του Σωκράτη), τα χρυσά είχαν αποκρυφτεί στα υπόγεια της Τράπεζας της Ελλάδας, τα μεγάλα αγάλματα είχαν καταχωθεί σε μεγάλες τάφρους που ανοίχθηκαν στα δάπεδα των αιθουσών.

Ήδη ωστόσο από τον Ιούνιο αυτού του χρόνου οι Γερμανοί απαιτούσαν την επαναλειτουργία του μουσείου, συντάσσοντας ένας κατάλογο από 103 αγάλματα, προκειμένου να επανεκτεθούν. Ανάμεσά τους, ο Δίας του Αρτεμισίου, ο έφηβος των Αντικυθήρων και ο έφηβος του Μαραθώνα. Μια εντολή όμως, που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.

«Βάλε φωτιά» – Η διάσωση του Δία από τα εχθρικά χέρια
Η απόκρυψη των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου το 1940 -41

Τα πολύτιμα εκθέματα του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου τελικά δεν κινδύνευσαν στον πόλεμο. Όμως «Η σημαντικότερη ζημία έγινε στο παλαιό κτήριο τις ημέρες του Δεκεμβριανού εφιάλτη», όπως  αφηγείται η Σέμνη Καρούζου.  Συνεχίζοντας: «Βόμβες έπεσαν στη στέγη που ήταν όλη ξύλινη, δεν έφθασαν όμως έως τα αρχαία μάρμαρα,  τα θαμμένα βαθιά στο χώμα».

Η αποκάλυψη των θαμμένων αρχαίων ήταν το πρώτο μέλημα μετά το τέλος του πολέμου αλλά και η αγωνία μεγάλη για την τύχη τους τόσο χρόνια κάτω από το παχύ στρώμα άμμου που είχε τοποθετηθεί από πάνω στις τάφρους. Κι έπειτα η ανακούφιση.

«Βάλε φωτιά» – Η διάσωση του Δία από τα εχθρικά χέρια
Φωτογραφικές απόψεις των εργασιών απόκρυψης των εκθεμάτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στις παραμονές της Κατοχής

Στιγμές από την αποκάλυψη των αρχαίων αγαλμάτων μας μεταφέρει με τον δικό του τρόπο ο Γιώργος Σεφέρης στις «Μέρες»:

«Τρίτη 4 Ιουνίου 1946

Το μεσημέρι στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Ξεθάβουν τώρα – άλλα σε κάσες και άλλα γυμνά κατάσαρκα μέσα στο χώμα – τα αγάλματα. Σε μια από τις παλιές μεγάλες αίθουσες, γνώριμες από τα μαθητικά μας χρόνια με τη στεγνή όψη που έφερνε κάπως προς τη βαρετή δημόσια βιβλιοθήκη, οι εργάτες δουλεύουν με φτυάρια και με αξίνες. Το δάπεδο, αν δεν κοίταζες τη στέγη, τα παράθυρα και τους τοίχους με τις χρυσές επιγραφές, θα μπορούσε να ήταν ένας όποιος τόπος ανασκαφών. Τα αγάλματα βυθισμένα ακόμη στη γης, φαινόντουσαν από τη μέση και πάνω γυμνά, φυτεμένα στην τύχη.  …Ήταν ένας αναστάσιμος χορός αναδυομένων, μια δευτέρα παρουσία σωμάτων που σου έδινε μια παλαβή χαρά».

Mοναδική ήταν και η συγκίνηση, όταν το 1947 ανοίχθηκαν οι τρεις πρώτες αίθουσες του μουσείου, στη νέα του πτέρυγα, με είσοδο την οδό Τοσίτσα. Η επίμονη αντίσταση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είχε γλυτώσει τα σπουδαιότερα ελληνικά μουσεία από την καταστροφή και τη λεηλασία.   ιστορία άρχιζε εκ νέου για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Πηγή: Μ. Θερμού, MonoNews
ΑΝΑΣΚΑΦΗ

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *