Γιατί ο Μεσαίωνας δεν ήταν σκοτεινή εποχή

Πως να συκοφαντήσεις χίλια χρόνια ιστορία

Στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων, δεν υπάρχει ιστορική εποχή τόσο παρεξηγημένη και περιθωριοποιημένη όσο ο Μεσαίωνας.

Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος*

Η αντίληψη αυτή, παρ” ότι τις τελευταίες δεκαετίες έχει χάσει έδαφος στον ακαδημαϊκό χώρο, στο ευρύ κοινωνικό πεδίο ζει και βασιλεύει ως μία ολοκληρωτική απαξίωση στην ιστορία των ανθρώπων του Μεσαίωνα και τη συμβολή τους στην πρόοδο και την εξέλιξη του πολιτισμού.  Μία υπερχιλιετής περίοδος (476-1485) απορρίπτεται συλλήβδην ως καιρός οπισθοδρόμησης, όπου τίποτε δεν ανθούσε πέρα από τη βία και το φανατισμό, τη δεισιδαιμονία και τη δυστυχία.  Απεικονίζεται ως η εποχή που η ανθρωπότητα πάγωσε και εξαχρειώθηκε σε εξαιρετικά πρωτόγονα επίπεδα, που κάθε τι καλό έσβησε, μέχρι να έρθει η Αναγέννηση.

Γιατί όμως υφίσταται αυτή η αντίληψη;

Η πρώτη απάντηση προέρχεται από την παρατήρηση της ιστορικής πραγματικότητας.  Διότι, αλήθεια, ο Μεσαίωνας είχε πάρα πολλά σκοτεινά σημεία.  Συγκεκριμένα, συγκρινόμενος με τη ρωμαϊκή εποχή, ο δυτικοευρωπαϊκός Μεσαίωνας μοιάζει πολιτικά υποδεέστερος και κοινωνικοοικονομικά υπανάπτυκτος:  εδαφική πολυδιάσπαση σε διαρκώς αντιμαχόμενα κρατίδια, παρακμή των πόλεων και του αστικού πολιτισμού, νέκρωση του εμπορίου, επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης, μικρή επιστημονική πρόοδος, όλα αυτά ήταν φαινόμενα ενδημικά σε πολλές περιοχές και για μεγάλο χρονικό διάστημα.  Ο όρος “σκοτεινοί χρόνοι” μπορούμε να πούμε πως αληθώς ταιριάζει στη Δύση τους πρώτους 3-4 αιώνες, πριν την έλευση του Καρλομάγνου.

Η δεύτερη απάντηση είναι η συστηματική και μακροχρόνια προπαγάνδα εναντίον της μεσαιωνικής ιστορίας από όλους τους μεταγενεστέρους.  Πρόκειται για το τυπικό σύμπλεγμα ανωτερότητας των ανθρώπων σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.  Οι νέες πολιτικές εξελίξεις, οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί και τα διανοητικά ρεύματα μετά τον 15ο αιώνα δημιούργησαν έναν κόσμο πολύ διαφορετικό, ο οποίος ένιωθε την ανάγκη να επιβληθεί επί της μεσαιωνικής ανάμνησης.  Οι βασιλείς συνέκριναν τις συγκεντρωτικές απολυταρχίες τους με τη χαώδη φεουδαρχία και οι αστοί την εκχρηματισμένη εμπορική οικονομία με την αγροτική κοινωνία.  Καθώς ο Μεσαίωνας της Δυτικής Ευρώπης σημαδεύτηκε από την παντοδυναμία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, οι Διαμαρτυρόμενοι Μεταρρυθμιστές τον περιέγραψαν με τα μελανότερα δυνατά χρώματα.  Ύστερα οι Διαφωτιστές εξαπέλυσαν φιλιππικούς κατά της πίστης, της θρησκείας και της μοναρχίας, οδηγώντας σε νέα απαξίωση της μεσαιωνικής ιστορίας.  Η ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα εξιδανικεύθηκε και ο Μεσαίωνας συγκρινόταν διαρκώς με αυτήν ώστε να μειωθεί.

Συν τω χρόνω, στο χορό μπήκαν μαρξιστές, φιλελεύθεροι, φεμινίστριες, άθεοι, νεοπαγανιστές… και πολλοί άλλοι.

Οι άνθρωποι αυτοί συνήθως επικαλούντο υπαρκτά δυσάρεστα φαινόμενα της μεσαιωνικής εποχής, φρόντιζαν όμως να τα μεγαλοποιούν και να τα διαστρέφουν, αποσιωπώντας δε ταυτόχρονα τις θετικές πλευρές και τις ιστορικές αναγκαιότητες.

Καθώς η πολεμική κατά του Μεσαίωνα είναι ευρεία, θα γίνει προσπάθεια ανασκευής βήμα προς βήμα, με προσοχή να αποφευχθούν εξάρσεις αγιοποίησης ή δαιμονοποίησης.

Κακή οπτική, άδικες συγκρίσεις

Πρώτα από όλα, τα περί σκοτεινού Μεσαίωνα οπισθοδρόμησης και παρακμής υποδηλώνουν μία ευρωκεντρική, ή καλύτερα δυτικοευρωκεντρική αντίληψη.  Προφανώς όπως αναφέρθηκε και ανωτέρω, η επόμενη μέρα μετά τον κατακερματισμό της δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τα γερμανικά φύλα ήταν ζοφερή και χαώδης.  Όμως για πολλούς λαούς ο Μεσαίωνας υπήρξε εποχή άνθησης και εξέλιξης.  Σε σχέση με την αρχαιότητα π.χ., η Γερμανία, η Ρωσία και η βόρεια Ευρώπη γνώρισαν πολύ υψηλότερη πολιτική ανάπτυξη, πολιτιστική δημιουργία και κοινωνική οργάνωση κατά το Μεσαίωνα.  Υπάρχει φυσικά και η ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, το Βυζάντιο, που ως το 1453 υπήρξε η κιβωτός της ελληνορωμαϊκότητας, με εξαιρετικά ανεπτυγμένο πολιτισμό και οργάνωση.

Ακόμη, οι συγκρίσεις του Μεσαίωνα με την κλασσική αρχαιότητα είναι προβληματικές.  Παραμερίζονται οι ιστορικές συνθήκες που ανάγκασαν σε διαφορετική εξέλιξη και δράση τους μεσαιωνικούς ανθρώπους, ενώ όταν οι πρακτικές των δύο εποχών ταυτίζονται, η κρίση βγαίνει διαστρεβλωμένη.

Όταν ο Όμηρος, ο Ησίοδος και ο Πίνδαρος έγραφαν ύμνους και ιστορίες για τους θεούς ομιλούμε με θαυμασμό για αυτούς, ενώ όταν οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι γράφουν συναξάρια αγίων και τροπάρια είναι κατάντια και ένδειξη θρησκοληψίας.

Όταν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι σκέπτονταν και συνέγραφαν για το είναι και το έχειν, το αγαθό και την ηθική, την ουσία και την ενέργεια, το χρόνο και τον αιώνα, τη διακυβέρνηση, την ψυχή και τη δημιουργία, γίνεται λόγος για μνημεία απαράμιλλης διανόησης.  Όταν φιλοσοφούν για τα ίδια θέματα και με τις ίδιες βάσεις ο Μάξιμος ο Ομολογητής, ο Ακινάτης και ο Αυγουστίνος, δεν το ξέρει κανείς.  Άλλωστε, η αρχαιότητα μήπως δε μοιραζόταν πολλές από τις αρνητικές πτυχές του Μεσαίωνα;  Μόνο ο Μεσαίωνας είχε απάνθρωπα ποινικά συστήματα;  Μόνο στο Μεσαίωνα υπήρχε θρησκευτική μισαλλοδοξία;  Ή μήπως η αρχαιότητα δε γνώρισε περιόδους χάους, αταξίας και αποκτήνωσης;  Και εάν οι μεσαιωνικοί άνθρωποι λοιδορούνται ως αφελείς και δεισιδαίμονες, οι Έλληνες που χάραζαν την εξωτερική πολιτική και την άμυνα τους στις ρήσεις του δελφικού μαντείου, τι ήταν;

Χριστιανισμός και Εκκλησία

Η επίθεση στο Μεσαίωνα συνοδεύεται από μία γενική καταδίκη του Χριστιανισμού και της Εκκλησίας.  Η τακτική αυτή ξεκινά από το Βολτέρο και το Γίββωνα, κατά τους οποίους ο Χριστιανισμός συνέβαλε στην παρακμή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και έπνιξε το κλασσικό δημιουργικό πνεύμα, ενσταλάζοντας στις ψυχές των ανθρώπων τη δεισιδαιμονία, την αμάθεια και το φόβο να σκεφθούν ελεύθερα.  Κατά το μεγαλύτερο μέρος της η κριτική αυτή συνίσταται από χονδροειδείς υπερβολές ή και ξεκάθαρα ψέματα.  Οι αρχαίες θρησκείες είχαν ήδη εκφυλιστεί και παρακμάσει, κάτι που συνέβαλε πολύ στη ραγδαία εξάπλωση του Χριστιανισμού.  Οι ιστορίες περί διωγμών των Εθνικών και καταστροφών των μνημείων τους έχουν ιστορική βάση και πολλά ήταν αυτά τα περιστατικά.  Όμως κατά πλειοψηφία ήταν μεμονωμένες ενέργειες μαινομένων όχλων, και όχι πράξεις εντός σχεδίου οργανωμένου από την Εκκλησία, η οποία πολλάκις καταδίκασε τέτοιες πρακτικές.

Κατά κανόνα, οι Χριστιανοί δεν ήταν αμόρφωτοι βάρβαροι που κατέστρεφαν έργα τέχνης και έκαιγαν αρχαία συγγράμματα.

Οι πρώιμοι εκκλησιαστικοί πατέρες ήταν όλοι γνώστες της κλασσικής φιλοσοφίας την οποία αξιοποίησαν για να διασαφηνίσουν και να καθορίσουν τα δόγματα της νεαρής θρησκείας.  Συνιστούσαν στους νέους να μελετούν με σπουδή Πλάτωνα, Αριστοτέλη και πολλούς άλλους συγγραφείς, με μόνη επιφύλαξη να μην παρασύρονται σε αντιχριστιανικές απόψεις.  Χιλιάδες μοναστήρια από την Ιρλανδία ως τη Μικρά Ασία έγιναν κυψέλες συντήρησης της αρχαίας γνώσης, με τους μοναχούς να αντιγράφουν μεθοδικά και ακούραστα χιλιάδες τόμους κλασσικής γραμματείας.  Ιδίως στο Βυζάντιο, όπου δε μεσολάβησε βαρβαρική κατάκτηση και οι δεσμοί με το ελληνορωμαϊκό παρελθόν ήταν άθικτοι και ισχυροί, η κλασσική μόρφωση τιμάτο εξαιρετικά.  Τα παιδιά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση με Αίσωπο και Όμηρο, ενώ αργότερα εντρυφούσαν στους μεγάλους ιστορικούς και φιλοσόφους.  Η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα της οικουμενικής Χριστιανοσύνης, ήταν γεμάτη με αρχαία αγάλματα και πλούσιες βιβλιοθήκες.

Για τη μεσαιωνική Ευρώπη ο Χριστιανισμός ήταν ευλογία, όχι μόνο πνευματική, αλλά και πρακτική.  Η Εκκλησία ήταν η μόνη σταθερή δομή σε έναν κόσμο χαώδη.  Συντηρούσε δίκτυα πρόνοιας με νοσοκομεία, γηροκομεία και πτωχοκομεία, λειτουργούσε σχολεία και παρείχε εργασία και προστασία.  Ήταν μία αρχή που έδινε ενότητα στους Ευρωπαίους, και συχνά μεσολαβούσε για συνεννοήσεις, συνασπισμούς και επίλυση διαφορών.  Οι θεσμοί της “ειρήνης” και της “ανακωχής του Θεού” ήταν ιστορικά οι πρώτοι μηχανισμοί περιορισμού των συγκρούσεων.  Η Εκκλησία λειτουργούσε ως δύναμη εκπολιτιστική, που έβγαζε από την πρωτόγονη αμάθεια ολόκληρους λαούς, από τους Σκανδιναβούς και τους Γερμανούς στη δύση ως τους Ρώσους στην ανατολή.  Οι λαοί αυτοί χάρις στο Χριστιανισμό απέκτησαν αλφάβητο (το κυριλλικό επινοήθηκε ειδικά για τους Σλάβους, ενώ σε άλλους εισήχθη το λατινικό), φιλολογική παραγωγή, εκπαίδευση και τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με τη χριστιανική οικουμένη.  Ταυτόχρονα η παγίωση των χριστιανικών αρχών εξανθρώπισε το σύστημα δικαίου.  Οι υπερεξουσίες του pater familias περικόπηκαν και δόθηκε μεγαλύτερη μέριμνα για τις γυναίκες και τα παιδιά, η παλλακεία καταργήθηκε, η δουλεία περιορίστηκε και ενισχύθηκε η ιδέα της φροντίδας για τους πτωχούς.  Η κατάσταση ήταν κάθε άλλο παρά τέλεια, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς τη μεγάλη κοινωνική βελτίωση.  Ακόμη και οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες που διακατείχαν τους περισσότερους μεσαιωνικούς ανθρώπους, ήταν οι πιο πολλές προχριστιανικές και η Εκκλησία αγωνίστηκε να τις εκριζώσει, αν και συνήθως χωρίς επιτυχία.

Για τη στάση της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στον πόλεμο, πως διέφεραν μεταξύ τους και πως τελικά ωφελήθηκε η ανθρωπότητα, δείτε εδώ

Στην Εκκλησία χρωστούμε και την ευρύτερη αναβίωση της μάθησης και του ανθρωπιστικού πνεύματος στον Ύστερο Μεσαίωνα που οδήγησε στην Αναγέννηση.  Στη Δύση όλα τα πανεπιστήμια ιδρύθηκαν και λειτούργησαν από την Εκκλησία, ενώ πλήθος λογίων και επιστημόνων ήταν και κληρικοί (Αλβέρτος ο Μέγας, Νικόλαος της Κούζα κτλ).  Στο Βυζάντιο η ανώτερη εκπαίδευση ήταν κατά κύριο λόγο υπό κρατικό-κοσμικό έλεγχο, αλλά και εκεί οι πιο διαπρεπείς καθηγητές του Πανδιδακτηρίου ήταν κληρικοί, όπως ο Φώτιος, ο Λέων Μαθηματικός και ο Ξιφλίνος.  Η φιλοσοφία, τα ελληνικά και τα λατινικά, η λογική και τα μαθηματικά, η ιατρική και η θεολογία άνθησαν σε αυτά τα ιδρύματα. Τέλος, στη Δυτική Εκκλησία χρωστούμε την αναβίωση του θεάτρου, με τα “σκετς” στις ακολουθίες της Ανάστασης και των Χριστουγέννων να εξελίσσονται σε αληθινές παραστάσεις με εξεζητημένα σκηνικά και επαγγελματικούς θιάσους.  Το λεγόμενο “λειτουργικό δράμα” είναι πρόγονος του συγχρόνου θεάτρου.

Σήμερα επαιρόμαστε για τον ορθολογισμό μας και την ικανότητα να ερμηνεύουμε τον κόσμο αντικειμενικά.  Φυσικά οι πρώτοι που συνέλαβαν τον ορθό λόγο ήταν οι αρχαίοι Έλληνες:  μαθαίνοντας όμως από αυτούς οι Μεσαιωνικοί άνθρωποι τα ανέπτυξαν ακόμη περισσότερο.  Η σχολαστική θεολογία της Δυτικής Εκκλησίας, κατά την οποία ο Θεός έπλασε τον κόσμο ως ένα οργανωμένο όλον το οποίο ο άνθρωπος, προικισμένος με νου και λογική, μπορούσε και όφειλε να εξερευνήσει, συνέβαλε στην απομάγευση της κτίσεως (αντίθετα με τον αρχαίο ανιμισμό που ταύτιζε το θείο με τη φύση) και εμμέσως υπήρξε πρόγονος της επιστημονικής μεθόδου.  Στις διανοητικές αναζητήσεις τους για την ύπαρξη και τις ιδιότητες του Θεού δεκάδες κληρικοί και θεολόγοι (Αβελάρδος, Μποναβεντούρα, Ανσέλμος, Ακινάτης, Όκαμ) ανέπτυξαν μεθόδους και θεωρίες που τελειοποίησαν την επιστήμη της λογικής και πολλούς φιλοσοφικούς κλάδους.

Σε καμία περίπτωση η Εκκλησία, ιδίως αυτή της Ρώμης, δεν απαλλάσσεται από τις ευθύνες της για πληθώρα σκοτεινών στιγμών της χριστιανικής ιστορίας.  Χρειάζεται όμως η ανάγνωση και μελέτη να γίνει χωρίς προκαταλήψεις, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις τότε συνθήκες και αναγκαιότητες, και φυσικά διαχωρίζοντας τις πράξεις των χριστιανών από τις πράξεις της Εκκλησίας.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα δύο αποτελούν οι αντισημιτικές σφαγές του 1095 στη Γερμανία.  Ενώ οι αποστάτες σταυροφόροι περνούσαν από πόλη σε πόλη σφάζοντας Εβραίους, οι τοπικοί επίσκοποι έδωσαν έναν τιτάνιο αγώνα για να τους αποκρούσουν και να προστατεύσουν τις ιουδαϊκές κοινότητες.

Εποχή δημιουργίας

Ο Μεσαίωνας έχει να επιδείξει κάποια από τα ωραιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής, λογοτεχνίας και καλών τεχνών.  Οι άνθρωποι της εποχής, παρά τα πενιχρά τους μέσα, ανήγειραν κάποια από τα εντυπωσιακότερα μνημεία του ανθρωπίνου πολιτισμού.

Οι μεγάλοι γοτθικοί και ρωμανικοί καθεδρικοί ναοί της δύσης, όπως και οι θαυμάσιες εκκλησίες των Βυζαντινών ακόμη και σήμερα αποτελούν χάρμα οφθαλμών για όλον τον κόσμο.

Καθ” όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα γλύπτες, ξυλουργοί, ζωγράφοι, χρυσοχόοι και υαλουργοί εργάστηκαν και μας άφησαν κληρονομιά εξεζητημένα κοσμήματα, λεπτοδουλεμένα αγάλματα, θαυμάσιες εικόνες και μαγευτικά, πολύχρωμα βιτρώ (οι Δυτικοί) και ψηφιδωτά (οι Βυζαντινοί).  Τα μεσαιωνικά χειρόγραφα είναι αληθινά κομψοτεχνήματα καλλιγραφίας και ζωγραφικής.  Και ομιλώντας για ζωγραφική, ποιος άνθρωπος με τη στοιχειώδη αισθητική δε αναριγεί στη θέα της Θεοτόκου του Βλαδιμίρ, του Ευαγγελισμού της Αχρίδος ή των πινάκων του Τζιότο;

Φθάνοντας στη γραμματεία παρατηρούμε ότι παρά τον υψηλό αναλφαβητισμό, το φιλολογικό απόθεμα από την εποχή είναι τεράστιο.  Ιστορικά έργα, χρονογραφίες, ιατρικοί οδηγοί, συλλογές ύμνων, ποιήματα και παραμύθια συνθέτουν ένα σκηνικό τεράστιας γραμματειακής παραγωγής.  Η παραγωγή αυτή φθάνει από τα ακριτικά έπη του Βυζαντίου, τις Ιστορίες του Καντέρμπουρυ και τα ιπποτικά μυθιστορήματα, μέχρι τη Θεία Κωμωδία του Δάντη, το Χρονικό του Μορέως και την Πανοπλία Δογματική.  Η μουσική γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, τόσο στο σχεδιασμό της (νότες, αρμονία), όσο και στο αποτέλεσμα:  μέχρι σήμερα μελετώνται και ακούγονται ευχάριστα τα έργα της μεσαιωνικής μουσικής, από τους βυζαντινούς και λατινικούς γρηγοριανούς ψαλμούς μέχρι τους ζωηρούς, κεφάτους ρυθμούς που τραγουδούσαν οι τροβαδούροι στα πανηγύρια της Γαλλίας και της Γερμανίας.

Ιδίως από τα μέσα προς τα τέλη της, η εξεταζόμενη εποχή έχει να παρουσιάσει πλήθος εφευρέσεων και γενικά καινοτομιών, που συνέβαλαν στη μετέπειτα τεχνική και υλική πρόοδο του ανθρώπου.  Σαν εποχή με πολλούς πολέμους και διαρκείς απειλές ασφαλείας (ενσαρκωμένες στο Σαρακηνό πειρατή και το Βίκινγκ επιδρομέα ή στις ορδές των Μαγυάρων και των Σελτζούκων), ο Μεσαίωνας γνώρισε αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας των όπλων.  Το μακρύ τόξο της Ουαλίας, η βαλλίστρα και  οι καταπέλτες με αντίβαρο (τρεμπουσέτο) έφεραν επανάσταση στην μάχη εξ αποστάσεως, ενώ οι τελειότατες πανοπλίες-αριστουργήματα της σιδηρουργίας-και τα μεγάλα ξίφη εξόπλισαν τους θρυλικούς ιππότες, από τους καλύτερους πολεμιστές της ιστορίας.  Μπορεί να μοιάζει οξύμωρη η ανάπτυξη των φονικών οργάνων του πολέμου ως θετική εξέλιξη, αλλά πρέπει να λάβει κανείς υπ” όψιν ότι εκείνη την εποχή η Ευρώπη δεν ήταν το κέντρο του κόσμου.  Ήταν η εξαιρετική εκπαίδευση, το ανώτερο υλικό και η υψηλότερη μαχητική ικανότητα που επέτρεψαν στους Βυζαντινούς και τους Δυτικούς να ανταπεξέλθουν στις περιοδικές εισβολές των δυνάμεων της Ασίας, που πολλάκις λίγο έλλειψε να καταπιούν τη Γηραιά Ήπειρο.

Ο μεσαιωνικός άνθρωπος υπήρξε εξαιρετικά καινοτόμος, κατασκευάζοντας διαρκώς νέα εργαλεία και μηχανές ή βελτιώνοντας αρχαία.  Συχνά κάποιες από αυτές τις κατασκευές είχαν ασιατική προέλευση, αλλά στον μεσαιωνικό Ευρωπαίο πιστώνεται η πρωτότυπη και μαζική χρήση τους, που βοήθησε στην ανάπτυξη της Γηραιάς Ηπείρου ως πρώτης οικονομικής και τεχνικής δύναμης στον κόσμο.  Οι αρχαίοι νερόμυλοι αναβαθμίστηκαν και πέρα από την αλευροποιία πλέον έθεταν σε κίνηση πριονιστήρια, σιδηρουργεία και λατομεία.  Η εφεύρεση των ανεμόμυλων έδωσε τεράστια ώθηση στη γεωργία.  Κατασκευάστηκε η χειράμαξα εργασίας, η τετράτροχη άμαξα, το τροχοφόρο υνί, τα άλογα απέκτησαν κολλάρα έλξης και πέταλα, ενώ στήθηκαν οι πρώτες πρέσες οινοποιείων.  Πολύπλοκοι γερανοί νοήθησαν στην ανέγερση μεγαλοπρεπών κτηρίων, ενώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα τζάκια με καπνοδόχους όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.  Η μέτρηση της ώρας έγινε ευκολότερη με τις κλεψύδρες άμμου και τα μηχανικά ρολόγια.  Η τριζωνική καλλιέργεια και η αγρανάπαυση έκαναν τη γη πιο προσοδοφόρα και τις σοδειές πιο πλούσιες.  Οι Ευρωπαίοι παρουσίασαν αξιοθαύμαστη πρόοδο στη ναυπηγική, η οποία παρήγαγε νέα είδη πλοίων, καταλλήλων είτε για τις ανοικτές θάλασσες του Ατλαντικού είτε για την πολυσχιδή, νησιωτική ακτογραμμή της Μεσογείου.

Επανεκτιμώντας την μεσαιωνική πολιτική

ΟΜεσαίωνας έχει συνδυαστεί με τη θεοκρατία, τη φεουδαρχία και τη μοναρχία.  Παρ’ ότι αυτές οι παρατηρήσεις είναι σωστές, παραβλέπονται τόσο οι θετικές πτυχές τους, όσο και άλλα συστήματα της εποχής.  Η φεουδαρχία της δυτικής Ευρώπης μοιάζει δυσκίνητη και καταπιεστική-και με τα σημερινά δεδομένα όντως ήταν -όμως αποτελούσε το βέλτιστο τρόπο αντιμετώπισης και διαχείρισης του χάους του πρωίμου Μεσαίωνα και της οργάνωσης τόσο της παραγωγής, όσο και της άμυνας.  Στο Βυζάντιο από την άλλη μπορούμε με ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε μία πρωτότυπη, αιρετή μοναρχία η οποία παρά το δεσποτισμό της είχε μία σειρά δικλείδων ασφαλείας κατά της αυθαιρεσίας του αυτοκράτορα, όπως αυτό που οι ιστορικοί ονομάζουν «νόμιμο δικαίωμα στην επανάσταση» εάν ο κάτοχος του θρόνου αποδεικνυόταν ανάξιος του θείου λειτουργήματος του.  Η δε Καρολίγγεια αυτοκρατορία και ύστερα η «Αγία Ρωμαϊκή» διάδοχος της έχουν θεωρηθεί ως πρωτοπόρα ενοποιητικά σχήματα πληθώρας λαών και χωρών υπό κοινή εξουσία τα οποία τρόπον τινά υπήρξαν πρόγονοι των συγχρόνων εγχειρημάτων ευρωπαϊκής ενοποίησης (για αυτό και σήμερα μεγάλοι υπέρμαχοι της ΕΕ τιμώνται με το παράσημο του Καρλομάγνου).  Καθώς οι βασιλείς και ηγεμόνες της Δύσεως υφίσταντο και αλληλεπιδρούσαν υπό την εποπτεία του Πάπα, το κανονικό δίκαιο της Εκκλησίας λειτουργούσε ως κανονιστικό πλαίσιο του συστήματος όπως το διεθνές δίκαιο σήμερα.

Ακόμη και η σύγχρονη εκκοσμίκευση και ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας, όσο και να φαίνεται παράξενο, έχουν τις ρίζες τους στο Μεσαίωνα.  Βέβαια στη χριστιανική Ευρώπη δε νοείτο διαχωρισμός όπως τον εκήρυξαν οι Διαφωτιστές, αλλά εκεί έγινε για πρώτη φορά η διάκριση εγκοσμίων και πνευματικών ζητημάτων.  Ενώ στην αρχαιότητα πολύ συχνά τα δύο ταυτίζονταν και η κρατική εξουσία θεοποιείτο (Φαραώ, Καίσαρ), στην αυγή του Μεσαίωνα ο Άγιος Αυγουστίνος στη διάσημη πραγματεία του De Civitate Dei έκανε τη διάκριση μεταξύ της «πολιτείαςτου Θεού» (Εκκλησία) και της «πολιτείας των ανθρώπων» (κράτη, εξουσίες,άνθρωποι).  Σε όλον τον Μεσαίωνα πάπες και αυτοκράτορες συγκρούονταν για το αν θα επικρατήσει ο ένας έναντι του άλλου.  Όμως το γεγονός πως υπήρχε αυτή η διάκριση έστω ως ιδέα ήταν ο λόγος που αργότερα η Ευρώπη μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τα θεοκρατικά καθεστώτα.

Η πολιτική στο Μεσαίωνα ήταν πολύ πιο αποκεντρωμένη από ό,τι σήμερα ή την πρώιμη νεότερη εποχή.  Ακόμη και μετά την παρακμή της φεουδαρχίας, χάρις την οποία οι βασιλείς εδραίωσαν την εξουσία τους επί των ευγενών, βλέπουμε ένα σύστημα διακυβέρνησης που εκτεινόταν πολύ πέραν της ανακτορικής αυλής.  Στη δύση από τον 13ο αιώνα και μετά βλέπουμε ραγδαία άνοδο θεσμών και συστημάτων τοπικής αυτοδιοίκησης, πόλεις αυτόνομες και προστατευμένες από τους φεουδάρχες βάσει καταστατικών χαρτών, συλλόγους και σωματεία κληρικών και ιδιωτών με αντικείμενο φιλανθρωπίες ή ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες, πανίσχυρες συντεχνίες επαγγελματιών, και βέβαια την Εκκλησία.  Αυτό το ευρύ και αλληλεπικαλυπτόμενο δίκτυο φορέων εξουσίας σύμφωνα με ορισμένους διεθνολόγους θυμίζει το σύγχρονο σύστημα διεθνών σχέσεων, όπου τα κυρίαρχα κράτη αναγκάζονται να μοιραστούν την εξουσία τους με μη κρατικούς, υπερεθνικούς και υποεθνικούς δρώντες.  Το 1215 οι Άγγλοι ευγενείς επέβαλαν στο βασιλιά να παραχωρήσει τηMagna Carta, ένα πρώιμο σύνταγμα που περιόριζε την εξουσία του μονάρχη και εγγυάτο ορισμένα δικαιώματα στους υπηκόους του.  Σταδιακά τα δικαιώματα αυτά επεκτάθηκαν και στους αστούς.  Μέσα από τα συμβουλευτικά σώματα και τις συνελεύσεις των ευγενών και των αστών, ιδίως στην Αγγλία μα και αλλού, γεννήθηκε ο κοινοβουλευτισμός.

Κλείνοντας θα ασχοληθούμε με έναν ακόμη μύθο:  σήμερα όταν θέλουμε να ομιλήσουμε για άθλιες συνθήκες εργασίας, τις ονομάζουμε «μεσαιωνικές».  Μέγα λάθος.

Ο δουλοπάροικος της εποχής (ο πολυπληθέστερος δηλαδή τύπος εργαζομένου στη δύση) δούλευε από την ανατολή ως τη δύση του ηλίου, αφαιρώντας όμως τα διαλείμματα για γεύμα και ανάπαυση  αποτυπώνεται μία εργάσιμη ημέρα 8,5 ωρών, χρόνος που ούτε θα μπορούσε να ονειρευτεί ο βιομηχανικός εργάτης του 18ου και του 19ου αιώνα.  Είχε δε πολύ περισσότερες άδειες και αργίες (συνήθως θρησκευτικές εορτές).  Η μετάβαση από προνεωτερικότητα στη νεωτερικότητα σημαδεύτηκε από δραματική πτώση των συνθηκών εργασίας, μέχρι τελικά να τις βελτιώσουν οι αγώνες του εργατικού κινήματος και η τεχνολογική πρόοδος.  Από την άλλη, η εξάπλωση του Προτεσταντισμού κατήργησε τις περισσότερες αργίες, αφού θεωρούντο ρωμαιοκαθολικά κατάλοιπα που αποθάρρυναν το ιερό καθήκον της σκληρής εργασίας.

Εν κατακλείδει

Ο Μεσαίωνας μας έχει αφήσει πίσω οριστικά, εδώ και πάνω από 500 έτη.  Παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να στοιχειώνει τη συνείδηση του σύγχρονου ανθρώπου.  Η ανησυχία αυτή είναι φυσική:  ήταν μία εποχή χωρίς τις σύγχρονες ανέσεις, χωρίς ανθρώπινα δικαιώματα, με πολλή σκληρότητα, ασθένειες, πολέμους και ανασφάλεια.  Δεν ήταν όμως ειδική ή ξεχωριστή σε αυτές.  Σε όλον τον κόσμο υπήρχαν αυτά τα φαινόμενα, σε όλες σχεδόν τις εποχές, άλλοτε σε μικρότερη άλλοτε μεγαλύτερη ένταση και κλίμακα. Το μίσος για το Μεσαίωνα καλλιεργήθηκε σκοπίμως και εντέχνως ως ο ιδρυτικός μύθος της νεωτερικότητας, με στόχο την απαξίωση του παρελθόντος και την ωραιοποίησης της νέας τάξης.  Ο σύγχρονος άνθρωπος όμως, που ζει σε μία εποχή εξαιρετικά κατακερματισμένη και ταραγμένη, μία εποχή μεγάλης κρίσης, πραγματικό μεταίχμιο για την επιβίωση και εξέλιξη του δυτικού πολιτισμού χρειάζεται να σκύψει πάνω από τη μεσαιωνική ιστορία και να τη μελετήσει, ώστε να αντιληφθεί πως, υπό δύσκολες συνθήκες και με πενιχρά μέσα, ο Ευρωπαίος εργάστηκε, σκέφτηκε και έδρασε, ώστε μέσα από το σκοτάδι να ξαναγεννήσει το φως, μέσα από το χάος να συγκροτήσει κάποια τάξη.  Υπό τον αθόρυβο θάνατο που σκορπούσε η πανώλη, τα βέλη των Μογγόλων και το χαντζάρι των Σαρακηνών, σφυρηλατήθηκαν πολιτισμοί ευπροσάρμοστοι, λειτουργικοί, με υψηλές ικανότητες αυτοάμυνας, ακμαίο ένστικτο αυτοσυντήρησης και τεράστια δημιουργικότητα.  Έχουμε να μάθουμε πάρα πολλά.

*φοιτητής διεθνών ευρωπαϊκών και περιφερειακών  σπουδών (mnovakopoulos.blogspot.gr)

, ,

3 thoughts on “Γιατί ο Μεσαίωνας δεν ήταν σκοτεινή εποχή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *