Πηγή: Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 13-16.
Δημήτρης Παπασταματίου
Το Βυζάντιο και ο Νέος Ελληνισμός
Καθώς το πρόβλημα της χρονικής αφετηρίας της νεοελληνικής ιστορίας συζητιέται στο εισαγωγικό κεφάλαιο, εδώ συμβατικά θα ξεκινήσουμε την αφήγησή μας από τις αρχές του 14ου αιώνα. Φυσικά, η ιστορική πορεία του Νέου Ελληνισμού δεν ταυτίζεται με αυτή του ύστερου Βυζαντίου, και το έτος 1300 δεν μπορεί να θεωρηθεί γενέθλια ημερομηνία του˙ εντούτοις, η προσπάθεια κατανόησης της ιστορικής συγκυρίας που οδήγησε στην οθωμανική περίοδο πολιτικής κυριαρχίας θα μας οδηγήσει στη χρονική αφετηρία εμφάνισης των Οθωμανών στον ιστορικο-γεωγραφικό ορίζοντα.
Η επιλεγμένη χρονική τομή έχει συμβατική αξία καθώς νοηματοδοτεί μια γραμμική γεγονοτολογική αφήγηση μέσα στην οποία μπορεί να βρει θέση ο Νέος Ελληνισμός, οριζόμενος όχι τόσο στο συγχρονικό περιβάλλον του, το οποίο είναι ακόμη έντονα βυζαντινό, όσο με βάση τις συνέπειες πολιτικών μεταβολών που έλαβαν χώρα στο πέρασμα του 14ου και 15ου αιώνα. Στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης, θεωρούμε σημαντικό να σχολιαστούν μερικά βασικά γνωρίσματα του πολιτικού, διπλωματικού, οικονομικού και κοινωνικού περιβάλλοντος της ύστερης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητές οι εξελίξεις των δύο πρώτων αιώνων πολιτικής εξάπλωσης των Οθωμανών, όπως και ο κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός του βυζαντινού κόσμου.
Η βυζαντινή πολιτική ιστορία που έχει ενδιαφέρον για το Νέο Ελληνισμό μπορεί να διακριθεί σε δύο υποπεριόδους. Η πρώτη καλύπτει το διάστημα 1071-1204, με σημαίνουσες χρονικές τομές τις δύο στρατιωτικές συντριβές των Βυζαντινών από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ (1071) και έναν αιώνα αργότερα στο Μυριοκέφαλο (1176), γεγονότα τα οποία πυροδότησαν τη μαζική είσοδο τουρκικών φύλων στη Μικρά Ασία. Αποτέλεσμα της τουρκικής πληθυσμιακής μετακίνησης ήταν η οριστική απώλεια αυτής της σημαντικής για το αυτοκρατορικό κέντρο και τον Ελληνισμό γεωγραφικής ζώνης.
Η απώλεια του πολιτικού ελέγχου της περιοχής και η ίδρυση δεκάδων μικρών τουρκομανικών ηγεμονιών στη θέση της ενιαίας βυζαντινής διοίκησης συνοδεύτηκε από το σταδιακό εξισλαμισμό των χριστιανικών και ελληνόφωνων πληθυσμών της περιοχής. Την ίδια χρονιά με τη μάχη στο Ματζικέρτ, οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Μπάρι, σηματοδοτώντας το οριστικό τέλος της βυζαντινής κρατικής παρουσίας στη Δύση. Έτσι, η αυτοκρατορία απώλεσε τα δύο εδαφικά άκρα της και εισήλθε στο στάδιο της βαθμιαίας συρρίκνωσής της στις βαλκανικές κτήσεις της. Παράλληλα, την ίδια εποχή ολοκληρώθηκε η εμπορική κυριαρχία των Βενετών στον ανατολικομεσογειακό χώρο, χάρη στην παραχώρηση στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία εμπορικών προνομιακών δικαιωμάτων εκ μέρους της αυτοκρατορικής κυβέρνησης στα 1082, ως αντάλλαγμα για τη στρατιωτική βοήθεια που πρόσφερε η πρώτη στον πόλεμο του Βυζαντίου κατά των Νορμανδών. Παρόμοιες παραχωρήσεις έγιναν το 1169 και στη Γένουα στα πλαίσια της τότε εξελισσόμενης βυζαντινο-βενετικής αντιπαράθεσης.
Το γεγονός που καθόρισε την αρχή του αργού πολιτικού θανάτου του Βυζαντίου ήταν η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους πολεμιστές της Δ΄ Σταυροφορίας με πρόσχημα την επαναφορά στο βυζαντινό θρόνο του φιλενωτικού Αλέξιου Δ΄ γιου του Ισαάκ Β΄ στη θέση του Αλεξίου Γ΄ Αγγέλου. Είχε προηγηθεί η κατάληψη της Κύπρου από τους Δυτικούς κατά τη διάρκεια της Γ΄ Σταυροφορίας και η παράδοσή της στον οίκο των Λουζινιάν (Lusignan) το 1192, ενδεικτική των επεκτατικών διαθέσεων των Λατίνων σταυροφόρων αλλά και των επίσημων κυβερνήσεών τους. Η άλωση ακολουθήθηκε από την πολιτική διάλυση της αυτοκρατορίας και το σχηματισμό μικρών εφήμερων φεουδαλικών κρατικών σχημάτων σε όλο το βυζαντινό χώρο. Τα πολιτικά σημαντικότερα και εδαφικά περισσότερο εκτεταμένα από αυτά τα κρατίδια ήταν η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης υπό τον Baldwin της Φλάνδρας, το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης υπό τον Boniface Α΄, μαρκήσιο του Montferrat, το Πριγκιπάτο της Αχαΐας υπό το γαλλικό οίκο των Βιλλαρδουίνων (Villehardouin), και το Δουκάτο των Αθηνών υπό τον Βουργουνδό Otto de la Roche. Αυτά τα κρατικά σχήματα είχαν έντονα φεουδαλικό χαρακτήρα, με αποτέλεσμα την απουσία ή αδυναμία ελέγχου της δράσης των ιπποτών-φεουδαρχών τους εκ μέρους της κεντρικής εξουσίας.
Έτσι, στην πράξη αυτά τα λατινικά κρατίδια ήταν διασπασμένα σε μεγάλο αριθμό πολιτικά και θεσμικά αυτονομημένων περιφερειών υπό την ηγεμονία ιπποτών-γαιοκτημόνων, και κατά συνέπεια ήταν ιδιαίτερα ανίσχυρα σε εξωτερικές επιβουλές. Αντιθέτως, περισσότερο ισχυροποιημένη ήταν η παρουσία της Βενετίας στον ελλαδικό χώρο με την ενσωμάτωση στο αποικιακό δίκτυό της χωρών όπως η Εύβοια, τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου, τα σημαντικότερα λιμάνια του Ελλησπόντου, φρούρια της Πελοποννήσου, τα νησιά του Ιονίου και η Κρήτη. Οι Βενετοί, εμπνευστές και σχεδιαστές της εκτροπής της Δ΄ Σταυροφορίας, δημιούργησαν μια αποικιακή-εμπορική αυτοκρατορία, η οποία, παρά την οθωμανική επιθετικότητα διατηρήθηκε, έστω συρρικνωμένη, ως το 1797. Σε αυτά τα λατινικά κρατίδια πρέπει να προστεθεί το ιδιόμορφο κρατίδιο στην Αθήνα και στη Θήβα της μισθοφορικής Καταλανικής Εταιρείας το οποίο στα 1311 υποκατέστησε την προηγούμενη ομώνυμη φραγκική ηγεμονία, όπως και το κράτος των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, οι οποίοι το 1308 κατέλαβαν τη Ρόδο και τη μετέτρεψαν σε βάση των κουρσάρικων και πειρατικών καταδρομών τους. Εξίσου δυναμικός παράγοντας ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι ενίσχυσαν τις θέσεις τους μετά την παραχώρηση σε αυτούς εμπορικών προνομίων το 1261 εκ μέρους του Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, αλλά εξαιτίας και της κατοχής στρατηγικά και εμπορικά σημαντικών θέσεων όπως ο Γαλατάς, η Χίος και η Λέσβος. Σε αυτά τα πολιτικά σχήματα πρέπει να προστεθούν οι απειλητικές τυχοδιωκτικές απόπειρες Ευρωπαίων πριγκίπων-διεκδικητών του θρόνου της Κωνσταντινούπολης μετά το 1261, όπως ο Charles d’Anjou, ο Philippe d’Anjou, και ο Charles de Valois, να κινητοποιήσουν μια νέα σταυροφορία εναντίον του Βυζαντίου, συχνά με τη στήριξη του πάπα και της Βενετίας.
Παράλληλος κίνδυνος για την εξασθενημένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτέλεσε η σταδιακή αναβίωση των σλαβικών κρατών της βόρειας Βαλκανικής. Το παλιό βουλγαρικό κράτος, το οποίο επανεμφανίστηκε ανεξάρτητο στο ιστορικό προσκήνιο στα 1187, γνώρισε νέα ακμή, και στα χρόνια του Ιβάν Ασέν Β¨ (1218-1241) έφθασε να έχει αξιώσεις ιδιοποίησης του βυζαντινού οικουμενικού ιδανικού. Η Σερβία αποτέλεσε ακόμη μεγαλύτερη απειλή για το Βυζάντιο στον 14ο αιώνα, καθώς έτρεφε αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και αξιώσεις ανάδυσής της σε ιστορικό φορέα της ρωμαϊκής ιδέας. Ο φιλόδοξος ηγεμόνας της Στέφανος Δ’ Ντουσάν (Stephen Uroš Dušan) κατέλαβε εύκολα σχεδόν το σύνολο της κεντρικής Βαλκανικής και στέφθηκε αυτοκράτορας Σέρβων και Ρωμαίων. Η αντιπαράθεση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με αυτά τα δύο σλαβικά κράτη σηματοδότησε το τέλος της πολιτικής παρουσίας της στα Βαλκάνια.
Από την άλλη, μια σειρά από βυζαντινά κρατίδια με ελληνικά γνωρίσματα πήραν τη θέση της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η αυτοκρατορία της Νίκαιας των Λασκαριδών στη βορειοδυτική Μικρά Ασία, το δεσποτάτο της Ηπείρου των Αγγέλων και η αυτοκρατορία της Τραπεζούντας των Κομνηνών (αν και η τελευταία είχε δημιουργηθεί πριν το 1204) ήταν οι νέες πολιτειακές συγκροτήσεις που εκπροσωπούσαν τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της διαλυμένης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Στα πλαίσια της ρευστότητας που ακολούθησε τον πολιτικό κατακερματισμό του βυζαντινού κόσμου, οι Δυτικοί επικυρίαρχοι αποδείχθηκαν πολύ αδύναμοι μέτοχοι του διακρατικού συστήματος ισχύος στα Βαλκάνια και αναιμικοί ως φορείς αυτοκρατορικών σχεδιασμών. Έτσι, οι κυριότερες πολιτειακές συγκροτήσεις των σταυροφόρων αποσυντέθηκαν υπό την πίεση των δύο κυριότερων αν και ανταγωνιστικών ελληνικών κρατών, της αυτοκρατορίας της Νίκαιας και του δεσποτάτου της Ηπείρου. Και τα δύο αυτά κράτη πρόβαλλαν, μέσω των δυναστών τους, Θόδωρου Λάσκαρη και Θεόδωρου Αγγέλου αντίστοιχα, τα ίδια δικαιώματα στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, χρησιμοποίησαν τα ίδια αυτοκρατορικά σύμβολα και μετατράπηκαν σε κέντρα πολιτικής αντίστασης κατά των Λατίνων και πολιτιστικής αναβίωσης των ελληνικών γραμμάτων. Αρχικά, επιτυχή αγώνα κατά των Δυτικών διεξήγαγε η Ήπειρος τα στρατεύματα της οποίας το 1224 κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη και κατέλυσαν το αντίστοιχο βασίλειο. Η ραγδαία επέλαση του δεσπότη Θεόδωρου Αγγέλου προς την Κωνσταντινούπολη ανακόπηκε βίαια από τη Βουλγαρία του Ιβάν Ασέν Β΄ το 1230 και το δεσποτάτο αποχώρησε από τον αγώνα αντικατάστασης του λατινικού κράτους της Κωνσταντινούπολης.
Τελικά, η αυτοκρατορία της Νίκαιας με επικεφαλής τον Ιωάννη Βατάτζη επικράτησε σε αυτό τον πολυμέτωπο αγώνα, κομβικά γεγονότα του οποίου ήταν η ανακατάληψη των θρακικών και μακεδονικών κτήσεων του λαβωμένου από τα χτυπήματα των Μογγόλων βουλγαρικού κράτους, η κατάληψη της Θεσσαλονίκης το 1246, η ανάκτηση της ιστορικής πρωτεύουσας του βυζαντινού κόσμου το 1261 και η ενσωμάτωση της Ηπείρου στην επικράτεια του ενοποιημένου πλέον βυζαντινού κράτους το 1338. Εντούτοις, η ολοκλήρωση της ενοποίησης του ελλαδικού χώρου υπό το βυζαντινό σκήπτρο ήταν αδύνατη και η παρουσία λατινικών και σλαβικών κρατικών νησίδων παρέμεινε έντονη ως τα μέσα του 15ου αιώνα.
Αυτή η ταραγμένη εποχή σημαδεύτηκε από τις αλλεπάλληλες αποτυχημένες προσπάθειες ένωσης των δύο Εκκλησιών υπό την αιγίδα και πρωτοκαθεδρία του πάπα.
Η πρωτοβουλία προσέγγισης και συνεννόησης ανήκε πάντοτε στους βυζαντινούς αυτοκράτορες και είχε αποκλειστικά πολιτική στόχευση. Μέχρι τα μέσα του 14ου αιώνα οι προσπάθειες αυτές εκ μέρους των Βυζαντινών απέβλεπαν στην αποτροπή Δυτικών επιβουλών, ενώ στη συνέχεια αποτελούσαν μέρος της προσπάθειάς τους να παρακινήσουν τη Δύση σε σταυροφορία ή να λάβουν Δυτική στρατιωτική ενίσχυση στον πόλεμο εναντίον των Οθωμανών. Αρχικοί πρωταγωνιστές αυτών των εγχειρημάτων ήταν ο Μανουήλ Κομνηνός στα μέσα του 12ου αιώνα και ο Ιωάννης Βατάτζης, ο οποίος προσπάθησε με αυτό τον τρόπο να αποσπάσει την Κωνσταντινούπολη από το λατινικό έλεγχο πριν το 1261. Τρεις αυτοκράτορες ολοκλήρωσαν την προσχώρησή τους στον καθολικισμό, συγκεκριμένα, ο Μιχαήλ Η΄ στα 1247 στη σύνοδο της Λυών εξαιτίας των επιθετικών πρωτοβουλιών στα Βαλκάνια του βασιλιά της Σικελίας και Νεαπόλεως Charles d’Anjou, ο Ιωάννης Ε΄ στα 1369 λόγω του οθωμανικού κινδύνου και ο Ιωάννης Η΄, ο οποίος προσχώρησε στον καθολικισμό το 1439 στη Φλωρεντία, ενόψει της επικείμενης οθωμανικής πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης. Αυτές οι προσπάθειες κατέληγαν πάντοτε σε αδιέξοδο καθώς τόσο το λαϊκό στοιχείο όσο και ο ορθόδοξος κλήρος αρνούνταν να ευθυγραμμιστούν με τις πολιτικές μεθοδεύσεις των κοσμικών αρχόντων τους. Αποτέλεσμα της διάστασης Ενωτικών και Ανθενωτικών ήταν η ενίσχυση των ιδεολογικών εντάσεων και των συγκρουσιακών πολιτικών διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της βυζαντινής κοινωνίας.
Λογική συνέπεια όλων των προαναφερθέντων ήταν η μετατόπιση του κέντρου βάρους της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής ήδη πριν το 1204 προς τη Δύση. Αυτή η μεταβολή ήταν εύλογη, διότι οι μεγάλοι κίνδυνοι προέρχονταν κυρίως από τη δυτική Ευρώπη. Οι Νορμανδοί της Σικελίας αποτελούσαν μόνιμο εχθρό ως τα τέλη του 12ου αιώνα και βασική αιτία πτώσης της δυναστείας των Κομνηνών, οι βλέψεις του πάπα για υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν γνωστές, και φυσικά οι φιλοδοξίες της Γερμανικής Αυτοκρατορίας σε βάρος του Βυζαντίου ήταν μόνιμη πηγή ανησυχίας. Οι σταυροφορίες αποτέλεσαν ακραία μορφή αυτής της ευρωπαϊκής επιθετικότητας, συγκερασμό προσεκτικά σχεδιασμένης εκ μέρους των Βενετών στρατιωτικής εισβολής και τυχοδιωκτικών επιδιώξεων των Ευρωπαίων σταυροφόρων.
Από την άλλη, οι εξωτερικοί κίνδυνοι στη Μικρά Ασία διαγράφονταν λιγότερο σημαντικοί, καθώς το εχθρικό σουλτανάτο του Ικονίου πιεζόταν από τους Μογγόλους στα ανατολικά του. Αυτός ο προσανατολισμός της βυζαντινής εξωτερικής πολιτικής προς τη Δύση ερχόταν σε αντίθεση με το μικρασιατικό γεωγραφικό εντοπισμό της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, αλλά φάνταζε αναγκαία και αυτονόητη στους στρατηγικούς σχεδιασμούς των αυτοκρατόρων της εποχής. Ως αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής επιλογής, και δεδομένου ότι οι οικονομικές και στρατιωτικές δυνάμεις της αυτοκρατορίας δεν επαρκούσαν για την υπεράσπιση και των δύο συνόρων, τα στρατεύματα της Ανατολής ανακλήθηκαν στα Βαλκάνια, το δε συνοριακό σώμα των ακριτών απώλεσε τη στρατιωτική αξία του και τελικά διαλύθηκε. Έτσι, γύρω στα 1300 η ύπαιθρος της Μικράς Ασίας κατακλύσθηκε από τουρκικά φύλα και η σχεδόν ανύπαρκτη βυζαντινή άμυνα στην ύπαιθρο κατέρρευσε πολύ εύκολα κάτω από την πίεσή τους. Μεμονωμένες εστίες αντίστασης παρέμειναν οι πόλεις, οι οποίες συνέχισαν τον αγώνα κατά των εισβολέων χωρίς καμία υποστήριξη από το αυτοκρατορικό κέντρο. Η ενσωμάτωσή τους στις επικράτειες των τουρκομανικών ηγεμονιών ήταν θέμα χρόνου και συνήθως προέκυπτε μετά από μακροχρόνιους οικονομικούς αποκλεισμούς και συνθηκολόγηση των κατοίκων τους.
Η ύστερη βυζαντινή περίοδος σημαδεύτηκε και από την άνοδο της στρατιωτικής αριστοκρατίας, η οποία στηριζόμενη οικονομικά στη μεγάλη γαιοκτησία και πολιτικά στον ενισχυμένο ρόλο της στη συγκρότηση του επαρχιακού στρατού σταδιακά αυτονομήθηκε από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία. Η πολιτική ενεργοποίηση της γαιοκτητικής-στρατιωτικής ελίτ πήρε δύο βασικές μορφές, είτε της συμμετοχής της στους συσχετισμούς της πολιτικής ισχύος στην πρωτεύουσα, είτε της εδαφικής απόσχισης γεωγραφικών ζωνών οι οποίες τελούσαν υπό την άμεση επιρροή γαιοκτημόνων. Τέτοια ήταν η περίπτωση της Κύπρου, η οποία αποσπάστηκε από τον κορμό της αυτοκρατορίας από κάποιον γαιοκτήμονα ονόματι Ισαάκ Κομνηνό. Η ανάδειξη της περιφερειακής γαιοκτητικής ελίτ διευκολύνθηκε, και σε σημαντικό βαθμό εξαρτήθηκε, από τη έκνομη και αδιαφανή μετατροπή των προνοιών, κρατικών γαιών την επικαρπία των οποίων παραχωρούσε η κεντρική εξουσία σε επαρχιώτες κατώτερους αριστοκράτες σε αντάλλαγμα στρατιωτικών υπηρεσιών, σε πλήρεις ιδιοκτησίες εκ μέρους των καλλιεργητών τους.
Τα αυτοκρατορικά δικαιώματα ψιλής κυριότητας επί αυτών των γαιών έγιναν αντικείμενο σφετερισμού από τα μέλη της επαρχιακής στρατιωτικής ελίτ οι οποίοι με τη σειρά τους απέφευγαν την εκπλήρωση των στρατιωτικών υποχρεώσεών τους. Η κεντρόφυγη συμπεριφορά τους ενισχύθηκε από τον κατακερματισμό της βυζαντινής επικράτειας μετά την άλωση της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας το 1204. Οι διάφοροι στρατιωτικοί-γαιοκτήμονες συνασπίστηκαν γύρω από τους ποικίλους, ελληνόφωνους ή σλαβόφωνους, διεκδικητές του αυτοκρατορικού θρόνου, ή ίδρυσαν μικρές ημιαυτόνομες ηγεμονίες φεουδαλικού τύπου. Η επιβολή δύο δυναστειών στο βυζαντινό θρόνο, δηλαδή των Αγγέλων και των Παλαιολόγων, προερχόμενων από τις τάξεις της στρατιωτικής αριστοκρατίας, αποτελεί καταφανή απόδειξη του θριάμβου της νέας αυτής πολιτικής ελίτ.
Το κατά πόσο αυτός ο μετασχηματισμός των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων είχε φεουδαλικά χαρακτηριστικά ή συνέτεινε σε μια «φεουδαλοποίηση» της οικονομίας και κοινωνίας στο ύστερο Βυζάντιο είναι θέμα προς συζήτηση, η οποία υπερβαίνει τη στοχοθεσία του παρόντος κεφαλαίου. Αυτό που είναι σίγουρο είναι ο περιορισμός των φοροδοτικών ικανοτήτων των αγροτικών περιοχών τον έλεγχο των οποίων έχανε η βυζαντινή κεντρική κυβέρνηση. Η μείωση της δημοσιονομικής αξίας των ευρωπαϊκών κτήσεων της αυτοκρατορίας ενισχύθηκε από το πέρασμα πολλών από αυτές σε σερβικό ή βουλγαρικό έλεγχο και τις καταστρεπτικές επιδρομές των διαφορών τουρκικών μισθοφορικών στρατευμάτων. Η μεταβολή του νομικού καθεστώτος και η μετατροπή μεγάλων γεωγραφικών ζωνών από κεντρικά ελεγχόμενες περιοχές σε ημιαυτόνομες ηγεμονίες προσωπικού χαρακτήρα είχε επιπτώσεις και στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση των αγροτικών στρωμάτων. Η καταχρέωση και η απώλεια της οικονομικής αυτονομίας των μικροϊδιοκτητών γης και των απλών καλλιεργητών ήταν η σημαντικότερη μεταβολή. Η αύξηση των οφειλόμενων αγγαρειών προς τους χωροδεσπότες αποτέλεσε έναν ακόμη παράγοντα επιδείνωσης της θέσης των χωρικών και μεγιστοποίησης της κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Παράλληλα, αυξήθηκαν οι χρηματικές ανάγκες του κράτους εξαιτίας της αποκλειστικής χρήσης μισθοφορικών στρατευμάτων, ειδικά στον 14ο αιώνα, στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Έτσι, η μείωση των δημοσιονομικών δυνατοτήτων της αυτοκρατορίας βρισκόταν σε ανακολουθία με τις αυξημένες χρηματικές απαιτήσεις του νέου τρόπου διεξαγωγής πολέμου. Συνέπειες αυτής της αναντιστοιχίας ήταν η στρατιωτική αδυναμία της αυτοκρατορίας, λόγω του μικρού αριθμού στρατευμάτων που μπορούσε να κινητοποιήσει, και η εντατικοποίηση της φορολογικής επιβάρυνσης, των αγγαρειών και των υποχρεώσεων στρατιωτικής επιμελητείας που επιβάλλονταν στους αγροτικούς και αστικούς πληθυσμούς. Σε όλα τα προαναφερθέντα να προστεθούν οι δυσλειτουργίες του φοροενοικιαστικού συστήματος, όπως εκδηλώνονταν στις αυθαίρετες επιβολές και καταχρήσεις των φοροενοικιαστών, και η ήδη από τον 11ο αιώνα εξαιρετικά δημοφιλής μέθοδος αντιμετώπισης δημοσιονομικών κρίσεων μέσω της υποτίμησης του βυζαντινού χρυσού νομίσματος ή της έκδοσης παράλληλου υποτιμημένων νομισματικών μονάδων.
Τα φαινόμενα οικονομικής δυσπραγίας εντατικοποίησαν τη δυσαρέσκεια των φορολογούμενων πληθυσμών. Αν και δεν καταγράφονται αγροτικές εξεγέρσεις στην υστεροβυζαντινή εποχή, οι κοινωνικές εντάσεις μεταφέρθηκαν στις πόλεις, όπου συγκεντρώθηκαν πλήθη άκληρων και άνεργων χωρικών, οι οποίοι αδυνατούσαν να ενσωματωθούν οργανικά στα αστικά κέντρα υποδοχής τους. Οι πρώτες βίαιες αμφισβητήσεις του κοινωνικού καθεστώτος δεν άργησαν να εκδηλωθούν. Η εξέγερση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη, η κατάληψη της εξουσίας από τους επαναστάτες και η επιβολή του ριζοσπαστικού προγράμματός τους είναι η πιο γνωστή εκδήλωση αυτής της διάχυτης κοινωνικής δυσαρέσκειας.
Επίδραση των δυτικών φεουδαλικών πολιτειακών προσλήψεων και σύμπτωμα της εξάρθρωσης του ενιαίου διοικητικού χαρακτήρα του βυζαντινού πολιτειακού σχήματος στον 14ο αιώνα αποτέλεσε η ιδέα του εδαφικού διαμελισμού της κράτους ανάμεσα στα διάφορα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Έτσι, οι ελάχιστες επαρχίες ή πόλεις που απέμειναν στο ακρωτηριασμένο βυζαντινό κράτος, συχνά μακριά από την Κωνσταντινούπολη, μετά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα δόθηκαν ως προσωπικά φέουδα και ανεξάρτητα κρατίδια σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Το δεσποτάτο του Μιστρά, τελευταίο σημείο αναφοράς του βυζαντινού ελληνισμού στον 15ο αιώνα αποτέλεσε την ευτυχέστερη κατάληξη αυτής της διαδικασίας.
Σε ένα ανάλογο πλαίσιο, στην περίοδο ανάμεσα στο 1321 και στο 1390 το βυζαντινό κράτος δοκιμάστηκε από εμφύλιες ή καλύτερα ενδο-δυναστικές συρράξεις, ανάμεσα σε μέλη της Παλαιολόγειας δυναστείας στις οποίες ενεπλάκησαν εξωδυναστικοί πολιτικοί παράγοντες, όπως ο εκπρόσωπος της στρατιωτικής αριστοκρατίας Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός, τα σλαβικά κράτη του Βορρά και οι Οθωμανοί, όλοι ως σύμμαχοι του ενός ή του άλλου διεκδικητή του θρόνου. Ειδικά οι Οθωμανοί εκμεταλλεύτηκαν συστηματικά το πολιτικό χάος και το κενό εξουσίας που προέκυψε, κατέλαβαν βυζαντινά εδάφη στη Μακεδονία και στη Θράκη και επέβαλαν ταπεινωτικούς όρους στη βυζαντινή κυβέρνηση.
“Εξίσου δυναμικός παράγοντας ήταν οι Γενουάτες, οι οποίοι ενίσχυσαν τις θέσεις τους μετά την παραχώρηση σε αυτούς εμπορικών προνομίων το 1261 εκ μέρους του Μανουήλ Η΄ Παλαιολόγου, αλλά εξαιτίας και της κατοχής στρατηγικά και εμπορικά σημαντικών θέσεων όπως ο Γαλατάς, η Χίος και η Λέσβος.”
Μάλλον εννοείτε τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολογο?