του Ηλία Αναγνωστάκη,
Η Σταυροφορία του 1101, είναι πολύ λίγο γνωστή, αν και δεν θα έπρεπε να είναι, αφού εκτός του ότι ήταν η μεγαλύτερη σε όγκο που υπήρξε ποτέ, η έκβαση της ήταν καθοριστική όχι μόνο για την τύχη των Σταυροφορικών κρατιδίων, αλλά και για το μέλλον της Εγγύς Ανατολής γενικότερα.
Πράγματι, από την στιγμή που η επιτυχία της Α’ Σταυροφορίας (1096-99) είχε γίνει γνωστή, κύματα ενθουσιασμού είχαν πλημμυρίσει όλη την Ευρώπη. Ήδη από τις αρχές του 1100, ο Αρχιεπίσκοπος Anselm IV του Μιλάνου με πύρινους λόγους συγκέντρωνε πλήθη που επιδίωκαν με κάθε τρόπο να επαναλάβουν την επιτυχία των πρώτων Σταυροφόρων. Μεταξύ αυτών ήταν και πολλοί που για διαφόρους λόγους δεν είχαν συμμετάσχει στην προηγούμενη Σταυροφορία και τώρα ήταν η χρυσή ευκαιρία να το κάνουν.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του 1100, ξεκίνησε απο το Μιλάνο το πρώτο σώμα, που αποτελούταν απο 40.000 άνδρες, (κυρίως Λομβαρδοί και Βορειοιταλοί). Πέραν απο ενα “σκληρό” πυρήνα ιπποτών και ακολούθων, ο κύριος όγκος απαρτιζόταν απο ανεκπαίδευτους χωρικούς, καθώς και πολλούς αμάχους, που προοριζόταν για έποικοι στη Μέση Ανατολή. Εκτός απο τον Αρχιεπίσκοπο Αnselm, η ηγεσία του Λομβαρδικού σώματος περιλάμβανε προσωπικότητες όπως οι Albert του Biandrac, ο αδελφός του Guy, ο ανηψιός του Otto Altaspata, ο επίσκοπος William της Πάρμα, ο Guy επίσκοπος της Torton, και άλλοι πολλοί. Οι Λομβαρδοί αφού διέσχισαν κάπως αργά την κεντρική Ευρώπη, επιτάχυναν στα Βαλκάνια και έφθασαν στα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης στις 17 Μαρτιου 1101, οπου ενώθηκαν με 2.000 βαριά οπλισμένους Γερμανούς υπο τον Κοnrad, αξιωματούχο του Γερμανού Αυτοκράτορα, Ερρίκου του Δ’.

Το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα, αν και αισθητά μικρότερο σε αριθμό απο το Λομβαρδικό, υπερτερούσε κατά πολύ σε μαχητική ισχύ και αποτελούταν απο 3.000 Γάλλους υπο τον William, Κόμη του Nevers, το οποίο ξεκίνησε απο την κεντρική Γαλλία τον Φεβρουάριο του 1101 και έφθασε σχετικά γρήγορα στην Κωνσταντινούπολη, στις 14 Ιουνίου του 1101.
Το τρίτο εκστρατευτικό σώμα, δυνάμεως 10.000 ανδρων, ξεκίνησε απο την Βόρεια Γαλλία τον Μάρτιο του 1101, ήταν και αυτό εμπειροπόλεμο, καλά εξοπλισμένο, αποτελούταν κατά το πλείστον απο Βόρειους Γάλλους, Φλαμανδούς και Βουργουνδούς, ενω εκτός απο τους μαχίμους περιλάμβανε και αυτό αρκετούς αμάχους. Ηγείτο απο τον Stephen, κόμη του Blois, ενω στίς τάξεις του περιλάμβανε ονομαστές προσωπικότητες οπως οι Hugh, αρχιεπίσκοπος του Besancon, τον Stephen, κόμη της Βουργουνδίας, τον Baldwin του Evarpre, καθώς και τον Ingilard, επίσκοπο του Laon. Έφθασε στήν Κωνσταντινούπολη στις 25 Μαίου 1101.
Το τέταρτο, και τελευταίο εκστρατευτικό σώμα αποτελούταν απο 10.000 Ακουιτανούς, υπο τον William IX της Ακουιτανίας, και τους Helbert, υποκόμη του Thourigne, τον Geoffrey Byrel, την συζυγό του, Corba της Thorigne, και άλλους επιφανείς άρχοντες. Αυτοί ξεκίνησαν απο τη Νότια Γαλλία στις 20 Μάρτιου 1101, και αφού ενώθηκαν στη Βαυαρία με 6.000 Βαυαρούς και Αυστριακούς υπο τον Welf II της Βαυαρίας και την Ida της Αυστριας (που θεωρούταν η πιο όμορφη γυναίκα του 11ου αιώνα), έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη την 1 Ιουλίου 1101.
Οι ανυπόμονοι Λομβαρδοί όμως, δεν ήθελαν να περιμένουν κανέναν, και επειγόνταν να φθάσουν στους Άγιους Τόπους. Ο Αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, τους καθυστέρησε τόσο, ώστε να φθάσει και το τρίτο σώμα, ετσι ώστε να έχουν καλύτερες πιθανότητες να διασχίσουν αβλαβείς το Μικρασιατικό υψίπεδο. Στο πολεμικό συμβούλιο που ελαβε χώρα στη Νικομήδεια, ολόκληρο το βράδυ της 27/28ης Μαίου, και παρά τις επανειλλημένες συστάσεις του Αυτοκράτορα προς τους ηγέτες των Σταυροφόρων να ακολουθήσουν το παραλιακό δρομολόγιο, μέσω Φιλαδέλφειας- Σμύρνης- Αττάλειας, αυτοί αποφάσισαν το βορεινό, μέσω της Παφλαγονίας, αφού είχε διαρρεύσει η είδηση οτι ο Νορμανδός Βοημούνδος, κόμης της Τρίπολης, είχε συλληφθεί αιχμάλωτος απο τους Τούρκους και κρατούταν αιχμάλωτος στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Οι 50.000 ασυγκράτητοι Γαλλό-Λομβαρδοί ενισχυμένοι και με 2.000 Πετσενέγγους υπο τον στρατηγό Τζίττα, σαν βοήθεια απο τον Αυτοκράτορα, ξεκίνησαν απο τη Νικομήδεια στις 9 Ιουνίου, και έφθασαν στην Άγκυρα (η οποία είχε καταληφθεί απο τους Τούρκους το 1085) και την κατέλαβαν αμαχητί, αφού η φρουρά της το είχε σκάσει την προηγούμενη νύχτα. Η πόλη παραδόθηκε και πάλι στον Αυτοκράτορα, (και ήταν η τελευταία φορά που η Άγκυρα έπεφτε σε Ελληνικά χέρια, αφού οι Τούρκοι θα την ανακαταλάμβαναν το 1121). Απο εκεί, έφθασαν στις 2 Ιουλίου μπροστά στην οχυρή Γάγγρα, η οποία διέθετε ισχυρή Τουρκική φρουρά. Παρά τις επανειλλημένες επιθέσεις, η πόλη δεν έπεσε, και καθώς τα εφόδια λιγόστευαν, και οι δυο ηγέτες, Αρχιεπίσκοπος Anselm και ο Stephen του Blois, πίεζαν συνέχεια για πορεία προς τα ανατολικά. Στις 11 Ιουλίου, καθώς έφθαναν στον ποταμό Άλυ, συνάντησαν ενα χωριό όπου οι Έλληνες κάτοικοι του με επικεφαλής τους ιερείς βαστώντας σταυρούς και εικόνες βγήκαν να τους προυπαντήσουν. Σε απάντηση, οι Λομβαρδοί τους έσφαξαν όλους. Η πορεία συνεχιζόταν, και στις 30 Ιουλίου έφθασαν στην οχυρότατη Κασταμώνα, που είχε και αυτή πολυάριθμη Τουρκική φρουρά. Η επίθεση απέτυχε παταγωδώς, και καθώς τα τρόφιμα τελείωναν, και η ζέστη ηταν αφόρητη, η πορεία άρχισε να γίνεται πολύ δυσχερής. Για λόγους ασφαλείας, η στρατιά διαιρέθηκε σε πέντε τμήματα, ενα Λομβαρδικό, ενα Γαλλό-Λομβαρδικό, ενα Γερμανικό, ενα παλι Γαλλικό, και ενα Γαλλό-Αυτοκρατορικό, που προχωρούσαν παράλληλα, με απόσταση 2-3 χλμ μεταξύ τους. Οί Τούρκοι όμως, που παρακολουθούσαν τους Γαλλο-Λομβαρδούς εδω και εβδομάδες, είχαν αφιχθεί σε πλήρη δύναμη: Ο Σελτζούκος Σουλτάνος Kilitz Arslan I, που είχε πάρει σκληρά μαθήματα απο την Α’ Σταυροφορία, και ενα απο αυτά ήταν και η πολυδιάσπαση των Τούρκων, είχε καλέσει για ενισχύσεις τον Δανισμεντίδη Εμίρη της Σεβάστειας Malik “Gazi” Danishmend, τον Ridwan του Χαλεπίου και τον Karaja του Harran, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με όλες τους τις δυνάμεις. Συνολικά, οι Τούρκοι ξεπερνούσαν τις 50.000 άνδρες , στήν πλειοψηφία τους έφιπποι, και αργά, αλλά σταθερά, κύκλωσαν απο παντού τις Χριστιανικές φάλαγγες. Παρ’οτι μικροεπιθέσεις και παρενοχλήσεις γινόταν συνεχώς, οι Γαλλο-Λομβαρδοί τις είχαν αποκρούσει και προέβαιναν και σε αντεπιθέσεις. Το αποκορύφωμα όμως ήταν στις 16 Αυγούστου 1101, όταν ο Τουρκικός στρατός έκανε την εμφάνιση του στόν ορίζοντα, σε ολο του τον όγκο, κοντά στήν πόλη Μερζιφούντα, στα σύνορα του Πόντου με την Παφλαγονία. Η σφοδρή σύγκρουση που κράτησε τέσσερις(!) ημέρες, άρχισε με μια θυελλώδη επίθεση των Τούρκων πρός το Γαλλο-Λομβαρδικό στρατόπεδο, που αποκρούστηκε με βαρύτατες Τουρκικές απώλειες. Την δεύτερη μέρα, ενα Γαλλικό σώμα που ειχε βγεί για εύρεση τροφής έπεσε σε ενέδρα και σφαγιάστηκε μέχρι ενός, την τρίτη μέρα και τα πέντε σταυροφορικά σώματα έκαναν επίθεση χωριστά το καθένα στον Τουρκικό κλοιό με σκοπό την διάσπαση του για να ηττηθούν και τα πέντε(!), ενω την τελευταία, κρίσιμη νύχτα, μετά απο σκληρή σύγκρουση που κράτησε μέχρι το πρωί, οι Γάλλοι ιππότες και όσοι Λομβαρδοί διέθεταν άλογα έκαναν έξοδο και κατευθύνθηκαν προς την Σινώπη που βρισκόταν υπο Αυτοκρατορικό έλεγχο αφήνοντας τους υπολοίπους, πεζούς και αμάχους κατά το πλείστον, στην τύχη τους. Οταν ξημέρωσε, οι 2.000 Πετσενέγγοι του Τζίττα το είχαν ηδη σκάσει, και έτσι οι Τούρκοι εισήλθαν σχεδόν αμαχητί στο στρατόπεδο, το οποίο υπέστη φοβερή σφαγή. Οι Τούρκοι έσφαξαν όλους τους ιερείς και σχεδόν όλους τους πεζούς Λομβαρδούς που έτρεχαν να σωθούν στήν αχανή πεδιάδα, ενω έπιασαν αιχμάλωτους τουλάχιστον 8.000 αμάχους, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα. Οι νεκροί ξεπέρασαν τις 40.000, ενω ζήτημα είναι αν στη Σινώπη κατάφεραν να φτάσουν 3.000 Λομβαρδοί, Γάλλοι και Γερμανοί, στην πλειοψηφία τους έφιπποι, ανάμεσα τους ο Stephen του Blois και ο Αρχιεπίσκοπος Anselm, που ειχε όμως τραυματιστεί βαρύτατα και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη στις 30 Σεπτεμβρίου 1101.
Το κακό όμως δεν είχε τελειώσει εκεί: Το δεύτερο Γαλλικό σώμα υπο τον Κόμη του Nevers, ξεκίνησε απο την Κωνσταντινούπολη στις 1η Ιουλίου 1101, και βιαζόταν να φθάσει τους Γαλλο-Λομβαρδούς, που ήδη προπορευόταν τρείς εβδομάδες, χωρίς να το καταφέρει όμως. (η αλήθεια είναι οτι σε τρείς διαφορετικές περιπτώσεις τα δυο σώματα ήρθαν πολύ κοντά το ενα στο άλλο, χωρίς όμως να το ξέρουν). Τελικά, κάτω απο την Τουρκική πίεση, οι Γάλλοι διάλεξαν την πορεία μέσα απο το άνυδρο υψίπεδο της Φρυγίας, την λεγόμενη Αλμυρς Έρημο, και κατόρθωσαν να φθάσουν στο Ικόνιο, που και αυτό διέθετε ισχυρή Τουρκική φρουρά. Όλες οι επιθέσεις απέτυχαν, και οι Γάλλοι συνέχισαν την πορεία τους στα ανατολικά, τρελαμένοι αυτή τη φορά απο τη δίψα. Όταν στις 26 Αυγούστου έφθασαν όμως στην Ηράκλεια-Κυβίστρα, στα σύνορα Λυκαονίας-Καππαδοκίας, έπεσαν σε ενέδρα 30.000 Τούρκων υπο τον Kilitz Arslan που αφού είχε τελειώσει με τους Γαλλο-Λομβαρδούς στις 19 Αυγούστου, είχε κάνει αγώνα δρόμου για να προλάβει και το δεύτερο σταυροφορικό σώμα. Παρ’οτι ήταν κυκλωμένοι, οι Γάλλοι πολέμησαν απεγνωσμένα, επιφέροντας βαριές απώλειες στους Τούρκους. Τελικά σφαγιάστηκαν όλοι, εκτός απο τον Κομη William του Nevers και λίγους άνδρες του που κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό και να φθάσουν στήν Ταρσό της Κιλικόας σε άθλια κατάσταση.
Το τέλος όμως δεν ήταν μακριά και για το τέταρτο Ακουιτανο-Γερμανικό σώμα, που έφυγε απο την Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουλίου 1101, αφού προηγουμένως οι περισσότεροι Γερμανοί (περίπου 5.000, μεταξύ αυτών και ο χρονικογράφος Ekkehard της Aura) διάλεξαν να φύγουν δια θαλάσσης, και έφτασαν στη Jaffa τέλη Αυγούστου. Οι υπόλοιποι (11.000 Γάλλοι, Αυστριακοί και λιγοι Βαυαροί) ακολούθησαν την ίδια πορεία με τους Γάλλους του Nevers, παρέκαμψαν το οχυρωμένο Ικόνιο και βασανισμένοι και αυτοί απο δίψα, έπεσαν σε άλλη μια καλοστημένη ενέδρα του πανούργου Kilitz Arslan, ο οποίος ειχε αποδειχθεί ο δήμιος της Σταυροφορίας του 1101 και είχε πάρει το αίμα του πίσω για τις εξευτελιστικές ήττες που είχε υποστεί απο τους σταυροφόρους το 1097. Σε κάθε περίπτωση, οι κυκλωμένοι Γαλλο-Γερμανοί πολέμησαν ηρωικά, προκαλώντας και αυτή τη φορά βαριές απώλειες στούς Τούρκους. Ελάχιστοι κατόρθωσαν να διαφύγουν, και βασικά όσοι είχαν άλογα, μεταξύ αυτών και οι δυο αρχηγοί, William IX και Welf II, (Ο Βαυαρός ηγέτης είχε δεχθεί 3 βέλη στήν πλάτη) πίσω τους όμως είχαν μείνει ο Αρχιεπίσκοπος Thiemo του Saltzburg (ο οποίος συνελήφθη και εκτελέστηκε), η πανέμορφη Ida (η οποία ανετράπη απο το φορείο της και κατακρεουργήθηκε) και η Corba του Thorigne (η οποια απήχθη απο τους Τούρκους και τα ίχνη της χάθηκαν για πάντα). Μετά βίας 400 άνδρες κατόρθωσαν και έφθασαν και αυτοί στήν Ταρσό.
Η Σταυροφορία του 1101, ήταν μια αποτυχία, η απόλυτη πανωλεθρία. Οι νεκροί ξεπέρασαν τις 60.000, οι αιχμάλωτοι τις 10.000, ενώ μετά βίας διεσώθησαν 8-9.000 άνδρες, οι μισοί απο αυτούς σε ελεεινή κατάσταση και πρακτικά εκτός μάχης.
Απο αυτήν την τραγική απο όλες τις απόψεις εκστρατεία, μπορούν να εξαχθούν δυο ασφαλή συμπεράσματα:
Α) Τριάντα μόλις χρόνια μετά την μάχη του Μαντζικέρτ, η Μικρά Ασία είχε ακόμα στήν συντριπτική του πλειοψηφία Ελληνικό πληθυσμό, οι Τούρκοι όμως ήταν σχεδόν παντού, για δυο λόγους: α) Ήλεγχαν όλες τις οδικές αρτηρίες και β) Είχαν πολύ πυκνές φυλετικές δομές σε καίρια σημεία του υψιπέδου, όπως ήταν η κοιλάδα του Δορυλαίου στη Φρυγία, τα δάση της Παφλαγονίας και τα περάσματα της Καππαδοκίας.
Β) Η προσπάθεια για εκδίωξη των Τούρκων απο τη Μικρά Ασία και διάνοιξη ασφαλούς διόδου για τους Αγίους Τόπους απαιτούσε σύμπραξη και συνεννόηση μεταξύ της Αυτοκρατορίας και των Δυτικών ηγετών (κάτι που δεν υπήρχε, με υπαιτιότητα κυρίως των Δυτικών), και συνεργασία μεταξυ των ιδίων των Δυτικων ηγετών, (κάτι που επίσης δεν υπήρχε, αφού οι περισσότεροι είχαν διαφορετικές επιδιώξεις). Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ηταν το ιδιο: Ο δρομος μεσα απο το οροπέδιο ειχε αποβεί άκρως επικίνδυνος, ενώ το κοστος σε ανθρωπινες ζωες και υλικο τεραστιο. Τα σταυροφορικα κρατιδια δεν μπορεσαν ποτε να ενισχυθούν με τους πολυαρίθμους εποίκους της Σταυροφοριας του 1101, που άφησαν τα κόκκαλα τους στο αχανές Μικρασιατικό υψίπεδο, με αποτέλεσμα να φυτοζωούν λογω της μόνιμης ολιγανθρωπίας τους. Η τύχη τους φυσικά θα ήταν πολύ διαφορετική, αν η συγκεκριμένη Σταυροφορία ειχε επιτύχει.

Στην εικόνα, βλέπουμε μια φάλαγγα Γαλλο-Λομβαρδών να προχωρά αποκαμωμένη στην Παφλαγονία, ενώ οι ενεδρεύοντες Τούρκοι είναι έτοιμοι να της δώσουν την χαριστική βολή…