O Αλή Πασάς και οι Σουλιώτες

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 62-64.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Βασικό γνώρισμα του οθωμανικού 18ου αιώνα ήταν η ανάδυση και εδραίωση μιας νέας περιφερειακής ελίτ με επαρχιακή προέλευση. Πρόκειται για ένα είδος τοπικής αριστοκρατίας, γνωστής ως αγιάνηδες (ayan) ή ντερεμπέηδες (derebey) για τους μουσουλμάνους ή κοτζαμπάσηδες για τους χριστιανούς. Η κοινωνική προέλευσή, οι τρόποι πλουτισμού, οι πολιτικές μεθοδεύσεις, η θρησκευτική, εθνολογική, γλωσσική σύνθεση και τυπολογία των ποικίλων εκφάνσεων του προυχοντικού φαινομένου είναι ζητήματα εξαιρετικά σύνθετα και εξετάζονται στο κεφάλαιο για τον κοινοτικό θεσμό. Εδώ αρκεί να αναφέρουμε ότι οι τοπικές δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες καθόριζαν την εμφάνιση και εξέλιξη του προυχοντικού φαινομένου με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις ανάμεσα σε εκδηλώσεις του σε διαφορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας.

Αλή Πασάς: στα όρια της ιδιοφυΐας και της νεύρωσης - ΤΑ ΝΕΑ


Ο σημαντικότερος αγιάνης των οθωμανικών Βαλκανίων ήταν ο περίφημος Αλβανός Αλή Πασάς Τεπελενλής. Απόγονος γνωστής οικογενείας τοπαρχών-ληστών από το Τεπελένι, οι οποίοι όπως και άλλοι Αλβανοί αγιάνηδες διατηρούσαν μια διττή θέση στο οθωμανικό σύστημα, άλλοτε εντασσόμενοι σε αυτό ως κάτοχοι διοικητικών αξιωμάτων και άλλοτε εξερχόμενοι από αυτό ως αρχηγοί έκνομων οπλικών ομάδων με λεηλατική δραστηριότητα. Για ανθρώπους σαν τον Αλή, η ευέλικτη και ανάλογη με τη συγκυρία μετακίνηση από τη θέση του εκπροσώπου της οθωμανικής νομιμότητας σε παραβάτη της και το αντίστροφο αποτελούσε το κλειδί της κοινωνικής ανόδου τους και της εδραίωσης πολιτικής επιρροής στον τοπικό πληθυσμό. Ο ίδιος ο Αλή Πασάς ήταν ένας ιδιαίτερα ευφυής αλλά και εξαιρετικά αδίστακτος εκπρόσωπος αυτής της ιδιόμορφης προυχοντικής ελίτ στην περιοχή της σημερινής Αλβανίας, εκμεταλλεύτηκε κάθε μέσο, συνεργάστηκε με κάθε χρήσιμο πρόσωπο, και αποτέλεσε το μεγάλο αντίπαλο του Μαχμούτ Β΄, ως ο μοναδικός αγιάνης των Βαλκανίων, ο οποίος επιχείρησε να απομακρυνθεί από την οθωμανική νομιμότητα αυτονομούμενος σε επίπεδο κρατικής συγκρότησης.


Ο Αλή συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοσή του αναδείχτηκε αρχικά επιδιδόμενος στο ληστρικό επάγγελμα, στη συνέχεια εντασσόμενος στο οθωμανικό σύστημα δημόσιας ασφάλειας ως αναπληρωτής φύλακας περασμάτων, και τέλος ξεκινώντας πόλεμο κατά του διοικητή των Ιωαννίνων Κουρτ Αχμέτ Πασά κατά το διάστημα 1779-1782. Το 1784 έγινε διοικητής του Δέλβινου, το 1786 μουτεσαρίφης Τρικάλων και το 1787 μουτεσαρίφης Ιωαννίνων ξεκινώντας έτσι μια θυελλώδη καριέρα, βασικό στοιχείο της οποίας ήταν ο σφετερισμός των γειτονικών διοικήσεων, συχνά μετά από στρατιωτική σύγκρουση με τον επίσημο φορέα εξουσίας. Παράλληλα, εξίσου σημαντική ήταν η μέριμνά του για την εδραίωση της εξουσίας του στο εσωτερικό της επικράτειάς του, ερχόμενος σε αντιπαράθεση με τις τοπικές οικονομικές ελίτ των Ιωαννίνων, τους μπέηδες του Μπερατιού, τους αγάδες της Τσαμουριάς και αυτονομημένες χριστιανικές ένοπλες κοινότητες όπως η Χιμάρα και το Σούλι. Στην υπηρεσία του είχε έναν αξιόλογο στρατό στον οποίο υπηρετούσαν και καπετάνιοι χριστιανικών αρματολικιών.

Σουλιώτες - Βικιπαίδεια


Από τους προαναφερθέντες αντιπάλους του σημαντικότερος ήταν η κοινότητα του Σουλίου, ένα σύμπλεγμα τεσσάρων χωριών αλβανόφωνων και ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών, οργανωμένων σε 32 πατριαρχικά γένη και 600 περίπου οικογένειες με ευρεία αυτονομία. Η οικονομία των χωριών στηριζόταν σε κάποιο βαθμό στη μικρής κλίμακας κτηνοτροφία, αλλά η βασικότερη πηγή προσόδων ήταν παροχή προστασίας στα χωριά του κάμπου γύρω από το Σούλι. Αυτή η παρασιτική οικονομική δραστηριότητα που ενείχε την εκτεταμένη χρήση βίας συνετέλεσε στη δημιουργία μιας καθαρά πολεμικής κοινωνίας με μεγάλη συγκέντρωση πλούτου εκ μέρους των μελών της, αλλά και την ανάπτυξη συγκρουσιακών σχέσεων με άλλους φορείς εξουσίας στην περιοχή. Ήδη το 1772 και το 1780 οι Σουλιώτες ήρθαν σε ένοπλη σύγκρουση με τους Τσάμηδες αγάδες τους οποίους νίκησαν εύκολα. Το Μάρτιο του 1789 συγκρούσθηκαν για πρώτη φορά με τον Αλή Πασά σε μια αντιπαράθεση χωρίς νικητή, κατά τη διάρκεια της οποίας οι Σουλιώτες επέδειξαν τις διπλωματικές ικανότητές τους συμμαχώντας με τους διοικητές της Αυλώνας και του Δέλβινου και τους μπέηδες του Αργυροκάστρου. Όταν η συμμαχία διασπάστηκε από τον Αλή Πασά, οι Σουλιώτες έστειλαν αντιπροσωπεία στη Μεγάλη Αικατερίνη κατά τα έτη 1789-1790 ζητώντας την ενεργή ρωσική συμπαράσταση. Το καλοκαίρι του 1792 ο Αλή Πασάς επιτέθηκε με μεγάλες δυνάμεις στα χωριά του Σουλίου, αλλά ηττήθηκε στη μάχη της Κιάφας στις 27 Ιουλίου 1792.


Η κατάλυση του βενετικού κράτους, η κατάληψη των Ιονίων νήσων από τους Γάλλους, και ο γαλλο-οθωμανικός πόλεμος θεωρήθηκαν ευκαιρία από τον Αλή Πασά για να εδραιώσει περισσότερο την εξουσία του στην περιοχή της Ηπείρου. Διατηρώντας αρχικά καλές σχέσεις με τους Γάλλους και στη συνέχεια περνώντας στο αντι-γαλλικό στρατόπεδο, κατέλαβε τη Χιμάρα το καλοκαίρι του 1798, και επιτέθηκε στις πρώην βενετικές και νυν γαλλικές κτήσεις στην Ήπειρο πολιορκώντας και καταλαμβάνοντας τον Οκτώβριο του 1798 την Πρέβεζα και τη Βόνιτσα, ενώ η Πάργα παραδόθηκε από τους κατοίκους της στους Ρώσους. Η κατάληψη της Πρέβεζας συνοδεύτηκε από εκτενείς σφαγές των υπερασπιστών της και του άμαχου πληθυσμού της. Όμως τελικά, ο Αλή Πασάς δεν βγήκε ιδιαίτερα κερδισμένος από τις επιχειρήσεις του κατά των Γάλλων, καθώς αυτές οι κατακτήσεις, αντανάκλαση της επιθυμίας του για έξοδο στο Ιόνιο μέσω κάποιου σημαντικού λιμανιού, δεν αποδόθηκαν στον ίδιο αλλά στην Υψηλή Πύλη.


Τότε στο στόχαστρο του Αλή μπήκε ξανά η κοινότητα του Σουλίου. Έχοντας γνώση των δυσκολιών άμεσης άλωσης της ορεινής, δύσβατης και πολύ καλά οχυρωμένης περιοχής, ο Αλή ακολούθησε την προσφιλή του τακτική της εσωτερικής διάσπασης του εχθρού. Με τη βοήθεια των αρχιεπισκόπων Ιωαννίνων και Άρτας, δελέασε τον Γεώργιο Μπότσαρη και το γένος του με χρήματα και την παραχώρηση του αρματολικιού των Τζουμέρκων, αποσπώντας τους από τη σύμπραξη με τους υπόλοιπους Σουλιώτες. Καθώς οι Μποτσαραίοι ήταν το σημαντικότερο γένος της περιοχής, η αποχώρησή τους ήταν μεγάλο πλήγμα για την άμυνα του Σουλίου. Τον Ιούνιο του 1800 ο Αλή Πασάς εξαπέλυσε νέα μεγάλη αποτυχημένη επίθεση κατά της περιοχής, γεγονός που τον ανάγκασε να επιβάλλει αποκλεισμό όλης της ευρύτερης ζώνης των τεσσάρων χωριών. Ο αποκλεισμός διήρκεσε τρία χρόνια, προκαλώντας λιμό στο Σούλι, τεράστιες δυσκολίες ανεφοδιασμού σε πολεμοφόδια, αποχώρηση των Σουλιωτών από τη συμμαχία τους με τους αγάδες της Τσαμουριάς, και διαπραγματεύσεις του Φώτου Τζαβέλα, αρχηγού του δεύτερου μεγάλου γένους, με τον Αλή αναφορικά στον τόπο μετεγκατάστασής τους.

ΜΠΟΤΣΑΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ, ΗΡΩΑΣ ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ. –  Αρβανίτες – Arvanites – Hellines

Τελικά, τον Οκτώβριο του 1803 ο Βελή Πασά μπήκε στο Σούλι, ενώ τα γένη που δεν είχαν συνθηκολογήσει συνέχισαν την άμυνα στην Κιάφα και στο Κούγκι. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους τα γένη που υπερασπίζονταν το Κούγκι αποχώρησαν με συνθήκη. Το μεγαλύτερο μέρος των Σουλιωτών σώθηκαν κινούμενοι προς την Πάργα και από εκεί στα Επτάνησα, όμως όσα γένη αποδέχτηκαν την πρόταση του Αλή Πασά για μετεγκατάσταση σε άλλη περιοχή της Ηπείρου, όπως οι προαναφερθέντες Μποτσαραίοι, δέχθηκαν επίθεση των δυνάμεών του και αποδεκατίστηκαν στις μάχες του Ζαλόγγου (τέλη Δεκεμβρίου 1803) και του Σέλτσου (αρχές του 1804). Οι Σουλιώτες επέστρεψαν μαζικά στην Ήπειρο το 1820 συντασσόμενοι με το σουλτανικό στρατό στον πόλεμο κατά του Αλή.


Η εξουδετέρωση των αγάδων της Τσαμουριάς από τον Αλή Πασά στο διάστημα 1804-1807 έγινε αιτία ιδιαίτερων ανησυχιών στην Πύλη αναφορικά στην ισχύ και στις προθέσεις του Αλβανού τοπάρχη. Όταν του ανατέθηκε η καταπολέμηση της ληστείας που είχε πάρει ακραίες διαστάσεις στη Μακεδονία και Θράκη, ο Αλή Πασάς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να επεκτείνει τα εδαφικά όρια της εξουσίας του προς την Ανατολή καταλαμβάνοντας την Έδεσσα, τη Βέροια και τη Νάουσα. Το 1807 ο γιος του Βελή Πασάς ανέλαβε τη διοίκηση της Πελοποννήσου, και στο διάστημα 1811-1812 ο ίδιος ο Αλή κατέλαβε στρατιωτικά τη νότια Αλβανία. Έτσι, στα 1812 η επικράτεια υπό τον άμεσο έλεγχο του Αλή έφτασε στη μέγιστη έκτασή της περιλαμβάνοντας την Ήπειρο, την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα, μεγάλο μέρος της Αλβανίας, την Εύβοια, τη Θεσσαλία, τη δυτική και νότια Μακεδονία.


Αντιδράσεις κατά της εξουσίας του Αλή Πασά υπήρξαν αρκετές, συχνά υποκινούμενες από τους Γάλλους των Επτανήσων. Θυμίζουμε ότι η κίνηση για την αυτονόμηση της Πελοποννήσου, που ακόμη και αν δεν είχε υποκινηθεί από τους Γάλλους, στηρίχθηκε από τον Donzelot, στρεφόταν πρωτεύοντος κατά της διοίκησης του Αλή Πασά και μόνο έμμεσα κατά της σουλτανική εξουσίας. Από τις υπόλοιπες αντιδράσεις ξεχωρίζει αυτή του αρματολού Θύμιου Μπλαχάβα στα 1808, ο οποίος προσπάθησε να συγκεντρώσει δυσαρεστημένους με την εξουσία του Αλή Πασά από όλο το θεσσαλικό και μακεδονικό χώρο, ανεξάρτητα από θρησκεία ή κοινωνική θέση. Όμως, το κίνημα είχε σαθρές βάσεις καθώς πολλοί από τους συνεργάτες του Μπλαχάβα τον εγκατέλειψαν πριν την κρίσιμη αναμέτρηση με τα προελαύνοντα στρατεύματα του Μουχτάρ, γιου του Αλή, στο Καστράκι Μετεώρων. Ο ίδιος ο Μπλαχάβας παραδόθηκε και εκτελέστηκε.
Η αυτονομημένη παρουσία του Αλή Πασά, η βίαιη επεκτατικότητά του σε βάρος των γειτονικών διοικήσεων τις οποίες προσαρτούσε στη δική του με λογική προσωπικής κυριότητας, οι επαφές του αρχικά με τους Γάλλους και στη συνέχεια τους Άγγλους, προκάλεσαν την ανησυχία της Πύλης.

Ο Μαχμούτ Β΄ ήταν αποφασισμένος να απαλλαγεί από τη κεντρόφυγο και διαβρωτική για τη συνοχή της αυτοκρατορίας παρουσία των αγιάνηδων και ειδικά των περισσότερο απειλητικών, όπως ο Αλή Πασάς, ο Οσμάν Πασβάνογλου και ο Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου. Το 1820 ο Αλή Πασάς καθαιρέθηκε από τα αξιώματά του και κλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για απολογία. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους άρχισε η επίθεση των σουλτανικών στρατευμάτων, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Ισμαήλ Πασόμπεης, σε συνεργασία με τους Σουλιώτες, και τους διοικητές Τρικάλων και Θεσσαλονίκης. Η εκστρατεία των οθωμανικών δυνάμεων κατά του Αλή Πασά, ειδικά από τη στιγμή που αρχηγός της ανέλαβε ο νεοδιορεισθείς διοικητής Πελοποννήσου Χουρσίτ Πασά, πρόσφερε σπουδαίο αντιπερισπασμό στον Αγώνα που μόλις είχε ξεσπάσει.

, , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *