Η σουλτανική εξουσία

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 74-76.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Επικεφαλής της οθωμανικής κρατικής μηχανής και κοινωνίας ήταν ο σουλτάνος, η ενσάρκωση της απολυταρχικής εξουσίας και κύριος τόσο των μέσων παραγωγής όσο και των υπηκόων του κράτους του. Αναφορικά στο πρόσωπο του αυτοκράτορα, η οθωμανική πολιτική σκέψη έχει εκλεκτικιστικό χαρακτήρα ως σημείο σύγκλισης δύο παραδόσεων, της κλασικής αραβοΐσλαμικής πολιτικής θεωρίας και της περσικής πολιτειολογικής παράδοσης. Από την αρκετά ρευστή αραβική θεωρία του χαλιφάτου, οι Οθωμανοί κράτησαν την εικόνα του αυτοκράτορα ως θεματοφύλακα και υψηλού επόπτη της εφαρμογής του Ιερού Νόμου, αν και ο ιστορικά και ιδεολογικά φορτισμένος τίτλος του χαλίφη δεν χρησιμοποιήθηκε από τους σουλτάνους˙ επιπλέον, η ίδια θεώρηση νομιμοποιούσε τη στρατιωτική επιθετικότητα και την εδαφική επέκταση του οθωμανικού κράτους, ως πραγμάτωση της θείας αποστολής για τη διάδοση των κορανικών αρχών.

Κατάλογος Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας - Βικιπαίδεια


Δύο σημαίνοντα συστατικά της αρχαίας και αρκετά σύνθετης περσικής πολιτικής θεωρίας χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από τους Οθωμανούς. Συγκεκριμένα, ο μονάρχης θεωρήθηκε ως ο κύριος εγγυητής της κοινωνικής ευταξίας και υπέρτατος υπερασπιστής της δικαιοσύνης και ευημερίας των υπηκόων του. Τελικός στόχος της εξουσίας του ήταν η προστασία των παραγωγικών πληθυσμών, αναγκαία προϋπόθεση της ομαλής δημοσιονομικής λειτουργίας του κράτους. Αυτός ο ρόλος του μονάρχη δεν δικαιώνεται από κάποιο ιερό κείμενο ή αντίστοιχη θεϊκή εντολή, αλλά έχει ένα έντονα συμβατικό και αυθαίρετο χαρακτήρα, ως εξουσία επιβεβλημένη με τη βία και δικαιωμένη από τα κοινωνικά αποτελέσματά της. Βασικό στήριγμα του μονάρχη στην εκπλήρωση της αποστολής του είναι ο στρατός˙ η δημόσια εικόνα του είναι αυτή του απόμακρου, απρόσωπου και δίκαιου ηγεμόνα, και για αυτό το λόγο αποφευγόταν η δημόσια έκθεσή του. Όμως, και οι δύο παραδόσεις συγκλίνουν στην άποψη ότι η απόσυρση της υποστήριξης εκ μέρους του κοινωνικού σώματος προς μονάρχη παρεκκλίνοντα από τις ορθές αρχές διακυβέρνησης διατηρεί σημαντικό βαθμό νομιμότητας, και κατά συνέπεια η εκθρόνιση μονάρχη δεν αποτελεί πράξη πολιτικής εκτροπής.


Στην πράξη η έννοια του «σουλτάνου», ή αλλιώς της κοσμικής εξουσίας απορρόφησε την αραβική θεοκρατική πολιτειολογική θεώρηση, και την εξάντλησε στην απλή τήρηση του Ιερού Νόμου – φυσικά αποκλειστικά για τους μουσουλμάνους. Για αυτό το λόγο, αν και το Ισλάμ απολάμβανε το κύρος του κυρίαρχου και επίσημου θρησκευτικού δόγματος, η Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν μετατράπηκε σε μουσουλμανικό θεοκρατικό κράτος. Οι θεμελιώδες άξονες άσκησης της σουλτανικής εξουσίας ως τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν η συντήρηση αξιόμαχου στρατού ως στήριγμα του καθεστώτος, και η διατήρηση των καθιερωμένων κοινωνικών ιεραρχήσεων, ως βασική προϋπόθεση για την αναπαραγωγή του συνολικού πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.

Σουλτάνος - Βικιπαίδεια


Αυτά όλα αναφορικά στην θεωρητική επένδυση του μοναρχικού θεσμού. Στην πράξη, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν μια πατερναλιστική δυναστική κρατική συγκρότηση, ανάλογη με παρόμοια προγενέστερα ή σύγχρονα προνεωτερικά ευρωπαϊκά και ασιατικά κρατικά σχήματα. Η κρατική μηχανή είχε έντονα προσωπικό χαρακτήρα, συγκροτούμενη γύρω από το πρόσωπο του σουλτάνου και της οφειλόμενης υποταγής σε αυτόν. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι θεσμοί, ο στρατός, οι κοινωνικές και πληθυσμιακές ομάδες διατηρούσαν μια άμεση μη-μεσολαβούσα σχέση ιδιοκτησιακής υποταγής στο μονάρχη. Δεδομένης της παράλληλης απουσίας νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι σχέσεις των υπηκόων με τις εξουσιαστικές δομές μετουσιώνονταν σε προσωπικές πατερναλιστικές ή πελατειακές σχέσεις με τα πρόσωπα-φορείς των δημοσίων αξιωμάτων˙ ακριβώς παρόμοιο χαρακτήρα είχαν οι σχέσεις ανάμεσα στους φορείς πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής δυναμικής σε όλα τα ιεραρχικά επίπεδα, και πάνω από όλα οι σχέσεις του σουλτάνου με τους υπηκόους του. Οι ραγιάδες όφειλαν προσωπική υποταγή στον Οθωμανό μονάρχη, ο δε τελευταίος σε αντάλλαγμα αυτής της αφοσίωσης όφειλε να ενεργεί για την ευημερία τους.


Τριάντα έξι σουλτάνοι ανέβηκαν στο θρόνο από το 1300 ως το 1923, σε μια μοναδική ιστορική πορεία που ταύτισε απόλυτα την ύπαρξη της δυναστείας με αυτή του κράτους. Συμβατικά, αυτή η πορεία διακρίνεται σε δύο υπο-περιόδους˙ η πρώτη εκτεινόμενη ως το θάνατο του Σουλεϊμάν Α΄, δηλαδή ένα διάστημα βασιλείας δέκα διαδοχικών αυτοκρατόρων που επέδειξαν έντονη προσωπική εμπλοκή στην άσκηση της εξουσίας τους. Η δεύτερη περίοδος εκτεινόμενη ως το τέλος της αυτοκρατορίας, περιλαμβάνει σουλτάνους, οι οποίοι κινητοποιήθηκαν στην άσκηση του ηγεμονικού ρόλου τους σε ποικίλο βαθμό, οι περισσότεροι όμως προτιμώντας να εναποθέσουν τα ηνία του κράτους στο μεγάλο βεζίρη τους.


Αυτή η ιστοριογραφική διάκριση είναι για πολλούς μεθοδολογικούς λόγους προβληματική, και πρέπει να αντιμετωπιστεί περισσότερο ως περιγραφή μιας σταδιακής μεταβολής κάποιων βασικών γνωρισμάτων του μοναρχικού θεσμού και όχι ως κατηγοριοποίηση των αυτοκρατόρων σε δύο τυπολογικά μοντέλα με βάση την πολιτική συμπεριφορά τους. Ο μετασχηματισμός του σουλτανικού θεσμού έχει περιγραφεί στην βιβλιογραφία με βάση τα ζητήματα της διαδοχής και της εκπαίδευσης των υποψηφίων σουλτάνων. Είναι γνωστό ότι η ανάρρηση στον οθωμανικό θρόνο δεν ακολουθούσε κάποιο σταθερό και θεσμικά αναγνωρισμένο μηχανισμό. Κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων αιώνων οι νεαροί πρίγκιπες, γιοι του αυτοκράτορα, αποστέλλονταν στις επαρχίες ως διοικητές ώστε να αποκτήσουν την αναγκαία εμπειρία, χωρίς κανείς τους να έχει κάποιο θεωρητικό ή πρακτικό πλεονέκτημα ή προβάδισμα στη διαδοχή του πατέρα τους. Ο θάνατος του σουλτάνου τους κινητοποιούσε σε ένα βίαιο και ανηλεή αγώνα για την κατάληψη της πρωτεύουσας, σύμβολο της νομιμότητας των δικαιωμάτων στο θρόνο του κυρίου της. Με άλλα λόγια, ο θάνατος του σουλτάνου πυροδοτούσε εμφύλιες αναμετρήσεις ανάμεσα στα αδέρφια-διεκδικητές, συγκρούσεις οι οποίες έληγαν με ουσιαστική επανίδρυση του κράτους και ανακατανομή της εξουσιαστικής ισχύος ανάμεσα στους πολιτικούς παράγοντες που στήριξαν το νικητή.


Η πρώτη μεταβολή στη μεθοδολογία της διαδοχής επήλθε με τον Μεχμέτ Β΄, ο οποίος νομιμοποίησε την πρακτική της φυσικής εξόντωσης των αδερφών του νέου σουλτάνου˙ η μέθοδος διατηρήθηκε σε ισχύ συστηματικά ως τα τέλη του 16ου αιώνα και σποραδικά ως τα μέσα του 17ου αιώνα. Όμως η πραγματική αιτία των εμφυλίων συγκρούσεων ήταν η ελευθερία δράσης των διαδόχων. Για αυτό το λόγο, από το 1566 καθιερώθηκε η αποστολή στην επαρχία μόνο ενός, του πρωτότοκου, πρίγκιπα, και από το 1595, ακόμη και αυτή η πρακτική εγκαταλείφθηκε και όλοι οι γιοι του σουλτάνου περιορίζονταν στο Παλάτι, σε ένα ιδιότυπο εγκλεισμό και αποκλεισμό τους από οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα, μέχρι την άνοδο του ηλικιακά μεγαλύτερου στο θρόνο. Η συνέχιση της πρακτικής της φυσικής εξόντωσης των αδερφών του νεοαναρρηθέντος στο θρόνο σουλτάνου επέφερε το 1617 την τρίτη μεταβολή στον τρόπο διαδοχής, όταν θεσπίστηκε η άνοδος στο θρόνο του πρεσβύτερου συγγενή, συνήθως αδερφού, θείου ή ανιψιού˙ συμπληρωματικά από το 1623 καθιερώθηκε άτυπα η αποφυγή φυσικής εξόντωσης ενός τουλάχιστον αδερφού του σουλτάνου.

Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής - Βικιπαίδεια


Τέλος, μετά το θάνατο του Σουλεϊμάν Α΄ εξίσου σημαντικός μετασχηματισμούς του μοναρχικού θεσμού ήταν η ανάληψη της ηγεσίας του εκστρατεύοντος στρατού από το μεγάλο βεζίρη και όχι το σουλτάνο αυτοπροσώπως. Η αποστρατικοποίηση του Οθωμανού μονάρχη σήμαινε απώλεια μέρους του νομιμοποιητικού κύρους του ως αρχηγού των μουσουλμάνων στον ιερό πόλεμο κατά των απίστων˙ εντούτοις, ο νέος, περισσότερο πολιτικός ρόλος του αποκρινόταν περισσότερο στα σύνθετα ζητήματα που αντιμετώπιζε ο αχανής πολυφυλετικός και πολυθρησκευτικός οθωμανικός χώρος. Η εικόνα του αυτοκράτορα έγινε περισσότερο αυτή του δικαστή και ενοποιητικού πολιτικού συμβόλου μουσουλμάνων, χριστιανών και εβραίων, παρά του στρατιωτικού αρχηγού των μουσουλμάνων, δηλαδή μιας μόνο πληθυσμιακής μερίδας της αυτοκρατορίας. Άρα, η μετατόπιση στο κέντρο βάρος της σουλτανικής δράσης από το στρατιωτικό πεδίο στην πολιτική ήταν σε συμφωνία με τις νέες πραγματικότητες του 17ου αιώνα.

Ο δυναστικός χαρακτήρας του κράτους είχε ως ακραία συνέπεια την ακύρωση όλων των αποφάσεων, διορισμών και νομικών πράξεων του αποθανόντος αυτοκράτορα και την επαναεπικύρωσή τους (ή μη) από το νέο σουλτάνο. Αν και για πλήθος ζητημάτων η επαναεπικύρωση ήταν τυπική, παρείχε μια ευκαιρία επαναδιαπραγμάτευσης, περισσότερο επωφελούς για το κρατικό ταμείο, διορισμών, προνομίων, φοροαπαλλαγών, τίτλων κυριότητας ή βακουφοποίησης. Τέλος, να τονιστεί ότι στη λήψη αποφάσεων, ο σουλτάνος δεν ενεργούσε ούτε αυτόνομα ούτε αυθαίρετα, δηλαδή με άλλα λόγια το εύρος της διαχειριστικής ευχέρειας του μονάρχη οριζόταν από τη μεταβαλλόμενη δυναμική των υπολοίπων θεσμικών εκφάνσεων. Το ζήτημα αυτό θα παρουσιαστεί συνοπτικά στις επόμενες σελίδες.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *