Χρήστος Μουτσούρης
Εισαγωγή
Το προκείμενο άρθρο αποσκοπεί, αφενός μεν στο να παρουσιάσει τις ιδιαιτερότητες της εν λόγω περιόδου και να σταθεί στις συνέπειες των σχετικών γεγονότων για την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία και ό,τι ακολούθησε, να προσεγγίσει το ερώτημα, αν και σε ποιο βαθμό τα “Πολιτικά Κείμενα” και κυρίως οι θέσεις της Rosa Luxemburg, για τον ρόλο του πιστωτικού συστήματος και των ενώσεων επιχειρηματιών, οι οποίες διατυπώνονται στο κείμενο “Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση” άσκησαν επίδραση στα γεγονότα αυτά και να επισημάνει και να τονίσει τυχόν δυνατότητες εξαγωγής πολύτιμων για την αντιμετώπιση της σημερινής ελληνικής αλλά και ευρύτερα παγκόσμιας κρίσης, όσο φυσικά το επιτρέπουν οι δυνατότητες ενός δοκιμίου.

Για να γίνει αυτό, θα προηγηθεί μια -όσο το δυνατό πιο συνοπτική- παρουσίαση κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κοινωνικοπολιτικής εξέλιξης της Γερμανίας, κυρίως από την ενοποίηση της το 1871, μέχρι τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου τον Νοέμβριο του 1918 και θα επισημανθούν οι σταθμοί της περιόδου, έστω περιληπτικά. Θα ακολουθήσουν, η παρουσίαση των κυριότερων γεγονότων της υπό εξέτασιν περιόδου αφενός και αφετέρου, μια όσο το δυνατόν πιο συμπυκνωμένη αλλά και γλαφυρή ανάλυση των “Πολιτικών Κειμένων”. Στο τέλος, θα γίνει προσπάθεια να απαντηθεί το ερώτημα, σχετικά με τον βαθμό της επίδρασης τους στα γεγονότα της ως άνω περιόδου. Εκτός από τη γενική αναφορά, η εργασία θα επικεντρωθεί κυρίως στην ανάλυση του πρώτου διαστήματος, ως το 1923 και στο κείμενο “Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση”, διότι εκεί υπάρχει η πρώτη σαφής εικόνα για το πώς διαμορφωνόταν η κατάσταση στους κόλπους των Σοσιαλιστών, μετά το 1918. Κυρίως, θα παρουσιαστεί η σύγκρουση της Luxemburg, με τον ρεβιζιονιστή Edward Bernstein σχετικά με το ρόλο του πιστωτικού συστήματος (Kreditwesen) και των ενώσεων επιχειρηματιών (Unternehmerorganisationen).
Χρήσιμα Ερωτήματα
Στο σημείο αυτό, θεωρείται σκόπιμο να διατυπωθεί με περισσότερη ευκρίνεια και σαφήνεια το γενικό πλαίσιο των ερωτημάτων, τα οποία πρόκειται να εξεταστούν στη συνέχεια. Η Βαϊμάρη υπήρξε καρπός αποκλειστικά των γεγονότων που έλαβαν χώρα την περίοδο του πολέμου, ή μιας αλληλουχίας γεγονότων με αφετηρία την περίοδο πριν την Επανάσταση του Μαρτίου 1848 (Vormarz); Ποια υπήρξαν τα στοιχεία εκείνα που οδήγησαν στην πρωτοφανή πόλωση; Κατά πόσο συνέτεινε η στάση των δύο άκρων στην κατάρρευσή της και την άνοδο των Εθνικοσοσιαλιστών στην εξουσία; Κατά πόσο η περίοδος αυτή αποτελεί οργανική συνέχεια της κοινωνικοπολιτικής και ιστορικής εξέλιξης της Γερμανίας και-σε αυτά τα πλαίσια- ποια είναι η θέση των “Πολιτικών Κειμένων”; Είναι δυνατό να διερευνηθεί κατά πόσο-έστω σχηματικά και κατά προσέγγιση- συνέβαλαν στην πτώση της η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η κρίση του 1929/30, οι εγγενείς αδυναμίες της Δημοκρατίας (Σύνταγμα-εκλογικό σύστημα – ο ρόλος του δημοψηφίσματος) και η προσωπικότητα του Χίτλερ; Τα “Πολιτικά Κείμενα” αποτελούν απλή κωδικοποίηση των θέσεων της R. Luxemburg, οι απόψεις που παρουσιάζονται σε αυτά μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν αντικείμενο ανάπτυξης ενός γενικότερου επιστημονικού, αλλά και κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού; Κατά πόσο έχει γίνει κάτι τέτοιο; Ποια είναι η ιδιαίτερη χρησιμότητα τους ευρύτερα αλλά και ειδικότερα για την Ελλάδα και ποιες σχετικές ιδέες και προτάσεις θα μπορούσαν να διατυπωθούν υπό το ιδιαίτερο πρίσμα που αυτά εξετάζονται στην παρούσα εργασία;

Τα πρωθύστερα
Καταρχήν, εδώ είναι ανάγκη να τονιστεί ιδιαίτερα, ότι η Γερμανία σε διάστημα 70 χρόνων υπέστη τέσσερεις πολιτειακές μεταβολές (1918/19 Βαϊμάρη – (1933) άνοδος των Εθνικοσοσιαλιστών – (1945) Δημοκρατία της Βόννης/διαίρεση – (1989) Επανένωση/Δημοκρατία του Βερολίνου). Ο Καθηγητής της Πολ. Επιστήμης στο Chemnitz Eckhard Jesse ,στο πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο: Systemwechsel in Deutschland 1918/19-1933-1945/49-1989/90, αναφέρει ότι είναι δυνατές τεσσάρων ειδών πολιτειακές μεταβολές: Από μια αυταρχική δικτατορία σε μια λειτουργική δημοκρατία, από μια αυταρχική δικτατορία σε μια ελλειπτική δημοκρατία, από μια ολοκληρωτική δικτατορία σε μια λειτουργική δημοκρατία ,από μια ολοκληρωτική δικτατορία σε μια ελλειπτική δημοκρατία. Ωστόσο, στην ίδια μελέτη αναφέρεται ότι μια πολιτειακή αλλαγή (Wandel), δεν αποτελεί κατά ανάγκη ασυνέχεια (Diskontinuitat) του συστήματος μιας χώρας. Ακόμα και ο χαρακτηρισμός “ώρα μηδέν” – συνηθέστατος ιδιαίτερα για την απόδοση της κατάστασης της Γερμανίας το 1945- θεωρείται υπερβολή.
Πολύ ενδιαφέρουσα για την ευρύτερη και βαθύτερη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της ιστορικής, κοινωνικοοικονομικής κα πολιτικής εξέλιξης όλου του γερμανόφωνου χώρου, θεωρείται η μελέτη του Reinhard Kuhnl “Formen burgerlicher Herrschaft Liberalismus –Faschismus” έκδ. Rowohlt, επιμ. Freimut Duve. Κατά την άποψη του, την οποία φαίνεται ότι ενστερνίζεται και η πλειονότητα των μελετητών, υπάρχουν ορισμένοι ιδιαίτεροι λόγοι για τους οποίους στη Γερμανία και την Ιταλία κατέλαβαν οι Φασίστες και οι Εθνικοσοσιαλιστές αντίστοιχα, την εξουσία. Πρώτον, στις δύο αυτές περιπτώσεις η συγκρότηση σε ενιαίες κρατικές οντότητες πραγματοποιήθηκε πολύ αργότερα (Γερμανία 1871). Δεύτερον, στις χώρες αυτές, η εκβιομηχάνιση συντελείται κυρίως μετά το 1945-σε αντίθεση με τα άλλα μεγάλα Δυτικά κράτη. Τρίτον, δεν υπήρξαν τόσο μεγάλες αποικιακές δυνάμεις, κάτι το οποίο τις έκανε πιο ευάλωτες στην κρίση του 1929/30, διότι ούτε φτηνές πρώτες ύλες μπορούσαν να προμηθευτούν, ούτε να προωθήσουν τα βιομηχανικά τους προιόντα. Μια από τις κυριότερες αιτίες ανόδου των συγκεκριμένων καθεστώτων, υπήρξε η υπόσχεση να κάνουν τις χώρες αυτές μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις.
Για να γίνει καλύτερα κατανοητές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αφενός, η Δημοκρατία της Βαϊμάρης δημιουργήθηκε κα αφετέρου, γράφτηκαν τα “Πολιτικά Κείμενα”, θεωρείται αναγκαίο να γίνει μια παρουσίαση του συνολικού ιστορικού πλαισίου με το οποίο ασχολείται η προκείμενη εργασία. Είναι η πρώτη φορά που στον γερμανόφωνο χώρο τίθεται σε μια τόσο ευρεία βάση το ζήτημα του γενικότερου κοινωνικοπολιτικού εκδημοκρατισμού. Σε σχέση με το ότι τον Φεβρουάριο του ιδίου έτους έλαβε χώρα η αντίστοιχη εξέγερση στη Γαλλία, αποδεικνύεται ότι η γεωγραφική εγγύτητα μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει, ειδικά στις περιπτώσεις στις οποίες δεν υπάρχει μεγάλη πολιτισμική ανομοιογένεια (cultural anhomogenity), παράγοντα άμεσης μετάδοσης κοινωνικοπολιτικών εξεγέρσεων.
Το 1863,ο Ferdinard Lassale και ο August Bebel, ιδρύουν τη Γενική Ένωση Γερμανών Εργαζομένων (Allgemeiner Deutscher Arbeiterverein-ADAV), που αργότερα μετονομάστηκε σε Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (Sozialdemokratische Partei Deutschlands – SPD). Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι το κόμμα αυτό αποτελεί το πρώτο σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο, από το οποίο προήλθαν οι Karl Marx,Friedrich Engels, Karl Liebknecht, Rosa Luxemburg, Karl Kautzky, (βλ. GREBING; HELGA=ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Η. ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ΕΚΔ. ‘ΠΑΠΑΖΗΣΗ” 1982). Το κόμμα αυτό τέθηκε δύο φορές εκτός νόμου, το 1875 με το Νόμο για τους Σοσιαλιστές του Bismarck (Sozialistengesetz) και το 1933 από τους Εθνικοσοσιαλιστές. Το Δεκέμβριο του 1918, έγινε διάσπαση σε “πλειοψηφούντες Σοσιαλδημοκράτες” (MSPD) και ανεξάρτητους Σοσιαλδημοκράτες (USPD), οι οποίοι μαζί με τους “Σπαρτακιστές”(Spartakusbund), ιδρύουν το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας ‘(KPD), στο τέλος Δεκεμβρίου. Στις 21-4-1948, στις Ανατολικές περιοχές έγινε η λεγόμενη “Zwangsvereinigung” (αναγκαστική ένωση), της τοπικής SPD και της ΚPD και το νέο κόμμα ονομάστηκε Κόμμα Σοσιαλιστικής Ενότητας της Γερμανίας (Sozialistische Einheitspartei Deutschlands- SED), το ΚΚ της- μετέπειτα-Ανατολικής Γερμανίας. Ο Wilhelm Pieck (KPD) έγινε ο πρώτος Πρόεδρος και ο Otto Grotewohl (SPD), ο πρώτος πρωθυπουργός.
Η σημαντικότερη μορφή της SPD μεταπολεμικά, κατά τον γράφοντα – ήταν ο Willy Brandt, πρόεδρος του (1964-1987) και μετέπειτα Επίτιμος, ως το θάνατο του τον Οκτώβριο του 1992), Αντικαγκελλάριος και Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού του Kurt-Georg Kiesinger (1966-1969), Καγκελάριος (1969-Μαίος 1974) και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (1976-1992). Έγινε πασίγνωστος γιατί βασικός άξονας της εξωτερικής του πολιτικής υπήρξε η προσέγγιση των δύο Συνασπισμών (Ostpolitik).
Το 1871 πραγματοποιήθηκε η ενοποίηση της Γερμανίας. Πρώτος καγκελάριος ο Bismarck, ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής του οποίου υπήρξε το ότι ήταν κατά της συμμετοχής Πανεπιστημιακών στην κυβέρνηση “In der Regierung drei Professoren, Vaterland verloren” (Τρείς καθηγητές στην Κυβέρνηση και η πατρίδα είναι χαμένη). Ωστόσο, για πρώτη φορά αυτή την εποχή καθιερώνεται ο όρος “κοινωνικό”.
Αύγουστος 1914: Ο δούκας Φερδινάρδος τηςΑυστροουγγαρίας δολοφονείται από έναν Σερβοβόσνιο φοιτητή στο Σεράγιεβο. Η Αυστροουγγαρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία. Η Ρωσία τάσσεται στο πλευρό της Σερβίας και η Γερμανία στο πλευρό της Αυστροουγγαρίας. Ο Α΄Παγκόσμιος Πόλεμος είναι γεγονός.
Νοέμβριος 1918-Ιανουάριος 1919. Τελειώνει ο Α΄Παγκόσμιος. Υπογράφεται η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία προέβλεπε εκτός από τις υπέρογκες αποζημιώσεις, κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας, αποστρατιωτικοποίηση πολύ σημαντικών περιοχών και γενικά πολύ μεγάλους περιορισμούς της στρατιωτικής ισχύος.[1].Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράγραφος 218, η οποία ρυθμίζει το ύψος ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων που –παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του τότε Προέδρου των ΗΠΑ Woodrow Wilson, ήταν πάρα πολύ ψηλές. Αυτό αποτέλεσε μια βασική αιτία της ανάληψης της εξουσίας από τους Εθνικοσοσιαλιστές. Ο Αυτοκράτορας Γουλιέλμος παραιτείται και σχηματίζεται Κυβέρνηση υπό τον Πρίγκηπα Max της Βάδης, συγγενή του Αυτοκράτορα γνωστό για τις δημοκρατικές του πεποιθήσεις. Η Εθνοσυνέλευση, που λόγω ταραχών στο Βερολίνο, συνήλθε στη Βαιμάρη, ψηφίζει το Σύνταγμα της Βαιμάρης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, παρουσιάζει το άρθρο 48, το οποίο ρυθμίζει τις αρμοδιότητες του Προέδρου. Αυτός εκλέγεται για 7 χρόνια, με απεριόριστη δυνατότητα επανεκλογής. Επίσης, προέβλεπε και έκτακτες εξουσίες τις οποίες για λόγους που δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί, ο τότε Πρόεδρος Hindeburg δεν εξάσκησε και έτσι έγινε δυνατή η ανάληψη της Καγκελαρίας από τον Χίτλερ. Οι Rosa Luxemburg-Karl Liebknecht, δολοφονούνται στις 15-1-1919.Οι εκλογές της 19-1-1919,αναδεικνύουν κυβέρνηση συνεργασίας της SPD με τα κεντρώα κόμματα, με καγκελάριο τον Philip Scheidemann.Πρόεδρος είχε ήδη εκλεγεί ο αρχηγός της ΜSPD Friedrich Ebert.

Φάσεις της εξεταζόμενης περιόδου
Α. 1918/19-1923 [2] Η βαριά κληρονομιά: Είναι η κατεξοχήν περίοδος την οποία εξετάζει η παρούσα εργασία, διότι -συν τοις άλλοις- η Rosa Luxemburg έχει ενεργό ρόλο, ως την εκτέλεση της μαζί με τον Karl Liebknecht στις 15-1-1919, αφενός αλλά και αφετέρου εκτός από αυτό, οι ιδέες και απόψεις που διατυπώνονται στα “Πολιτικά Κείμενα”, ασκούν καταλυτικότερη επίδραση στο γενικότερο γερμανικό πολιτικό, κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Κάνοντας μια γενικότερη επισκόπηση, διαπιστώνει κανένας, ότι η Δημοκρατία της Βαιμάρης αρχίζει και τελειώνει με δύο φάσεις μεστές γεγονότων, σε αντίθεση με τη δεύτερη φάση. Κυριότερα γεγονότα της πρώτης περιόδου: Η Επανάσταση του Νοέμβρη 1918 – Οι Σπαρτακιστές – Ο Εμφύλιος – Η ίδρυση του Κόμματος Γερμανών Εργαζομένων – Η σοβιετική Δημοκρατία του Μονάχου [3] -Το πραξικόπημα του Kapp (Kapp-Putsch) – Η κρίση του 1923 – Το πραξικόπημα του Χίτλερ (8-11-1923).
Σε αυτό το γεγονός αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά, διότι αποτελεί την πρώτη μαζική εκδήλωση των Εθνικοσοσιαλιστών. Αποπειράθηκαν, ανεπιτυχώς να μιμηθούν την “Πορεία προς τη Ρώμη” του Μουσολίνι (28-10-1922). Πράγματι ,στις 8.11.1923 στην Odeonsplatz του Μονάχου, συγκεντρώθηκαν και πραγματοποίησαν πορεία με στόχο να καταλάβουν την εξουσία. Η πορεία αυτή κατεστάλη και συνελήφθησαν οι πρωταγωνιστές της {Ο Χίτλερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση – εκεί έγραψε και το Mein Kampf (Ο Αγών μου) και μετά, σε διετή απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας επί Βαυαρικού εδάφους. Έτσι, για το διάστημα αυτό, μετέφερε τις δραστηριότητες του στη Θουριγγία}.
Β. Η “Εύθραυστη Ειρήνη” (1924-1928): Είναι η πιο ήπια φάση. Ο όρος “Χρυσή Εικοσαετία”, που χρησιμοποιείται συχνά για να τη χαρακτηρίσει, μπορεί να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ούτε κατά το ήμισυ, δηλώνει όμως περίτρανα το μέγεθος της ανακούφισης που δημιούργησε στους Γερμανούς αυτή η –έστω επιφανειακή- όαση ομαλότητας και ηρεμίας, μέσα σε μια τόσο ταραχώδη περίοδο.
Γ. Το τέλος της Δημοκρατίας (1929-1933): Είναι η τελευταία και πιο επώδυνη φάση. Η κρίση του 1929/30, πολύ περισσότερο που η Γερμανία δεν ήταν μεγάλη αποικιοκρατική δύναμη όπως άλλα κράτη της Δύσης (Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία) και επομένως ούτε φτηνές πρώτες ύλες να προμηθευτεί, ούτε να βρει φτηνές αγορές για τα βιομηχανικά της προϊόντα μπορούσε, σε σχέση και με τις συνέπειες της Συνθήκης των Βερσαλλιών που αναπτύχθηκαν ανωτέρω, τις εγγενείς αδυναμίες της Δημοκρατίας, όπως η πόλωση, τα πολύ συχνά δημοψηφίσματα (plebiszitare Demokratie) και η απλή αναλογική, (Άραγε, εκείνοι που αβασάνιστα προτείνουν αυτό το σύστημα για την Ελλάδα, γνωρίζουν τα προβλήματα που επέφερε σε χώρες οι οποίες δεν είχαν απαλλαγεί πρώτα από τον κομματισμό;) συνέτειναν τα μέγιστα στο να δρομολογηθούν οι εξελίξεις που οδήγησαν στην νίκη της NSDAP (Nationalsozialistische Deutsche Arbeiterpartei), στις 30-1-1933 και την άνοδο της στην εξουσία. Αξίζει να επισημανθεί εδώ, ότι το οκονομικό πρόγραμμα του Μαΐου 1932[4], το οποίο συνέταξε ο Υπεύθυνος Οργανωτικού και από τα ηγετικά στελέχη της κοινωνικοεπαναστατικής πτέρυγας (sozial-revolutionare Flugel)[5] Gregor Strasser για την καταπολέμηση της κρίσης, δέχθηκε σφοδρότατη κριτική από οικονομικούς και επιχειρηματικούς κύκλους με αποτέλεσμα, ο Χίτλερ να το σταματήσει, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους.

“Γενική θεώρηση των “Πολιτικών Κειμένων”
Κατά τον γράφοντα, η σημασία της συλλογής αυτής δεν έχει τονιστεί αρκετά ως τώρα. Θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι η συλλογή αυτή έχει “αδικηθεί” και η συνεισφορά της υποτιμηθεί από την πολιτικοεπιστημονική, κοινωνιολογική και ιστορική έρευνα. Ίσως να μην έχει την επιστημονική τελειότητα άλλων κλασικών έργων, αλλά καλύπτει ένα πολύ μεγάλο φάσμα ζητημάτων σχετικά με το πρόβλημα της μετάβασης στο σοσιαλισμό, σε πολύ ωραία γλώσσα και το κυριότερο, προτείνει λύσεις χωρίς να δημιουργεί την εντύπωση ότι στοχεύει στην με κάθε μέσο υποβολή του αναγνώστη να τα ασπαστεί. Και μόνο οι τίτλοι των επί μέρους κειμένων είναι ενδεικτικοί Α.1. “Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση”, Α.2. “Μαζική απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα”, Β.1. “Στρατοκρατία, πόλεμος και εργατική τάξη” Β.2. “Η Κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας” Β.3. “Βασικές αρχές για τα καθήκοντα της διεθνούς Σοσιαλδημοκρατίας” Β.4. “Τι θέλουν οι Σπαρτακιστές;” Β.5. “Το πρόγραμμα μας και η σημερινή κατάσταση” Β.6. “Στο Βερολίνο κυριαρχεί η τάξη” Γ.1. “Οργανωτικά προβλήματα της ρωσικής Σοσιαλδημοκρατίας” Γ.2. “Η Ρωσική Επανάσταση” Γ.3. “Απόσπασμα για τον Πόλεμο, το Εθνικό Ζήτημα και την Επανάσταση”. Ιδιαίτερα, αξίζει να γίνει ιδιαίτερη αναφορά σε δύο σημεία: 1ον, η αντιπαράθεση της με τον ηγέτη των ρεβιζιονιστών Edward Bernstein δεν είναι προσωπική αντιπαράθεση-αυτοσκοπός, αλλά κριτήριο της είναι η πιο πιστή εφαρμογή της σοοσιαλιστικής ιδεολογίας. 2ον, ο όρος “επιστημονικός σοσιαλισμός” δεν παρουσιάζεται ως απλό ιδεολογικό κατασκεύασμα, αλλά τοποθετημένος μέσα στα γενικότερα πλαίσια (συμβούλια- εργατών-στρατιωτών)κλπ., ως σύνδεση θεωρίας και πράξης.

“Κοινωνική μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;”
Σύμφωνα με τον Bernstein, τα κυριότερα μέσα για την προσαρμογή της καπιταλιστικής οικονομίας είναι το πιστωτικό σύστημα, τα βελτιωμένα μέσα μεταφοράς και οι επιχειρησιακές οργανώσεις. Αρχής γενομένης από το πιστωτικό σύστημα, δύο είναι οι σημαντικότερες λειτουργίες η διεύρυνση των δυνατοτήτων επέκτασης της παραγωγής και η διεκπεραίωση και ελάφρυνση της συναλλαγής. Εκεί που η εσωτερική τάση της καπιταλιστικής παραγωγής για απεριόριστη επέκταση στην περιοχή της ατομικής ιδιοκτησίας, στο σημείο αυτό εμφανίζεται το δάνειο ως το μέσο υπέρβασης των δυσκολιών με καπιταλιστικό τρόπο, δημιουργίας των μετοχικών εταιρειών και της βιομηχανικής πίστωσης. Επίσης, διευκολύνει την εμφάνιση και διεύρυνση της κρίσης, με το να μετατρέπει την όλη ανταλλαγή σε ένα τεχνικό μηχανοστάσιο με μια ελάχιστη ποσότητα μεταλλικού χρήματος.
Κατ αυτόν τον τρόπο, το δάνειο όχι μόνο δεν είναι μέσο καταπολέμησης ή έστω μαλακώματος, αλλά ισχυρός παράγοντας σχηματισμού κρίσεων. Δε θα μπορούσε να γινόταν διαφορετικά, εφόσον η υπέρτατη λειτουργία του συνίσταται στην προσπάθεια επίτευξης της μεγίστης δυνατής ελαστικότητας, επέκταση, σχετικοποίηση και ευαισθητοποίηση σε μέγιστο βαθμό όλων των καπιταλιστικών δυνάμεων.
Το επόμενο ερώτημα είναι, πως μπορεί το δάνειο να εμφανίζεται ως “μέσο προσαρμογής” του καπιταλισμού. Σε όποια σχέση και μορφή κι αν εμφανίζεται η “προσαρμογή”, συνίσταται στο να εγγυηθεί ελεύθερο χώρο για τις εγκλωβισμένες δυνάμεις. Αν υπάρχει ένα μέσο να ανέβουν κατακόρυφα όλες οι ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις, αυτό είναι το δάνειο. Μεγαλώνει την αντίθεση ανάμεσα στον τρόπο παραγωγής (Produktionsweise) και τον τρόπο απόκτησης (Aneignungsweise) του προιόντος, χωρίζοντας την παραγωγή από την ιδιοκτησία, με την μετατροπή του κεφαλαίου στην παραγωγή υπό την μορφή του τόκου κεφαλαίου (Kapitalzins), σε γνήσιο τίτλο ιδιοκτησίας. Διευρύνει την αντίθεση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής (Produktionsverhaltnisse) και τις σχέσεις ιδιοκτησίας (Eigentumsverhaltnisse), με την συνένωση πάρα πολλών παραγωγικών δυνάμεων σε ελάχιστα χέρια, δια μέσου της αφαίρεσης της ιδιοκτησίας (Enteignung) πολλών μικροκεφαλαιούχων. Διογκώνει την αντίθεση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας, με την ανάμιξη του κράτους στην παραγωγή, με τη μορφή μετοχικών εταιρειών(Aktiengesellschaften).[6] Επομένως, το δάνειο, όπως υποστηρίζει η Luxemburg,[7] με τη μορφή που έχει αποτελεί μέσο όχι προσαρμογής, αλλά εξολόθρευσης το οποίο έχει επεκταθεί μέσω του ρεφορμισμού και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, κάνοντας περίφημους υποστηρικτές του πιστωτικού συστήματος, όπως στη Γαλλία ο Isqqc Pereire, να μετατρέπονται κατά τον Marx, άλλωτε σε προφήτες και άλλοτε σε απατεώνες.[8]
Οι επιχειρησιακές ενώσεις έχουν στόχο κατά τον Bernstein, να αποτρέψουν την αναρχία και να προφυλάξουν από κρίσεις μέσω του διακανονισμού της παραγωγής. Η εξέλιξη των καρτέλ και των τράστ δεν έχει -κατά την Luxemburg- ερευνηθεί επαρκώς με τις πολύπλευρες οικονομικές της επιδράσεις. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο στα πλαίσια του Μαρξισμού. Το μόνο σίγουρο είναι ότι τότε μόνο θα μπορούσε να επέλθει καταπραύνση της καπιταλιστικής αναρχίας κατ’ αυτόν τον τρόπο, όταν οι ενώσεις αυτές μετεξελιχθούν σε γενικό, κυρίαρχο τύπο παραγωγής. Αυτό όμως, αποκλείεται από τη φύση των καρτέλ. Ο πραγματικός οικονομικός σκοπός και η λειτουργία τους έγκεινται στο να επιδράσουν έτσι, μέσω του αποκλεισμού της ανταγωνιστικότητας στο εσωτερικό ενός κλάδου, ώστε να αυξήσουν το μερίδιο αυτού του βιομηχανικού κλάδου στην ποσότητα κέρδους η οποία έχει επιτευχθεί στην αγορά αγαθών. Οι ενώσεις αυτές έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν αύξηση του ποσοστού κέρδους μόνο σε βάρος των υπολοίπων και για αυτό, δε μπορούν να δράσουν ποτέ από κοινού. Αν επεκταθούν σε όλους τους κλάδους, αυτοκαταργούνται.
Αλλά ακόμα και από πρακτική άποψη, οι ενώσεις αυτές ενεργούν αντίθετα από τις επιδιώξεις τους. Η αύξηση του ποσοστού κέρδους τους στην εγχώρια αγορά επιτυγχάνεται δια της πώλησης στην εξωτερική αγορά της ποσότητας που δεν έχει απορροφηθεί από τη ζήτηση του εσωτερικού,σε πολύ φθηνότερες τιμές. Έτσι, με την όξυνση του ανταγωνισμού, επέρχεται η αναρχία στη διεθνή αγορά. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα -τουλάχιστον για την εποχή- μνημονεύεται η βιομηχανία ζάχαρης.
Τελικά, οι επιχειρηματικές ενώσεις ως μορφή εμφάνισης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μπορούν να θεωρηθούν μόνο σαν ένα μεταβατικό στάδιο, μια φάση της καπιταλιστικής εξέλιξης. Σε τελική ανάλυση, τα καρτέλ αποτελούν ένα μέσο της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας το οποίο αποσκοπεί στη συγκράτηση της μοιραίας πτώσης του ποσοστού κέρδους σε επιμέρους παραγωγικούς κλάδους, με την ίδια μέθοδο που εμφανίζεται, με διαφορετική μορφή στις κρίσεις, τουτέστιν την κατάτμηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου. Όταν όμως αρχίσει η διαθέσιμη αγορά (Absatzmarkt)[9] να συρρικνώνεται με τη λειτουργία της παγκόσμιας αγοράς και τον ανταγωνισμό των καπιταλιστικών χωρών -κάτι που προέβλεπε η Rosa Luxemburg από τότε- σε αυτή την περίπτωση το ήδη κοινωνικοποιημένο μέσω των οργανώσεων κεφάλαιο, θα μετατραπεί σε ιδιωτικό. Έτσι, κάθε επιχείρηση θα δοκιμάσει την τύχη της μόνη της και οι σχετικές ενώσεις θα διαλυθούν.
Εν τέλει, τα καρτέλ όπως και το δάνειο εμφανίζονται ως συγκεκριμένες φάσεις εξέλιξης του καπιταλισμού, οι οποίες μεγαλώνουν την αναρχία και οξύνουν τις αντιθέσεις του συστήματος αυτού.
Οξύνουν την αντίφαση ανάμεσα στην διαδικασία παραγωγής και τη διαδικασία κατανάλωσης, αποκορυφώνοντας την πάλη ανάμεσα στον παραγωγό και τον καταναλωτή, κάτι που παρατηρείται ιδίως στις ΗΠΑ.
Οξύνουν την αντίθεση μεταξύ παραγωγής και ιδιοκτησίας, υποτάσσοντας την εργατική τάξη στην κεφαλαιοκρατική.
Οξύνουν την αντίθεση ανάμεσα στο διεθνή χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας και τον εθνικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού κράτους, διότι συνεπιφέρουν ένα γενικό τελωνειακό πόλεμο που αποκορυφώνει τις αντιθέσεις των επιμέρους καπιταλιστικών κρατών.
Στη συνέχεια η Luxemburg θέτει το ακόλουθο ερώτημα: Αν το πιστωτικό σύστημα, τα καρτέλ και τα παρόμοια δεν παραμερίζουν την αναρχία της καπιταλιστικής οικονομίας, πως εξηγείται το γεγονός ότι είχε παρέλθει μια εικοσαετία, από το 1893 που εμφανίστηκε η τελευταία κρίση του εμπορίου; Η άποψή της είναι ότι οι κρίσεις του εμπορίου -μέχρι τότε- είναι επακόλουθα της διεύρυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι του κορεσμού της. Το σχήμα του Marx είναι εφαρμόσιμο σε όλες τις κρίσεις, εφόσον αποκαλύπτει τον εσωτερικό μηχανισμό και τις βαθιές τους αιτίες
Σαν ολότητα όμως αυτό το σχήμα ταιριάζει περισσότερο σε μια πλήρως ανεπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία όπου η παγκόσμια αγορά (Weltmarkt) θεωρείται κάτι δεδομένο. Μόνο τότε μπορούν να επαναληφθούν οι κρίσεις έτσι όπως προδιαγράφει η κλασική μαρξιστική θεωρία χωρίς την εξωτερική αφορμή μιας διατάραξης των συνθηκών που επικρατούν στην αγορά και την παραγωγή. Την εποχή όμως που γράφεται το κείμενο, δεν έχει φτάσει ακόμα η καπιταλιστική ανάπτυξη σε αυτό το επίπεδο, κατά τη Luxemburg. Η παγκόσμια αγορά είναι ακόμα υπό σχηματισμό. Αν και είχε περάσει το στάδιο των νεανικών κρίσεων, δεν είχε φτάσει ακόμα η ώρα του σχηματισμού και του κορεσμού της και επομένως δε μπορούσε ακόμα να εφαρμοστεί το μαρξιστικό σχήμα. Κύριο χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής ήταν η εμφάνιση βραχύβιων περιόδων ανάπτυξης ακολουθουμένων από μακρά διαστήματα ύφεσης.
Ότι από την άλλη πλευρά, η ανθρωπότητα πλησιάζει χωρίς άλλο, στην αρχή του τέλους της περιόδου των καπιταλιστικών κρίσεων, συνάγεται -σύμφωνα με τη Luxemburg- από τα ίδια φαινόμενα, τα οποία προσωρινά τις αποτρέπουν[10]. Όταν η παγκόσμια αγορά διογκώνεται κα η παραγωγικότητα της εργασίας είναι ασυγκράτητη, τότε αργά η γρήγορα, εισέρχεται σε νέα φάση η αντιπαράθεση των δυνάμεων παραγωγής με τους παράγοντες καθορισμού των ορίων των ανταλλαγών. Η διαδικασία αυτή, με τις συνεχείς επαναλήψεις, γίνεται ολοένα και πιο καταιγιστική. Και αν υπάρχει κάτι που βοηθάει περισσότερο να πλησιάσει κάποιος την εποχή αυτή, με την ριζική κατασκευή και τον ριζικό κορεσμό της παγκόσμιας αγοράς, είναι ακριβώς το πιστωτικό σύστημα και οι ενώσεις επιχειρήσεων, τουτέστιν αυτά που ο Bernstein θεωρεί μέσα προσαρμογής “Η άποψη ότι η καπιταλιστική παραγωγή θα μπορούσε να “προσαρμοστεί” στις ανταλλαγές (Austausch), προϋποθέτει είτε ότι η παγκόσμια αγορά θα επεκτείνεται απεριόριστα ως το άπειρο, είτε ότι οι δυνάμεις παραγωγής θα εμποδιστούν στην πορεία τους, για να μη περάσουν τα όρια της αγοράς. Το πρώτο είναι ως εκ φύσεως αδύνατο, ενώ το δεύτερο παραβλέπει την εξέλιξη της τεχνολογίας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κριτική της Luxemburg στην άποψη του Bernstein για τους μικρομεσαίους, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πορεία τους δε θα εξελιχθεί τόσο επαναστατικά και συγκεντρωτικά όσο προβλέπει η “θεωρία της κατάρρευσης” (Zusammenbruchstheorie). Στο σημείο αυτό ο Bernstein κατά τη Luxemburg πέφτει θύμα των προσωπικών του παρανοήσεων. Είναι τελείως λανθασμένη η προσέγγιση ότι η εξέλιξη της μεγαλοβιομηχανίας θα οδηγήσει στη σταδιακή εξαφάνιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Γενικά, κατά τη μαρξιστική ανάλυση, οι μικρομεσαίοι αποτελούν τους σκαπανείς της τεχνικής επανάστασης τόσο από την άποψη της ανάδυσης νέων παραγωγικών μεθόδων, όσο και νέων κλάδων που δεν είχαν ανακαλυφθεί μέχρι τότε από τους μεγάλους κεφαλαιοκράτες. Η εξέλιξη τους δεν ήταν μονοσήμαντη, αλλά χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη μιας ανοδικής και μιας καθοδικής τάσης. Αντίθετα με την εργατική τάξη, στους μικρομεσαίους επικρατεί η καθοδική τάση που πάραυτα, δε χρειάζεται να οδηγήσει στην πλήρη εξαφάνιση, αλλά καταλήγει πρώτον στην αύξηση του ελάχιστου αναγκαίου κεφαλαίου για να επιβιώσει μια επιχείρηση στους παλιούς κλάδους και δεύτερον, στη μείωση του χρόνου κατά τον οποίο μια επιχείρηση μπορεί να απολαύσει την ανακάλυψη από την ίδια, καινούργιων μεθόδων παραγωγής. Δηλαδή, το μικρομεσαίο κεφάλαιο οδηγείται σε μικρότερο χρόνο ζωής και ριζικότερη αλλαγή των μεθόδων παραγωγής και των αντοκειμένων του χώρου δουλειάς του (Anlagewaren) και η τάξη γενικά σε μια ριζική αλλαγή του υλικού της (Stoffwechsel). Ο Bernstein το ξέρει καλά και το διαπιστώνει και ο ίδιος. Αυτό που φαίνεται για τη Luxemburg, να ξεχνά είναι ότι αυτός είναι ο νόμος κίνησης της καπιταλιστικής μικροεπιχείρησης. Εφόσον αυτή αποτελεί τον σκαπανέα της τεχνικής επανάστασης, η οποία ακολούθως αποτελεί την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού, συνάγεται ότι οι μικρομεσαίοι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του και μόνο, όταν το σύστημα αυτό καταρρεύσει, θα εξαφανιστούν και εκείνοι.

Επίλογος- συμπεράσματα
Καταρχήν, από τα παραπάνω προκύπτει μια σαφέστατη αλληλουχία μεταξύ όλων των παραγόντων που οδήγησαν στην δημιουργία, αλλά και την κατάρρευση της Α΄ Γερμανικής Δημοκρατίας. Μετά την ήττα του Πολέμου και την Συνθήκη των Βερσαλλιών, η παράγραφος 218 της οποίας προέβλεπε καταβολή από τη Γερμανία υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων παρά τις αντιρρήσεις του –τότε Προέδρου των ΗΠΑ- Woodrow Wilson, η νεότευκτη Δημοκρατία ήταν κάτι ριζικά πρωτοποριακό, όχι μόνο για την κοινωνικοπολιτική και οικονομική εξέλιξη της Γερμανίας, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτό, όχι μόνο διότι η Επανάσταση της 8/9.11.1918 υπήρξε η δεύτερη πανευρωπαϊκά μετά την Οκτωβριανή, που ένα ΚΚ διαδραμάτισε βασικό ρόλο, αλλά και γενικά διότι μπήκαν κάποιοι πραγματικά πρωτοποριακοί και ρηξικέλευθοι θεσμοί, όπως τα Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών. Μεταξύ των πολύ σημαντικών ιδεολογικών και κοινωνικοπολιτικών διεργασιών, οι οποίες ελάμβαναν χώρα ακόμα και στο μικρότερο συμβούλιο, η απλή αναλογική και ο δημοψηφισματικός χαρακτήρας του Πολιτεύματος (plebiszitare Demokratie). Το ζήτημα είναι ότι οι θεσμοί αυτοί στηρίχτηκαν μόνο από το Κέντρο, που ήταν ο πολιτικός χώρος με τις λιγότερες εσωτερικές διαμάχες. Την ελλιπέστατη αυτή στήριξη από πλευράς πολιτικών, αν προστεθούν και τα όσα ειπώθηκαν ανωτέρω για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και τις εγγενείς αδυναμίες του πολιτικού συστήματος, καθώς και οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 1929/30, εκμεταλλεύτηκαν κατά τον καλύτερο τρόπο οι Εθνικοσοσιαλιστές, χάρη και στα ηγετικά προσόντα του Χίτλερ.
Τίθεται τώρα το ερώτημα: Πως συνδέονται οι ανωτέρω διατυπωμένες θέσεις της Luxemburg με την εξέλιξη της Δημοκρατίας της Βαιμάρης, αφενός και αφετέρου, κατά πόσο μπορούν αυτές να εξηγήσουν τη σημερινή διεθνή και –κυρίως- ελληνική πραγματικότητα και να διατυπώσουν πρακτικές προτάσεις; Πως είναι δυνατόν –τουτέστιν- στη δεδομένη περίπτωση, να συνδεθεί η θεωρία με την πράξη;
Καταρχήν, θεωρείται λίαν επιεικώς, επιστημονικά αδόκιμο, να απορρίπτεται η δεύτερη πιο ανθηρή πολιτισμικά εποχή -μετά το Ρομαντισμό- για τη Γερμανία με το τελείως αντιδεοντολογικό επιχείρημα “τι πέτυχε η Βαϊμάρη, αφού μετά ήρθε ο Χίτλερ;” Προς αντίκρουση αυτού θα μπορούσαν να αντιπαραταχθούν πάρα πολλά τρανταχτά επιχειρήματα. Αν δεν υπήρχε η εμπειρία της Βαϊμάρης με την τραγική κατάληξη του Εθνικοσοσιαλισμού, ακόμα και με αυτή, είναι σίγουρο ότι η Γερμανία θα δομούσε σήμερα μια πρότυπη Δημοκρατία με βασικό στοιχείο την ελεύθερη έκφραση και το κοινωνικό Κράτος; Η ρήση του Σόλωνα: Γηράσκω αεί διδασκόμενος» δεν ισχύει και δεν έχει εφαρμογή στο πεδίο της αποτίμησης και αξιοποίησης της ιστορικής εμπειρίας; Τέτοιες μηδενιστικές στον ανώτατο βαθμό, αντιλήψεις, δε καθιστούν τη ματαιότητα τον βασικό κινητήριο άξονα όχι μόνο του ανθρώπο άρα και των ίδιων αλλά, και του Σύμπαντος; Ακόμα και το πιο απλό εγχειρίδιο συγγραφής επιστημονικών αλλά και λογοτεχνικών η μουσικών κειμένων, τονίζει ιδιαίτερα τη σημασία του πρώτου σχεδίου. Επί του προκειμένου, μήπως ακριβώς επειδή η Πρώτη Γερμανική Δημοκρατία έβαζε θεσμούς που έθιγαν καθεστώσες αντιλήψεις και συμφέροντα αιώνων, γι’ αυτό πολεμήθηκε τόσο έντονα; Ένα μεγάλο της κληροδότημα ειδικά στη μεταπολεμική εξέλιξη και τις δύο άλλες γερμανικές Δημοκρατίες της Βόννης και του Βερολίνου ήταν η προσφορά -έστω και σε πολύ πιο περιορισμένη μορφή- θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, ως κακέκτυπο της πρώτης νησίδας δημοκρατικότητας σε ένα λαό που η αργοπορημένη εναρμόνιση της κοινωνικοπολιτικής και οικονομικής του εξέλιξης με αυτή των άλλων προηγμένων βιομηχανικών χωρών της εποχής είχε ανάλογα επακόλουθα και στην εξοικείωση του με την έννοια της Δημοκρατία[11]. Ήταν μια πολύ επίπονη, αλλά υπερπολύτιμη ανάσα.
Αυτή την ανάσα είχε και έχει ακόμα περισσότερο τώρα ανάγκη και ο ελληνικός λαός, ο οποίος όμως πρέπει να συνειδητοποίησει ότι δε μπορεί να ζητά και κοινωνικό κράτος κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα αλλά και αυτοκίνητα πολυτελείας, τα οποία βέβαια εισάγει η Ελλάδα, διότι είτε θα επιβαρυνθεί το κοινωνικό σύνολο μέσω των επιπλέον φόρων για την κάλυψη του ελλείμματος, είτε θα χρεωθεί ο πολίτης/καταναλωτής με μεγάλα ποσά στην πιστωτική κάρτα του, τα οποία ενδεχομένως να του δημιουργήσουν σοβαρότερα προβλήματα. Στα ακόλουθα, επιχειρείται μια προσπάθεια εξέτασης του αν και κατά πόσο τα προαναφερόμενα άσκησαν επίδραση στις θέσεις της Luxemburg γενικά και κυρίως για το πιστωτικό σύστημα και τις ενώσεις επιχειρηματιών.
Κατ’ αρχήν, οι θέσεις της για το πλαίσιο των ιδεολογικοπολιτικών -όπως η διαμάχη με τον Bernstein, αλλά και οργανωτικών ζητημάτων, σχετικά με την παραγωγή μιας σοσιαλιστικής πολιτικής και το πέρασμα της στην κοινωνία, ειδικά κατά την περίοδο της Επανάστασης άσκησαν πολύ σημαντική επίδραση ακόμα και στη -γενικά- συντηρητική Βαυαρία (Σοβιετική Δημοκρατία του Μονάχου). Ιδιαίτερα η αντιπαράθεση της με τους ρεβιζιονιστές, κατά τον γράφοντα, καταδεικνύει ότι και οι δύο πλευρές ασπάζονταν με πάθος τη Δημοκρατία. Διαφωνία υπήρχε μόνο ως προς τον τρόπο στήριξης και εμβάθυνσης της.
Δεύτερο, οι απόψεις της ειδικά για το ρόλο του πιστωτικού συστήματος και των ενώσεων επιχειρηματιών στον καπιταλισμό, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, πολύ περισσότερο κάτω από το πρίσμα της σημερινής παγκόσμιας κα -ιδίως- ελληνικής συγκυρίας. Πράγματι, παντού αλλά ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα με ανύπαρκτη ως ελάχιστη βιομηχανική υποδομή, οι οποίες λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, μετά το 1989 έγιναν και χώρες υποδοχής και όχι μόνο προέλευσης μεγάλου μεταναστευτικού κύματος, κατάσταση στην οποία δεν είχαν την εμπειρία των μεγάλων βιομηχανικών αλλά και –πρώην- αποικιοκρατικών χωρών παρατηρούνται φαινόμενα συνθλιβής των μικρομεσαίων, συγκέντρωσης του πλούτου στα χέρια των ολίγων και διόγκωσης της εργατικής τάξης. Η Γερμανία από το Μάρτιο του 1930, όταν έπεσε η κυβέρνηση Μεγάλου Συνασπισμού του Καγκελλάριου Muller με αφορμή το θέμα της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών, μέχρι τη νίκη των Εθνικοσοσιαλιστών στις 30.1.1933, εκυβέρνατο από τα λεγόμενα Προεδριακά Υπουργικά Συμβούλια (Prasidialkabinette), που διόριζε ο Hindeburg προσωπικά. Αυτό το γεγονός καταδεικνύει τους κινδύνους της αέναης πόλωσης.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. JESSE ECKHARD: SYSTEMWECHSEL IN DEUTSCHLAND 1918/19-1933-1945/49-1989/90 ΣΕΛ.6-7BOHLAU VERLAG KOLN WEIMAR WIEN 2011 2η ΕΚΔΟΣΗ
2. KUHNL REINHARD: FORMEN BURGERLICHER HERRSCHAFT LIBERALISMUS-FASCHISMUS ROWOHLT TASCHENBUCH VERLAG REINBEK BEI HAMBURG ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ “1971”
3. GREBING HELGΑ: ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤ/ΣΗ ΗΛΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ΕΚΔ.ΠΑΠΑΖΗΣΗ 1982
4. BRANDT WILLY: LINKS UND FREI MEIN WEG 1930-1950 MIT EINEM AKTUELLEN VORWORT DES AUTORS ΕΚΔ.KNAUR; ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΓΩΝΑΣ ΕΙΣ-ΕΠ.ΒΑΣΟΣ ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔ.ΟΡΓ.ΛΑΜΠΡΑΚΗ
5. ΜΟΥΤΣΟΥΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΔΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗ ΒΑΥΑΡΙΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008, ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΤΜ.ΠΟΛ.ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ-ΙΣΤΟΡΙΑΣ
6. BAYERISCHE LANDESZENTRALE FUR POLITISCHE BILDUNGSARBEIT 3 ΤΟΜΟΙ ΤΟΜ.Α DAS SCHWERE ERBE 1918-1923 ΜΟΝΑΧΟ 2η ‘ΕΚΔΟΣΗ 1992
7. ΣΤΟ ΙΔΙΟ
8. ΜΟΥΤΣΟΥΡΗΣ Ο.Π.
9. LUXEMBURG ROSA POLITISCHE SCHRIFTEN 3 ΤΟΜΟΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ-ΕΙΣΑΓΩΓΗ OSSIP K:FLECHTHEIM EUROPAISCHER VERLAGSANSTALT
10. ΣΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟΜ.Α
11. ΣΤΟ ΙΔΙΟ
12. ΣΤΟ ΙΔΙΟ
13. ΣΤΟ ΙΔΙΟ
14. ΣΤΟ ΙΔΙΟ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1) BAYERISCHE LANDESZENTRALE FUR POLITISCHE BILDUNGSARBEIT DIE WEIMARER REPUBLIK 3 ΤΟΜΟΙ ΤΟΜ.Α. DAS SCHWERE ERBE 1918-1923
2) BRANDT WILLZ LINKS UND FREI MEIN WEG ^1930^-1950 KNAUR; ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΓΩΝΑΣ ΕΙΣ-ΕΠ.ΒΑΣΟΣ ΜΑΘΙΟΠΟΥΛΟΣ ΕΚΔ.ΟΡΓ.ΛΑΜΠΡΑΚΗ
3) GREBING HELGA ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤ/ΣΗ ΗΛΙΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΗΣ ΕΚΔ.ΠΑΠΑΖΗΣΗ1982
4) JESSE ECHARD SYSTEMWECHSEL IN DEUTSCHLAND 1918’/19?1933-1945/49-1989/90 KOHLAU VERLAG KOLN WEIMAR WIEN 2η ΈΚΔΟΣΗ 2011
5) KUHNL REINHARD FORMEN BURGERLICHER HERRSCHAFT LIBERALISMUS-FASCHISIMUS ROWOHLT
6) LUXEMBURG ROSA POLITISCHE SCHRIFTEN ΕΙΣΑΓΩΓΗ –ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ OSSIP:K:FLECHTHEIM EUROPAISCHE VERLAGSANSTALT
7) ΜΟΥΤΣΟΥΡΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ: ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΔΥΣΗΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΜΕ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΕΜΦΑΣΗ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΤΗ ΒΑΥΑΡΙΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΠΑΝΤΕΙΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΤΜ.ΠΟΛ.ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ-ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008