Γράφει ο Χρήστος Χατζηλίας
Kάρολος Ανδεγαυός
Ο Κάρολος γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1226 στην Γαλλία, ήταν γιος του Λουδοβίκου του Λέοντα και της Λευκής της Καστίλλης, τα αδέρφια του ήταν εξίσου σημαντικά και ισχυρά με αυτόν, ο Λουδοβίκος ο Άγιος ,βασιλιάς της Γαλλίας, ο Αλφόνσο του Πουατιέ και η Αγία Ισαβέλλα της Γαλλίας. Έγινε κληρονόμος της Προβηγκίας μετά τον γάμο του με την Βεατρίκη, κόρη του Ραϋμόνδου Βερεγγάριου της Προβηγκίας, το 1263 όμως λόγω των άσχημων σχέσεων του Μανφρέδου της Σικελίας με τον Πάπα Ουρβανό Δ’ ,ο δεύτερος παραχώρησε την εξουσία της Σικελίας στον Κάρολο με σκοπό να διώξει από το νησί τον Μανφρέδο,ο νέος βασιλιάς θα ήταν βέβαια υπέρ των παπικών επιδιώξεων. Ο Κάρολος ενθουσιασμένος αποδέχθηκε την πρόταση και άρχισε να δανείζεται χρήματα από συγγενείς και τραπεζίτες για να οργανώσει τον στρατό του. Ο Ουρβανός όμως πέθανε ξαφνικά στις 2 Οκτωβρίου 1264, ο νέος Πάπας με το όνομα Κλήμης Δ’ ήταν ακόμα πιο φιλικός στον Κάρολο και ένθερμος υπερασπιστής του εναντίον του Μανφρέδου.
Μανφρέδος Χοεστάουφεν Βασιλιάς της Σικελίας
Μανφρέδος γεννήθηκε το 1232 στην Βενόζα της Ιταλίας, ήταν νόθος γιός του Γερμανού Αυτοκράτορα Φρειδερίκου Β’ και της ερωμένης του Μπιάνκα Λάντσια, ο Φρειδερίκος τον αναγνώρισε σαν παιδί του και τον έστειλε να σπουδάσει στο Παρίσι και στην Μπολόνια. Ορίστηκε μετέπειτα από τον πατέρα του πρίγκιπας του Τάραντα και μετά τον θάνατο του ορίστηκε από τον ετεροθαλή αδερφό του Κορράδο Δ’ οποίος είχε γίνει ο νέος Γερμανός Αυτοκράτορας ως βασιλιάς της Σικελίας. Οι ταραχές στην Ιταλία εναντίον των Χοεστάουφεν ανάγκασαν τον Κορράδο να εκστρατεύσει εναντίον της, όταν κατέφθασε στην νότια Ιταλία αναγνωρίστηκε η εξουσία του απ’ όλους χωρίς αντίσταση. Εξ αιτίας του φόβου του για την ισχύ του Μανφρέδου ο αυτοκράτορας του αφαίρεσε όλα τα αξιώματα και τον κατέστησε ξανά πρίγκιπα του Τάραντα, ο Κορράδος όμως θα πεθάνει από ελονοσία το 1254 και ο αδερφός του αναλαμβάνει την αντιβασιλεία της Σικελίας για λογαριασμό του ανήλικου Κορραδίνου, γιου του Κορράδου παρά τις αντιδράσεις του κηδεμόνα του παιδιού Πάπα Ιννοκέντιου Δ’.
Άρχισαν αργίες μάχες ενάντια στα δύο στρατόπεδα, ο Μανφρέδος συγκρούστηκε με 4 πάπες κατά την περίοδο αυτή, ο ίδιος για να γίνει εστεμμένος βασιλιάς της Σικελίας έβγαλε την φήμη πώς ο Κορραδίνος ήταν νεκρός, αλλά γρήγορα διαψεύσθηκε, η στέψη του ακυρώθηκε αλλά η δύναμη του πλέον ήταν πολύ μεγάλη, είχε κερδίσει τον έλεγχο και στην κεντρική και στην βόρεια Ιταλία. Ο Ουρβανός Δ’ δεν ανέχθηκε την υπακοή του αφορισμένου Μανφρέδου και κάλεσε τον Κάρολο Ανδεγαυό να αναλάβει την εξουσία της Σικελίας, ο Κάρολος εισχώρησε στην Ιταλία το 1265 και κατέλαβε γρήγορα όλες τις πόλεις του βορρά που υποστήριζαν τον Μανφρέδο, τον Ιανουάριο του 1266 ο Κάρολος μπαίνει θριαμβευτής στην Ρώμη και στέφεται βασιλιάς της Σικελίας εν απουσία του νέου Πάπα Κλήμη Δ’.
Ο Κάρολος δεν επέτρεψε στον στρατό του να παραμείνει πολύ στην Ρώμη. Για οικονομικούς λόγους, έπρεπε να τελειώσει την εκστρατεία το ταχύτερο δυνατό και αποφάσισε να επιτεθεί πρώτος, όταν Μανφρέδος δεν το περίμενε ,αντί να περιμένει την άνοιξη που θεωρούταν ως η κατάλληλη εποχή για εκστρατείες. Ξεκίνησε στις 20 Ιανουαρίου από την Ρώμη με όλο τον στρατό του, αφού άφησε εκεί μία ολιγάριθμη φρουρά. Κατέβηκε την παλιά Βία Λατίνα περνώντας μέσα από το Ανάνι και το Φροζινόνε και έφτασε στα σύνορα του βασιλείου, στο Τσεπράνο πάνω στον ποταμό Λίρι.
Βρήκε την γέφυρα εγκαταλειμμένη, αλλά όχι κατεστραμμένη και όλος ο στρατός πέρασε απέναντι ασφαλείς. Η είδηση ότι η στρατιά των Ανδεγαυών πλησίαζε στην Ρώμη είχε αφυπνίσει τον Μανφρέδο, αφού και οι πληροφοριοδότες του τον είχαν ενημερώσει πως ο Κάρολος θα προχωρούσε κατευθείαν στην επίθεση. Έτσι ο Μανφρέδος συγκέντρωσε βιαστικά όλο τον στρατό του και κάλεσε τον ανιψιό του Κορράδο της Αντιόχειας, να συγκεντρώσει και να κατεβάσει από το Αμπρούτσι και τη Μεθόριο τις στρατιωτικές μονάδες που διοικούσε.
Όταν ο Κάρολος έφτασε στον ποταμό Λίρι, ο Μανφέρδος είχε στρατοπεδεύσει στο οχυρό της Κάπουας με στρατό ισάριθμο του εχθρού του, ήλπιζε πως τα οχυρά γύρω από τον ποταμό και τους λόφους βόρεια της Τέρρα ντι Λαβόρο, θα συγκρατούσαν τον Κάρολο μέχρι να φθάσει ο Κορράδος της Αντιόχειας με τις ενισχύσεις του. Η στρατηγική και η ταχύτητα του Καρόλου όμως ανέτρεψαν τα σχέδια του, ο στρατός των Ανδεγαυών προχωρούσε σταθερά και κατέλαβε 32 οχυρά, συμπεριλαμβανομένου και του διπλού πύργου του Αγίου Γερμανού στο λόφο του Κασσίνο, ο οποίος έπεσε στις 10 Φεβρουαρίου.
Ο Κάρολος πληροφορήθηκε τώρα πως οι δυνάμεις του Μανφέρδου είχαν συγκεντρωθεί στον Κάτω Βολτούρνο, έτσι λοξοδρόμησε ξαφνικά από το Κασσίνο προς την ενδοχώρα, προς τους λόφους του Σαμνίου. Πέρασε στο άνω τμήμα του, τον Βαλτούρνο και συνέχισε το δρόμο του μέσω Αλίφε και Τελέζε προς το Μπενεβέντο, μόλις ο Μανφρέδος πληροφορήθηκε ότι τον υπερφαλάγγισε, άφησε την Κάπουα και κινήθηκε προς το εσωτερικό για να φτάσει πρώτος στο Μπενεβέντο. Όταν ο στρατός του Καρόλου στις 25 Φεβρουαρίου κατέβηκε τα ορεινά περάσματα που οδηγούσαν στην πόλη, αντίκρισε το εχθρικό στρατόπεδο με όλη την δύναμη του γύρω από αυτήν και πίσω από τον πλημμυρισμένο ποταμό Καλόρε.
Οι επιδρομείς αποθαρρύνθηκαν αντικρίζοντας τον ισχυρό στρατό του Μανφρέδου, οι απώλειες κατά την πορεία ήταν σημαντικές, πολλά μεταγωγικά ζώα είχαν χαθεί και τα τρόφιμα λιγόστευαν. Ο Μανφρέδος γεμάτος αυτοπεποίθηση περίμενε τις ενισχύσεις του ανιψιού του Κορράδου , όμως η ανυπομονησία του και η πεποίθηση πως ο πεινασμένος και εξουθενωμένος στρατός του Καρόλου θα μπορούσε να νικηθεί εύκολα τον έκανε να επιτεθεί αμέσως. Ο Κάρολος από την άλλη πλευρά κατέβαινε αργά την πεδιάδα και είδε με ευχαρίστηση τα στρατεύματα του εχθρού του να περνούν το ποτάμι για να τον συναντήσουν.

Στις 26 Φεβρουαρίου του 1266 οι δύο στρατοί ήταν έτοιμοι για την μάχη. Ο Μανφέρδος τοποθέτησε τους Σαρακηνούς στρατιώτες του, οι οποίοι ήταν τοξότες δίχως αμυντικό οπλισμό, στην πρώτη γραμμή, πίσω από αυτούς βρίσκονταν οι καλύτερες μονάδες των 1200 Γερμανών ιππέων του με διοικητές τον Ιορδάνη Λάντσια και τον Γκαλβάνο της Ανγκόλα. Πιο πίσω τοποθέτησε 1000 Ιταλούς μισθοφόρους ιππείς οι οποίοι οι περισσότεροι ήταν Λομβαρδοί και Τοσκανοί, με διοικητή τον πρίγκιπα του Σαλέρνο, επιπλέον βρίσκονταν μαζί με τους Ιταλούς 200 Σαρακηνοί ελαφρά οπλισμένοι ιππείς. Ο ίδιος ο Μανφέρδος στρατοπέδευσε με εφεδρεία περίπου 1000 ιπποτών και των γαιοκτημόνων της περιοχής κοντά στην γέφυρα, μαζί του ήταν ο κουνιάδος του Ριχάρδος κόμης της Καζέρτα και ο Θωμάς κόμης της Ατσέρα, ο Μανφέρδος Μαλέττα και ο φίλος του Τεμπάλντο Ανιμπάλντι.
Η θέση του Καρόλου ήταν πιο πλεονεκτική ως προς το έδαφος, όπου κατέβαινε ομαλά προς το ποτάμι, ο στρατός του ήταν πιο ομοιογενής και αξιόπιστος απ’ ότι του εχθρού του, παρατάχθηκαν τρείς σειρές ιππέων και πεζών, στην πρώτη γραμμή παρατάχθηκε ένας μεγάλος αριθμός τοξοτών με βαλλίστρες, την πρώτη ομάδα 900 Προβηγκιανών ιππέων την διοικούσε ο Ούγος του Μιρεπουά στρατάρχης της Γαλλίας και ο Φίλιππος του Μονφόρ. Ο Κάρολος διοικούσε 1000 ιππείς από την κεντρική Γαλλία και το Λανγκεντόκ, 400 Γουέλφοι ιππείς υπό τον Φλωρεντίνο Γουίδωνα Γκουέρα, καθώς και ο επίσκοπος της Ωσέρ και ο κόμης του Βαντόμ. Ως εφεδρεία ήταν οι βόρειοι Γάλλοι και οι Φλαμανδοί ιππείς υπό τον Ροβέρτο της Φλάνδρας και τον κοντόσταβλο Ζυλ Λε Μπραιν.
Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Πριν ακόμη ετοιμαστεί ο Μανφρέδος, οι Σαρακηνοί πεζοί επιτίθονται στο Γαλλικό πεζικό, όταν οι τελευταίοι άρχισαν να υποχωρούν οι Προβηγκιανοί ιππείς, όρμησαν στους Σαρακηνούς και τους διέλυσαν. Αμέσως μετά οι Γερμανοί ιππείς του Μανφέρδου με βαρύ οπλισμό επιτέθηκαν στους Προβηγκιανούς , ο Κάρολος διέταξε την δεύτερη γραμμή να προχωρήσει ,αλλά αν και λιγότεροι οι σιδερόφρακτοι Γερμανοί δεν έπεφταν, ώσπου παρατηρήθηκε πως ήταν ευάλωτοι όταν σήκωναν το χέρι και η μασχάλη τους ήταν απροστάτευτη. Οι Γάλλοι με τα μικρά ξίφη χίμηξαν κατά πάνω τους.
Οι Γερμανοί ιππείς είχαν επιτεθεί πολύ νωρίς και ο στρατός του Γκαλβάνο Λάντσια είχε καθυστερήσει να περάσει την γέφυρα και έμεινε πίσω, οι ιππείς της Λομβαρδίας και της Τοσκάνης επιτέθηκαν κατά του Γαλλικού ιππικού, αλλά ο Κάρολος διέταξε να τους επιτεθούν από τα πλάγια και γρήγορα νικήθηκαν. Ο Μανφέρδος βλέποντας την πορεία της μάχης αντάλλαξε τον βασιλικό μανδύα με τον μανδύα του φίλου του Τεμπάλντο Ανιμπάλντι και διέταξε την επίθεση της τελευταίας του γραμμής, με επικεφαλής τους κουνιάδους του οι ευγενείς και οι γαιοκτήμονες εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης.
Ο Μανφέρδος όρμησε στην μάχη έχοντας μόνο την σωματοφυλακή του, σκοτώθηκε δίπλα τον φίλο του Τεμπάλντο με τον βασιλικό μανδύα, η γέφυρα ήταν ασφυκτικά γεμάτη με λιποτάκτες, από τους 3.600 ιππείς του Μανφέρδου μόνο οι 600 σώθηκαν. Ο Κάρολος μέχρι το βράδυ ήταν ο νικητής και ο δρόμος για την κατάκτηση του βασιλείου ήταν πλέον ανοιχτός, πέρασε έφιππος την γέφυρα μαζί με τον στρατό του και μπήκε στο Μπενεβέντο και από εκεί έγραψε για την νίκη του στον Πάπα. Μεταξύ τον αιχμαλώτων του ήταν οι Ιορδάνης και Βαρθολομαίος Λάντσια. Την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου ένας στρατιώτης κουβαλούσε πάνω σε έναν γάιδαρο τον νεκρό Μανφρέδο, βασιλιά της Σικελίας, λόγω του αφορισμού του δεν έγινε θρησκευτική τελετή και θάφτηκε σε έναν λάκκο στην βάση της γέφυρας του Μπενεβέντο. Ο Κάρολος ήταν πλέον ελεύθερος να προχωρήσει προς την Νεάπολη.
ΠΗΓΗ: STEVEN RUNCIMAN « O ΣΙΚΕΛΙΚΟΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ, η εισβολή των Αντζού». ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΚΟΒΟΣΤΗ, Σελ. 112-117