Οι νομομαθείς (ulema) και η απονομή δικαιοσύνης στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 87-91.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, τα εκτελεστικά όργανα της επαρχιακής διοίκησης ήταν οι πολιτικο-στρατιωτικοί, δηλαδή κοσμικοί, αξιωματούχοι, και ο ιεροδικαστής, ένας εκπρόσωπος του μουσουλμανικού θρησκευτικο-πνευματικού κατεστημένου. Οι δύο αυτοί εξουσιαστικοί άξονες διατηρούσαν υψηλό βαθμό αυτονομία μεταξύ τους, καθώς ο καθένας είχε το δικό του σαφώς οροθετημένο εξουσιαστικό πεδίο, αλλά ταυτόχρονα και σημαντική αλληλεξάρτηση. Ο ιεροδίκης ή καδής (kadı), ήταν απόλυτα ανεξάρτητος στο δικαιοδοτικό έργο του, αλλά εξαρτημένος από την πολιτική διοίκηση αναφορικά στην εκτέλεση των αποφάσεών του. Από την άλλη, το ιεροδικείο αποτελούσε το σημείο αναφοράς κάθε ελεγκτικής διαδικασίας όσον αφορά σε έκνομες διοικητικές πράξεις ή παράτυπες δημοσιονομικές δραστηριότητες. Ο ιεροδίκης είχε δικαίωμα αναφοράς απευθείας στον αυτοκράτορα, και κατ’ ακολουθία, αποτελούσε τον κύριο και άμεσα προσβάσιμο εκπρόσωπο της κεντρικής εξουσίας στα μάτια των ραγιάδων, μεσολαβητή ανάμεσα σε αυτούς και το σουλτάνο. Γίνεται αντιληπτό ότι αν οι ενέργειες των στελεχών της επαρχιακής διοίκησης αντανακλούσαν τις κρατικές (και συχνά και τις ιδιωτικές τους) θεωρήσεις, ο ιεροδίκης αναλάμβανε το ρόλο υπερασπιστή των συμφερόντων των χωρικών και των κατοίκων των πόλεων.

Ακρωτηρίαζαν, εκτελούσαν ή ανασκολόπιζαν τους ενόχους. Το οθωμανικό δίκαιο,  που αν δε βρισκόταν ο ένοχος, τιμωρούσε όλη την κοινότητα. Τι διαφορά είχαν  οι μουσουλμάνοι με τους χριστιανούς - ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Η εδαφική βάση της δικαιοδοσίας ενός ιεροδίκη ήταν ο καζάς, μια σχετικά μικρής έκτασης γεωγραφική ζώνη ταυτιζόμενης συχνά με το σουμπασιλίκι. Συνήθως, ο καζάς είχε ως πυρήνα μια αστική συγκέντρωση τύπου πόλης ή κωμόπολης, έδρα του ιεροδικείου, και την περιβάλλουσα ύπαιθρο χώρα.
Ο ιεροδίκης, προερχόμενος από την τάξη των μουσουλμάνων νομομαθών (ulema) ήταν ο ενσαρκωτής του ισλαμικού κοινωνικού ιδεώδους, σύμφωνα με το οποίο θρησκεία και κοινωνικός ιστός ταυτίζονται, οι δε κοσμικοί άρχοντες είναι και θρησκευτικοί. Η οθωμανική κοινωνία φυσικά απέκλινε σε μεγάλο βαθμό από αυτό το ιδανικό, καθώς το Ισλάμ δεν ταυτιζόταν αλλά ούτε έλεγχε τις κρατικές εξουσιαστικές δομές, ενώ μια βαθιά διάκριση πολιτικών και θρησκευτικών πεδίων έτεμνε τις ποικίλες όψεις του οθωμανικού κόσμου. Εξάλλου, το Ισλάμ αδυνατούσε να καθορίσει την οθωμανική κοινωνική συσσωμάτωση και να διαμορφώσει ένα ιδεολογικό εποικοδόμημα που θα άμβλυνε τις διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις ποικίλες προνεωτερικές μορφές αυτοοργάνωσης, όπως οι συντεχνίες, οι κοινότητες, η θρησκεία ή τα φυλετικά γένη, εξαιτίας της πολυθρησκευτικής σύνθεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η σουλτανική κυβέρνηση αν και χρησιμοποιούσε ως νομιμοποιητικό στήριγμα το ρόλο της ως υπερασπιστή της μουσουλμανικής θρησκείας, δεν ταυτιζόταν με τις κορανικές επιταγές και έλεγχε τη δραστηριότητα των ουλεμάδων, εντάσσοντάς τους στις θεσμικές ιεραρχήσεις της και αποδίδοντάς τους εξουσιαστικές αρμοδιότητες συχνά καθαρά κοσμικού χαρακτήρα.

Ulema need double-edged sword to counter terrorism


Ο χώρος ο οποίος αποδόθηκε πλήρως στη δικαιοδοσία των νομομαθών ήταν αυτός της οργάνωσης της θρησκευτικής εκπαίδευσης (ilm). Αν και το Ισλάμ πρέσβευε την ενότητα της ιερής γνώσης, οι απόφοιτοι ενός θρησκευτικού σχολείου, του μεντρεσέ (medrese), εξειδικευόταν στη θεωρία και ερμηνευτική του Ιερού Νόμου για να ακολουθήσουν καριέρα μουφτή (mufti), στην εφαρμογή του Ιερού Νόμου ώστε να αναλάβουν δικαστικά καθήκοντα, στη λατρευτική πράξη με σκοπό την απασχόλησή τους ως προσωπικό των ισλαμικών τεμενών, στη διδασκαλία του Ιερού Νόμου στα θρησκευτικά σχολεία, ή τέλος στην γραφειοκρατική πρακτική για να προσληφθούν ως γραφείς στην κεντρική και επαρχιακή πολιτική διοίκηση. Ο ρόλος των μεντρεσέδων στην κάθετη κινητικότητα των ουλεμάδων ήταν καθοριστικός, καθώς η ανάληψη οποιουδήποτε αξιώματος προϋπέθετε την αποφοίτηση του υποψηφίου από κάποιο θρησκευτικό σχολείο, η δε καριέρα σε υψηλές κρατικές ή θρησκευτικές θέσεις ήταν εφικτή μόνο στους καθηγητές και πρώην αποφοίτους των μεντρεσέδων της Προύσας, της Αδριανούπολης και της Κωνσταντινούπολης. Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι ελάχιστοι νομομαθείς είχαν πρόσβαση στα υψηλά δικαστικά, γνωμοδοτικά ή καθηγητικά αξιώματα, ενώ η πλειοψηφία αυτών επάνδρωνε τα ιεροδικεία, τα ισλαμικά τεμένη και τα γραφεία του μουφτή σε μικρές και άσημες αστικές συγκεντρώσεις της αυτοκρατορίας, με ανύπαρκτες προοπτικές καριέρας και διαφυγής από ένα κύκλο διορισμών και μεταθέσεων στην επαρχία.


Αν και τυπικά το Ισλάμ δεν αναγνωρίζει καμία θεσμική ιεραρχία των λογίων του, οι Οθωμανοί οργάνωσαν ένα εξαιρετικά σύνθετο και αυστηρά ιεραρχημένο σύστημα παράλληλων προαγωγών και ανέλιξης των ουλεμάδων, ανάλογα με την εξειδίκευσή τους. Έτσι, επικεφαλής του συνόλου των νομομαθών αλλά και των λαϊκών μουσουλμάνων ήταν ο μουφτής της Κωνσταντινούπολης ως σεϊχουλισλάμης (şeyh-ül-islam), σε μια θέση περίπου ανάλογη με αυτή του οικουμενικού πατριάρχη. Το αξίωμα αντανακλά και πιθανόν δημιουργήθηκε κατά απαίτηση της οριζόντιας οργάνωσης της αυτοκρατορίας σε θρησκευτικές ομάδες με επικεφαλής και εγγυητή της νομιμοφροσύνης κάθε μίας έναν ανώτατο κληρικό της.

Ο σεϊχουλισλάμης είχε επιπρόσθετα καθήκοντα σε σχέση με τους υπόλοιπους θρησκευτικούς ηγέτες, στην κατεύθυνση της νομιμοποιητικής επίρρωσης κρίσιμων αποφάσεων του αυτοκράτορα, καθώς η έκδοση επικυρωτικών κρίσεων ή φετβά (fetva), εκ μέρους του μουσουλμάνου προκαθήμενου ήταν αναγκαία για την εκτελεστική ισχύ τους. Αυτή η ευχέρεια καθιστούσε τον σεϊχουλισλάμη σημαίνοντα πολιτικό παράγοντα στις εξουσιαστικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του Παλατιού και πολύτιμο σύμμαχο τόσο του σουλτάνου όσο και κάθε φιλόδοξου αυλικού, στρατιωτικού ή πολιτικού παράγοντα. Η ιδεολογική εξάρτηση του αυτοκράτορα από τον σεϊχουλισλάμη έδινε ιδιαίτερο κύρος στο αξίωμά του μουσουλμάνου προκαθήμενου, ενώ η θέση του ως ύψιστου ερμηνευτή του Ιερού Νόμου τον τοποθετούσε στο εξωτερικό του διοικητικού μηχανισμού επιτρέποντάς του διευρυμένα περιθώρια πολιτικής αυτονομίας. Από την άλλη, η απόλυτη εξουσιαστική ισχύς του σουλτάνου έθετε ανασχετικούς φραγμούς στην ελευθερία κρίσης του σεϊχουλισλάμη και απομείωνε σημαντικά τη βαρύτητα της κορανικής νομιμοποίησης, συχνά σε τέτοιο βαθμό ώστε μη συνεργάσιμοι μουσουλμάνοι προκαθήμενοι αντικαθίσταντο με πρόσωπα περισσότερο αρεστά στον Οθωμανό αυτοκράτορα.

Şeyhülislam Nedir? Kısaca Nitelik, Görev Ve Yetkileri | Onlinezeka


Επόμενοι στην ιεραρχία ήταν οι δύο στρατιωτικοί αρχιδικαστές (kadı-asker) της Ρούμελής και Ανατολίας, δηλαδή οι προϊστάμενοι όλων των ιεροδικών και δικαστές όλων των υποθέσεων που ενέπλεκαν στρατιωτικούς. Σε αντίθεση με τον σεϊχουλισλάμη, οι δύο αρχιδικαστές στελέχωναν το αυτοκρατορικό συμβούλιο, αν και σταδιακά από τον 17ο αιώνα οι δικαστικές αρμοδιότητες του αρχιδικαστή της Ανατολίας περιορίζονταν προς όφελος αυτών του ομολόγου του της Ρούμελης. Οι δύο αυτοί αξιωματούχοι ήταν στην κορυφή μια σύνθετης ιεραρχίας ιεροδικαστικών εδρών, η οποία ακολουθούσε την αντίστοιχη ιεραρχική τάξη των μολλάδων (molla) που αναλάμβαναν τις θέσεις αυτές. Δεν θα αναφερθούν λεπτομέρειες καθώς η ιεραρχική τάξη των μολλάδων διαφοροποιήθηκε στο χρόνο. Άλλοι ουλεμάδες ανώτατης τάξης ήταν ο δάσκαλος (hoca) του σουλτάνου, οι αυτοκρατορικοί ιμάμηδες, ο αυτοκρατορικός αρχίατρος (hekam başı), και ο προϊστάμενος των αστρολόγων (müneccim başı).
Ιδιαίτερη περίπτωση ήταν οι υποτιθέμενοι απόγονοι του Προφήτη ή seyyid και ο επικεφαλής τους nakub-ul-aşraf. Πρόκειται για άτομα, ανεξάρτητα φύλου, επαγγελματικής ιδιότητας ή οικονομικής κατάστασης, με ιδιαίτερο κοινωνικό κύρος και διακεκριμένη, κυρίως συμβολική, θέση στη μουσουλμανική κοινωνία. Ακόμη, ουλεμάδες αναλάμβαναν την ευθύνη για την επιστασία και λειτουργία των ισλαμικών τεμενών˙ είναι οι φροντιστές ή επιστάτες (imam), ο επικεφαλής της προσευχής της Παρασκευής (hatib), ο ιεροκήρυκας (vaiz ή şeyh), ο υπεύθυνος για την πρόσκληση σε προσευχή (muezzin), και ο επιστάτης των εργαζόμενων στο τζαμί (kayyin), αν και οι δύο τελευταίοι μπορεί να μην ανήκαν στην τάξη των ουλεμάδων.


Όσοι επέλεγαν διδακτική καριέρα ακολουθούσαν μια πορεία διορισμών αρχόμενη από τα άσημα επαρχιακά θρησκευτικά σχολεία για να καταλήξουν, στην καλύτερη περίπτωση, οι αξιότεροι ή αυτοί με τις περισσότερες πολιτικές διασυνδέσεις στα θρησκευτικά κολέγια της Κωνσταντινούπολης, της Προύσας και της Αδριανούπολης και κυρίως στη σχολή του τεμένους Σουλεϊμανιγέ (Suleymaniye) στην πρωτεύουσα.
Η σημαντικότερη συμβολή των νομομαθών στη διοίκηση του οθωμανικού κράτους οφειλόταν στον κεντρικό ρόλο που ανέλαβαν οι ιεροδίκες στη διαχείριση των επαρχιακών υποθέσεων. Έχει ήδη τονιστεί η ελεγκτική ευχέρεια του ιεροδίκη σε σχέση με την πολιτική διοίκηση της επαρχίας και η δυνατότητά του για άμεση ενημέρωση της κεντρικής εξουσίας με την αποστολή αναφορών. Ο έλεγχος της πολιτικής εξουσίας γινόταν είτε από τον ίδιο τον ιεροδίκη είτε μέσω της καταγραφής παραπόνων των ραγιάδων. Έτσι, δεν ήταν σπάνια ακόμη και η έκπτωση του διοικητή από τη θέση του με πρωτοβουλία του καδή. Ακόμη, ο ιεροδίκης ήταν ο αποδέκτης μεγάλου αριθμού αυτοκρατορικών εγγράφων σχετικά με ζητήματα στα οποία η πολιτική εξουσία όφειλε να συνεργαστεί με τη δικαστική ή υπήρχε ανάγκη ελέγχου και καταγραφής από τον ιεροδίκη της ορθής εκτέλεσης των σουλτανικών εντολών εκ μέρους του διοικητή. Στην πραγματικότητα, ο ιεροδίκης ήταν ο ακριβέστερος παρατηρητής, καταγραφέας και, όπου παρουσιαζόταν ανάγκη, διαμορφωτής της επαρχιακής πολιτικής πραγματικότητας, καθώς οι τοπικοί παράγοντες κατέφευγαν πολύ συχνά στο ιεροδικείο για να νομιμοποιήσουν ενέργειές τους˙ για αυτό το λόγο οι ιεροδικαστικές αρχειακές σειρές, όπου σώζονται, αποτελούν τη σημαντικότερη πηγή για τη μελέτη κοινωνικών ιθυνουσών ομάδων και θεσμικών αρθρώσεων, όπως οι συντεχνίες, οι κοινότητες, οι τοπικοί προύχοντες και άλλοι.


Η άλλη σημαντική ενασχόληση του ιεροδίκη ήταν φυσικά η απονομή δικαιοσύνης με βάση το Κοράνι. Αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλειστικά μουσουλμάνοι κατέφευγαν στο ιεροδικείο, αν και για αυτούς αυτή θα ήταν η βασικότερη επιλογή. Δεδομένης της απουσίας δευτεροβάθμιας δικαιοσύνης ή εφετείων και του ιερού και αμετάκλητου χαρακτήρα των αποφάσεων του καδή, το ιεροδικείο έχαιρε προτίμησης ακόμη και από μη-μουσουλμάνους, όταν υπήρχε ανάγκη για αναίρεση απόφασης άλλων δικαιοδοτικών οργάνων ή για μέγιστη επικυρωτική ισχύ.


Βοηθός του ιεροδίκη ήταν ένας ή περισσότεροι ναΐμπ (naib), εκπρόσωπος-οι του δικαστή στους ναχιγιέδες (nahiye), δικαστική υποδιαίρεση του καζά. Οι ναΐμπηδες δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο δικαστικό σώμα και δεν είχαν ιδιαίτερη ιεραρχία, συνήθως ήταν ντόπιοι, λειτουργώντας σαν διάμεσοι ανάμεσα στους ραγιάδες και το δικαστή, και δίκαζαν περιοδεύοντας στις οικιστικές συγκεντρώσεις του ναχιγιέ τους. Άλλος βοηθός του ιεροδίκη ήταν ο κασσάμης (kassam), εξειδικευμένος υπάλληλος στον υπολογισμό της αξίας και τη διανομή της περιουσίας αποθανόντων στους κληρονόμους τους.
Η ακροαματική διαδικασία ήταν απλή και η έκδοση της απόφασης άμεση. Οι διάδικοι αντιπαρατίθονταν συνήθως αυτοπροσώπως ή μέσω αντιπροσώπων (με τη συναίνεση του έτερου διάδικου). Ο ενάγων παρουσίαζε το αίτημά του και, εφόσον ο εναγόμενος αρνούνταν την κατηγορία, ο πρώτος έφερε το
βάρος προσκόμισης μαρτύρων στο δικαστήριο.

Η τεκμηρίωση του αιτήματος, σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο, ήταν κατά βάση προφορική, αν και πιστοποιημένα γραπτά τεκμήρια γίνονταν δεκτά από τον ιεροδίκη αν δεν υπήρχαν μάρτυρες. Αν δεν υπήρχε κανενός είδους τεκμηρίωση της κατηγορίας, ακολουθούσε συμβιβασμός μεταξύ των δύο μερών, και αν αυτός δεν ήταν εφικτός, ο όρκος του εναγόμενου αποτελούσαν τη λύση της δίκης. Γίνεται φανερό ότι το βάρος της έκβασης της υπόθεσης έφεραν οι μάρτυρες του κατήγορου, οι οποίοι έπρεπε να είναι αξιόπιστοι, να έχουν προσωπική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης, να μην είναι συγγενείς του ενάγοντα ή άτομα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την υπόθεση, να μην είναι χριστιανοί αν και οι δύο διάδικοι είναι μουσουλμάνοι, ενώ και η αξία της κατάθεσης της γυναίκας ήταν περιορισμένη. Ιδιαίτερος, αλλά όχι ξεκάθαρος, ήταν ο ρόλος των ακροατών της δίκης, των şuhud-ül-hal, ντόπιοι οι οποίοι prima facie υπέγραφαν τις αποφάσεις του δικαστή, αλλά είναι πιθανό ότι λειτουργούσαν και ως κοινή γνώμη, έλεγχαν την πιστότητα των εγγράφων, συμβούλευαν το δικαστή σχετικά με πρόσωπα και καταστάσεις του τόπου και έλεγχαν την εντιμότητα και ακεραιότητα του ίδιου του ιεροδίκη.


Η διαδικασία που περιγράφτηκε αφορούσε αποκλειστικά υποθέσεις εκδίκασης διαφορών. Εντούτοις, μεγάλο μέρος του έργου του ιεροδικαστή ήταν η απλή επικύρωση συναλλαγών, διορισμού επιτρόπων, συμβιβασμών σε διαφορές που λύθηκαν εκτός δικαστηρίου, έκδοσης κοινοτικών εγγράφων, αποπληρωμής χρεών, σύστασης ή λύσης εταιρειών, διευθέτησης δημοσιονομικών διαφορών ανάμεσα στο κράτος και ιδιώτες.
Οι ιεροδικαστές διορίζονταν από τους δύο αρχιδικαστές, αυτοί των Βαλκανίων από τον αρχιδικαστή της Ρούμελης και οι υπόλοιποι από τον αντίστοιχο της Ανατολίας. Η θητεία τους, όπως και των υπολοίπων στελεχών της διοίκησης περιοριζόταν στο ένα έτος σε κάθε θέση και ακολουθούσε, μετά από ένα διάστημα αναμονής, διορισμός σε άλλο καζά. Αυτή η αποσπασματικότητα της καριέρας τους σε συνδυασμό με τον πλειοδοτικό χαρακτήρα των διορισμών στο 18ο αιώνα και την προκαθορισμένη από τον Ιερό Νόμο χαμηλή αμοιβή τους, συνετέλεσαν στην αύξηση των χρηματισμών και καταχρήσεων εκ μέρους των ιεροδικαστών. Δεν απουσίαζαν περιπτώσεις όπου ο δικαστής δεν αναλάμβανε καθήκοντα στον καζά του διορισμού του, αλλά έστελνε εκπρόσωπό του, ή ακόμη χειρότερα δεν ήταν νομομαθής. Η παρουσία ψευδομαρτύρων, ο χρηματισμός και οι εξωτερικές πιέσεις ισχυρών τοπικών παραγόντων οι οποίες ασκούνταν στον δικαστή αποτελούσαν παράγοντες που συντελούσαν στη δυσλειτουργία του δικαστικού συστήματος. Εντούτοις, το σύστημα σε γενικές γραμμές διατήρησε την αποτελεσματικότητά του ως εποπτικό όργανο της κεντρικής εξουσίας στην επαρχία και διαμεσολαβητικός μηχανισμός άμεσης επικοινωνίας ανάμεσα στην κυβέρνηση και στους υπηκόους, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τον όγκο της υπηρεσιακής αλληλογραφίας ανάμεσα στο Παλάτι και τα τοπικά ιεροδικεία.

Αυτούσιο το Κοράνι στα ελληνικά (αχρείαστο να 'ναι) | Nobile GR


Τέλος, ο ιεροδίκης ασκούσε και το ρόλο του συμβολαιογράφου καταγράφοντας στο αρχείο του πλήθος πράξεων κληρονομικού ή επαγγελματικού περιεχομένου. Έτσι, διανομές περιουσιών αποθανόντων, εκτελέσεις διαθηκών, αγοραπωλησίες, δημιουργία εταιρικών συντροφιών τελούνταν στο ιεροδικείο και η καταγραφή αποτελεί για τους ιστορικούς του οθωμανικού κόσμου πολύτιμη, και ενίοτε μοναδική, τεκμηρίωση του υλικού βίου της εποχής. Τέλος, ο καδής είχε την υψηλή εποπτεία της λειτουργίας των τζαμιών και βακουφιών της περιοχής του.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει για τους μουφτήδες, ειδικούς στην ερμηνεία του Ιερού Νόμου, όμως χωρίς εκτελεστικές αρμοδιότητες. Βασικό έργο τους ήταν η έκδοση γνωμοδοτήσεων (fetva) κατ’ απαίτηση ενδιαφερόμενου διαδίκου ή διαδίκων ή ακόμη και του ίδιου του καδή. Ήταν οι λόγιοι που ανέλαβαν το έργο της προσαρμογής, μέσω της ερμηνείας, ενός δικαίου που αντανακλούσε παρελθούσες κοινωνικές πραγματικότητες άλλων γεωγραφικών ζωνών στην πολυφυλετική, πολυθρησκευτική και πολλαπλά πολύ πιο σύνθετη οθωμανική κοινωνία. Επιπλέον, οι καταρτισμένοι μουφτήδες εξέδιδαν συλλογές γνωματεύσεών τους για να χρησιμοποιηθούν ως οδηγοί και έργα αναφοράς από τους ιεροδίκες, και να ενισχύσουν την προσωπική φήμη τους. Οι μουφτήδες ήταν ιδιώτες και για αυτό το λόγο δεν μισθοδοτούνταν από την κυβέρνηση ούτε είχαν κάποια άλλη σχέση με τον κρατικό μηχανισμό. Οι γνωμοδοτήσεις που εξέδιδαν για λογαριασμό ιδιωτών-διαδίκων μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους τελευταίους στο δικαστήριο ως επιπλέον τεκμηρίωση της νομικής εγκυρότητας της επιχειρηματολογίας τους, αλλά παρέμενε στην ευχέρεια του καδή να λάβει υπόψη του αυτές τις γνωμοδοτήσεις.


Όπως έχει ήδη τονιστεί, ο ιεροδίκης δίκαζε με βασική νομική πηγή τον Ιερό Νόμο (Şeriat) δηλαδή το σώμα νομικών θεσφάτων που απορρέουν από τις ηθικές επιταγές του κορανικού κειμένου, την Παράδοση και το έθος με τη μορφή της διαρκούς κοινωνικής συναίνεσης. Οι Οθωμανοί υιοθετούσαν την Hanafi ερμηνεία του Ιερού Νόμου, μία από τις τέσσερις ορθόδοξες νομικές σχολές, αν και οι ετυμηγορίες ιεροδικών και μουφτήδων των υπολοίπων τριών ορθοδόξων σχολών (Şafi, Maliki και Hanbali) γινόταν δεκτές από το κράτος.

Στην πράξη, το οθωμανικό κράτος δεν παραιτήθηκε ποτέ από τις ρυθμιστικές και νομοθετικές εξουσίες, και για αυτό το λόγο δεν μετασχηματίστηκε σε θεοκρατική πολιτειακή συσσωμάτωση. Χωρίς να αποποιηθεί το ρόλο του ως εκτελεστή του μουσουλμανικού δικαίου, το κράτος εκμεταλλεύτηκε τα σοβαρά κενά του Ιερού Νόμου αναφορικά σε ζητήματα αστικού και ποινικού δικαίου, φορολογίας και γαιοκτησίας και οργάνωσε τη διοίκηση και σημαντικές όψεις της κοινωνικής και οικονομικής πραγματικότητας με βάση την κοσμική νομοθεσία, το kanun, δηλαδή το σύνολο των αυτοκρατορικών νομοθετημάτων. Ο δύο αυτές πηγές δικαίου δεν είχαν πάντοτε αρμονικές σχέσεις και συχνά προέβλεπαν διαφορετική νομική μεταχείριση του ιδίου ζητήματος.


Το κοσμικό δίκαιο κωδικοποιήθηκε από τα τέλη του 15ου αιώνα σε μεγάλες συλλογές, στηρίχθηκε τόσο στο εθιμικό δίκαιο όσο και στα σουλτανικά φιρμάνια και έγινε αντικείμενο λεπτομερούς επεξεργασίας στην κατεύθυνση του εξορθολογισμού και της ισλαμικής νομιμοποίησής του από διάσημους νομομαθείς, όπως ο σεϊχουλισλάμης Ebussuud. Το όργανο απόδοσης δικαιοσύνης με βάση το kanun ήταν ο πολιτικο-στρατιωτικός διοικητής του εγιαλετίου, αν και σχεδόν τίποτε δεν είναι γνωστό για την ακροαματική διαδικασία που λάμβανε χώρα στο ανάκτορό του.
Το οθωμανικό δικαιικό σύστημα ήταν ιδιαίτερα πλουραλιστικό, καθώς στο εσωτερικό των πολλών κοινωνικών, οικονομικών και επαγγελματικών συσσωματώσεών του οι οποίες άρθρωναν την οθωμανική κοινωνία λειτουργούσαν παράλληλα δικαιικά συστήματα. Αν και τα περισσότερα από αυτά δεν είχαν καθολική ισχύ και αφορούσαν στην απρόσκοπτη λειτουργία της συγκεκριμένης συσσωμάτωσης, συχνά με ρυθμιστικούς κανόνες κοινωνικού ελέγχου των μελών της, διακρίνουμε δύο συστήματα τα οποία είχαν ευρύτερη σημασία για την ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Πρόκειται για τα κοινοτικά δικαστήρια ή για την ακρίβεια για την ίδια την κοινότητα, η οποία έλυνε διαφορές αστικού, κληρονομικού και οικονομικού τύπου ανάμεσα στα μέλη της με βάση το εθιμικό δίκαιο, και τα περισσότερο συγκροτημένα ως θεσμικά όργανα εκκλησιαστικά δικαστήρια, τα οποία επίσης διευθετούσαν αστικές και κληρονομικές υποθέσεις των πιστών τους. Εξίσου σημαντική ήταν η δυνατότητα του ραγιά να χρησιμοποιήσει με τη μέγιστη ευελιξία αυτά τα παράλληλα δικαιικά συστήματα προς όφελός του, χωρίς κανένα περιορισμό εκ μέρους του κράτους.


Το ιεροδικείο ήταν το κρατικό δικαστήριο par excellence και φυσικά ανώτερο από όλα τα υπόλοιπα δικαιοδοτικά όργανα, οι δε αποφάσεις του ήταν τελεσίδικες και αμετάκλητες˙ έτσι, το ιεροδικείο ήταν ένα είδος εφετείου για τους δυσαρεστημένους από τα δικά τους δικαιοδοτικά όργανα μη-μουσουλμάνους. Ακόμη, υποθέσεις στις οποίες είτε ο ένας αντίδικος ήταν μουσουλμάνος είτε αφορούσαν ποινικά αδικήματα ή τις σχέσεις των ραγιάδων με την κρατική εξουσία, εκδικάζονταν υποχρεωτικά από το ιεροδικείο ή το πολιτικο-στρατιωτικό διοικητή της επαρχίας. Αν και το ιεροδικείο δεν απέκλειε τη χρήση του από μη μουσουλμάνους, οι τελευταίοι δέχονταν ισχυρές πιέσεις από τις κοινότητές τους ή τις Εκκλησίες τους να μη καταφεύγουν στις κρίσεις του μουσουλμάνου δικαστή. Εντούτοις, η μελέτη των ιεροδικαστικών αρχείων καταδεικνύει ότι σημαντικός αριθμός χριστιανών προσέφευγαν στο ισλαμικό δικαστήριο για επίλυση ακόμη και οικογενειακών ή κληρονομικών υποθέσεών τους.

Παρά τον ιερό χαρακτήρα των αποφάσεων του ισλαμικού δικαστηρίου, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να εφεσιβάλλει μια ετυμηγορία ενός τοπικού καδή καταφεύγοντας στο αυτοκρατορικό συμβούλιο, όπου όλες οι προσφυγές εξετάζονταν, ανεξάρτητα από τη σπουδαιότητα της υπόθεσης και την κοινωνική ή οικονομική προέλευση του αιτούντος. Η εξέταση αυτή, αν και παραβίαζε την ιερότητα των αποφάσεων του τοπικού ιεροδίκη, αποτελούσε νομιμοποιητική εκπλήρωση της εξουσιαστικής θέσης του αυτοκράτορα ως απόλυτου κυρίου του κράτους και αρχιδικαστή, ο οποίος έχει ως βασικό καθήκον του την προστασία και ευημερία των υπηκόων του. Επιπλέον, πολύ συχνά, όταν η υπόθεση κρινόταν ως ιδιαίτερα σημαντική για το κράτος, αποστελλόταν στην επαρχία ειδικός αυτοκρατορικός αξιωματούχος με εντολή για επιτόπια έρευνα του θέματος. Συμπερασματικά, η απονομή δικαιοσύνης αποτελούσε ένα σύνθετο πεδίο θεσμικών παραλλήλων, όπου παρά την πιθανή συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στις ποικίλες δικαιικές ρυθμίσεις, η συνύπαρξη ανάμεσά τους ήταν εφικτή και αποδεκτή από το κράτος. Βέβαια, το τελευταίο διατηρούσε κάθε δικαίωμα αναίρεσης των γνωματεύσεων αυτών των αυτονομημένων δικαιικών συστημάτων, εφόσον ένα από τα ενδιαφερόμενα διάδικα μέρη κατέφευγε είτε στο ιεροδικείο είτε στην πολιτική διοίκηση.

, , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *