Η Συνθήκη του Λονδίνου, το αλβανικό κράτος και η Βόρειος Ήπειρος

του Χαρίτου Αναστασίου,

Έπειτα από μία σειρά μυστικών συμφωνιών, διπλωματικών πιέσεων και έτερων ρυθμίσεων η Ελλάδα δέχτηκε τελικά να υπογράψει τη Συνθήκη του Λονδίνου την 30η Μάϊου 1913 με την οποία η Βόρειος Ήπειρος περνούσε στον έλεγχο του νεαρού αλβανικού κράτους. Ενός κράτους δημιουργήματος της Ιταλίας κυρίως, καθώς και της Αυστροουγγαρίας που ήθελαν με κάθε τρόπο να διασφαλίζουν όσο κατά το δυνατόν έλεγχο της Αδριατικής, τα δύο κράτη είχαν μυστικά υπογράψει ήδη από τις 31 Δεκεμβρίου συμφωνία κατανομής της χώρας σε δύο ζώνες επιρροής. Η εξέγερση του ντόπιου πληθυσμού την επομένη της αποχώρησης των ελληνικών στρατευμάτων οδήγησε στην δημιουργία Αυτόνομης Δημοκρατίας, σκληρός διπλωματικός αγώνας ξεκίνησε με την Ελλάδα να βρίσκεται απέναντι όχι μόνο στην Ιταλία και την Αυστροουγγαρία, αλλά και στην Βουλγαρία, την Τουρκία, ακόμη και την Ρουμανία, με την τελευταία να λέει διά του πρέσβη της ότι “όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας”. Τελικά καθορίστηκε διεθνή επιτροπή αρμόδια για την χάραξη του νέου διεθνούς συνόρου παρά τις ελληνικές αντιδράσεις στην άρνηση των Μεγάλων Δυνάμεων, ακόμη και της Βρετανίας, για διενέργεια δημοψηφίσματος στην περιοχή. Η Βρετανία που μαζί με την Γαλλία ανοικτά στήριζαν την Ελλάδα στους Βαλκανικούς καθώς και την διεκδίκηση της στην Βόρειο Ήπειρο δεν ήθελαν με τίποτα να απομακρυνθεί περαιτέρω η Ιταλία προς το γερμανικό στρατόπεδο στον Πόλεμο που θα ξέσπαγε λίγο μετά. Πολλά έκτροπα συνέβησαν κατά την προσπάθεια της διεθνούς επιτροπής να χαράξει τα σύνορα, με τους Ιταλούς να απαγορεύουν συχνά την πρόσβαση ντόπιων Ελλήνων αντιπροσώπων, προβάλλοντας γελοίους λόγους ουδετερότητας, κάτι που δεν συνέβαινε όμως όταν έρχονταν Αλβανοί αντιπρόσωποι. Στην Κορυτσά οι ίδιοι οι κάτοικοι έφτασαν να βάλουν τα γυναικόπαιδα να περικυκλώσουν τους αντιπροσώπους ώστε να ακούσουν τα αιτήματα τους, με τους Ιταλούς και τους Αυστριακούς αντιπροσώπους να αντιδρούν σφόδρα. Σύντομα δε πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής εξέφρασαν την αγανάκτηση τους για την συμπεριφορά των Ιταλών και Αυστριακών αντιπροσώπων, φτάνοντας τον Βρετανό αντιπρόσωπο Συνταγματάρχη Murray να χαρακτηρίσει την όλη επιτροπή γελοία.

Η Επιτροπή ολοκλήρωσε τελικά το έργο της στις 27/11/1913, τον ίδιο Δεκέμβριο υπογράφθηκε στην Φλωρεντία το τελικό Πρωτόκολλο του διεθνούς ελληνοαλβανικού συνόρου, η τελική απόφαση συνάντησε την έντονη αντίδραση της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας που την θεωρούσαν απαράδεκτη εις βάρος της Ελλάδας, για να επιβληθούν τελικά τα τετελεσμένα έπειτα από τις πιέσεις της Ιταλίας κυρίως, που είδε το προτεκτοράτο της να δημιουργείται στην άλλη πλευρά των Στενών του Οτράντο, καθώς και της Αυστροουγγαρίας και της Γερμανίας. Η τελική βρετανική ουδετερότητα, που αναζητούσε την συμμαχία με την Ιταλία στα πρόθυρα του Μεγάλου Πολέμου, επέτρεψε να περάσει τελικά η συμφωνία, αφήνοντας πλήθος Ελλήνων, είτε ελληνόφωνων είτε αλβανόφωνων Ορθόδοξων, στην Αλβανία. Ο ίδιος ο Γάλλος αντιπρόσωπος ανακοίνωσε κατά την οριστική απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων ότι “αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων ως συντεταγμένο, κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος”. Οι προστριβές συνεχίστηκαν και μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την επαναχάραξη της μεθορίου στα νότια και νοτιοανατολικά, με απόγειο το 1923 την δολοφονία του Ιταλού Στρατηγού Tellini τα γεγονότα κατάληψης της Κέρκυρας και την έναρξη της πλέον σκληρής φάσης της ελληνοϊταλικής έχθρας, με την ήδη από το 1912 εχθρική Ιταλία να καθίσταται ο υπαρξιακός κίνδυνος για την ασφάλεια και ακεραιότητα της Ελλάδας.

Ένα από τα λιγότερα γνωστά συμβάντα του ακήρυχτου ελληνοϊταλικού πολέμου του 1919- 1940 είναι η παράδοση εκ μέρους της Ελλάδας στην Αλβανία 14 χωριών της Δυτικής Μακεδονίας κοντά στις Πρέσπες τα οποία είχαν ενσωματωθεί στην Ελλάδα το 1912. Αυτό διότι με το πέρας των εργασιών της Επιτροπής τον Μάρτιο του 1924 υποβλήθηκε σχετικό πόρισμα στην Διάσκεψη των Πρεσβευτών Βρετανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ιαπωνίας η οποία έπειτα από ιταλικές πιέσεις ανακοίνωσε στην Ελλάδα ότι έπρεπε να παραδώσει στην Αλβανία και πρόσθετο έδαφος που ποτέ δεν ανήκε στον χώρο της Βορείου Ηπείρου. Συγκεκριμένα 14 χωριά των Νομών Φλώρινας και Καστοριάς με αμιγή μεν μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά στην ελληνική πλευρά των συνόρων που είχαν καθοριστεί σε Λονδίνο και Φλωρεντία έπρεπε να παραχωρηθούν στην Αλβανία απλά διότι δεν κατοικούσαν Χριστιανοί σε αυτά. Τα συγκεκριμένα χωριά ήταν τα εξής: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε και είχαν περιέλθει στην Ελλάδα έναντι άλλης περιοχής στην περιοχή του Μοναστηρίου, το δε 1917 είχαν καταληφθεί από τα γαλλικά στρατεύματα τα οποία και εφάρμοζαν τους ελληνικούς νόμους εν αντιθέσει με την υπό γαλλική κατοχή περιοχή της Κορυτσάς, ήταν δηλ παντελώς αναγνωρισμένα ως ελληνικά εδάφη. Η ελληνική κοινή γνώμη εξοργίστηκε με την απόφαση, το αίσθημα αδικίας μετά την απώλεια την Μικρασιατική Καταστροφή εντάθηκε, παράλληλα φόβοι για την συνολική εθνική ασφάλεια εμφανίστηκαν.

Στις 30 Οκτωβρίου αλβανικά στρατεύματα κατέλαβαν τα χωριά με τις ευλογίες της Ιταλίας, έπειτα από σκληρή ιταλική πίεση η αδύναμη Ελλάδα αποδέχτηκε την οριστική επιδίκαση της Βορείου Ηπείρου, αλλά και των 14 μουσουλμανικών χωριών της Μακεδονίας, στην Αλβανία με την υπογραφή του Δεύτερου Πρωτοκόλλου της Φλωρεντίας μεταξύ των Στρατηγού Cazzera για την Ιταλία, Συνταγματάρχη Ordioni για την Γαλλία, Αντισυνταγματάρχη Giles για την Βρετανία και Αντισυνταγματάρχη Αβραμίδη για την Ελλάδα στις 27 Νοεμβρίου 1925.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1929 και με τον Βενιζέλο ξανά πρωθυπουργό, ο Έλληνας ΥπΕξ Μιχαλακόπουλος απεύθυνε αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για επαναφορά των 14 αυτών χωριών υπό ελληνικό έλεγχο στον Γάλλο Πρωθυπουργό και ΥπΕξ Briand για να εισπράξει την κυνική απάντηση “Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι.” Το ζήτημα της ελληνοαλβανικής μεθορίου είχε πλέον κλείσει οριστικά, παρά την προσωρινή κατοχή της Βορείου Ηπείρου από τον Ελληνικό Στρατό το 1940-41 και τα ελληνικά αιτήματα στα πλαίσια των μεταπολεμικών επανορθώσεων η Βόρειος Ήπειρος συνιστά έκτοτε διεθνώς αναγνωρισμένο έδαφος της Αλβανίας, με την ελληνική μειονότητα να υφίσταται απαράδεκτους περιορισμούς και διακρίσεις ακόμη και σήμερα.

Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, , , , ,

1 thought on “Η Συνθήκη του Λονδίνου, το αλβανικό κράτος και η Βόρειος Ήπειρος

  1. Μετά τον Δεύτερο Π.Π. γιατί δεν καταφέραμε να πάρουμε ένα μέρος τουλάχιστον της Β.Η.; Ειμασταν με τους νικητές, η Ιταλία Αυστρία και Αλβανία με τους ητημμενους.

Γράψτε απάντηση στο Γερ Σωτ Ακύρωση απάντησης

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *