Η Προετοιμασία για τον Μεγάλο Ξεσηκωμό μέσα από τα «Απομνημονεύματα» του Φωτάκου – Α΄ μέρος

Γράφει ο Δρ Χαράλαμπος Β. Στεργιούλης

Είναι αρκετά σημαντική η ανάγνωση των ‘‘Απομνημονευμάτων’’ των αγωνιστών του 21 από πολλές πλευρές. Μία από αυτές είναι-ίσως και από τις πιο ενδιαφέρουσες-η αναδρομική ερμηνεία του παρελθόντος, καθώς οι άνθρωποι που αφηγούνται τα γεγονότα της Επανάστασης γνωρίζουν την έκβασή της, παίρνουν μέρος στις συγκρούσεις της εποχής και συμμετέχουν στις ιδεολογικές διαμάχες, όπως αυτές διαμορφώθηκαν εκείνη την περίοδο. Ένας από αυτούς είναι και ο Φωτάκος ή Φώτιος Χρυσανθόπουλος, πρώτος υπασπιστής του Κολοκοτρώνη. Ο Φωτάκος δεν διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στον Αγώνα, ούτε είχε εκείνου του είδους τη μόρφωση που θα του επέτρεπε την προνομιακή πρόσβαση σε πολιτικά αξιώματα και εκπαιδευτικούς θεσμούς του νέου κράτους. Παρόλα αυτά του επέτρεπε όμως, όπως επισημαίνει και η μελετήτρια των ‘‘Απομνημονευμάτων’’ του Ελένη Ανδριάκαινα, «να διεκδικήσει τον ρόλο του αυθεντικού ερμηνευτή του νοήματος του Εικοσιένα, τον ρόλο του υπερασπιστή των «αδικημένων» και «παραγκωνισμένων» αγωνιστών της επανάστασης με τους οποίους, άλλωστε, τον συνδέουν ισχυροί δεσμοί, συγγενικές και φιλικές σχέσεις, κοινά βιώματα και αναμνήσεις καθώς επίσης, κοινές αξίες, αρχές και πολιτισμική κληρονομιά» (σ. 26).

Αξίζει να σταθούμε, λοιπόν, στην περιγραφή-από τον υπασπιστή του Κολοκοτρώνη-της κατάστασης που επικρατούσε στον ελληνικό χώρο λίγο πριν ξεσπάσει η Επανάσταση, και ειδικά στην Πελοπόννησο. Αρχές Ιανουαρίου 1821 Έλληνες από διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τη Ρωσία και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες επέστρεφαν στην Ελλάδα «διά να λάβουν μέρος κατά την αποφασισθείσαν από τους αποστόλους της Εταιρίας ημέραν διά τον αγώνα υπέρ της πατρίδος» (Απομνημονεύματα, σ. 7). Αυτοί οι Έλληνες-κυρίως Φιλικοί-έσπερναν παντού τον σπόρο του ξεσηκωμού και κινητοποιούσαν τους υπόδουλους να αρπάξουν τα όπλα εναντίον του Οθωμανού κατακτητή. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν ο ρόλος της Εκκλησίας και μάλιστα των αρχιερέων. Κατά τον Φωτάκο, οι αρχιερείς επέτρεπαν στους κληρικούς των περιφερειών τους να διαβάζουν νυχθημερόν παρακλήσεις στους ναούς ώστε να ενισχύσει ο Θεός τον δίκαιο αγώνα των Ελλήνων, αλλά και προέτρεπαν τους πνευματικούς να παρακινούν τους Έλληνες που έρχονταν να εξομολογηθούν να συμμετάσχουν στην Επανάσταση, θεωρώντας τη συμμετοχή τους «συγχωρημένην θρησκευτικώς» (Απομνημονεύματα, σ. 7). Ενδεικτικά μάλιστα αναφέρει τον επίσκοπο Έλους Άνθιμο, ο οποίος είχε συντάξει ειδική ευχή και την οποία ζητούσε από τους ιερείς της επαρχίας του να τη διαβάζουν αμέσως μετά την παράκληση. Έγραφε μεταξύ άλλων στη συνταχθείσα ευχή ο Άνθιμος: «και απάλλαξον ημάς τον νέον Ισραήλ, το βασίλειον ιεράτευμα της Ισμαηλίτιδος τυραννίδος· ενίσχυσον και ενδυνάμωσον ημάς, και τους ευσεβεστάτους και θεοφυλάκτους ημών Πρίγκηπας και Ηγεμόνας (αναφέρεται στους Υψηλάντηδες) και τον φιλόχριστον Στρατόν τη δυνάμει του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, κατατροπώσαι τους εχθρούς της αγίας σου εκκλησίας, και αναφανήναι νικητάς και τροπαιούχους ενατίον των απογόνων της Άγαρ» (Απομνημονεύματα, σ. 8).

Το εξώφυλλο της έκδοσης των Απομνημονευμάτων του Φωτάκου (Αθήνα 1858)

Δεν ήταν όμως μόνο οι αρχιερείς που δούλευαν για τον επιτυχή ξεσηκωμό. Ήταν και ο απλός λαός, όπως οι «τουφεξίδες», οι οπλοποιοί, οι σιδηρουργοί, οι ξυλουργοί. Αυτοί «εδούλευαν κρυφά από τους Τούρκους και από ταις γυναίκες των τα αναγκαία του πολέμου και ήταν εμποδισμένον και αφωρισμένον να κάμνουν μεταξύ τους φιλονεικίας και εξηγήσεις διά τον μέλλοντα σκοπόν των. Διά τούτο καθένας εργάζετο κρυφά εις το σπίτι του, διόρθωνε το τουφέκι του, έπλαινε τα πιστόλια του, επήγαινεν εις τον λόγκο και έχυνε βόλια με το μονοκάλουπον και καθ’ όλα προετοιμάζετο» (Απομνημονεύματα, σ. 9). Η επιθυμία για ελευθερία είχε συνεπάρει τους υπόδουλους, και σε κλίμα ενθουσιασμού προετοιμάζονταν για τη μεγάλη ώρα.

Η παροιμία «να μου λέγης ό,τι αγαπώ και το πιστεύω» ταίριαζε στην περίσταση. Οι σκλαβωμένοι πίστευαν στην Αόρατη Αρχή της Φιλικής Εταιρείας και τους λόγους των Αποστόλων αυτής τους θεωρούσαν ως λόγους εκπορευόμενους από τον Θεό. Είχαν πλέον αποκτήσει την αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να απελευθερωθούν. Και οι Τούρκοι; Πώς αντιδρούν; Ο Φωτάκος έχει την απάντηση στα εύλογα αυτά ερωτήματα των αναγνωστών του. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν ότι κάτι περιέργο συμβαίνει. Έβλεπαν τη γενικότερη αναστάτωση στους ελληνικούς πληθυσμούς και την αλλαγή στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής τους και «επονηρεύθησαν διά τους ραγιάδες των» (Απομνημονεύματα, σ. 9). Προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να μάθουν τι συμβαίνει, υποσχόμενοι σε άλλους χρήματα, σε άλλους βόδια, σε άλλους κτήματα. Έφθασαν μέχρι το σημείο να ζητούν να βαπτίσουν τα παιδιά των χριστιανών και κερνούσαν συχνά τις μητέρες για την κουμπαριά με την ελπίδα ότι θα αποσπάσουν κάποια χρήσιμη πληροφορία. Μάταιος κόπος όμως, «διότι οι Έλληνες επροσποιούντο ότι δεν εννοούσαν τίποτε» (Απομνημονεύματα, σ. 10).

Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Τούρκοι μάθαιναν ότι οι Έλληνες οπλίζονταν για να επαναστατήσουν και τους ρωτούσαν αν ισχύει κάτι τέτοιο. Η απάντηση των απλών Ελλήνων, δείγμα εξυπνάδας και ευρυματικότητας: «Αγάδες από μας δεν είναι τίποτε, αυτά δεν είναι εδικά μας πράγματα,τα κουβαλούν οι φίλοι του Αλή Πασιά, διά να ενοχοποιήσουν εμάς τους πιστούς δούλους του Σουλτάνου, και να κατορθώσουν να συγχωρήση ο Αφέντης μας τον Αλή Πασιά και να τον στείλη πάλι πίσω εις την Πελοπόννησον (κατά την περίοδο 1807-1812 διοικητής της Πελοποννήσου ήταν ο Βελή πασάς, γιος του Αλή πασά, γνωστός για τη σκληρότητά και την αγριότητα του σε Έλληνες και Τούρκους)· εξεχάσετε τα περασμένα όπου μας έκαμαν οι Αρβανίται, και πόσα εμεταχειρίσθημεν διά να τους βγάλωμεν από τον Μωριά;» (Απομνημονεύματα, σ. 10). Κατ’ αυτόν τον τρόπο κατάφερναν να ξεγελούν τους Τούρκους αγάδες και να συνεχίζουν ανεμπόδιστοι την προετοιμασία του Αγώνα.

Υπήρχαν όμως και κάποιες περιπτώσεις που δεν κατάφερναν να ξεφύγουν και συλλαμβάνονταν επ’ αυτοφώρω από τους Τούρκους να έχουν πάνω τους μπαρούτι ή άρματα ή να αγοράζουν υλικά, όπως μπαρούτι, μολύβι και πέτρες για την κατασκευή πυρομαχικών. Ψύχραιμα όμως και με σταθερή φωνή-ώστε να μην αποκαλυφθούν-απαντούσαν: «δεν γνωρίζεις, Αγά μου, τί τραβούμαι από τα ζουλάπια (λύκους και άλλα άγρια θηρία), μελλίσι είναι, μας έφαγαν τα ζωντανά και δεν θα μας αφήσουν κανένα, ελλύσαξαν και άρχισαν να χύνωνται επάνω μας να μας φάνε» (Απομνημονεύματα, σ. 10-11). Κάποιοι Τούρκοι τους πίστευαν, κάποιοι όμως όχι. Για να πείσουν και τους πλέον δύσπιστους φρόντιζαν οι βοσκοί το βράδυ να ρίχνουν αραιά και που καμιά τουφεκιά, φωνάζοντας ταυτόχρονα πως εμφανίστηκαν λύκοι και ρίχτηκαν στο κοπάδι τους. Και έφθαναν στο σημείο αρκετοί από τους Τούρκους κεχαγιάδες (αξιωματούχους) που είχαν και αυτοί δικά τους πρόβατα να δίνουν μπαρούτι και βόλια στους Έλληνες βοσκούς για να κυνηγήσουν τους λύκους, διαβεβαιώνοντας μάλιστα και τους υπόλοιπους Τούρκους πως γι’ αυτόν τον σκοπό αγοράζουν οι υπόδουλοι βόλια, μπαρούτι και όπλα. Η απλοϊκότητα αφενός με την οποία οι Τούρκοι της Πελοποννήσου αντιμετώπιζαν και ερμήνευαν την κατάσταση και η εξυπνάδα και εφευρετικότητα των Ελλήνων αφετέρου που αποκοίμιζε τους Οθωμανούς κατακτητές, δημιουργούσαν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για ένα καλά οργανωμένο ξεσηκωμό κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των Τούρκων, ειδικά στην Πελοπόννησο. Το «κρυφτό» με τους Τούρκους δεν σταματούσε εδώ. Είχε και συνέχεια, όπως τη διασώζει ο Φωτάκος.

(συνεχίζεται)

larissanet.gr

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *