Γιάννης Φύτρος
Ιατρικές σπουδές και λαϊκές θεραπείες
Στη μεσαιωνική Ευρώπη οι γνώσεις περί ανατομίας, φυσιολογίας και παθολογίας καταγράφονται, μεταφράζονται και ταυτόχρονα εξελίσσονται και διαδίδονται, ενώ την εμφάνισή τους κάνουν και συγγραφικά έργα γύρω από τους περισσότερους ιατρικούς κλάδους, τα οποία αποτελούν και τη βιβλιογραφία των μεσαιωνικών ιατρικών σπουδών. Αν και το πρακτικό σκέλος των θεραπευτικών μεθόδων θα παραμείνει ανώριμο καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσαίωνα, οι θεωρητικές ιατρικές γνώσεις θα θέσουν τη βάση για την εξέλιξη της σύγχρονης ιατρικής επιστήμης.
Ιατρικές σπουδές και βιβλιογραφία στο μεσαίωνα
Μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα, ο επίδοξος πλην εύπορος φοιτητής ιατρικής στην Ευρώπη είχε να επιλέξει ανάμεσα σε τρία επιφανή πανεπιστήμια: Το παλαιότερο και δημοφιλέστερο πανεπιστήμιο του Salerno στην Ιταλία (Schola Medica Salernitana), ίσως το πιο σημαντικό κέντρο εκπαίδευσης και άσκησης της ιατρικής Τέχνης επί μεσαίωνα (τα περισσότερα χειρόγραφα περί ιατρικής που σώζονται από εκείνη την εποχή έχουν γραφτεί από γιατρούς που πέρασαν από τη σχολή του Salerno), το πανεπιστήμιο του Montpellier στη νότια Γαλλία, που κατά το πέρας του 12ου αιώνα αποτελούσε ολοένα και πιο ελκυστική επιλογή λόγω του συνεχώς αυξανόμενου κύρους του, και το πανεπιστήμιο του Παρισιού που φαίνεται να ιδρύεται αργότερα από τα προηγούμενα δύο αλλά σταδιακά γίνεται και αυτό μια αξιοσέβαστη ιατρική σχολή.
Η διδαχθείσα ύλη σε αυτά τα τρία πανεπιστήμια φαίνεται να είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια, περιλαμβάνοντας κυρίως:
- τους «αφορισμούς», τα «προγνωστικά» και γενικότερα το έργο του Ιπποκράτη,
- την «Ιατρική Τέχνη» αλλά και την πλειοψηφία των έργων του Γαληνού,
- το «περί σφυγμού» του Φιλάρετου,
- το «περί ούρων» του Θεόφιλου,
- το «Viaticum» (εγχειρίδιο παθολογίας) του IbnAlJazzar,
- τους 4 τόμους περί θεραπείας και διατροφής («Diætæ Universales» και «Diætæ Particulares») του Ισαάκ του Εβραίου (Isaac Israeli ben Solomon ή Isaac Judaeus),
- το βοτανολόγιο του Διοσκουρίδη και του Γάϊου Βείβιου Μάκερ
- τα έργα του Αλέξανδρου του Τραλλιανού
- Το καινοτόμο «περί οφθαλμολογίας» βιβλίο του Johannitius(ή Hunayn ibn Ishaq), κ.α.
Η παραπάνω λίστα, βέβαια, πέρα από ενδεικτική είναι και σχετική, καθώς υπάρχουν ακόμα διχογνωμίες ως προς το ποιός έγραψε τί. Η συγγραφική δραστηριότητα στο χώρο της ιατρικής επί μεσαίωνα είναι γενικότερα δύσκολο να προσεγγιστεί από τους σύγχρονους ιστορικούς, δεδομένου ότι αρκετοί από τους συγγραφείς εκείνης της εποχής μετέφραζαν τα κλασικά κείμενα (κυρίως του Ιπποκράτη και του Γαληνού) στα λατινικά ή και σε άλλες γλώσσες όπως αραβικά, εβραϊκά κλπ., βάζοντας εμβόλιμα και δικές τους σημειώσεις ή σημειώσεις άλλων γνωστών γιατρών της εποχής, προκειμένου να έχουν ένα όσο το δυνατόν πληρέστερο και ορθότερο αποτέλεσμα. Ακόμη, μπορεί να συνέθεταν περιλήψεις από κλασικά έργα, σε μια προσπάθεια να προσδώσουν έναν πιο εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα στο έργο τους. Για παράδειγμα, το βοτανολόγιο του Διοσκουρίδη φαίνεται να έχει επιβιώσει στο μεσαίωνα μέσα από περιλήψεις σε συνδυασμό με άλλα έργα, περιγράφοντας τις θεραπευτικές ιδιότητες 71 βοτάνων, σε αντίθεση με το πρωτότυπο έργο του Διοσκουρίδη που περιλαμβάνει περίπου 600 βότανα.
Μεγάλοι μεταφραστές και κατ’ επέκταση γιατροί με κύρος και επιρροή στην εξέλιξη των ιατρικών επιστημών θεωρούνται ο Constantinus Africanus, ο οποίος μετέφρασε στα λατινικά τα έργα των σημαντικότερων Αράβων γιατρών της εποχής του, φέρνοντας ουσιαστικά το απαύγασμα της ιατρικής γνώσης του αραβικού κόσμου στη δύση, αλλά και ο Johannitius που έκανε το αντίστροφο, μεταφράζοντας τα σημαντικότερα ελληνικά ιατρικά εγχειρίδια στα αραβικά. Πάντως, μιας και η ανάγκη εκείνης της εποχής για λατινικές ή άλλες μεταφράσεις ιατρικών συγγραμμάτων είναι μεγάλη και οι μεταφραστές δεν είναι πάντα γνώστες του αντικειμένου ή και δε μπορούν να κατανοήσουν αυτό που διαβάζουν σε όλο το εύρος του, οι μεταφράσεις δεν είναι πάντα ακριβείς, πλήρεις ή γενικότερα αξιόπιστες.
Ξεχωριστή αναφορά θα πρέπει να γίνει στον Κέλσο (Aulus Cornelius Celsus), Ρωμαίο γιατρό και συγγραφέα του 1ου αιώνα μ.Χ. για τον οποίον δε γνωρίζουμε πολλά, αλλά το έργο του αποτελεί μια βασικότατη πηγή ιατρικών γνώσεων επί Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν περιλαμβάνεται στην παραπάνω βιβλιογραφία γιατί δεν είναι σίγουρο αν οι σπουδαστές ιατρικής του μεσαίωνα το είχαν στη διάθεσή τους, ωστόσο σίγουρα το γνώριζαν ή έστω το είχαν ακουστά. Ο Κέλσος έγραψε 8 έργα «περί ιατρικής» (De Medicina), στα οποία αποτυπώνει γνώσεις περί ανατομίας, παθολογίας, φαρμακολογίας, χειρουργικής, ορθοπεδικής και διαιτολογίας. Ανάμεσα στις γνώσεις που λαμβάνουμε από τα έργα του Κέλσου είναι τα σημεία και συμπτώματα της φλεγμονής (οίδημα, ερυθρότητα, θερμότητα και πόνος), τη λατινική μετάφραση «cancer» του Καρκίνου όπως περιέγραψε ο Ιπποκράτης τους κακοήθεις όγκους, την προετοιμασία και χρήση οπιοειδών φαρμάκων, κ.α.. Το έργο του Κέλσου ξανάρχεται στο προσκήνιο με την τύπωσή του στη Φλωρεντία το 1478.
Πρόσβαση στην «τριτοβάθμια» εκπαίδευση του μεσαίωνα είχαν κατά κανόνα οι εύποροι άνδρες (με την ενδεχόμενη εξαίρεση γυναίκας ιατρού Trotula of Salerno). Η ενασχόληση των συγγενών ή/και απόγονων των ήδη απόφοιτων γιατρών με τις ιατρικές επιστήμες δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο, ενώ ήδη από τις αρχές του 12ου αιώνα παρατηρείται και μια τάση αύξησης των χριστιανών μοναχών στους κύκλους της ανώτατης ιατρικής εκπαίδευσης.
Η ιδέα ήταν η απόκτηση ενός αξιοσέβαστου εισοδήματος από την άσκηση της ιατρικής παράλληλα με την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, κάτι που ενόχλησε την καθολική εκκλησία η οποία σε μια σειρά συνόδων της (σύνοδος του Reims το 1131, σύνοδος του Lateranτο 1139, κ.α.) αποφάσισε την απαγόρευση άσκησης του ιατρικού επαγγέλματος με σκοπό το κέρδος από τους μοναχούς και αργότερα τη συνολική απαγόρευση άσκησης της ιατρικής από τους μοναχούς, είτε περιλάμβανε αμοιβή είτε όχι. Βέβαια, προς τα μέσα του 14ου αιώνα, αυτοί οι περιορισμοί αρχίζουν να αίρονται σιγά-σιγά, τόσο λόγω της αυξανόμενης ζήτησης ιατρών – δεδομένου και του ξεσπάσματος της Μεγάλης Πανώλης εκείνη την εποχή, όσο και λόγω της ανάγκης διαχωρισμού των μοναχών με ανώτερη ιατρική εκπαίδευση από τους περιπλανώμενους μάγους/θεραπευτές που βάσιζαν τις πρακτικές τους σε αμφίβολης εγκυρότητας και ποιότητας λαϊκές πηγές.
Πάντως, οι χριστιανοί μοναχοί παίζουν ήδη από τις αρχές του 10ου αιώνα έναν αρκετά σημαντικό ρόλο τόσο στην προώθηση της ιατρικής επιστήμης όσο και στην ιατρονοσηλευτική περίθαλψη. Μπορούσαν, για παράδειγμα, να μεταφράζουν ιατρικά συγγράμματα κλασσικών γιατρών χωρίς απαραίτητα να σπουδάζουν ιατρική, ή αποκτούσαν κάποιες βασικές θεραπευτικές γνώσεις ως ένα μικρό μέρος της συνολικής θεωρητικής εκπαίδευσης που λάμβαναν προκειμένου να ασκήσουν το λειτούργημά τους. Και όπως ήδη αναφέρθηκε, κάποιοι απ’ αυτούς επέλεγαν να λάβουν και μια πιο εξειδικευμένη εκπαίδευση πάνω στις ιατρικές επιστήμες, όχι πάντα με γνώμονα το κέρδος, αλλά και για να μπορούν να ανταπεξέρθουν στις απαιτήσεις των μοναστηριακών αναρρωτηρίων αλλά και των «ξενώνων», των πρώτων νοσοκομείων που έκαναν την εμφάνισή τους επί μεσαίωνα.
Ιατρική μέθοδος, λαϊκή θεραπεία ή μαγική τεχνική;
Στο μεσαιωνικό κόσμο είναι πρακτικά ανέφικτο να ξεχωρίσουμε αν μια θεραπευτική προσέγγιση ανήκει αμιγώς στη σφαίρα της ιατρικής επιστήμης, της λαϊκής θεραπευτικής παράδοσης ή της φυσικής ή τελετουργικής μαγείας.
Όπως έχουμε ήδη δει, τόσο οι κοινωνικοί ρόλοι των ίδιων των ανθρώπων επί μεσαίωνα όσο και οι ανάλογες γνώσεις τους αποτελούν ένα κράμα πολλών και ετερόκλιτων στοιχείων που δεν εντάσσονται ξεκάθαρα σε κάποιο ενιαίο επιστημονικό, παραδοσιακό ή άλλο πλαίσιο. Έτσι, η ιατρική επιστήμη αντλεί στοιχεία από τη λαϊκή παράδοση και χρησιμοποιεί φυσικά θεραπευτικά μέσα όπως βότανα, μέρη ζώων, ορυκτά, ή και άλλα αμφιλεγόμενα εργαλεία, μιας και με βάση την εμπειρία των ανθρώπων αυτά τα μέσα συνήθως δείχνουν να ανταποκρίνονται στις διάφορες παθήσεις που προκύπτουν. Το ίδιο φυσικά κάνουν και οι λαϊκοί θεραπευτές, αντλώντας τις γνώσεις και τις πρακτικές τους από προφορικές ή γραπτές εμπειρικές γνώσεις. Επιπλέον υπάρχουν οι μοναχοί που εντάσσουν και το θρησκευτικό στοιχείο σε πρακτικές που, αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ειλικρινείς, δε διαφέρουν καθόλου στη δομή ή τη λειτουργία τους από αντίστοιχες παγανιστικές πρακτικές.
Για παράδειγμα, πώς θα μπορούμε να θεωρήσουμε μια χριστιανική προσευχή ως «ευλογία» για τον άρρωστο αλλά μια αντίστοιχη παραδοσιακή, παγανιστική προσευχή ως «ξόρκι»; Ως τί θα προσεγγίζαμε μια θεραπευτική αγωγή με βότανα και κρασί, συνοδευόμενη με μια προσευχή/επίκληση στη μητέρα γη ή στην παναγία υπέρ της ανάρρωσης του αρρώστου; Ως μια ιατρική πρακτική με θρησκευτικά στοιχεία, ως μια λαϊκή μέθοδο θεραπείας ή ως ένα μικρό θεραπευτικό τελετουργικό φυσικής μαγείας;
Αυτή η δυσκολία στο διαχωρισμό μεταξύ επιστήμης, λαϊκής παράδοσης και μαγείας υφίσταται, όπως είναι λογικό, ακόμα και εκείνη την εποχή. Εδώ, βέβαια, ίσως είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως ο μόνος λόγος για τον οποίο γίνεται η διάκριση μεταξύ λαϊκής παράδοσης και μαγείας είναι γιατί εκείνη η εποχή εξακολουθεί να είναι μια μεταβατική περίοδος μεταξύ της παλιάς και της νέας θρησκείας, καθώς το χριστιανικό δόγμα προσπαθεί να προσαρμόσει τις δικές του πρακτικές στις ήδη υπάρχουσες παραδόσεις, αλλάζοντας επί της ουσίας τους αποδέκτες των προσευχών (από τις ειδωλολατρικές θεότητες στον «πραγματικό Θεό», την Παναγία, το Άγιο Πνεύμα και τους Αγίους ή Αγίες), τη θρησκευτική ορολογία και κάποια σύμβολα και εργαλεία. Σε διαφορετική περίπτωση, η λαϊκή παράδοση και η μαγεία αποτελούν συνήθως ταυτόσημες έννοιες.
Πέρα απ’ αυτό το γεγονός που για το σημερινό άνθρωπο είναι πιο ευδιάκριτο λόγω του μεγάλου χρόνου που έχει μεσολαβήσει από τότε αλλά και της ανάπτυξης των κοινωνικών και ανθρωπολογικών επιστημών, ο άνθρωπος του μεσαίωνα δεν έχει κάποιο ξεκάθαρο κριτήριο με το οποίο να μπορεί να διακρίνει μια ιατρική αγωγή από μια μαγική συνταγή. Συχνά τείνει να κρίνει μια θεραπευτική τεχνική ακόμα και εκ του αποτελέσματος. Αν, δηλαδή, ο άρρωστος γίνει καλά, τότε ο θεραπευτής είναι ένας αξιόπιστος ιατρός που εφάρμοσε σωστά τις εμπεριστατωμένες γνώσεις του και έσωσε (πιθανότατα και με τη βοήθεια του θεού) τον άρρωστο. Αν πάλι ο άρρωστος γίνει χειρότερα ή και πεθάνει, τότε ο θεραπευτής μάλλον είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας «κομπογιαννίτης» που δε στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων λόγω των ελλιπών του γνώσεων ή, στη χειρότερη περίπτωση, ένας μάγος που χρησιμοποίησε μαγγανεία ή/και επικαλέστηκε δαιμονικές δυνάμεις που κόστισαν τη ζωή ή την υγεία του αρρώστου.
Λεξιλογική παρένθεση
Ο όρος «κομπογιαννίτης» χρησιμοποιείται ήδη από τότε για το διαχωρισμό των γιατρών με ανώτατη εκπαίδευση και των «εμπειρικών» θεραπευτών που βασίζονταν στην εμπειρία των λαϊκών μεθόδων και όχι σε επιστημονικές γνώσεις.
Ο RichardKieckhefer στο βιβλίο του «Η Μαγεία στο Μεσαίωνα» χρησιμοποιεί και τον όρο «ιατρική ή προστατευτική μαγεία» τόσο για να υποδείξει τις επιρροές που ασκούσε η λαϊκή παράδοση στην ιατρική επιστήμη του μεσαίωνα, όσο και για να αντιπαραβάλει τις ανάλογες τεχνικές με εκείνες της «μαγγανείας», που διέφεραν μόνο «στους σκοπούς που εξυπηρετούσαν και όχι στη φιλοσοφία τους» (σ. 131). Φυσικά, η ιατρική ή προστατευτική μαγεία, όπως μαρτυρά και ο χαρακτηρισμός της, δεν αποσκοπούσε μόνο στη βελτίωση της υγείας ενός αρρώστου, αλλά και στην πρόληψη. Ένας σταυρός, ένα φυλακτό ή τάλισμαν, ένα πουγκί με συγκεκριμένα βότανα, ένας ημιπολύτιμος λίθος ή κάποιο ορυκτό κλπ., μπορούσαν να συμβάλλουν στην καθημερινή προστασία ενός ανθρώπου από αρρώστιες ή κατάρες. Από την άλλη πλευρά, μια μαγγανεία δε γινόταν μόνο για να αρρωστήσει ή και να πεθάνει ένας άνθρωπος, αλλά και για να είναι δυστυχισμένος, να τσακώνεται με τους οικείους του, να μη μπορεί να κάνει παιδιά, να μην του πάει καλά η σοδειά κλπ.
Βιβλιογραφία / Πηγές:
– Plinio Prioreschi, Medieval Medicine, Horatius Press, 2003
– K.W. Humphreys, The Medical books of the mediaeval friars, p. 95-97, 1954
– Lesne E.: Histoire de la propriete ecclesiastique en France V: Les Ecoles de la fin du VIII siecle a la fin du XII siecle. Lille, 1940, p. 679, 688.
– Chartularium universitatis Parisiensis, ed. H. Denifie and E. Chatelain, Paris 1889-97. Vol. I, p. 3 (no. 1); p. 78 (note).
– R. Kieckhefer, Η Μαγεία στο Μεσαίωνα, Εκδόσεις Κωσταράκη, 1993
– Wikipedia