της Κατερίνας Κοφφινά, πολιτισμολόγου
ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ
Η Φλωρεντία ήταν το κυριότερο κέντρο της Αναγέννησης. Εκεί καλλιεργήθηκαν περισσότερο συστηματικά τα ελληνικά γράμματα από ότι στις άλλες πόλεις. Ο μαικήνας Palla Strozzi ενίσχυε τους ανθρώπους των γραμμάτων. Οι Μέδικοι διαδέχθηκαν τον Strozzi στην εξουσία και συνέχισαν με τον ίδιο ζήλο την ενίσχυση των γραμμάτων.
Η Φλωρεντία υπήρξε το επίκεντρο της καλλιτεχνικής άνθησης από τον 15ο αιώνα και μετά. Εκεί εμφανίστηκαν οι τεχνικές και τα θέματα που χαρακτήρισαν την τέχνη της Αναγέννησης. Ως τα τέλη του 15ου αιώνα η Φλωρεντία παρέμενε η εστία της καλλιτεχνικής Αναγέννησης. Οι μαικήνες της, έμποροι και τραπεζίτες, ζήτησαν από τους καλλιτέχνες να διακοσμήσουν τα μέγαρα, τις εκκλησίες και τα δημόσια μνημεία. Αναπτύχθηκαν ρεύματα στη γλυπτική (Βερόκιο, Ντέλα, Ρόμπια), στην αρχιτεκτονική (Μικελότσο). Κυρίως όμως στη ζωγραφική, τα τέλη του 15ου αιώνα σημαδεύτηκαν από τα έργα του Μποτιτσέλι και του Λεονάρντο ντα Βίντσι. Οι δύο ζωγράφοι ήταν βαθιά επηρεασμένοι από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και συνδεδεμένοι με τους Μεδίκους.
Η αναγεννησιακή Φλωρεντία ήταν το κέντρο των ουμανιστικών σπουδών και της λογιότητας. Στο πανεπιστήμιό της ήταν δυνατή η σπουδή των ελληνικών και λατινικών και η «Πλατωνική Ακαδημία» ήταν αφοσιωμένη στη μελέτη των έργων του Πλάτωνα και των μαθητών του. Η πλήρης και ενθουσιώδης αφοσίωση στην παιδεία ήταν χαρακτηριστικό των Φλωρεντινών και αναγκαιότητα πρωταρχική έναντι όλων των άλλων. Συχνά οι έμποροι από τη Φλωρεντία και οι δημόσιοι άνδρες γνώριζαν αρχαία ελληνικά και λατινικά. Επίσης κατείχαν την πολιτική και την ηθική του Αριστοτέλη. Είναι η εποχή των πολύπλευρων ανθρώπων που όμοιά της δεν συναντάται σε άλλο μέρος τότε. Ιδιαίτερα στην ιστορία της Φλωρεντίας οι δημόσιοι άνδρες και οι ηγέτες απέκτησαν χαρακτηριστική ατομική παρουσία.
Το ξεκίνημα της αναγέννησης των ελληνικών σπουδών στη Φλωρεντία πραγματοποιήθηκε από το Μανουήλ Χρυσολωρά. Δίδαξε την αρχαία ελληνική γραμματεία στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας από το 1396 έως το 1399 και η παρουσία του αποτελεί σταθμό στην ιστορία των ελληνικών σπουδών στη Δύση. Tα ελάχιστα που γνωρίζουμε σήμερα για το πρόσωπο του Χρυσολωρά προέρχονται κυρίως από τα κείμενα των μαθητών του, μερικοί από τους οποίους πραγματικά τον θεοποίησαν. Τον περιγράφουν σαν άνθρωπο με γοητεία, χαρισματικό στην επικοινωνία και ασυνήθιστα πολυμαθή. Οι διδακτικές μέθοδοί του ήταν καινοτόμες ή και επαναστατικές. Το πιο εντυπωσιακό όμως ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι μέθοδοι αυτές εναρμονίζονταν με τις ανάγκες και τις αξίες του ουμανιστικού περιβάλλοντος που συνάντησε στη Φλωρεντία. Το έργο του Ερωτήματα παρέμεινε για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα ως η καθιερωμένη εισαγωγή του Δυτικού σπουδαστή στα αρχαία ελληνικά. Διάσημοι πολιτικοί και Ιταλοί ανθρωπιστές παρακολουθούσαν τα μαθήματά του. Τα μαθήματα γίνονταν από χειρόγραφα και προκαλούσαν μεγάλο ενθουσιασμό. Ο Χρυσολωράς προετοίμασε το έδαφος στην Ιταλία για τους επόμενους Βυζαντινούς λόγιους. Οι μαθητές του αντιπροσώπευσαν την πρώτη πραγματική γενιά μελετητών των κλασικών ελληνικών στη Δυτική Ευρώπη.
Ο Κοσμάς Μέδικος ίδρυσε την Πλατωνική Ακαδημία στη Φλωρεντία επηρεασμένος από τις ιδέες του Πλήθωνος και προσέλαβε τον Ιωάννη Αργυρόπουλο ως δάσκαλο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας για το γιο του. Γεννημένος τη χρονιά που πέθανε ο Χρυσολωράς, ο Αργυρόπουλος αποδείχτηκε άξιος διάδοχος του και είχε έναν αντίστοιχο ρόλο στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη του φλωρεντινού ουμανισμού. Όπως ο Χρυσολωράς έτσι κι αυτός έδινε εξαιρετικές παραστάσεις στην τάξη, οι οποίες δραστηριοποιούσαν τους μαθητές του. Δίδασκε Αριστοτέλη τη μέρα, αλλά ανταποκρινόμενος στην περιέργεια των Ιταλών έδινε ιδιαίτερα μαθήματα για τον Πλάτωνα τα βράδια. Ο Αργυρόπουλος κόρεσε την πείνα για πλατωνική γνώση, την οποία είχε προκαλέσει ο Πλήθων κατά τη διάρκεια της συνόδου της Φλωρεντίας. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξε για δεκατέσσερα χρόνια (μέχρι το 1471) αρχαία ελληνική φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Η συμβολή του στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας στη Δύση ήταν μεγάλη, δίδαξε Πλάτωνα και Αριστοτέλη και προσπάθησε να συμφιλιώσει τις δύο πλευρές της διένεξης. Επίσης μεγάλη ήταν η εκτίμηση, η οποία απολάμβανε στη Φλωρεντία από τους λόγιους αλλά και από τους μαθητές του. Στους μαθητές του περιλαμβάνονταν ο Λαυρέντιος ο Μεγαλοπρεπής, ο νεαρός αριστοκράτης Ντονάτο Ατσαγιουόλι, του οποίου η οικογένεια είχε διοικήσει το φλωρεντινό Δουκάτο της Αθήνας και ο σημαντικότατος γλωσσολόγος Άντζελο Πολιτσιάνο. Έδωσε ώθηση στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας μέσα από ένα νέο και καινοτόμο πνεύμα. Οι μεταφράσεις του στα λατινικά των Ελλήνων κλασικών και κυρίως του Αριστοτέλη έφεραν σε επαφή τους Ιταλούς ουμανιστές λόγιους με το αρχαίο ελληνικό πνεύμα και τη διανόηση.
Μία άλλη εξέχουσα μορφή στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας ήταν ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης. Το 1472 εγκαταστάθηκε στη Φλωρεντία και το 1475 προτάθηκε επίσημα για την καθέδρα των ελληνικών. Δίδαξε για δεκαέξι χρόνια και απέκτησε φήμη στην πνευματική ζωή της πόλης. Παράλληλα αφοσιώθηκε στην έκδοση ολόκληρου του σωζόμενου ποιητικού έργου του Ομήρου. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας εκδότης στη Φλωρεντία. Θεωρούσε ότι για τη διάδοση των ελληνικών σπουδών χρειάζονταν πλήρεις εκδόσεις των ελληνικών κειμένων και σωστό μεταφραστικό έργο. Μαθητής του Δημητρίου Χαλκοκονδύλη ήταν ο Ιανός Λάσκαρης, ο οποίος δίδαξε ελληνική φιλοσοφία και λογοτεχνία στη Φλωρεντία. Κατ’ εντολή του Λαυρέντιου των Μεδίκων ταξίδεψε σε ελληνικά μέρη για τη συλλογή χειρογράφων. Η συλλογή των χειρογράφων του πλούτισε τη μεγάλη Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη της Φλωρεντίας.
ΡΩΜΗ
Η Ρώμη απολάμβανε έναν ιδιαίτερο σεβασμό κατά την αναγεννησιακή περίοδο. Ήταν πόλη ερειπίων και συνεπώς φορέας του αρχαίου πνεύματος. Οι κάτοικοι αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι και ενστερνίζονταν την έξαρση με την οποία τους έβλεπε η υπόλοιπη Ιταλία. Το πάθος για την αρχαιότητα έπαιρνε διάφορες μορφές στις κοινωνικές εκδηλώσεις. Κατά την περίοδο του Παύλου Β΄, Σίξτου Δ΄ και Αλεξάνδρου ΣΤ΄ πραγματοποιούνταν μεγαλοπρεπείς πομπές στο καρναβάλι, οι οποίες παρίσταναν την αγαπημένη φαντασίωση της εποχής, δηλαδή το θρίαμβο των αρχαίων Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Οι προσωπικότητες της εποχής και οι καρδινάλιοι γέμιζαν τα σπίτια τους με αρχαία αγάλματα και θραύσματα αγαλμάτων. Επίσης οι αρχαίες διακοσμήσεις τοίχων και θόλων, τα λεγόμενα «γκροτέσκα», ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα την περίοδο του Αλεξάνδρου.
Οι αντικειμενικές γνώσεις για την αρχαία Ρώμη έρχονταν στο φως με τις ανασκαφές. Σε μία από αυτές τις ανασκαφές ήρθε στο φως το 1485 το καλοδιατηρημένο νεκρό σώμα μιας νεαρής Ρωμαίας από την αρχαιότητα. Το νεκρό σώμα μεταφέρθηκε στο μέγαρο των συντηρητών του Καπιτωλίου, όπου και άρχισε αληθινό προσκύνημα. Παράλληλα ήρθαν πολλοί ζωγράφοι, για να το αποθανατίσουν. Το αξιοσημείωτο σε αυτό το περιστατικό, όπως αναφέρει και ο Μπούρκχαρτ, είναι η αντίληψη ότι το αρχαίο σώμα όφειλε να είναι ωραιότερο από οτιδήποτε ζωντανό.
Μία σημαντική πλευρά στην ιστορία της ιταλικής τέχνης, την περίοδο 1450- 1550, είναι η αναβίωση της Ρώμης σαν μεγάλο κέντρο προστασίας των τεχνών. Οι πάπες του 15ου αιώνα ήταν πολιτικά αποδυναμωμένοι. Οι περιπέτειες που είχαν προηγηθεί κατά τον 14ο αιώνα («εξορία» στην Αβινιόν) είχαν καταστρεπτικές συνέπειες για τη δημιουργία έργων τέχνης. Πολλοί καλλιτέχνες επισκέπτονταν τη Ρώμη κατά τον 15ο αιώνα, όμως κανείς δεν εγκαταστάθηκε εκεί. Η ρωμαϊκή τέχνη μέχρι τις αρχές του 16ου αιώνα παρέμενε επαρχιακή. Η πολιτική ανάρρωση του παπισμού στις αρχές του 16ου αιώνα έκανε τη Ρώμη κέντρο παραγωγής έργων υψηλής τέχνης. Τα έργα που δημιουργήθηκαν μέχρι το 1527 άλλαξαν τη φυσιογνωμία της Ιταλίας και της Ευρώπης. Μεγάλοι καλλιτέχνες, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος και ο Ραφαήλ, δημιούργησαν έργα τα οποία συνήθως περιγράφονται ως «ακμή της Αναγέννησης». Τέτοια είναι η «Καπέλλα Σιξτίνα», η «Πιετά» του Μιχαήλ Άγγελου, η «Σχολή των Αθηνών» του Ραφαήλ, η βασιλική του Αγίου Πέτρου του Μπραμάντε, μοναδικά έργα εξαιρετικής ομορφιάς. Επίσης, τα λατινικά επιγράμματα και οι επιγραφές που στόλιζαν ένα μνημείο, ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα στη Ρώμη. Η αρχιτεκτονική και η διακόσμηση ήταν προσανατολισμένες στην τοποθέτηση επιγραφών. Όταν ένα επίγραμμα θεωρούνταν αρχαίο, ο θρίαμβος ήταν μεγάλος, όπως και όταν φαινόταν τόσο έξοχο, ώστε να το ξέρει απ’ έξω όλη η Ιταλία.
Αλλά και η εξωτερική πλευρά του ανθρώπου καθίσταται αντικείμενο παρατήρησης, αφού αναγνωρίζεται το ωραίο και περιγράφεται. Σύμφωνα με τον Μπούρκχαρτ, ακόμη και σήμερα οι Ρωμαίοι έχουν την ικανότητα να καθιστούν αναγνωρίσιμο έναν άνθρωπο, για τον οποίο γίνεται λόγος, με τρεις λέξεις. Η γρήγορη αυτή σύνοψη των χαρακτηριστικών αποτελεί προαπαιτούμενο για την αναγνώριση του ωραίου και την περιγραφή του. Επίσης ένα έθιμο, το οποίο αποτελούσε μία συμβολική τελετουργία κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, ήταν η στέψη των ποιητών με δάφνινο στεφάνι. Η στέψη αυτή ήταν μία επίδειξη, ένα ξέσπασμα του λογοτεχνικού κλέους, το οποίο είχε κληροδοτηθεί στους αρχαίους Ρωμαίους από τους ΄Ελληνες.
Οι περισσότεροι Έλληνες λόγιοι πέρασαν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκαν εκεί κατά διαστήματα. Δίδαξαν σε σχολές και Ακαδημίες, μετέφρασαν αρχαία κείμενα και συντέλεσαν γενικότερα στο αναγεννησιακό κλίμα της εποχής.
Ο αρχιεπίσκοπος Νικαίας Βησσαρίων, αγαπημένος μαθητής του Πλήθωνος, δεχόταν και προστάτευε στην έπαυλή του, στη Ρώμη -ένα είδος Ακαδημίας όπου γίνονταν συζητήσεις φιλοσοφικού και φιλολογικού περιεχομένου- πολλούς Έλληνες πρόσφυγες, οι οποίοι τον προμήθευαν με ελληνικά χειρόγραφα, πολλά από τα οποία είχαν μεταφράσει οι ίδιοι αλλά και Δυτικοί στα λατινικά. Ο κύκλος αυτός των λογίων γύρω από τον Βησσαρίωνα και τον πάπα Νικόλαο Ε΄ αποτέλεσε την πρώτη εκδήλωση της αναγέννησης των ελληνικών γραμμάτων στη Ρώμη.
Ο Βησσαρίων δελέασε και έναν λαμπρό γηγενή Ρωμαίο λόγιο, ονόματι Λορέντσο Βάλλα, ο οποίος επέστρεψε στη Ρώμη από την ουμανιστική Αυλή της Νάπολης, όπου εργαζόταν για περισσότερο από μία δεκαετία. Ορισμένοι ερευνητές πιστεύουν ότι ο Βάλα, ένας από τους πιο προικισμένους κλασικιστές της Αναγέννησης και η πιο σημαντική μορφή ανάμεσα στον κύκλο του Βησσαρίωνα στη Ρώμη, είχε σπουδάσει ελληνικά με τον Γκουαρίνο από τη Βερόνα. Ο Ουμανιστής πάπας Νικόλαος Ε΄ ανέθεσε στο Βάλα την πρώτη μετάφραση στα λατινικά του Έλληνα ιστορικού Θουκιδίδη, έργο ορόσημο, το οποίο οι σύγχρονοι ερευνητές θεωρούν ως το πιο εντυπωσιακό δημιούργημά του. Αργότερα ο Νικόλαος ανέθεσε στο Βάλα τη μετάφραση του Ηρόδοτου. Και στις δύο μεταφράσεις, αλλά κυρίως στο Θουκιδίδη, ο Βάλα έκανε πολύτιμες επεμβάσεις στο κείμενο και διορθώσεις στα σημεία όπου τα χειρόγραφα ήταν φθαρμένα.
Ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, μαθητής του Πλήθωνος, έφτασε στη Ρώμη το 1449 και μαθήτευσε κοντά στο Θεόδωρο Γαζή, ο οποίος ήταν από τους σημαντικότερους βυζαντινούς δασκάλους. Δίδαξε στη Ρώμη από το 1455 μέχρι το 1463. Συμμετείχε στη διαμάχη πλατωνιστών και αριστοτελιστών, αφού ο ίδιος ήταν επηρεασμένος από την πλατωνική σκέψη, αλλά ωστόσο υπεράσπισε και την αριστοτελική φιλοσοφία. Ο Ιωάννης Αργυρόπουλος εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, κοντά στον Βησσαρίωνα, από το 1471 μέχρι το 1477. Επέστρεψε στη Φλωρεντία το 1477 για λίγο και μετά γύρισε ξανά στη Ρώμη, όπου έζησε μέχρι το θάνατό του. Ο Ιανός Λάσκαρις και ο μαθητής του Μάρκος Μουσούρος πέθαναν επίσης στη Ρώμη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) Γ. Μπουρκχάρτ, Ο Πολιτισμός της Αναγέννησης στην Ιταλία, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1997.
2) Παγκόσμιος Ιστορία Τέχνης, εκδ. Χρυσός Τύπος, Αθήνα 1977.
3) S. Berstein, P. Milza, Ιστορία Της Ευρώπης, τόμος 1, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997.
4) C. Wells, Σαλπάροντας απ’ το Βυζάντιο, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2008.