Ιωάννης Μέγεντορφ: Βίος και Έργο

Γράφει ο Δημήτριος Μόσχος, στο περιοδικό Έξοδος στην Κοινωνία και τη Ζωή

Στίς 22 ‘Ιουλίου 1992, στό Νοσοκομείο St. Mary’ s τοϋ Montreal, έξεπλήρωσε τό κοινό χρέος, σέ ηλικία 66 έτών, ένα σημαίνον τέκνο της σύγχρονης ‘Ορθόδοξης Εκκλησίας καί έπιφανής ιστορικός καί θεολόγος: ό πρωτοπρεσβύτερος π. ‘Ιωάννης Μέγεντορφ (Jean Meyendorff). Μιά σύντομη άναφορά στή ζωή καί στό έργο του είναι περισσότερο άπό επιβεβλημένη.

Ό π. Μέγεντορφ γεννήθηκε στίς 17 Φεβρουαρίου 1926 στό Neuiliy-Sur-Seine της Γαλλίας άπό Ρώσους πρόσφυγες της ‘Οκτωβριανής ‘Επαναστάσεως. Μετά τή συμπλήρωση τής έγκύκλιας παιδείας του στό Παρίσι σπούδασε θεολογία στό ‘Ορθόδοξο Θεολογικό Σεμινάριο «”Αγιος Σέργιος» στήν ίδια πόλη, μέχρι τό 1949 καί έν συνεχεία στή Σορβόννη άπ’ όπου πήρε τό 1958 τό διδακτορικό του. Χειροτονήθηκε διάκονος καί πρεσβύτερος τό 1959 άπό τό Μητροπολίτη Βλαδίμηρο, Έξαρχο τοϋ Οικουμενικού Πατριαρχείου, γιά τίς ρωσικές ενορίες στήν Εύρώπη. Διορίσθηκε ύφηγητής καί κατόπιν βοηθός καθηγητής τής ‘Εκκλησιαστικής ‘Ιστορίας στόν “Αγιο Σέργιο, ένώ παράλληλα διεξήγε βυζαντινολογικές έρευνες ύπό τήν αιγίδα τοϋ «Centre National de la Recherche Scientifique».

To 1959 ώστόσο ό π. Μέγεντορφ μετανάστευσε στίς ‘Ηνωμένες Πολιτείες καί συνδέθηκε με τό ‘Ορθόδοξο Σεμινάριο τοϋ ‘Αγίου Βλαδιμήρου στή Νέα ‘Υόρκη. Έκεί έγινε Καθηγητής Πατρολογίας καί Εκκλησιαστικής ‘Ιστορίας καί τό 1984 έγινε Κοσμήτωρ τοϋ Σεμιναρίου, ένώ διηύθυνε καί τό περιοδικό τοϋ ‘Ινστιτούτου «St. Vladimir’ s Seminary Theological Quarterly». Ταυτόχρονα προσελήφθη στό περίφημο Βυζανπνολογικό κέντρο Dumbarton Oaks τοϋ Παν/μίου Harvard, όπου δίδαξε μέχρι τό 1967 καί στό όποιο έγινε διευθυντής τό 1978.

Δείγμα τής ευρύτερης άκτινοβολίας τοϋ π. Μέγεντορφ στον ακαδημαϊκό καί θεολογικό κόσμο τής Νέας ‘Ηπείρου είναι ή διδακτική του δραστηριότητα: άπό τό 1967 δίδασκε Βυζαντινή ‘Ιστορία στό Παν/μιο τοϋ Fordham, ένώ δίδαξε Βυζαντινή Θεολογία στό Παν/μιο τοϋ Harvard, κι άκόμη στό Θρησκειολογικό Τμήμα τοϋ Παν/μίου Columbia καί στό Union Theological Seminary τής Νέας ‘Υόρκης. Παράλληλα ύπήρ-ξε ύπότροφος έρευνητής τοϋ National Endowment for the Humanities (1976-77), τών ύποτροφιών Guggenheim (1981) καί μέλος τής Βρεττανικής ‘Ακαδημίας, ένώ άνακηρύχθηκε τιμής ένεκεν διδάκτωρ άπό πολλά Πανεπιστήμια καί ‘Ακαδημίες καί διετέλεσε πρόεδρος σέ πολλές επιστημονικές έταιρεΐες.

Σημαντική, όμως, ύπήρξε καί ή μαρτυρία τοϋ π. Μέγεντορφ στό στίβο τής παγκόσμιας παρουσίας τής ‘Ορθόδοξης ‘Εκκλησίας. Ώς υπέρμαχος τής Πανορθόδοξης ένότητος ήταν ιδρυτικό μέλος καί, τό διάστημα 1955-1963, πρώτος Γενικός Γραμματέας τής Διεθνούς Συνομοσπονδίας ‘Ορθοδόξων Νεολαιών «Σύνδεσμος», ένώ ή στράτευσή του στήν ύπόθεση τής μαρτυρίας τής ‘Ορθόδοξης Εκκλησίας στίς ξένες ομολογίες τόν κατέστησε άντιπρόεδρο τοϋ τμήματος Νεότητος (1957-1960) καί μέλος καί άργότερα (1967-1975) Πρόεδρο τής Επιτροπής Πίστεως καί Τάξεως τοϋ Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών.

Όσον άφορα τό έργο του εΐναι γενικά γνωστό ότι ό π. Μέγεντορφ διέπρεμε καί διακρίθηκε ώς ό άνθρωπος πού έδωσε νέα ώθηση στή μελέτη τοϋ φαινομένου πού ονομάζεται Ήσυχασμός. Πράγματι ή κριτική έκδοση τών «Τριάδων» τοϋ Γρηγορίου Παλαμά «Υπέρ τών ίερώς ήσυχαζόν-των» (Gregoire Palamas – Defense de saints hesychasts – κείμ. – μετφρ. – ύπόμν. τ. 1-2, Louvain 1959, 6′ έκδ. 1973) καί ή ταυτόχρονη έξοχη μονογραφία του γιά τόν άγιο Γρηγόριο Παλαμά (Indtroduction a 1′ etude de saint Gregoire Palamas, Paris 1959, άγγλ. μτφρ. άπό G. Laurence 1964, δυστυχώς άμετάφραστο στά έλ-ληνικά) παραμένουν τό βασικότερο θεμέλιο γιά τήν έρευνα γύρω άπό τό σημαντικό αύτό κεφάλαιο της ‘Ορθοδόξου Θεολογίας, καί δείχνουν ότι ό έκλιπών συνδύαζε άκαταπόνητη ίστορικο-φιλολογική καί κριτική έργασία μέ ευρεία συστηματική καί φιλοσοφική θέαση τών κειμένων. Τό ίδιο δείχνουν τά εξίσου σημαντικά άρθρα του γύρω άπό τό θέμα (άναφέρουμε τά σημαντικώτε-ρα: Les debuts de la controverse hesychaste, Byzantion 23 (1953), 87-120″ Le theme du «retour en soi» dans la doctrine palamite du XlVe siecle, Revue de 1′ Histoire des Religions 145, 2 (1954)’ Κριτική έκδοση τοϋ Τόμου 1347, Zbornik Radova (1963), 209-227. Projets de Concile oecumenique en 1367, Dumbarton Oaks Papers 14 (1961). Un mauvais theologien de 1′ unite au XlVe siecle: Barlaam le calabrais, 1054-1954: L ‘ Eglise et les Eglises, Chevetogne 1954′ L’ origine de la controverse palamite, la premiere lettre de Palamas a Akindynos, Θεολογία 25 (1954) 602-630 κ.ά.π.), όσο καί ή κριτική έκδοση τών ‘Επιστολών Γρηγορίου τοϋ Παλαμά πρός Βαρλαάμ καί Άκίνδυνον, πού συμ-περιελήφθη στήν έκδοση Π. Χρήστου (Γρηγορίου τοϋ Παλαμά Συγγράμματα, τ. Α” Θεσσαλονίκη 1962).

Εξίσου σημαντική, όμως, είναι καί ή έρευνη-πκή δραστηριότητα τοϋ π. Μέγεντορφ, σέ πολλούς άλλους τομείς τής έκκλησιαστικής ιστορίας καί Πατρολογίας: Σχέσεις βυζαντινής ‘Εκκλησίας καί ‘Ισλάμ, Σχέσεις ‘Ορθοδοξίας καί Καθολικισμού, Σχέσεις Έλληνισμοΰ καί Σλαβισμοϋ έντός τής ‘Ορθόδοξης ‘Εκκλησίας, Βυζαντινή Τέχνη, είναι μερικοί άπό τούς τομείς στούς όποιους διείσδυσε ό έρευνητικός του μόχθος. Εκλαϊκευτικά έργα (The Orthodox Church, New York 1963, μεταφρασμένο μέχρι το 1966 σέ πέντε γλώσσες), συμμετοχή σέ έκδόσεις θεολογικών τόμων (The Primacy of Peter in the Orhtodox Church, London 1963) ήταν έπίσης καρπός τής άνήσυ-χης γραφίδας τοϋ σοφού πρωτοπρεσβυτέρου. Πολλά άρθρα του συλλέχθηκαν σέ τόμους, όπως τής σειράς Variorum Reprints, (Byzantine Hesychasm: Historical, Theological and Social Problems. London, (Variorum Reprints) 1974 μέ δεκαέξι άρθρα) ή τό βιβλίο The Byzantine Legacy in the Orthodox Church (μτφρ. στά έλ-ληνικά, Ή Βυζαντινή Κληρονομιά στήν ‘Ορθόδοξη Εκκλησία, ‘Αθήνα 1990, έκδ. Αρμός) άλλά ή πλήρης συγκέντρωση τών δημοσιευμάτων του καί κατάστρωση πλήρους έργογραφίας θά είναι έργο δύσκολο.

‘Αποτιμώντας τό έργο τοϋ π. Μέγεντορφ άντιλαμβανόμαστε ότι άποτελεΐ πάνω άπ’ όλα μία δυναμική άνανέωση τοϋ νοήματος πού περιέβαλε τή ζωή καί τή δράση τής ‘Ορθόδοξης Εκκλησίας στό παρελθόν. Ό Ήσυχασμός π.χ. έπαμε νά είναι ένα κωμικό επεισόδιο βυζαντινού σχολαστικισμού καί έγινε τό έπίκεντρο τών δοκιμών μιάς βαθειάς άνανέωσης τοϋ θεολογικού λόγου (οί Δυτικοί όμιλοϋν γιά «Νεοπαλαμική» σχολή) πού άπαντά σέ έρωτήματα τοϋ συγχρόνου άνθρώπου μέ σοβαρώτατες άνθρωπολογικές καί κοινωνικές συνέπειες. Οί σχέσεις Βυζαντίου καί Σλάβων έ-παμαν νά είναι ένας άφελής πανηγυρικός τοϋ «ελληνικού πνεύματος» τοϋ Χριστιανισμού ή της «σλαβικής υυχής» της ‘Ορθοδοξίας καί έγιναν ένα πεδίο σοβαρής μελέτης των διαπλοκών τοϋ πολιτιστικού περιβλήματος της δράσεως τοϋ μορφώματος «Εκκλησία» (περίβλημα συνδεδεμένο καί μέ επικίνδυνα συστατικά όπως ό Έ8νικισμός) καί τοΰ σωστικού περιεχομένου της τελευταίας (βλ. π.χ. τά δύο πολύ σημαντικά τελευταία κεφάλαια στό «Ή Βυζαντινή Κληρονομιά…» ο. 267-314). Ό π. Μέγεντορφ βάδισε μέ ύπευθυνότητα καί δυνατή έκκλησιαστική συνείδηση τή δύσβατη άτραπό τών προβλημάτων αύτών καί, παρά τίς άντι ρ ρήσεις (βλ. π.χ. τή γνωστή κριτική του π. Ί. Ρωμανίδη στίς περί Παλαμά θέσεις του, στό J. Romanidis, Notes on the Palamite Controversy and the Related Topics, The Greek Orthodox Theological Review 6 (1961) 2. 186-205 καί 9 (1963) 2, 235-270), άγωνίσθηκε γιά τήν κατάδειξη τοϋ στόχου κάδε έκκλησιαστικοϋ ιστορικού καί θεολόγου, όπως τό είχε δέσει παλαιότερα καί ό G. Florovsky, καί είναι ή άπο-φυγή τόσο της ρομαντικής θεοποίησης όσο καί της ήθικιστικής «μονοφυσιτικής» άπόρρψης τοϋ εκκλησιαστικού παρελδόντος καί ή άναζήτηση τοΰ σώζοντος άγιαστικοΰ στοιχείου πού πορίζει ή ‘Εκκλησία ώς παρατεινόμενο στούς αιώνες Σώμα Χρίστου. Όπως τό έθεσε ό ϊδιος: «Ή μελέτη της έκκλησιαστικης ιστορίας -τουλάχιστον γιά τούς ‘Ορθόδοξους Χριστιανούς- σκοπό έχει πρώτα άπ’ όλα νά άvακαλύψει τούς μηχανισμούς, τή λογική βάση της συνέχειας καί νά οδηγήσει στήν άνακάλυψn της σταθερότητας της παράδοσης. ‘Αλλά θά άποτύχαινε στό πρωταρχικό σκοπό της έάν δέν βοηθούσε στό γκρέμισμα ειδώλων καί στόν ορισμό της διαφοράς μεταξύ τού τί είναι άπόλυτο καί τί σχετικό στή ζωή της έκκλησίας άσκώντας έτσι μιά σωτήρια κριτική χωρίς τήν όποία ή χριστιανική πίστη θά ήταν σέ σύγκρουση τόσο μέ τήν άλήθεια όσο καί μέ τήν άνθρώπινη λογική». («Ή Βυζαντινή Κληρονομιά…» σ. 14).

Βιβλιογραφία:

– Β. Μουστάκη, λ. Μάγεντορφ Ιωάννης. ΘΗΕ. τ. 8, Άθτϊναι 1966. 459 460 (μέχρι τό 1966:

– Σχόλιο «Έκοιμήθη ό πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Μέγιεντορφ», περ. Πειραϊκή Εκκλησία. 20 127) (Σεπτ 1992) 62 Παραπεμφ8έντα έργα και άρθρα τοϋ ίδιου

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *