Χάνσα: Η μεσαιωνική εμπορική υπερδύναμη της Βόρειας Ευρώπης

Όταν σκεφτόμαστε τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα, στο νου μας έρχονται εικόνες από μια βαθιά συντηρητική, αυστηρώς διαστρωματωμένη, οπισθοδρομική, θεοκρατική κοινωνία με την πλειοψηφία του πληθυσμού να βρίσκεται σε καθεστώς δουλοπάροικου, υποκείμενου στην τάξη των φεουδαρχών και των σιδηρόφρακτων ιπποτών τους από τη μια και στην πνευματική ηγεμονία της παπικής εκκλησίας από την άλλη.

Μανώλης Χατζημανώλης

Αν και αυτή όντως ήταν εν μέρει η πραγματικότητα για μεγάλο μέρος της Ευρώπης, δεν αποτελεί ολόκληρη την εικόνα. Καθώς αυξάνονταν η παραγωγή αγαθών, οι εμπορικές συναλλαγές και ο πληθυσμός των πόλεων που βρίσκονταν πάνω στις σημαντικότερες ποτάμιες και θαλάσσιες εμπορικές οδούς, αναπόφευκτα ξεκίνησε και η ανάπτυξη μιας ευημερούσας αστικής τάξης εμπόρων, που πλούτισαν ως μεσάζοντες ασχολούμενοι με το διαμετακομιστικό εμπόριο. Ζώντας σε έναν κόσμο όπου κυριαρχούσαν κοινωνικά και πολιτικά οι ευγενείς γαιοκτήμονες, χρειάστηκε σε πολλές περιπτώσεις να συνασπιστούν ώστε να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους. Αυτός ο συνασπισμός έλαβε σάρκα και οστά αρχικά με την δημιουργία συντεχνιών/ομίλων εμπόρων, που σε δεύτερο στάδιο οδήγησε στην αυτονόμηση από την κυριαρχία των φεουδαρχών ολόκληρων πόλεων.

Αυτή τάση έλαβε μεγάλες διαστάσεις στην γερμανική Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (που ούτως ή άλλως δεν αποτελούσε συγκεντρωτικό κράτος), η οποία είχε υπό τον έλεγχό της σημαντικές εμπορικές οδούς που ένωναν την Ιταλία με τα παράλια της Βόρειας Θάλασσας και της Βαλτικής. Οι πόλεις αναγνώριζαν την απευθείας επικυριαρχία του Γερμανού Αυτοκράτορα, ενώ λάμβαναν ως αντάλλαγμα προνόμια εμπορικής και πολιτικής φύσεως, όπως ατέλεια ή απαλλαγή από τις υποχρεώσεις απέναντι στον ντόπιο φεουδάρχη.

Στα Παλαιά Γερμανικά της Άνω Γερμανίας ο όρος Χάνσα (Hansa) σημαίνει ένωση, όμιλος. Με αυτό το όνομα σύντομα εμφανίστηκαν διάφοροι συνασπισμοί πόλεων με κύριο σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας και του εμπορίου στο χώρο της Βόρειας Θάλασσας. Κυρίως όμως ο όρος αυτός αναφέρεται στην Χανσεατική Ένωση, δηλαδή την ένωση των γερμανικών κατά βάσιν πόλεων της Βαλτικής και της Βόρειας Θάλασσας (Γερμανική Χάνσα), που ήταν η μεγαλύτερη από αυτές τις ενώσεις.

Η πρώτη σαφής αναφορά στην Χανσεατική Ένωση γίνεται το 1358, όμως είναι σαφές πως η ένωση υφίσταται ήδη από τα μέσα του 12ου αιώνα. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 13ου αιώνα αναπτύσσεται ταχύτατα προωθώντας την ίδρυση πόλεων στα εδάφη ανατολικά του Έλβα. Αυτή η προώθηση των Γερμανών ανατολικά του Έλβα άνοιξε για τους εμπόρους νέες αγορές και η ανάγκη να διασφαλίσουν τα κέρδη τους τούς ώθησε να οργανωθούν σε εμπορικές ενώσεις. Την πολιτική αυτή ακολούθησαν γρήγορα και οι κυριότερες εμπορικές πόλεις, προκειμένου να εξασφαλίσουν για τους υπηκόους τους ασφάλεια και πλούτο. Το 1160 μια ομάδα μεγαλεμπόρων ίδρυσε έναν διαμετακομιστικό σταθμό στο Βίσμπυ της Γκοτλάνδης. Το 1241 συνήφθη η πρώτη συμφωνία μεταξύ Λίμπεκ και Αμβούργου για τη διευκόλυνση του εμπορίου. Μέχρι τα τέλη του 13ου αιώνα τέτοιου είδους σύμφωνα είχε συνάψει μεγάλος αριθμός γερμανικών πόλεων. Σταδιακά αυτές οι πόλεις συνασπίστηκαν με σκοπό τον έλεγχο του εμπορίου της Βαλτικής. Το 1275 μάλιστα απαγόρευσαν στα πλοία των φλαμανδικών πόλεων να εισέρχονται σ’ αυτήν τη θάλασσα.

Αν και αρχικά τουλάχιστον δεν υπήρχε κάποια θεσμοθετημένη ομοσπονδιακή αρχή, ούτε μόνιμος ενιαίος στρατός και στόλος που να τις προστατεύει έναντι των ανταγωνιστών τους, οι πόλεις της Ένωσης σε πολλές περιπτώσεις συνασπίστηκαν πολιτικά και στρατιωτικά ώστε να υπερασπιστούν τα οικονομικά τους συμφέροντα. Μια τέτοια περίπτωση υπήρξε το 1368 όταν χανσεατικές πόλεις συνέστησαν την Συνομοσπονδία της Κολωνίας και, αφού λεηλάτησαν την Κοπεγχάγη και το Έλσινμποργκ, εξανάγκασαν το 1370 τον Βάλντεμαρ Δ’ της Δανίας και τον γαμπρό του, Χάακον Στ’ της Νορβηγίας , να αποδίδουν στην Ένωση το 15% των κερδών από το δανέζικο εμπόριο στην Βαλτική και στην Βόρεια Θάλασσα, αποκτώντας έτσι ουσιαστικά το εμπορικό και οικονομικό μονοπώλιο σε ολόκληρη την Σκανδιναβία.

Λίγο αργότερα η Ένωση χρειάστηκε να διεξάγει απηνή πόλεμο εναντίον των πειρατών, καθώς μεταξύ των ετών 1392 και 1440 τα εμπορικά πλοία της Χάνσα αποτέλεσαν στόχο κουρσάρων που είχε προσλάβει ο Αλβέρτος του Μεκλεμβούγου, βασιλιάς της Σουηδίας, εναντίον της Μαργαρίτας Α’ της Δανίας.

Χάρτης των πόλεων της Χανσεατικής Ένωσης

Η πραγματική ισχύς της Ένωσης όμως δεν βρισκόταν στην δύναμη των όπλων των πόλεων-κρατών που την αποτελούσαν, αλλά στην συλλογική της οικονομική και πολιτική επιρροή. Ο 15ος αιώνας ήταν η χρυσή εποχή της Ένωσης. Είχε καταφέρει να ιδρύσει παροικίες εμπόρων σε όλες τις πολιτείες της Βόρειας θάλασσας και της Βαλτικής. Αυτές οι παροικίες ζούσαν αυτόνομα, συμμετείχαν όμως στην πολιτική ζωή των πόλεων στις οποίες έδρευαν. Διέθετε τρεις μόνιμους εμπορικούς σταθμούς στο Λονδίνο και την Μπρυζ για τον έλεγχο του εμπορίου μαλλιού και υφασμάτων και στο Μπέργκεν για τον έλεγχο της διακίνησης ξυλείας, μεταλλευμάτων και ψαριών. Η Ένωση είχε καταφέρει να επιβάλλει μονοπώλιο στο εμπόριο της Βαλτικής, υποχρεώνοντας τους τοπικούς εμπόρους να συναλλάσσονται μόνο μαζί της. Μάλιστα ελέγχοντας το εμπόριο του Νόβγκοροντ μετέφερε τα ρωσικά προϊόντα στη Δύση. Συνολικά αποτελείτο από 90 πόλεις. Κέντρο της ήταν το Λύμπεκ, όπου συνέρχονταν οι συνελεύσεις της Χάνσα.

Κάθε χανσεατική κοινότητα (kontore) είχε τo δικό της ταμείο, δικαστήριο και σφραγίδα. Όπως συνέβαινε γενικότερα με τις μεσαιωνικές συντεχνίες, οι kontore διοικούνταν από συμβούλιο πρεσβύτερων. Προϋπόθεση για συμμετοχή στην Ένωση ήταν η γερμανική καταγωγή, η υπαγωγή στον γερμανικό νόμο και η κατάρτιση στην τέχνη του εμπορίου. Η Ένωση εξασφάλιζε στα μέλη της υποστήριξη τόσο στις εμπορικές τους επιχειρήσεις, όσο και στις πολιτικές τους φιλοδοξίες. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν με βάση την κοινή συναίνεση των μελών. Όταν προέκυπτε κάποιο ζήτημα τα μέλη συγκεντρώνονταν σε μια κεντρική συνέλευση, την Tagfahr ή Hansetag. Οι κοινότητες-μέλη εξέλεγαν αντιπροσώπους (Ratssendeboten) οι οποίοι τις εκπροσωπούσαν στην Hansetag. Κάποιος ratssebboten μπορούσε να εκπροσωπεί περισσότερες από μία κοινότητες. Όταν υπήρχε ένσταση από κάποιο από τα μέλη, μια επιλεγμένη ομάδα αντιπροσώπων προσπαθούσε να βρει αμοιβαίως αποδεκτό συμβιβασμό.

Από το 1356, σε περιφερειακό επίπεδο, οι κοινότητες χωρίζονταν σε τρία Drittel ( =”τρίτα”). Από κάθε drittel εκλέγονταν δύο πρεσβύτεροι και έξι μέλη του Συμβουλίου των Δεκαοκτώ (Achtzehnmannerrat). Αυτοί διαχειρίζονταν τις υποθέσεις της Ένωσης για καθορισμένη χρονική περίοδο. Αυτή η συνομοσπονδιακού τύπου οργάνωση παγιοποιήθηκε σταδιακά.

Καθώς κανένας έμπορος δεν μπορούσε να επιχειρήσει στις περιοχές ελέγχου της Ένωσης αν δεν άνηκε στην Χάνσα και καθώς οι έμποροί της ζούσαν απομονωμένοι στις παροικίες τους χωρίς να αλληλεπιδρούν με τους ντόπιους παρά μόνο για εμπόριο, προκάλεσαν φυσικά τον φθόνο τους, τόσο των ευγενών όσο και των αστών που άρχισαν να απαιτούν την άρση των προνομίων της Ένωσης. Στο Λονδίνο π.χ, παρά την συνεχή πίεση που ασκούσαν οι Βρετανοί έμποροι, η Χάνσα χρηματοδοτώντας τον Οίκο των Γιορκ στην σύγκρουσή του με τον Οίκο των Λάνκαστερ κατά τον Πόλεμο των Ρόδων πέτυχε να διατηρήσει τα προνόμιά της μέχρι το 1597, οπότε η βασίλισσα Ελισάβετ Α’ απέλασε την Ένωση από την πόλη.

Με τη σταδιακή επέκταση της Δανίας προς το Σλέσβιχ και το Χόλσταϊν άρχισαν να απειλούνται τα μεγάλα κέντρα της Χάνσα (κυρίως το Αμβούργο και το Λύμπεκ), η οποία δεν μπορούσε πλέον τόσο εύκολα να επιβάλλει τη θέλησή της στα σκανδιναβικά βασίλεια που είχαν ενωθεί με τη συνθήκη του Κάλμαρ. Παράλληλα τα κράτη της Βαλτικής (Πολωνία-Τευτονικό τάγμα) άρχισαν να χειραφετούνται από τη Χάνσα και να επιδιώκουν την εμπορική τους ανάπτυξη σε βάρος της. Το 1478 ο τσάρος Ιβάν Γ΄ κατέλαβε το Νόβγκοροντ και μέχρι το 1494 κατάργησε τα προνόμια της Χάνσα, στερώντας της μια από της κυριότερες αγορές της. Σταδιακά δε τα εθνικά κράτη της δυτικής Ευρώπης θα αρχίσουν να καταργούν τα προνόμιά της προκειμένου να ενισχύσουν την εθνική τους οικονομία. Παραλλήλως θα αρχίσουν να αναπτύσσονται νέες εμπορικοί οδοί οι οποίες θα μειώσουν την οικονομική σημασία της Βόρειας θάλασσας.

Ο Τριακονταετής Πόλεμος και οι καταστροφές που προκάλεσε στις γερμανικές χώρες υπήρξε το τελειωτικό κτύπημα για την παρακμασμένη Χάνσα, η οποία το 1669 θα αποτελείτο πλέον μόνο από τρεις πόλεις (Λύμπεκ, Βρέμη, Αμβούργο). Κυριότερη όμως αιτία παρακμής ήταν η έλλειψη μόνιμης ισχυρής κρατικής δομής και στρατού, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί σταδιακά ως γεωπολιτικός παίκτης από τα ισχυρότερα συγκεντρωτικά κράτη, όταν πλέον αυτά θέλησαν να γίνουν οικονομικά ανεξάρτητα.

Πηγή: Ελληνική και Παγκόσμια Στρατιωτική Ιστορία

, ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *