Αφηνόμουν ελεύθερη να εκφράζω τις ιδέες μου με το αυθορμητισμό που με χαρακτηρίζει, ο δε Αυτοκράτωρ χωρίς να κρύβει την έκπληξή του για την ειλικρίνειά μου, μου απαντούσε με μίαν εμπιστοσύνη την οποίαν σπανίως επεδείκνυε. Θυμούμαι, ακόμη, μεταξύ άλλων εξ ίσου παραδόξων πραγμάτων, ότι του είπα το εξής: «Εφ όσον μου παραχωρεί τόση εγκαρδιότητα, Μεγαλειότατε, αισθάνομαι ότι σας οφείλω μιαν ομολογία. Αφορά κάποιες πεποιθήσεις μου οι οποίες δεν εναρμονίζονται απολύτως με την κοινωνική θέση την οποίαν κατέχω. Στο βάθος της ψυχής μου είμαι δημοκρατικών φρονημάτων. Απεχθάνομαι τις διάφορες Αυλές και ουδέποτε απέδωσα αξία σε όλες αυτές τις διακρίσεις της τάξεως και της καταγωγής, οι οποίες μου παγώνουν την ψυχή και με κάνουν να πλήττω θανάσιμα. Μη τυχόν όμως προδώσετε το μυστικό μου σε αυτήν εδώ την χώρα, γιατί αυτό θα το πληρώσω ακριβά».
(Απόσπασμα από τα Απομνημονεύματα της Ρωξάνδρας Στούρτζα)
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα (1786–1844) ήταν Ελληνίδα φιλελληνίς.
Καταγωγή
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου του 1786 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν ο Σκαρλάτος Στούρτζας καταγόμενος από ευγενή και πλούσια οικογένεια οι ρίζες της οποίας ανάγονταν από τον 13ο αιώνα στη Μολδαβία. Η μητέρα της Σουλτάνα ήταν κόρη του Έλληνα ηγεμόνα της Μολδαβίας (1777–1782), πρίγκηπα Κωνσταντίνου Μουρούζη. Οι δυο τους παντρεύτηκαν στην Κωνσταντινούπολη κι απέκτησαν συνολικά πέντε παιδιά: τον Κωνσταντίνο, τη Σμαράγδα, την Ελένη, τη Ρωξάνδρα-Αλεξάνδρα και τον Αλέξανδρο.
Στη Ρωσία
Ο Σκαρλάτος Στούρτζας εγκατέλειψε το Ιάσιο και εγκαταστάθηκε στη Λευκορωσία, αφήνοντας πίσω την τεράστια οικογενειακή κτηματική περιουσία του και εγκαταστάθηκε σε ένα μεγάλο πύργο στην ύπαιθρο μακριά από την Αγία Πετρούπολη λόγω της ακριβής ζωής της πρωτεύουσας. Ο πύργος βρισκόταν συγκεκριμένα στο Μοχίλε, στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείπερου. Η φυγή αυτή ήταν αποτέλεσμα της μεταβολής των συνθηκών μετά τον τερματισμό του Ρωσοτουρκικού πόλεμου και την υπογραφή της Συνθήκης του Ιασίου, του θανάτου του πεθερού του, αλλά και των συνεχών προσκλήσεων που δέχονταν από το περιβάλλον της Αικατερίνης Β΄ της Ρωσίας.
Κατ’ οίκον δάσκαλοι φρόντισαν να δώσουν επιμελημένη παιδεία με ιδιαίτερη έμφαση στην εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, ενώ ο πατέρας «μας ενέπνευσε […] τον σεβασμό προς την ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η μελέτη όμως πολλών φιλοσοφικών συγγραμμάτων είχε κλονίσει την πίστη μας». Μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον με ποικίλα ερεθίσματα και σημαντικούς επισκέπτες, όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης και ο Νικηφόρος Θεοτόκης, έφτασε και ο απόηχος της Γαλλικής Επανάστασης με την προβληματική που γεννούσε.
Το 1801 εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αγία Πετρούπολη για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους τα παιδιά της οικογένειας. Έτσι ο μεγαλύτερος γιος Κωνσταντίνος γράφτηκε σε στρατιωτική σχολή, ενώ ο πατέρας διορίστηκε στη θέση του συμβούλου Επικρατείας στην αυλή του Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Η ύστερη εφηβεία της Ρωξάνδρας σημαδεύτηκε από δύο τραγικές απώλειες για την οικογένειά της και την ίδια, τον θάνατο της αδελφής της Σμαράγδας ύστερα από σύντομη ασθένεια και την αυτοκτονία του αδελφού της Κωνσταντίνου στο Βερολίνο, γιατί έτσι αποκαθιστούσε την τρωθείσα στρατιωτική του τιμή επειδή ως νέος αξιωματικός δεν μπόρεσε να λάβει ενεργό μέρος σε καμιά μάχη της πατρίδας του εναντίον των Γάλλων.
Στην τσαρική αυλή
Στις αρχές του 1806 ο πατέρας της την εισήγαγε στην αυλή του τσάρου Αλέξανδρου A’ και κέρδισε τις εντυπώσεις και την εκτίμηση λόγω της ευγένειάς της και της ευφυίας της τόσο που διορίστηκε Κυρία επί των τιμών, αρχικά της αυτοκράτειρας μητέρας Μαρίας Θεοδώρεβνας και μετά της Γερμανίδας αυτοκράτειρας Ελισάβετ, συζύγου του τσάρου.
Η γνωριμία με τον Ιωάννη Καποδίστρια
Οι πρώτες επαφές τους, στα 1809, συνδέθηκαν με την παρουσία και των δύο, του Καποδίστρια με την ιδιότητα του διπλωμάτη του Υπουργείου των Εξωτερικών και της Ρωξάνδρας ως Κυρίας επί των τιμών, σε διάφορες αυτοκρατορικές δεξιώσεις αλλά και γεύματα που ο πατέρας της παρέθετε. Για ένα χρονικό διάστημα τριών ετών οι δύο τους σχετίζονταν σε ένα επίπεδο βαθιάς φιλίας και αμοιβαίας εκτίμησης που δεν εξελίχθηκε σε κάποιον ερωτικό δεσμό.
Οι λόγοι της μη εκδήλωσης των βαθύτερων συναισθημάτων του Καποδίστρια προς τη Ρωξάνδρα ανιχνεύονται στην αλληλογραφία που διατηρούσε με τον πατέρα του, αλλά και στα απομνημονεύματα της Ρωξάνδρας Στούρτζα: επεδίωκε την εξασφάλιση της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας και ανεξαρτησίας κι όχι μια ασύμμετρη σχέση -προϊόν συνοικεσίου- οικονομικά και κοινωνικά με μία σύζυγο πιο εύπορη από τον ίδιο. Ακόμα, η δημιουργία μιας οικογένειας ως αυτοσκοπού στη Ρωσία, μακριά από την πατρική του οικογένεια δεν τον ικανοποιούσε. Τέλος η προσήλωσή του στην ελληνική υπόθεση ήταν ένας ακόμα λόγος που τον έκανε να απορρίπτει την προοπτική του γάμου.
Από το 1811 έως το 1814 χωρίστηκαν οι δρόμοι τους. Το 1813 ο πατέρας της αρρώστησε από ημιπληγία.
Εκ νέου συνάντηση με τον Καποδίστρια
Τέλη του 1813 αναχώρησε ως συνοδός της Αυτοκράτειρας για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη: Βερολίνο, Λειψία, Βαϊμάρη. Στο Βερολίνο της δόθηκε η ευκαιρία να επισκεφθεί τον τάφο του αδελφού της, στη Λειψία να γνωρίσει τον Γκαίτε και στη Βαϊμάρη τον κόμητα Έντλινγκ, πρόσωπο καθοριστικό στη μετέπειτα ζωή της. Στην πόλη Μπρούσαλ έλαβε την πρώτη επιστολή από τον Καποδίστρια μετά το μακροχρόνιο χωρισμό τους. Αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια εκτενής αλληλογραφία. Η Ρωξάνδρα συνέχισε το ταξίδι της στη Βιέννη. Εκεί συνάντησε ξανά τον Καποδίστρια και εκείνος της εξέφρασε την επιθυμία του να προσηλωθεί στην ελληνική υπόθεση κι εκείνη του ζήτησε να μείνουν τουλάχιστον φίλοι. Μαζί θα μοιράζονταν μια κοινή προσπάθεια: της απελευθέρωσης των Ελλήνων και της μόρφωσης των Ελληνοπαίδων.
Ο γάμος της
Στα τέλη του 1816 παντρεύτηκε τον κόμη Άλμπερτ Γκάεταν Έντλινγκ, υπουργό των Εξωτερικών της Βαϊμάρης και εξάδελφο της τσαρίνας, ύστερα από πιέσεις που δέχθηκε από την ίδια την τσαρίνα. Ο γάμος της ήταν συμβατικός και χωρίς συναισθηματικό δέσιμο μεταξύ του ζεύγους, ενώ η ίδια επιθυμούσε να επιστρέψει στην Πετρούπολη όπου βρισκόταν η οικογένειά της. Για να το πετύχει αυτό επεδίωξε να διοριστεί ο σύζυγός της στην τσαρική αυλή κι όταν δεν το κατόρθωσε επέστρεψαν ιδιωτικά και εγκαταστάθηκαν στα πατρικά της κτήματα στη Λευκορωσία, πιθανώς μετά τα μέσα του 1821. Ο τσάρος της παραχώρησε μια μεγάλη έκταση γης στη Βεσσαραβία για να την αξιοποιήσει ο σύζυγός της.
Οι φιλελληνικές της πρωτοβουλίες
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα υπήρξε από τα πιο δραστήρια μέλη της Φιλομούσου Εταιρείας της Βιέννης. Ενίσχυσε και χρηματοδότησε τις σπουδές των Ελληνοπαίδων οι οποίοι σπούδαζαν εκεί, καθώς και τη διαμονή τους. Το μέγαρό της στη Βαϊμάρη υπήρξε τόπος συνάθροισης των Ελλήνων σπουδαστών. Χρηματοδότησε την έκδοση της μετάφρασης στην ελληνική γλώσσα του έργου του Γκαίτε Ιφιγένεια εν Ταύροις, το 1818 από τον σπουδαστή του Πανεπιστημίου της Ιένας Ιωάννη Παπαδόπουλο.
Πληροφορούμενη την άφιξη μεγάλου αριθμού από Έλληνες πρόσφυγες οι οποίοι είχαν φτάσει στην Οδησσό έσπευσε να εγκατασταθεί εκεί με σκοπό την οργάνωση βοήθειας προς αυτούς. Μετέφερε τρόφιμα από το κτήμα της στη Βεσσαραβία, διένειμε χρήματα και μερίμνησε για την άμεση στέγασή τους. Παράλληλα με πολλές επιστολές της προς διπλωμάτες, δούκες και ευγενείς της Ευρώπης και της Ρωσίας επιχείρησε να τους κινητοποιήσει για την ελληνική υπόθεση. Οι πρωτοβουλίες της δεν έμεναν χωρίς αποτέλεσμα, όπως εκείνη προς τον Ρώσο πρίγκηπα Αλέξανδρο Γκαλιτζίν, υπουργό της Παιδείας, ο οποίος τέθηκε επικεφαλής επιτροπής η οποία πραγματοποίησε έρανο με σκοπό την περίθαλψη προσφύγων. Για τον καλύτερο συντονισμό της παρεχόμενης ανθρωπιστικής βοήθειας σύστησε Ευεργετικήν Εταιρείαν στην Οδησσό, ορφανοτροφείο για την περίθαλψη των ορφανών από την Επανάσταση Ελληνόπουλων. Μέσα σε αυτό ιδρύθηκε σχολείο για τη στοιχειώδη εκπαίδευσή τους. Επίσης φρόντισε και για τη δωρεάν εκπαίδευση των κοριτσιών με τη σύσταση Παρθεναγωγείου εντός μιας γυναικείας μονής.
Πέθανε στις 16 Ιανουαρίου του 1844.
«Ιωάννη, δεν ξέχασα ποτέ τον όρκο που κάναμε μαζί εκείνη την οδυνηρή ώρα της ζωής μας… Τον τήρησα, στην ουσία. Η αθέτησή μου ήταν αναγκαστική. Το ξέρεις. Ήταν ακόμη μια θυσία για σένα. Αν δεν δεχόμουν να παντρευτώ τον εξάδελφο της αυτοκράτειρας, θα σου προκαλούσα προβλήματα στο ύψιστο και υπεύθυνο αξίωμα που σου προσέφερε ο τσάρος. Ήταν μια αναγνώριση της αξίας σου. Η τιμή ήταν για εκείνον, που την αξιοποίησε για το καλό της χώρας του… Για μένα όμως ήταν μεγάλη θυσία!..», έγραφε η Ρωξάνδρα σε ένα από τα «σκόρπια φύλλα» του ημερολογίου της. Ο όρκος που είχαν πάρει, τη στιγμή που αποφάσιζαν να μη δικαιώσουν την αγάπη και την απέραντη εκτίμηση που τους συνέδεε με ένα γάμο, γιατί εκείνος είχε αποφασίσει να αφιερώσει όλες του τις ενέργειες για την απελευθέρωση και την ανοικοδόμηση της Ελλάδας, ήταν να αφιερώσουν τη ζωή τους «στη μόρφωση των Ελληνοπαίδων και στην απελευθέρωση της Πατρίδας».
Η ρομαντική της σχέση με τον Καποδίστρια αποτυπώθηκε για πρώτη φορά στο βιβλίο της αείμνηστης καθηγήτριας του Πανεπιστημίου Αθηνών Ελένης Ε. Κούκκου «Ιωάννης Καποδίστριας – Ρωξάνδρα Στούρτζα. Μια ανεκπλήρωτη αγάπη».
«Έβλεπα τον Καποδίστρια όλες τις ημέρες στο σπίτι μας, στη Βιέννη, στα δείπνα που οργάνωνε η μητέρα μου. Ανάμεσα στους άλλους προσκαλεσμένους μας. Έπειτα από τα τόσα γράμματα που μου είχε στείλει από την Ελβετία, όπου μου φανέρωνε το ενδιαφέρον του για μένα, με τόσες τρυφερές εκφράσεις, ότι θα του ήμουν απαραίτητη για την ευτυχία της ζωής του, ότι δεν έβλεπε την ώρα να με συναντήσει για να μου ειπεί προφορικά, «διά ζώσης», όσα δεν μπορούσε να μου γράψει, περίμενα με αγωνία αυτή την ώρα. Εκείνος, όμως, πάντοτε αφάνταστα μελαγχολικός, μου μιλούσε με ανεξήγητη ψυχρότητα όσο ποτέ. Και όταν εγώ του απαντούσα με γλυκύτητα ή με τη σιωπή της λύπης, εκείνος γινόταν πιο απόμακρος… Η αγωνία μου είχε γίνει αβάσταχτη…», γράφει η Ρωξάνδρα, γυναίκα με εξαιρετικά ψυχικά χαρίσματα.
Στην αλληλογραφία του μαζί της ο Καποδίστριας πολλές φορές «ζητάει τις απόψεις της και, όχι τόσο σπάνια, της αναθέτει τη διερεύνηση ενός θέματος, σε απευθείας συζήτηση με τον τσάρο ή την τσαρίνα, όταν ο ίδιος δεν βρισκόταν στην Πετρούπολη αλλά σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, για τη διευθέτηση των τόσο σοβαρών προβλημάτων που του ανέθετε ο τσάρος. Ο αυστηρός και αφάνταστα υπεύθυνος Καποδίστριας είχε εμπιστοσύνη στις κρίσεις της, στις γνώσεις της και στις «διπλωματικές ικανότητές της».
Από το 1811 έως το 1814 οι δρόμοι των δύο νέων χωρίστηκαν. Ο Τσάρος έστειλε τον Ιωάννη στην Ελβετία προκειμένου να προσπαθήσει να την καταστήσει ουδέτερη ανάμεσα σε όλες τις τότε ευρωπαϊκές διενέξεις.
Η Τσαρίνα Ελισάβετ, πήρε μαζί της τη Ρωξάνδρα για ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη. Βερολίνο, Λειψία, Βαϊμάρη. Στην πόλη Μπρούσαλ έλαβε την πρώτη επιστολή από τον Καποδίστρια κι έπειτα συνέχισε το ταξίδι της στη Βιέννη, όπου και τον συνάντησε. Στη Βαϊμάρη όμως, γνώρισε και τον υπουργό Εξωτερικών της Βαϊμάρης, Βαυαρό κόμητα Έντλινγκ, εξάδελφο της τσαρίνας, για τον οποίο και δέχτηκε πιέσεις από την αφεντικίνα της να τον παντρευτεί. Έτσι κι έγινε το 1816.
Όλη αυτή την περίοδο το ζεύγος Ιωάννη-Ρωξάνδρας, δεν είχε σταματήσει ποτέ να αλληλογραφεί και να συνεργάζεται για τον αγώνα των Ελλήνων. Κύριο θέμα των επιστολών τους, ήταν η Φιλόμουσος Εταιρεία που ιδρύθηκε το 1815 με τη Ρωξάνδρα και τον πατέρα της να ενισχύουν χρηματικά τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων.
Σε ένα γράμμα του 1816 όμως, μετά το γάμο, ο Καποδίστριας αφήνει στην άκρη και τη Φιλόμουσο και τις χρηματοδοτήσεις και γράφει: «Εσύ έπρεπε να παντρευτείς και παντρεύτηκες. Εγώ όμως σου δηλώνω ότι δεν πρόκειται να παντρευτώ ποτέ. Αφού δεν ημπόρεσα να παντρευτώ εσένα που σ’ αγαπούσα, δεν πρόκειται να αγαπήσω ποτέ άλλη στη ζωή μου γυναίκα».
Λογικό κι αναμενόμενο, ύστερα από ένα χρόνο, η Ρωξάνδρα να χωρίσει το σύζυγό της. Ποτέ όμως δεν ξεπέρασε τον Καποδίστρια. Μια πεταλούδα που καίγεται στις φλόγες ήταν το δαχτυλίδι του ανεκπλήρωτου έρωτα του Ι. Καποδίστρια για τη Ρωξάνδρα. Εκείνη το φορούσε πάντα. Αυτό φαίνεται και από τις, μετά τον γάμο, προσωπογραφίες της όπου πάντα απεικονίζεται το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει ο αγαπημένος της. Το δαχτυλίδι που προσέφερε ο Ιωάννης Καποδίστριας στη Ρωξάνδρα Στούρτζα αποτυπώθηκε με ακρίβεια από τον Ηλία Λαλαούνη και βρίσκεται στη Συλλογή του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.
Γράφει ο Καποδίστριας στη Στούρτζα από τη Γενεύη: «Αγαπητή μου Φίλη, Ρωξάνδρα! Αν έπιανα, αγαπητή μου, την πένα για να σου γράψω, κάθε φορά που σου ομιλώ με τη σκέψη και την καρδιά μου, κατά τις ώρες των μοναχικών περιπάτων μου στους κήπους ή κατά τις μακρές νύχτες της μοναξιάς μου δίπλα στο τζάκι του σπιτιού μου, τα γράμματα της αλληλογραφίας μου θα ήταν τόσο πολλά ώστε θα συνέθλιβαν τα οικονομικά σου και θα έθεταν σε σκληρή δοκιμασία τους γραμματείς σου, που θα ήταν καταδικασμένοι να τα τακτοποιούν! Σου ομολογώ πάντως ότι εδώ και πολύ καιρό έχω φοβερά απομονωθεί. Σε διαβεβαιώνω ότι ο κύριος λόγος είναι η επιθυμία μου και η ψυχική μου ανάγκη να με θεωρούν νεκρό. Όχι οι φίλοι μου, αλλά όλος αυτός ο ακατανόητος, δολοπλόκος και ραδιούργος κόσμος, που βρίσκεται ανάμεσα σε αυτούς και σε μένα… Η σκέψη μου όμως και η φωνή μου, όλα αυτά που σου διηγούμαι στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς μου, θα περνούν τα βουνά και τις θάλασσες που μας χωρίζουν και θα σε συντροφεύουν, όπως συντροφεύουν και εμένα όλα όσα μου στέλνεις και εσύ. Πόσο θα ήθελα να ήμουν κοντά σου τις ώρες που, όπως μου γράφεις, παίζεις στο πιάνο όλα αυτά τα μουσικά κομμάτια που αγαπούσα. Κλείνω τα μάτια μου και προσπαθώ να αναπλάσω τους ήχους με τη σκέψη και την καρδιά τις νύχτες κοντά στο τζάκι… Μην ξαναπαίξεις όμως τη «Σονάτα του αποχαιρετισμού»… Πού ξέρεις τι μας επιφυλάσσει το μέλλον; Όταν, όπως ελπίζω, ταξιδέψω στην Πετρούπολη, γιατί να αποκλείσουμε την πιθανότητα ότι μπορεί να χτυπήσω ξαφνικά την πόρτα του μεγάρου σου στην Οδησσό;.. Γράφε μου πάντα. Και μην ξεχνάς εκείνο που σου έχω ειπεί τόσες φορές. Κανένας ποτέ δεν θα πάρει τη θέση που κατέχεις μέσα στη μνήμη και μέσα στην καρδιά μου…».
Η τελευταία επιστολή προς τη Ρωξάνδρα είναι γραμμένη τον Σεπτέμβριο του 1831, λίγες μόνον ημέρες πριν από τη δολοφονία του. Ο Καποδίστριας φαίνεται ότι προαισθανόταν, κατά κάποιον τρόπο, τη μοίρα του:
«Αγαπητή μου φίλη Ρωξάνδρα, Μη με ξεχνάς ποτέ στις προσευχές σου, τις έχω ανάγκη! Θέρμαινε και ενίσχυε με αυτές τη θέση που κατέχω στη σκέψη σου και στην καρδιά σου, όπως και εγώ θερμαίνω με τις δικές μου προσευχές τη θέση που κατέχεις και εσύ μέσα στη δική μου σκέψη και στη δική μου καρδιά. Αν ημπορούσα να σου ειπώ πόσο θα ήθελα να σε είχα κοντά μου, πόσο νοιώθω την απουσία σου, ιδιαίτερα τώρα που με κυκλώνουν τόσες αγωνίες. Σε χαιρετώ, αγαπητή μου φίλη. Άραγε πότε θα ξανασυναντηθούμε;».
Η τραγική είδηση της δολοφονίας του Καποδίστρια έφθασε στην Οδησσό, όπου βρισκόταν η Στούρτζα, έπειτα από δύο μήνες. Μόλις έμαθε την τραγική είδηση, έπεσε κάτω αναίσθητη! Ουσιαστικά, από εκείνη την ώρα ήταν και εκείνη νεκρή!
Η Ρωξάνδρα Στούρτζα είχε λάβει, πάντως, το προαναφερθέν τελευταίο γράμμα του Καποδίστρια και μέσα στα σημειώματά της βρέθηκε η απάντησή της:
«Αγαπητέ μου Φίλε! Μου γράφετε να μη σας ξεχνώ ποτέ στις προσευχές μου. Και να θερμαίνω με αυτές τη θέση που κατέχετε στη σκέψη μου και στην καρδιά μου. Και μου επαναλαμβάνετε ακόμη μία φορά ότι και σεις, με τις δικές σας προσευχές, θερμαίνετε τη θέση που κατέχω και εγώ μέσα στη δική σας σκέψη και στη δική σας καρδιά!.. Θεέ μου, πώς θα ήταν δυνατόν να μη θερμαίνω, να μη φλογίζω με τις ικετήριες εκκλήσεις μου στον Θεό αυτή τη θέση που κατέχετε μέσα στη σκέψη μου και μέσα στην καρδιά μου; Αυτή τη θέση που δεν μπόρεσε και δεν θα μπορέσει ποτέ τίποτα στη ζωή μου να την αλλάξει; Αγωνιώ όμως για σας. Από τα λίγα λόγια που μου γράφατε κατάλαβα τις αγωνίες, τις πικρίες και τους πόνους που δοκιμάζετε, τόσο από τους ξένους όσο και από τους δικούς μας. Η σκέψη ότι ημπορεί κάποιος να σας κάνει κακό με αναστατώνει, με γεμίζει με μαύρα σύννεφα αγωνίας, μου βουρκώνει τα μάτια, μου συνθλίβει την ψυχή. Τις περισσότερες ώρες στέκω ή μπροστά στις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας και τους ικετεύω να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους που σας κυκλώνουν ή μπροστά στην προσωπογραφία σας, όπου και σας μιλώ με τις ώρες και το νοιώθω ότι μου απαντάτε…».
Κατόπιν προσκλήσεως του αυτοκράτορα Αλεξάνδρου, ο οποίος εκτιμούσε τις σπάνιες διπλωματικές του ικανότητες, έφτασε το 1809, για πρώτη φορά στην Πετρούπολη, ο Κερκυραίος κόμης Ιωάννης Καποδίστριας. Ο τσάρος τον διόρισε αμέσως στο υπουργείο Εξωτερικών. Την ίδια χρονιά, ο Καποδίστριας γνώρισε τη Ρωξάνδρα. Η οικογένεια Στούρτζα παρέθετε, στο μέγαρό τους στην Πετρούπολη, δύο επίσημα γεύματα την εβδομάδα, στα οποία συχνά παραβρισκόταν και ο Καποδίστριας. Το ίδιο συχνά φιλοξενούνταν και στους ξενώνες του μεγάρου μαζί με άλλους φιλοξενούμενους. Η Ρωξάνδρα ερωτεύθηκε αμέσως το νεαρό Έλληνα διπλωμάτη με τη μελαγχολική έκφραση και την απόμακρη συμπεριφορά. Τον θεωρούσε όμως τόσο ανώτερό της, ώστε δεν τόλμησε ποτέ να του εκφράσει τα συναισθήματά της.
«Ο κόμης Καποδίστριας», έγραφε στα Απομνημονεύματά της, «ανήκει στους σπάνιους ανθρώπους, των οποίων η γνωριμία σημειώνει σταθμό στη ζωή εκείνων που τον γνωρίζουν». Επί τρία ολόκληρα χρόνια οι δύο νέοι έκαναν μακρές συζητήσεις και γνωρίζονταν όλο και καλύτερα. Η σχέση τους όμως δεν ξεπέρασε τα όρια μιας βαθιάς φιλίας και μιας ακόμη βαθύτερης αλληλοεκτίμησης. Ο νεαρός Καποδίστριας είχε αποφασίσει να αφιερώσει τη ζωή του στην Ελλάδα, όπως φαίνεται από ένα γράμμα προς τον πατέρα του, όπου γράφει ότι δεν θα ήθελε να ζήσει και να πεθάνει στη Ρωσία, αλλά να υπηρετήσει τα συμφέροντα της πατρίδας του.
Το Σεπτέμβριο του 1811 ο Καποδίστριας διορίστηκε στη ρωσική πρεσβεία στη Βιέννη και το Μάρτιο του 1812 διευθυντής της Γραμματείας του Διπλωματικού Τμήματος στο Βουκουρέστι. Μετά τη μάχη της Λειψίας τον Οκτώβριο του 1813, ο τσάρος τον διόρισε υπουργό Εξωτερικών της Ρωσίας και του ανέθεσε να λύσει το πρόβλημα της πολιτικής ενοποίησης της Ελβετίας, ένα πρόβλημα που δεν είχαν κατορθώσει να λύσουν όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες.
Μετά την αναχώρηση του Καποδίστρια από την Πετρούπολη, η Ρωξάνδρα ένιωθε «απέραντη μοναξιά… Εκείνος, ο Ένας, ο Μόνος είναι τόσο μακριά μου…» έγραφε στα Απομνημονεύματά της. Ένιωθε την ανάγκη να φύγει από την πνιγηρή ατμόσφαιρα της Αυλής, να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να βρεθεί κοντύτερα στον αγαπημένο της, να τον ιδεί ακόμη μία φορά. Σύντομα ο πόθος της πραγματοποιήθηκε, όταν συνόδευσε την αυτοκράτειρα Ελισάβετ στο ταξίδι της στη Γερμανία για να συναντήσει την οικογένειά της. Στην πόλη Brouchsal η Ρωξάνδρα έλαβε το πρώτο γράμμα από τον Καποδίστρια, έπειτα από το μακρόχρονο χωρισμό τους, θα ακολουθούσαν και άλλα. Το φθινόπωρο του 1814 θα άρχιζε στη Βιέννη το Συνέδριο για την τύχη της μεταναπολεόντειας Ευρώπης. Εκεί, της είχε γράψει, θα τη συναντούσε.
Η Ρωξάνδρα έφτασε πρώτη στη Βιέννη, όπου συναντήθηκε με τους γονείς της. Στο μέγαρο της οικογένειας Στούρτζα τη συνάντησε ο Καποδίστριας. Εκεί γράφτηκε ο δραματικός επίλογος της ανεκπλήρωτης αγάπης τους: η συμφωνία τους να μείνουν πάντα φίλοι, να συνεχίσουν τους αγώνες τους για την απελευθέρωση της πατρίδας και για τη μόρφωση των Ελληνοπαίδων, να προετοιμάσουν το μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό που θα επάνδρωνε το ελληνικό κράτος μετά την απελευθέρωση. Εκείνος τη βεβαίωσε ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ καμία άλλη γυναίκα, γιατί πίστευε ότι έπρεπε μόνος να βαδίσει το δρόμο «της προσφοράς και της θυσίας προς την Πατρίδα», έγραφε η Ρωξάνδρα στα Απομνημονεύματά της.
Εκείνη όμως έπρεπε να παντρευτεί. «Απόφαση αβάσταχτης θυσίας» από τη δική της πλευρά. Παντρεύτηκε τον κόμητα Έντλινγκ (Edling), εξάδελφο της τσαρίνας, υπουργό των Εξωτερικών στην Αυλή της Βαϊμάρης, έναν άνθρωπο που δεν αγάπησε ποτέ της. Έπεισε το σύζυγό της να εγκατασταθούν στη Λευκορωσία, όπου βρίσκονταν τα πατρικά της κτήματα, μακριά από την Πετρούπολη, τη γεμάτη με τις αναμνήσεις του αγαπημένου της Ιωάννη.
Όσο διάστημα έμενε στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η Ρωξάνδρα συνεργάστηκε με τον Καποδίστρια, δημιουργικά και αποτελεσματικά, για την πραγμάτωση του όρκου τους που αφορούσε την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων. Η Ρωξάνδρα έγινε από τα ενεργά και δραστήρια μέλη της «Φιλομούσου Εταιρείας» της Βιέννης, την οποία είχε ιδρύσει ο Καποδίστριας το 1815, με κύριο στόχο την εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων και την απελευθέρωση της πατρίδας με τη διεθνοποίηση του ελληνικού προβλήματος, που οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες προσπαθούσαν να παραμερίσουν για να μη συγκρουστούν με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Ρωξάνδρα έγινε η στοργική μητέρα όλων των Ελλήνων που σπούδαζαν με χορηγίες του Καποδίστρια και της «Φιλομούσου Εταιρείας» σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Το μέγαρό της στη Βαϊμάρη έγινε κέντρο συγκέντρωσης των Ελλήνων σπουδαστών. Φρόντιζε για τη διαμονή τους και τις σπουδές τους, για την υγεία τους και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Ενδεικτικό παράδειγμα της δραστηριότητας αυτής είναι η ιστορία του σπουδαστή Ιωάννη Παπαδόπουλου. Όταν ο νέος μετέφρασε από τα γερμανικά στα ελληνικά το έργο του Γκαίτε Ιφιγένεια η εν Ταύροις, το 1818, η Ρωξάνδρα χορήγησε την έκδοσή του, και όταν τον επόμενο χρόνο ο νέος αρρώστησε από φυματίωση, τον φρόντισε και του παρείχε όλα τα μέσα θεραπείας. Ο θάνατός του τη συγκλόνισε σαν μητέρα, εκείνη που δεν βίωσε ποτέ τη μητρότητα σε προσωπικό επίπεδο.
Μετά το γάμο της, με εισήγηση του Ιωάννη Καποδίστρια, ο τσάρος Αλέξανδρος παραχώρησε στη Ρωξάνδρα Στούρτζα – Έντλινγκ δέκα χιλιάδες ρωσικές δεκατίνες (100 χιλιάδες στρέμματα) «ερήμου και ακάρπου» γης, πέρα από τις κοιλάδες του Δνείπερου ποταμού, στη Βεσσαραβία, όπου κατοικούσαν νομάδες λαοί και σκηνίτες Τάρταροι σε πρωτόγονες συνθήκες ζωής, ως «ανταμοιβήν των υψηλών υπηρεσιών της στην αυτοκρατορικήν Αυλήν». Σε αυτή την άγονη έκταση, στην οποία προστέθηκαν ακόμη 60 χιλιάδες στρέμματα, τα οποία ο τσάρος είχε παραχωρήσει στον αδελφό της Αλέξανδρο και τα οποία η ίδια είχε αγοράσει, αφιέρωσε η Ρωξάνδρα τις ενέργειές της και μετέτρεψε «τον πόνο της καρδιάς της… σε έργο αγάπης για τους συνανθρώπους της…», έγραφε ο αδελφός της.
Πράγματι, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, «η μεγαλεπήβολος εκείνη ψυχή» μετέτρεψε την άγονη εκείνη γη σε ένα εύφορο και προσοδοφόρο κτήμα, γνωστό με το όνομα Μανζύριο. Τεράστιες φυτείες με οπωροφόρα δένδρα, αμπελώνες, λαχανόκηποι, καλλιέργειες με σιτάρια και όσπρια, μελισσοκομεία, λιβάδια, όπου έβοσκαν χιλιάδες αιγοπρόβατα και αγελάδες, άλλαξαν το πρόσωπο της έρημης εκείνης γης. «Εκχέρσωσε ακαλλιέργητες εκτάσεις, έφερε νερό στην ακατοίκητη περιοχή, έκτισε κατοικίες στις κοιλάδες, ανάμεσα στους λόφους, και εγκατέστησε στις εκτάσεις αυτές πλήθος από οικογένειες εργατών, που τους πλήρωνε, γεωργούς, κτηνοτρόφους, φυτοκόμους, ποιμένες, εργάτες, οικοδόμους, τεχνίτες και άλλους παντοίας φυλής και γλώσσης κατοίκους και την ανέδειξεν καλήν αποικία», έγραφε για τη Ρωξάνδρα ο βιογράφος του αδελφού της Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων.
Μέσα σ’ αυτή την αποικία, η Ρωξάνδρα έκτισε ορθόδοξο ναό για τον εκκλησιασμό των οικογενειών του κτήματος και των κατοίκων από τα γύρω χωριά της Βεσσαραβίας. Νοσοκομείο με γιατρούς και φαρμακείο, στο οποίο νοσηλεύονταν δωρεάν οι ένοικοι του Μανζυρίου και οι περίοικοι, σχολείο, όπου φοιτούσαν δωρεάν αγόρια και κορίτσια, ξενώνα, πτωχοκομείο και γηροκομείο, όλα ανοικτά για ασθενείς, ανάπηρους και πτωχούς.
Όταν η ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε, η Ρωξάνδρα περίμενε με αγωνία τα γράμματα του Ιωάννη και του αδελφού της που την πληροφορούσαν για τις εξελίξεις. Όταν, περί τα μέσα του 1822, η είδηση ότι πρόσφυγες από την Ελλάδα είχαν αρχίσει να καταφθάνουν στην Οδησσό έφτασε στο Μανζύριο, η Ρωξάνδρα δεν δίστασε στιγμή. Εγκαταστάθηκε στην Οδησσό και οργάνωσε την περίθαλψη των προσφύγων. Με τη βοήθεια του αδελφού της Αλεξάνδρου, η Ρωξάνδρα μεθόδευσε το γιγάντιο έργο της διατροφής των προσφύγων με κρέατα και τρόφιμα που έρχονταν από το κτήμα της. Φρόντιζε για τη διαμονή τους, την εξεύρεση εργασίας για τους δυναμένους να εργαστούν, την περίθαλψη των γερόντων και την εκπαίδευση των παιδιών.
Με φλογερά γράμματα επιχειρούσε να κινητοποιήσει τις υψηλές γνωριμίες της για συμπαράσταση στον αγώνα των Ελλήνων. Με την πρωτοβουλία του υπουργού της Παιδείας διενεργήθη έρανος, ο οποίος απέδωσε ένα εκατομμύριο ρούβλια για τη μονιμότερη περίθαλψη των προσφύγων και την εξαγορά από τη φοβερή αιχμαλωσία στην Αίγυπτο χιλιάδων Ελλήνων, κυρίως Χιωτών και Κρητικών. Με την προτροπή της Ρωξάνδρας, οι κυρίες της ανώτερης τάξης στη Μόσχα ίδρυσαν την «Ευεργετικήν Εταιρείαν», την προεδρία της οποίας ανέλαβε η ίδια. Η Εταιρεία συγκέντρωσε σημαντικά ποσά, με τα οποία έκτισαν ορφανοτροφείο για τα ορφανά Ελληνόπουλα σε προάστιο της Μόσχας. Μέσα στο χώρο του ορφανοτροφείου λειτουργούσε σχολείο για την εκπαίδευση των ορφανών.
Με δική της χορηγία και τη συμπαράσταση της «Ευεργετικής Εταιρείας» χτίσθηκε γυναικείο μοναστήρι, κοντά στον ελληνορθόδοξο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στη Μόσχα, μέσα στο οποίο λειτουργούσε παρθεναγωγείο για τις κόρες των ορθοδόξων ιερέων, Ελλήνων και Ρώσων. Τα κορίτσια αυτά θα παντρεύονταν όσους από τους σπουδαστές των Εκκλησιαστικών Φροντιστηρίων της Οδησσού θα ακολουθούσαν το ιερατικό στάδιο. Με δική της πρωτοβουλία χτίστηκε σε προάστιο της Οδησσού, σε έκταση 100 στρεμμάτων, που η ίδια είχε αγοράσει, κοιμητήριο, στο οποίο ενταφιάστηκε και η ίδια, όταν πέθανε στις 16 Ιανουαρίου 1844.
Εμπνευσμένη από το θάρρος του Καποδίστρια, ο οποίος τον προηγούμενο χρόνο είχε συμπαρασταθεί στα θύματα της πανούκλας, που τα στρατεύματα του Ιμπραήμ είχαν μεταδώσει στην Πελοπόννησο και τα νησιά του Σαρωνικού, η Ρωξάνδρα έμεινε κοντά στους κατοίκους του Μανζυρίου, όταν ξέσπασε και εκεί πανούκλα το 1829.
Την ίδια γενναία στάση έδειξε και όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας στην Οδησσό. Με την παρουσία της και την ενθάρρυνσή της, μα πάνω απ’ όλα με την οργάνωση συνεργείου περιθάλψεως των ασθενών και την ενημέρωση, η Ρωξάνδρα κατάφερε να εμψυχώσει τον κόσμο να αντιμετωπίσει την επιδημία. «Σε ολόκληρη την περιοχή του Μανζυρίου και σε όλη την επαρχία της Οδησσού, το όνομα της κόμισας Ρωξάνδρας Στούρτζα – Έντλινγκ βρισκόταν στα χείλη όλων των ανθρώπων. Το πρόφεραν με αγάπη αληθινή, με σεβασμό και με το αίσθημα της εμπιστοσύνης και της ασφάλειας», γράφουν οι βιογράφοι της.
Ο Ι. Καποδίστριας δολοφονήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 από τους Γεώργιο και Κων/νο Μαυρομιχάλη, καθώς εισερχόταν στον Ι.Ν. Αγίου Σπυρίδωνος, στο Ναύπλιο
Λίγους μήνες πριν από το θάνατό της, που διαισθανόταν να έρχεται, η Ρωξάνδρα έγραψε μια σύντομη βιογραφία της μητέρας της (Vie de ma mere) και ελάχιστα σκόρπια σημειώματα. Σε κάποιο από αυτά σημείωσε με τρεμάμενο χέρι: «Ιωάννη! Δεν υπήρξες ποτέ εραστής μου!.. Τώρα, όμως, που η ζωή μου τελειώνει, μπορώ να σου ειπώ: Είσαι ο μοναδικός Άνδρας, που αγάπησα βαθιά και αιώνια. Ποτέ δεν αγάπησα άλλον, σε όλη μου τη ζωή!..».