ΔΙΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ μέ τή σύζυγο τοϋ αείμνηστου Χρήστου Μαλεβίτση (1927-1997) τά χειρόγραφα τοϋ αρχείου του, ανασύραμε από τά κατάλοιπα του καί τό πυκνό κείμενο πού ακολουθεί -κι απ’ όσο γνωρίζω, παραμένει ώς τά σήμερα άδημοσίευτο. Τό κείμενο συνιστά τήν επί χάρτου, ουσιαστική όμως, συνάντηση δυό λαμπρών Ελλήνων στοχαστών πού είχαν ώς κοινή τους μέριμνα, καί μάλιστα εναγώνια μέριμνα την όποία μόνον οί αυθεντικοί φιλόσοφοι ζοϋν, τήν ιστορία τοϋ πνεύματος. ΟΙ αναγνώστες, βέβαια, τοϋ «”Αρδην» είναι ήδη αρκετά καλά πληροφορημένοι γιά τή δύναμη της προσωπικότητας καί τό βάθος της κριτικής Ιστορικής σκέψης τοϋ Παπαϊωάννου. Ό Μαλεβίτσης, γνωστός τόσο γιά τις πολυσήμαντες μεταφράσεις του (Χάϊντεγγερ, Γιάσπερς, Όρτέγα ύ Γκασσέτ, Τίλ-λιχ, κλ.π.), όσο καί γιά τό ογκώδες δοκιμιακό του έργο (Ή τραγωδία της Ιστορίας, Περί τοϋ τραγικού, Ό φωτισμός τοϋ άνθρωπου, κ.ά.), ήταν απολύτως εύλογο νά ενδιαφερθεί γιά τή σκέψη τοϋ Παπαϊωάννου: κινούμενος στόν χώρο της μυθικής αποκάλυψης τοϋ αρχέγονου όντος, πού τελείται ώστόσο μές στήν ιστορική πορεία τοϋ άλλοτριωμένου, έξαιτίας της λήθης, άνθρωπου, ήταν μοιραίο νά συναπαντήσει στόν δρόμο του τόν συγγραφέα τοϋ «Κόσμος καί Ιστορία». Ό άδόκητος θάνατος τοϋ τελευταίου άποτέλεσε καί τήν αφορμή γιά τήν σύνταξη τοϋ παρακάτω κειμένου.
‘Αξίζει, τέλος, νά σημειωθεί καί τούτο: Ο Μαλεβίτσης δέν έγραφε ποτέ γιά άλλους φιλοσόφους ή γιά έργα τους εάν δέν ήταν πεπεισμένος γιά την άξία τους καί τήν ώφελιμότητά τους γιά τό ευρύτερο άναγνωστικό κοινό. “Οπως, δηλαδή, παρουσίασε καί τίς μεταφράσεις του μέ τή συλλογιστική ενός σχεδίου φιλοσοφικής διαπαιδαγώγησης των Ελλήνων αναγνωστων, τό ίδιο ακριβώς συνέβαινε καί μέ τά κείμενα- υποδείξεις γιά άλλους στοχαστές. Κι ή επισήμανση της περίπτωσης τοϋ μεγίστου Παπαϊωάννου μόνο ώς τμήμα ενός τέτοιου σχεδίου μπορεί τελικά ν’ άντιμετωπιστεί.
Δημήτρης ‘Αγγελής
Ο ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ ασχολείται σχεδόν άποκλειστικά μέ τό φαινόμενο τοϋ μαρξισμού και τοϋ έφαρμοσμένου σοσιαλισμοΰ, κι ωστόσο δέν είναι ούτε κοινωνιολόγος οΰτε Ιστορικός -είναι φιλόσοφος. ‘Ένας φ ιλόσοφος που δέν ένδ ιαφέρεται γιά τό πόσες είναι οί κατηγορίες, αλλά πού ενδιαφέρεται διακαώς γιά τήν έσχατη σημασία των ιστορικώς δρωμένων. Διότι ή μέριμνα τοϋ Παπαϊωάννου είναι κατεξοχήν πνευματική -μέ τήν αυθεντική σημασία τοϋ όρου. Δηλαδή πρόκειται γιά μέριμνα διάσωσης της αλήθειας. “Ηδη τό έργο του, πού έγραψε στά τριάντα του χρόνια Κόσμος καί ‘Ιστορία – («’Αρχείο Ο’ικονομικών καί Κοινωνικών Επιστημών», 1955), μαρτυρεί τίς υψηλές διανοίξεις τοϋ πνεύματος τοϋ Παπαϊωάννου. Κάτω άπό τήν οπτική αυτής της δι-ανοίξεως, τό έργο του πού ασχολείται μέ τό ιστορικό φαινόμενο τοϋ μαρξισμού προσλαμβάνει τίς πραγματικές του διαστάσεις. Πρόκειται γιά τήν ένασχόλησή του μέ μιά List der Vernunft καί μέ τήν ερευνά του θέλει νά διαπιστώσει ποιά «πονηριά» έστησε στήν πρόσφατη ιστορία ό «Λόγος», προβάλλοντας σέ πρώτο ιστορικό πλάνο τήν περιπέτεια τοϋ θεωρητικού καί έφαρμοσμένου μαρξισμού.
Άπό τό βιβλίο πού έμνημονεύσαμε παραπάνω (δηλαδή τό Κόσμος καί ‘Ιστορία πού φέρνει τόν χαρακτηριστικό γιά τόν προσανατολισμό τοϋ πνεύματος του υπότιτλο «Ελληνική κοσμολογία καί δυτική έσχατολογία»), φαίνεται όχι μόνο τό ύψος άπό τό όποιο ατενίζει τήν ιστορία, αλλά καί ή ευρεία καί βαθειά φιλολογική του ένημέρωση επάνω στά κείμενα τοϋ άρχαίου καί νεώτερου πνεύματος.
Ό Παπαϊωάννου επισημαίνει τή σημασία της γένεσης της ιστορικής συνείδησης στήν Ευρώπη, πράγμα πού δέν μπόρεσαν νά τό πραγματοποιήσουν οί ‘Αρχαίοι Έλληνες. Καί μάλιστα αντιπαραθέτει τή στάση τοϋ Έγέλου, πού βλέποντας τόν Ναπολέοντα ά-τένιζε μιά ενσάρκωση τοϋ «Παγκόσμιου Πνεύματος», μέ τή στάση τοϋ ‘Αριστοτέλη πού, φίλος καί δάσκαλος τοϋ Μεγάλου ‘Αλεξάνδρου, δέν άντελήφθη τό «’ιστορικό φαινόμενο» τοϋ Μακεδόνα στρατηλάτη.
Γι’ αυτό καί διαφέρουν μεταξύ τούς οί δυό ούμανισμοί. Ό ‘Αρχαίος Έλληνας συμφιλιώνει τόν ανθριοπο μέ τόν κόσμο, ενώ ό νεοότερος Ευρωπαίος προβαίνει στήν «έσχατολογική έρμηνεία καίκατανόηση της ιστορίας σάν προοδευτικής πραγμάτωσης τοϋ ‘Απολύτου». Έτσι ή ιστορική μέριμνα γιά πρώτη φορά γεννιέται στή συνείδηση τοϋ Ευρωπαίου καί ή συνακόλουθη σύλληψη τοϋ σκέλους της παγκόσμιας ιστορίας, ή όποια παγκόσμια ιστορία έκπτύσσεται μέ τήν έλεύθερη έπιλογή τοϋ άνθριόπου προοδευτικά γιά τήν πραγματοποίηση ενός ύψηλοϋ σκοποϋ, πού συμποσοϋται στήν πλήρη ά-πελευθέριοση τοϋ άνθρώπου.
Ή έλληνική άντίληψη θεωρεί τόν «κόσμο» ώς σημείο έσχατης άναγωγής, πηγή τοϋ νόμου, καί της αρμονίας, τήν όποία, όταν ό άνθρωπος μέ τήν “Υβρη του πάει νά διαταράξει, ή Δίκη θά τόν τιμωρήσει δίκαια. Έτσι ή γνώση τοϋ κόσμου είναι άρετή. ‘Αντίθετα, ή γνώση τοϋ κόσμου γίνεται δύναμη μέ τόν άνθρωπο της Ευρωπαϊκής ‘Αναγεννήσεως, άφοϋ ή ex nihilo δημιουργία τοϋ κόσμου συνέτριψε τό στερέωμα του καί τόν κατέστησε ένα δημιουργημένο όν, δεύτερης τάξεως. Καί ξεκινάει ή νέα περιπέτεια τοϋ Ευρωπαίου γιά τήν κατάκτηση καί τήν υποδούλωση της φύσης. Πρόκειται γιά μιά βούληση «ανυποψίαστη γιά τούς κλασικούς Έλληνες… Δέν είναι παρά ή θέληση μιας διαρκοϋς επανάστασης, μιας διαρκούς υπερνίκησης τών όρίων της άνθρώπινης κλίμακας». Όποτε, πλέον, ό κόσμος τοϋ άνθρώπου είναι ή ιστορία και εκεί μέσα δείχνει την αθλιότητα του καί τό μεγαλείο του, άφοϋ στην ουσία, αλλά καί ρητά, στρέφεται πλέον κατά τοϋ Θεοί). ‘Αλλά κατ’ αύτόν τον τρόπο ό άνθρωπος νοιώθει έρημος καί τυχαία ριγμένος στόν χωρίς όρια κόσμο. Έτσι γεννήθηκε στη Δΰση ή τραγική ιστορική συνείδηση, ώς τρόπος εξευμενισμού των ‘Εριννύων, πού πάντοτε καραδοκούν στά όριά μας. Πράγμα που σημαίνει πώς στό ιστορικό δράμα τοϋ άνθροίπου δέν υπάρχει παρά ιστορική κάθαρση. Καθώς όμως, τώρα πλέον, έργο της Ιστορίας είναι νά θέσει τόν άνθρωπο στή θέση τοϋ Άπολΰτου, ή επερχόμενη κάθαρση προϊωνίζεται καταστροφική.
Ό Παπαΐωάννου βρίσκει τήν φιλοσοφική κορύφωση της Ελληνικής κοσμολογίας στόν Πλάτωνα καί της δυτικής έσχατολογίας στόν Έγελο. Είναι σπουδαία ή έπισήμανσή του, ότι κυρίως ή διαφορά μεταξύ των δυό αντιλήψεων έγκειται στό πως κάθε φιλόσοφος εννόησε τήν Μνήμη. Στόν Πλάτωνα ή ανάμνηση είναι ή αναγωγή στήν άκεραιότητα τοϋ αρχεγόνου όντος, τό όποιο κείται εκτός της ιστορίας, ενώ στόν Έγελο ή ανάμνηση συγκεφαλαιώνει τό πάθος τής ιστορίας γιά νά καταστεί ολοσχερές μάθος, συνείδηση πού έν τέλει ταυτίσθηκε μέ τόν εαυτό της, ύστερα από τήν ιστορική της σταύρωση. Καί ό άνθρωπος ξαναβρίσκει τόν χαμένο εαυτό του άφοϋ διαπέρασε τήν εποχή τής δουλείας του, αποξενωμένος από τήν ουσία του. Έτσι, ενώ ό άνθρωπος τοϋ Πλάτωνα βλέπει πρός τό παρελθόν, ό άνθρωπος τοϋ ‘Εγέλου βλέπει πρός τό μέλλον. Στό μέλλον θά φανερωθεί ή καθαρή ουσία του, αυτό γιά τό όποιο προορίζεται καί πού άκόμη δέν τό γνωρίζει. Στό τέλος θά σχηματισθεί τό όλον, καί μόνον ή ολότητα είναι ή άλήθεια. Μιά ολότητα πού, όπως λέγει ό Έγελος, «ολοκληρώνεται μέσα στήν ίδια της τήν άνάπτυξη. Καί τό ‘Απόλυτο είναι ουσιαστικά άποτέλεσμα, επειδή μόνο στό τέρμα (αύτής τής ανάπτυξης) γίνεται αυτό πού αληθινά είναι».
Αυτές οί υψηλές συνειδητοποιήσεις είναι οί άφετηρίες τοϋ Κώστα Παπαΐωάννου, συνειδητοποιήσεις περιωπής, πού ξεκινοϋν από τήν ένδοξη πνευματική εμπειρία τής ανθρωπότητας, όπως αυτή διασώθηκε στά φιλοσοφικά καί ποιητικά κείμενα, άλλά καί όπως έμπραγματοόθηκε στήν κοινωνική πρακτική.
Τήν υψηλή ιδέα τοϋ ‘Εγέλου γιά τήν αύτοπραγματο-ποίηση τοϋ άνθροίπου, γιά τήν έσχατολογική άρση τής ιστορικής του αποξένωσης καί τήν άπόκτηση, έν τέλει, τής αυθεντικής ουσίας του, τήν παρέλαβε ό Μάρξ καί τήν έκαμε ιστορική πρακτική, τήν έθεσε ώς ιστορικό σκοπό μιας κοινωνικής τάξης. Ό μαθητής τοϋ Μάρξ, ό Λένιν, τήν κατέστησε σκοπό ενός αυστηρά οργανωμένου κόμματος. Καί τήν έφερε εις πέρας ό Στάλιν, εγκαθιδρύοντας τό πρώτο μαρξιστικό κράτος τοϋ κόσμου.
Είναι επόμενο, ό Παπαϊωάννου, πού τόσο συνεπάρθηκε άπό τις ακραίες συνειδητοποιήσεις τοϋ πνεύματος, νά θέλει νά διερευνήσει πώς έπραγματοποιήθηκε ή υψηλή έγελιανή ιδέα τής ιστορικής αποκατάστασης τοϋ ανθρώπου άπό αυτούς πού άνέλαβαν ώς έμπράγματη ιστορική εξουσία πλέον νά τήν εφαρμόσουν. Καί διαπίστωσε πώς ή θερμή ιδεολογία ένός Πλάτωνα καί ενός ‘Εγέλου κατάντησε μιά ideologie froide, μιά ψυχρή ιδεολογία, όπως τήν ονομάζει σέ τίτλο τοϋ έργου του πού βγήκε στά γαλλικά τό 1967. ‘Αλλά ήδη άπό τό 1959 ειχε προβεί σέ μιά διεξοδική άνάλυση τής ιστορικής έφαρμογής τοϋ μαρξισμού καί τής θλιβερής αποτυχίας του στό μνημειώδες έργο του Ή γένεση τοϋ ολοκληρωτισμοί* πού εκδόθηκε στά ελληνικά καί πού μόλις πρόσφατα έπανακυκλοφόρησε σέ δεύτερη έκδοση.
Πρόκειται γιά καταστροφική κάθαρση τής έγελιανής προοπτικής; Μήπως τό «δικαστήριο τής ιστορίας», τό έγελιανό Weltgericht, πού τόσο επικαλέσθηκε ό Έγελος, άποφάνθηκε άρνητικά στίς θέσεις τοϋ ‘Εγέλου, πού άνέλαβε νά ίστορικοποιήσει ό Μάρξ; Εδώ πλέον πρόκειται γιά τήν πιό σπαραχτική τραγωδία τοϋ νεώτερου άνθρώπου, διότι αυτό πού συνέβη δέν ήταν μίμηση πράξεως σπουδαίας επάνω στή σκηνή τοϋ θεάτρου, άλλά τέλεση πράξεως έπάνω στήν σκηνή τοϋ κόσμου, όπου τά ιστορικά δρώμενα κατέληξαν σέ νεκρούς, σέ βασανισμένους, σέ εγκλεισμένους, σέ κατεστραμμένους, σέ εξανδραποδισμούς εκατομμυρίων άνθρωπίνων υπάρξεων. Καί κάτι σπουδαιότερο: ή «πράξη» αύτή έξακολουθεΐ νά τελείται καί νά άπειλεΐ σύμπασα τήν οικουμένη.
Θά μποροϋσε κανείς νά παραμερίσει άπό αυτήν τήν τραγωδία τόν ‘Έγελο καί τόν Μάρξ ώς μή υπεύθυνους γι’ αύτή τή διαστροφή. Αυτό φαίνεται ότι τό κάνει ό Παπαΐωάννου. “Αν καί δέν είναι τόσο σαφές. Στό έργο του Ή ψυχρή ιδεολογία θέτει ώς κατευθυντήριες προμετωπίδες τή ρήση τοϋ Μάρξ πώς «Αυτό πού έγώ ξαίρω είναι ότι δέν είμαι μαρξιστής» καίτή ρήση τοϋ Ένγκελς πώς «κατάντησαν τή θεωρία μας ένα μοναδικό σωτηριολογικό δόγμα».
“Αν όμως άπαλλάξομε άπό τήν ευθύνη τόν Έγελο καί τόν μαθητή του Μάρξ, τότε πώς θά χωνευθεΐ έγελιανά, δηλαδή διαλεκτικά, τοϋτο τό ιστορικό κακό τοϋ ρωσικοϋ κομμουνιστικού δεσποτισμού, ώστε νά πούμε Das Versohnente Ja, τό «Ναι τής συμφιλίωσης», γιά νά τό υπερβούμε διαλεκτικά; Ή ηθική μας συνείδηση άνθίσταται. Κι ωστόσο τό έρώτημα δέν μπορεί νά τό άποφύγει ούτε ό Έγελος, ούτε ό Μάρξ, άφοϋ καί γιά τούς δύο τά ιστορικώς δρώμενα, όλα τά ιστορικώς δρώμενα, έγγράφονται μέσα στήν ιστορία τοϋ Πνεύματος, μιά πού τό Πνεύμα είναι γιά τούς δυό αυτούς διανοητές αύτή ή ίδια ή ιστορία. ‘Ενώ ό Έγελος καί ό Μάρξ έπερίμεναν τήν δόξα τής «πολιτικής κοινωνίας» κατά τήν εφαρμογή τοϋ «παγκοσμίου πνεύματος», συνέβη τό άντίθετο, ή ριζική καταστροφή τής «πολιτικής κοινωνίας». Καί αύτό προκαλεί τή μεγάλη κατάπληξη στόν Παπαϊωάννου, αύτή ή άνάδυση τοϋ τερατώδους ολοκληρωτισμού.
Ό Παπαΐωάννου δέν εγέρθηκε έπάνω άπό αύτή τήν άγωνιώδη ψηλάφηση των εγκάτων τοϋ ιστορικού κακού πρός τις άρχικές πνευματικές σφαίρες τοϋ νεανικού έργον του Κόσμος και ‘Ιστορία. Αυτό έπεβάλλετο. διότι ή αρχική σύλληψη άπαιτοϋσε τή βάσανο μέσα στήν κάμινο. ώστε νά επανεξεταστούν τά άρχικά φιλοσοφικά ύποθέματα. Μιά πού έξεκίνησε άπό τό «Δικαστήριο τής Ιστορίας», έπρεπε νά κομίσει σ’ αύτό τις πρόσφατες εμπειρίες, γιά νέα Κρίσι. Δέν τό έκαμε, ίσως διότι τόν πρόλαβε ό θάνατος. Στά 56 χρόνια του, στίς 20 Νοέμβριου 1981, άπεχώρησε τόσο άπό τόν «Κόσμο» όσο καί άπό τήν «Ιστορία». Είναι κρίμα πού ή ελληνική καί ή γαλλική σκέψη έχασε ένα εύρύ καί διεγερμένο πνεύμα καί μιά σωφρονοϋσα συνείδηση. Τό έργο του ώστόσο, σημαντικό σέ ποιότητα καί σέ ποσότητα, εξακολουθεί νά είναι δραστικό. Καί αύτό είναι μιά κάποια παρηγοριά γιά τήν πρόωρη απώλεια αύτοϋ τοϋ έκλεκτοϋ τέκνου τού νέου ελληνισμού.
Χρήστος Μαλεβιτσης
Άρδην τ. 44, Νοέμβριος 2003