Γράφει ο Μανώλης Χατζημανώλης
Τον 8ο αιώνα στην κομβικής σημασίας για το διεθνές εμπόριο περιοχή της ουκρανικής στέπας κυριαρχεί ο τουρκόφωνος νομαδικός λαός των Χαζάρων. Πράγματι, από το δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, μετά την κατάρρευση του αχανούς Χαγανάτου των Δυτικών Τούρκων, οι Χάζαροι έχουν διαλύσει την φυλετική συνομοσπονδία των πρωτοβουλγαρικών φύλων που διαβιούν στην περιοχή, με κάποιους από τους Πρωτοβούλγαρους να καταφεύγουν δυτικά στους Αβάρους, άλλους βόρεια στην περιοχή του Βόλγα (όπου αργότερα θα ασπαστούν το Ισλάμ) και μια τρίτη ομάδα υπό τον χάνο Ασπαρούχ να περνάει τον Δούναβη και να εγκαθίσταται στα Βαλκάνια.
Από την πρωτεύουσά τους Ατίλ στον Καύκασο οι Χάζαροι θα κυριαρχήσουν στις ουκρανικές στέπες, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους τους Βούλγαρους του Βόλγα, τους φιννο-ουγγρικής καταγωγής Ούγγρους, που αυτή την περίοδο είναι εγκατεστημένοι στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Βόλγα, Ντον και Ντόνετς, και πολλά από τα ανατολικά σλαβικά φύλα. Οι Χάζαροι θα αποτελέσουν σημαντικούς εμπορικούς εταίρους και συμμάχους της Κωνσταντινούπολης εναντίον των Αράβων που ήδη από τα τέλη του 7ου αιώνα έχουν επεκταθεί στον Καύκασο. Η βυζαντινή πόλη Χερσώνα αναδεικνύεται σε σημαντικότατο εμπορικό κόμβο από όπου διακινούνται σιτηρά, γουναρικά, μέλι, κερί και σκλάβοι, ο Κωνσταντίνος Ε’ (741-775) θα λάβει ως σύζυγο μια Χαζάρα πριγκίπισσα, ενώ επί αυτοκράτορα Θεόφιλου (829-842) η χαζαρορωμαϊκή συνεργασία θα εμβαθυνθεί ακόμα περισσότερο το έτος 833 με την αποστολή Ρωμαίων αρχιτεκτόνων στην Υπερκαυκασία όπου θα κτίσουν για λογαριασμό του Χαγάνου το οχυρό Σαρκέλ, κοντά στη νοτια καμπή του Βόλγα.
Η οχύρωση αυτού του σημαντικού κόμβου κρίνεται απαραίτητη καθώς αυτήν την εποχή οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το χαζαρικό Χαγανάτο απειλούν την ίδια του την ύπαρξη. O επίσης τουρκόφωνος λαός των Πετσενέγγων, που έχει εκτοπιστεί από την αρχική κοιτίδα του κοντά στην λίμνη Αράλη από μια συμμαχία Ογούζων και Καρλούκων Τούρκων, εγκαθίσταται την περίοδο αυτή στις στέπες μεταξύ των Ουραλίων ορέων και του Βόλγα. Η μετακίνηση αυτή οδηγεί σε εξέγερση τους Ούγγρους, οι οποίοι πιεζόμενοι θα εγκατασταθούν το 830 στην περιοχή μεταξύ των Καρπαθίων και του Δνειπέρου. Οι νομαδικές μετακινήσεις θα συνεχιστούν μέχρι τα τέλη του αιώνα προκαλώντας αναστάτωση στο Χαγανάτο των Χαζάρων, που την ίδια περίοδο είναι αντιμέτωποι και με μια νέα απειλή από τον βορρά: επιδρομείς από την περιοχή της Σουηδίας, γνωστοί στους Σλάβους της Ανατολής ως Ρως, διεξάγουν επιδρομές με τα σκάφη τους κατά μήκος των ποτάμιων οδών και εγκαθίστανται στις πόλεις των Σλάβων.
Μέχρι το 879 οι Ρως έχουν θέσει υπό τον έλεγχό τους το Νόβγκοροντ, το Μπελοζέρσκ και Ιλμπόρσκ και καταλαμβάνουν από τους Χαζάρους την ασήμαντη έως τότε πόλη του Κιέβου. Το Κίεβο θα δεχθεί πλήθος Σλάβων και Βαράγγων αποίκων και το 860 μ.Χ οι Ρως θα διεξάγουν από εκεί την πρώτη τους επιδρομή προς το “Τσαργκραντ”, την Κωνσταντινούπολη, ενώ το διάστημα 880-882 ο πρίγκιπας του Νόβγκοροντ Όλεγκ (879-912) θα εκστρατεύσει κατά μήκος του Δνείπερου και θα καταλάβει πρώτα το Σμόλενσκ και μετά το Κίεβο, ενώνοντας με αυτό ως έδρα του το σύνολο των ρωσικών πριγκιπάτων σε μία τεράστια σε έκταση ηγεμονία. Το 883 θα υποτάξει τους Δρεβλιανούς Σλάβους, επιβάλλοντάς τους φόρο υποτέλειας, ενώ ως το 885 θα εντάξει στο κράτος του τους Πολιάνους, τους Σεβεριάνους, τους Βιάτιτσι και τους Ραντίμιτσι, αποσπώντας τους από την εξουσία των Χαζάρων.
Οι Ρωμαίοι θα εμπλακούν στο παίγνιο ισχύος της περιοχής κατά το διάστημα 894-896, όταν πιεζόμενοι από τους Βουλγάρους του Δούναβη υπό τον Συμεών Α’ (893-927) θα συμμαχήσουν με τους Ούγγρους, ώστε να εκστρατεύσουν από κοινού εναντίον της Βουλγαρίας. Οι Ούγγροι περνάνε τον Δνείστερο και καταστρέφουν την πέραν του Ίστρου Βουλγαρία, όμως μετά την αποχώρηση του ρωμαϊκού στρατού και στόλου δέχονται την συνδυασμένη επίθεση του Συμεών Α’ και των συμμάχων του Πετσενέγγων. Δεχόμενα πίεση από δύο μέτωπα, τα ουγγρικά φύλα υπό την ηγεσία της φυλής των Μαγυάρων θα περάσουν τα Καρπάθια και θα εγκατασταθούν στις περιοχές του Καρπαθικού Λεκανοπεδίου και της παννονικής πεδιάδας, αποσπώντας τις αντιστοίχως από τους Βούλγαρους και τους Φράγκους, ενώ όσοι μένουν πίσω γίνονται υποτελείς των Βουλγάρων και των Πετσενέγγων(1). Το κενό ισχύος που δημιουργείται θα επιτρέψει την πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα και κατ’επέκταση στην Κωνσταντινούπολη των Ρως. Οι σχέσεις μεταξύ των Ρως και των Ρωμαίων γίνονται πιο σύνθετες, αντανακλώντας τις εμπορικές, πολιτιστικές και στρατιωτικές ανησυχίες. Ο πλούτος και τα εισοδήματα των Ρως εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από το εμπόριο με την Πόλη, όπου ανταλλάζουν τα εμπορεύματά τους με είδη πολυτελείας (μεταξωτά υφάσματα, μπαχαρικά, κρασί και φρούτα). Η σπουδαιότητα αυτής της εμπορικής σχέσης οδηγεί σε στρατιωτική δράση όποτε προκύπτουν διαφορές, καθώς σύμφωνα με μια αναφορά στο Πρώτο Χρονικό οι Ρως επιτίθενται στην Κωνσταντινούπολη πάλι το 907, πετυχαίνοντας δύο ευνοϊκές γι’αυτούς εμπορικές συνθήκες το 907 και το 911, με τις οποίες παραχωρούνται καταλύματα, φορολογικές ατέλειες και εφοδιασμός για τους εμπόρους των Ρως. Από την άλλη οι Βυζαντινοί, αναγνωρίζοντας το γεωπολιτικό και γεωοικονομικό βάρος του νέου λαού από τον βορρά, καταβάλλουν προσπάθειες για τον εκχριστιανισμό του και την είσοδό του στην δική τους σφαίρα πολιτιστικής επιρροής. Ήδη από το 874 στην επικράτεια των Ρως λειτουργεί Αρχιεπισκοπή υπαγόμενη στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σε αντίθεση με την περίπτωση του βασιλικού οίκου των Χαζάρων που παραμένει προσκολλημένος στον Ιουδαϊσμό.
Κυρίαρχη θέση στην βυζαντινή πολιτική αποκτούν πλέον και οι Πετσενέγγοι, με τους οποίους η Κωνσταντινούπολη συμμαχεί ευκαιριακά τόσο εναντίον των Βουλγάρων, όσο και εναντίον των Ρως, που θα επιδράμουν ξανά εναντίον της Αυτοκρατορίας το 941 και το 944. Δεχόμενοι πλήγματα τόσο από τους Πετσενέγγους, όσο και από τους Ρως, και με την Αυτοκρατορία να έχει αρχίσει να αποκτά το πάνω χέρι στις συγκρούσεις με το αβασσιδικό Χαλιφάτο, όπου ο στρατάρχης της Ανατολής Ιωάννης Κουρκούας επιφέρει το ένα χτύπημα μετά το άλλο, οι Χάζαροι σταδιακά περιθωριοποιούνται. Από το 960 χάνουν την ηγεμονία τους επί των Βουλγάρων του Βόλγα, ενώ επί βασιλείας του Λέοντα Στ’ (886-912) έχει συντελεστεί ήδη και ο εκχριστιανισμός των Αλανών του Καυκάσου, που μπαίνουν οριστικά στην σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινούπολης. Μετά το 940 ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος στο «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» εντάσσει τους Χαζάρους στους εχθρικούς προς την Αυτοκρατορία λαούς, με σύγχρονους ιστορικούς να εικάζουν το ξέσπασμα συγκρούσεων στην περιοχή της Κριμαίας, ίσως με επίκεντρο τις πόλεις Χερσώνα, Κερτς και Ταματάρκα. Τελικά, μια κεραυνοβόλος εκστρατεία του πρίγκιπα του Κιέβου Σβιατοσλάβου Α’ (960-972) σηματοδοτεί την οριστική απόσυρση των Χαζάρων από το παιχνίδι εξουσίας της περιοχής, με το οχυρό Σαρκέλ να πέφτει το 965 και την χαζαρική πρωτεύουσα Ατίλ να ακολουθεί το 968/969. Σύμφωνα με έναν Άραβα περιηγητή, είκοσι χρόνια μετά η κάποτε πλούσια Χαζαρία ήταν πλέον χώρα “συμφοράς και εξαθλίωσης, με μέλι, πολλά πρόβατα και Εβραίους”…
Σημείωση:
1.Mια τρίτη ομάδα θα εγκατασταθεί σε περιοχή βορείως της Θεσσαλονίκης, σε μία ή περισσότερες κλεισούρες της κοιλάδας του ποταμού Αξιού (Βαρδάρης) και θα εκχριστιανιστεί, ώστε σε εκκλησιαστικό τακτικόν των αρχών του 10ου αιώνα γίνεται μια πρώτη αναφορά σε επισκοπή Βαρδαριωτών Τούρκων.
Στον χάρτη διακρίνονται οι μεγάλες εμπορικές οδοί της ανατολικής Ευρώπης. Δεσπόζουν με κόκκινο ο ποτάμιος εμπορικός δρόμος του Βόλγα από την περιοχή του Νόβγκοροντ μέχρι την Κασπία, με μωβ οι οδοί του Δνείστερου (αριστερά) και του Δνείπερου (δεξιά), ενώ σημαντική υπήρξε και η οδός που δια μέσου του Κίεβου συνέδεε τις ανατολικές στέπες με τον Δνείπερο και τις γερμανικές χώρες στην Δύση.