Ο Θεοδώρητος, κατά κόσμον Θωμάς, επιφανής ιεράρχης της Πελοποννήσου που συμμετείχε στην Επανάσταση, γεννήθηκε στη Νεμνίτσα (Μεθύδριο) Αρκαδίας το 1787, ορεινό χωριό τής Γορτυνίας κοντά στη Βυτίνα, και ήταν γιος τού προεστού Β. Κωστάκη.
Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή τής Δημητσάνας. Έγινε επίσκοπος το 1813 με έδρα τα Βρέσθενα Λακωνίας, διαδεχόμενος τον θείο του στον επισκοπικό θρόνο. Στις 20 Ιουλίου 1820 μυήθηκε από τον Παναγιώτη Αρβάλη στη Φιλική Εταιρεία.
Υπήρξε από τους πρώτους μυηθέντες στην Φιλική Εταιρεία και αναδείχθηκε σε έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες της Ελληνικής Επαναστάσεως.
Με την κήρυξη τού Αγώνα πρωτοστάτησε στην ίδρυση στρατοπέδου στα Βέρβενα από ομάδα Βρεσθενιτών και άλλων αγωνιστών και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην άλωση τής Τριπολιτσάς.
Κατά τους πρώτους μήνες της Ελληνικής Επανάστασης ανέπτυξε στρατιωτική δράση ως επικεφαλής ενόπλων και μετείχε ενεργά στις πολιτικές διεργασίες του Αγώνα.
Τον Μάιο του 1821 συμμετείχε στη Συνέλευση των Καλτεζών, η οποία τον εξέλεξε μέλος της Πελοποννησιακής Γερουσίας και διετέλεσε πρόεδρός της μέχρι τον Μάρτιο του 1823, οπότε καταργήθηκαν οι τοπικοί οργανισμοί από τη Β΄ Εθνοσυνέλευση.
Πολέμησε στο Βαλτέτσι, στη Βέρβαινα και στα Δολιανά. Στα Βέρβαινα από τα τέλη Μαρτίου 1821 είχε στηθεί το πρώτο σταθερό Ελληνικό στρατόπεδο το οποίο ήταν και το κέντρο εφοδιασμού των επαναστατικών δυνάμεων. Εκεί ο Θεοδώρητος μαζί με τον Κρεββατά, τον επίσκοπο Έλους Άνθιμο και τον Μαλτζίνης (Μέλισσα-Μαλτσίνα Λακωνίας) Ιωακείμ είχαν ηγετικό ρόλο.
Ο Κολοκοτρώνης τού παρήγγειλε: «Καπετάν Δεσπότη, φύλαξε τη θέση σου και μετ’ ολίγον έρχομαι με αρκετά στρατεύματα». Φορώντας φουστανέλα αντί για ράσα ο «καπετάν Δεσπότης» φύλαξε τις θέσεις του με 150 παλικάρια. Κατά την πολιορκία τού Παλαμηδίου οι Τούρκοι, προαισθανόμενοι την ήττα τους, ζήτησαν να μεσολαβήσει στον Κολοκοτρώνη για να παραδώσουν το κάστρο. Ο Νικηταράς, αναφερόμενος στο πρώτο σταθερό ελληνικό στρατόπεδο που στήθηκε στα Βέρβενα, γράφει για τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο και τους επισκόπους Έλους Άνθιμο και Μαλτζίνης Ιωακείμ: «δεσποτάδες στα Βέρβενα εδιοικούσανε».
Επίσης αναφέρεται ότι αντί για ράσα φορούσε φουστανέλα, όπως και ο Παπαφλέσσας και ο Έλους Άνθιμος.
Ένα περιστατικό από την παρουσία του Θεοδώρητου στις μάχες αναφέρει ο Αμβρόσιος Φραντζής σχετικά με τη μάχη Βερβένων-Δολιανών της 18 Μαΐου 1821. Σε κάποια κρίσιμη φάση της μάχης οι Τούρκοι είχαν καταλάβει ένα σημαντικό ύψωμα όπου έστησαν την ημισέληνο και έβαλαν κατά των Ελλήνων.
Τότε δύο Έλληνες παρουσιάστηκαν στους αρχηγούς του στρατοπέδου και υποσχέθηκαν να φονεύσουν τον Τούρκο σημαιοφόρο, ζητώντας για αντάλλαγμα φυσέκια και την ευχή του επισκόπου Βρεσθένης. Πράγματι, σκότωσαν τον σημαιοφόρο και τον βοηθό του, έριξαν την Τουρκική σημαία και έστησαν την Ελληνική. Οι προληπτικοί Τούρκοι οπισθοχώρησαν και έχασαν τη μάχη.
Με την ιδιότητά του ως μέλους της Πελοποννησιακής Γερουσίας συμμετείχε το καλοκαίρι του 1822 στην επιτροπή που ανέλαβε διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Ναυπλίου, με αποτέλεσμα να αιχμαλωτισθεί από τους Οθωμανούς και να παραμείνει φυλακισμένος με φοβερές κακουχίες στο Παλαμήδι όπου << αντί άρτου εσιτίσθη βαμβακόσπορον >> έως την οριστική κατάληψη της πόλης από τις επαναστατικές δυνάμεις (Νοέμβριος 1822).
Έλαβε μέρος ως πληρεξούσιος Μυστρά στη Β΄ Εθνοσυνέλευση (1823) και εξελέγη αντιπρόεδρός της. Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης Μυστρά στο Β΄ Βουλευτικό, τα μέλη του οποίου τον ανέδειξαν στη θέση του αντιπροέδρου. Ωστόσο, για ολιγόμηνο διάστημα (Ιούλιος-Νοέμβριος 1823) απουσίαζε από τις εργασίες του Σώματος και τα προεδρικά καθήκοντα ασκούσε «επιτροπικώς» ο Πανούτσος Νοταράς.
Φωτογραφία του αδριάντα του Επισκόπου Βρεσθένης Θεοδώρητου στη Βαμβακού Λακωνίας
Στη συνέχεια εξελέγη παραστάτης Μυστρά στο Γ΄ Βουλευτικό και αναδείχθηκε εκ νέου στη θέση του αντιπροέδρου, ενώ διορίστηκε σε επιτροπές για τη διευθέτηση εκκλησιαστικών ζητημάτων, καθώς και μέλος επιτροπών που ανέλαβαν την επικοινωνία με το Εκτελεστικό Σώμα. Τον Μάρτιο του 1827 συμμετείχε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας ενώ προηγουμένως είχε λάβει μέρος στη Συνέλευση της Ερμιόνης.
Μετά τη λήξη των εργασιών της Εθνοσυνέλευσης διετέλεσε μέλος της Βουλής έως και την αυτοδιάλυσή της στον Ιανουάριο του 1828.
Μετά την άφιξη του Ιωάννη Καποδίστρια επέστρεψε στα ιερατικά του καθήκοντα, στην επισκοπή Βρεσθένης, ενώ από το 1831 ανέλαβε και τοποτηρητής της επισκοπής Μαντινείας.
Το 1833 η επισκοπή πήρε το όνομα «Σελλασίας», γι’ αυτό και ο Θεοδώρητος υπέγραφε πλέον ως «Σελλασίας». Το 1837 εξελέγη μέλος τής Ιεράς Συνόδου και ήρθε στην Αθήνα. Τότε έγινε και μέλος τής Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά το ενδιαφέρον του για την παιδεία.
Προς το τέλος τού βίου του τού αφαιρέθηκε η επισκοπή και παρέμεινε στην Αθήνα, στη Μονή Πετράκη. Πέθανε πάμφτωχος στην Αθήνα στις 26 Απριλίου 1843 σε ηλικία 56 ετών. Ετάφη με έξοδα φίλων συναγωνιστών και συγγενών. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στην Αγία Ειρήνη. Τον επικήδειο εκφώνησε ο αιδεσιμότατος πρεσβύτερος Κωνσταντίνος Οικονόμου ο εξ Οικονόμων.