ΕΚΔΟΣΕΙΣ TOΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΠΡΟΣ ΔΙΑΔΟΣΙΝ ΩΦΕΛΙΜΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ, ΑΡΙΘ. 56 — AΥΓOYΣTOΥ 1904, ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΑ ΡΑΦΤΑΝΗ-ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (GUTENBERG)
Διαβάστε εδώ το Α’ Μέρος
ΚΕΦΑΛΑΙΑ Ε-Η
Ε’. — Δευτέρα εκστρατεία (623 — 624 μ. Χ.).
Εις την πρωτεύουσαν ήλθεν ο Αυτοκράτωρ περί τας αρχάς του 623 διά να ενεργήση νέας μεγάλας παρασκευές προς εξακολούθησιν του πολέμου. Διά τούτο εισήλθεν εις την πόλιν όχι ως Βασιλεύς και τροπαιούχος, αλλ’ ως απλούς στρατηγός χάριν υπηρεσίας ερχόμενος. Αφού δε ενήργησε τας αναγκαίας παρασκευάς και ενίσχυσε την φρουράν της Κωνσταντινουπόλεως εναντίον ενδεχομένης τινός επιθέσεως των Αβάρων, κατέλιπε την πρωτεύουσαν την 25 Μαρτίου 623.
Η Μικρά Ασία ήτο ελευθέρα και ο Ηράκλειος μετέβη διά της χώρας ταύτης μετά μεγάλης ταχύτητος εις την Αρμενίαν. Εκεί πλήθος Αρμενίων υπό τον ανδρείον και ωραίον Αρμένιον πολεμιστήν Μιζίζ κατετάχθησαν εις τον στρατόν του. Προσήλθαν δε ως σύμμαχοι και πολλοί Καυκάσιοι, ήτοι Γεωργιανοί και Αβασγοί.
Ταχύς και ορμητικός επροχώρησεν εις τα όρια της Περσίας και εισέβαλεν εις την χώραν της Μηδίας την καλουμένην Ατροπατηνήν ( Ατσερπιτσάν) ήτοι χώραν πυρολατρών. Από τους χρόνους των Σκιπιώνων και του Αννίβα, λέγει ο Γίββων, δεν επεχειρήθη επιχείρησις τολμηροτέρα της δευτέρας ταύτης εκστρατείας του Ηρακλείου. Εντός 20 ημερών ο Ηράκλειος έφθασεν εις τα σύνορα της Περσίας και την 25 Απριλίου εισήλθεν εις την εχθρικήν χώραν. Ο Ηράκλειος είχε μηνύση προς τον Χοσρόην, όστις ευρίσκετο όχι μακράν, ότι ήτο πρόθυμος να συνομολόγηση ειρήνην έντιμον. Αλλ’ ο μανιώδης εκείνος βασιλεύς αντί πάσης άλλης απαντήσεως έσφαξε τους πρέσβεις, τους οποίους, καθώς είπαμεν πρότερον, είχε πέμψη ο Ηράκλειος προς αυτόν κατά το 616 και τους οποίους εκράτει έκτοτε δεσμίους.
Εις το άκουσμα της στυγεράς πράξεως εξέφρασεν ο αυτοκράτωρ προς τον στρατόν όλον την σφοδράν αγανάκτησίν του, ονομάσας τους πολεμίους ουχί ανθρώπους αλλά θηρία άγρια, παραβιαστάς παντός νόμου και δικαίου της ανθρωπίνης κοινωνίας. «Αλλ’ η τοιαύτη λύσσα των θα είνε δύναμίς σας, έλεγε προς τον στρατόν. Ο θεός θα πολεμήση υπέρ ημών. Διήλθομεν την Ασίαν και τι είδαμεν εις τας ωραίας αυτάς επαρχίας; Την τέφραν των πόλεων, τα οστά ομοεθνών σκορπισμένα κατά γης. Τώρα ευρισκόμεθα εις την Περσίαν· ας καταστήσωμεν λοιπόν και ημείς την γην ταύτην τάφον των εχθρών. Άνδρες αδελφοί μου, ας έχωμεν κατά νουν τον φόβον του θεού και ας αγωνισθώμεν διά να εκδικήσωμεν την ύβριν του θεού!»
Εις τους λόγους τούτους του Βασιλέως είς εκ των μαχητών ελάλησεν εν ονόματι πάντων: «Εύφρανας, δέσποτα, τας καρδίας ημών, διά των συμβουλών σου. Οι λόγοι σου ηκόνησαν τα ξίφη ημών, και εποίησας ταύτα έμψυχα· ανεπτέρωσας ημάς διά των λόγων σου». Άλλος δε ανεφώνησε: «Δέσποτα, έχε πεποίθησιν εις την ανδρείαν ημών· έν μόνον φοβούμεθα, ότι σε βλέπομεν εκθέτοντα εις κίνδυνον το ιερόν σου πρόσωπον. Χύσον μόνον το αίμα το ημέτερον. Τούτο ανήκει εις σε περισσότερον από το ιδικόν σου αίμα».
Ο Ηράκλειος προχωρεί ακάθεκτος εις τα ενδότερα της Περσίας. Η χώρα είχε πηγάς νάφθης και διά τούτο ήτο ιερά εις τους Πέρσας. Ακριβώς δε δι’ αυτό, ο στρατός του Ηρακλείου κατέκαιεν ενταύθα τας χώρας και τας κώμας προς εκδίκησιν των Περσών δι’ όσα είχαν διαπράξει εις την Παλαιστίνην. Ούτω προχωρών έφθασεν ο αυτοκράτωρ πλησίον της Γαυζακού (της σημερινής Ταυρίδος της Περσίας), πρωτευούσης της Μηδίας, όπου ευρίσκετο ο Χοσρόης, μετά 40 χιλιάδων στρατιωτών. Μαθών τούτο ο αυτοκράτωρ ώρμησεν εναντίον της πόλεως. Η προφυλακή του αυτοκρατορικού στρατού συγκρουσθείσα μετά της φρουράς του Χοσρόου την κατέστρεψε και άλλους μεν εφόνευσεν, άλλους δε και αυτόν τον αρχηγόν έφερε δεσμίους εις τον Ηράκλειον. Ο Χοσρόης ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ότι ο αυτοκράτωρ θα ετόλμα να εμφανισθή τόσον απροσδοκήτως εις το κέντρον του κράτους του, ενώ αυτός ο Χοσρόης παρεσκευάζετο να στείλη στρατόν εις τας εχθρικάς χώρας. Κατελήφθη υπό ταραχής και τρόμου και έφυγεν από την Γαυζακόν, εγκαταλείψας την πόλιν και τον στρατόν εις την τύχην των. Ο στρατός του διελύθη και μέρος μεν κατεστράφη υπό των νικητών, μέρος δε ετράπη εις φυγήν και διεσκορπίσθη. Τα αυτοκρατορικά στρατεύματα εκυρίευσαν εξ εφόδου την Ταυρίδα και εισήλασαν εν θριάμβω. Πολλά λάφυρα δεν ευρέθησαν εκεί, διότι τα πολυτιμότερα είχε λάβη φεύγων ο Χοσρόης και τα είχε μεταφέρη εις Δατάγερδην. Εις τον στρατόν του Ηρακλείου είχε διαδοθή, άγνωστον πώς, η περίεργος φήμη ότι εκρύπτοντο εις την πόλιν οι θησαυροί του Κροίσου, τους οποίους δήθεν είχε φέρη ο Κύρος ο μέγας από τας Σάρδεις. Αλλ’ ούτε αυτοί ευρέθησαν, ούτε το τίμιον ξύλον του σταυρού, καθώς ήλπιζεν ο στρατός. Φαίνεται ότι εις τούτο έδωκεν αφορμήν το όνομα της πόλεως, διότι Γάζα, (Γάζακα) εις την Περσικήν γλώσσαν εσήμαινε θησαυρόν. Υπήρχεν όμως ναός του Πυρός, και εντός του ναού άγαλμα του Χοσρόου, παριστάνον αυτόν προσκυνούντα τον ήλιον, την σελήνην και τους αστέρας, των οποίων επίσης υπήρχαν αγάλματα. Ταύτα πάντα κατεστράφησαν διά πυρός προς εκδίκησιν των εις την αγίαν πόλιν γενομένων βεβηλώσεων.
Ο Ηράκλειος από την Ταυρίδα μετέβη εις Θηβορμαΐδα (την σημερινήν Ουρμίαν), πόλιν τότε ιεράν των Περσών, θεωρουμένην ως πατρίδα του Ζωροάστρου, νομοθέτου των αρχαίων Περσών και ιδρυτού της Πυρολατρείας. Ο μεγαλοπρεπής ναός και η πόλις ολόκληρος εδόθησαν εις λεηλασίαν, εσβέσθη δε το από του χρόνου του Ζωροάστρου άσβεστον ιερόν πυρ της Περσικής λατρείας.
Ο Ηράκλειος επροχώρει ολονέν, καταδιώκων τον Χοσρόην από πόλεως εις πόλιν, και εκυρίευσε πολλάς πόλεις και χώρας. Αλλ’ ο Χοσρόης έφευγε και δεν έμενεν ουδαμού περισσότερον των δύο ημερών. Δύο στρατηγοί του παρηκολούθουν μεν τον στρατόν του Ηρακλείου, αλλά δεν ετόλμων να τον πλησιάσουν. Αφού ούτω διήλθεν όλον το θέρος του 623, ο Ηράκλειος συνεσκέφθη μετά των στρατηγών του πού έπρεπε να παραχειμάση. Και άλλοι μεν έλεγαν να μεταβούν εις τας παρά τον Καύκασον και την Κασπίαν θάλασσαν χώρας, όπου το κλίμα ήτο ευκρατέστερον, άλλοι δε συνηγόρουν υπέρ της εξακολουθήσεως του πολέμου και κατά τον χειμώνα. Αλλ’ η πρώτη γνώμη υπερίσχυσεν. Ο στρατός μετέβη εις τον Καύκασον φέρων πολλά λάφυρα και πεντήκοντα χιλιάδας αιχμαλώτους Πέρσας. Καθ’ οδόν Περσικά στρατεύματα εζήτησαν να παρενοχλήσουν τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αλλ’ ηττήθησαν, ένεκα δε του σφοδρού χειμώνος έπαθαν πολλά οι αιχμάλωτοι. Ο Ηράκλειος ευσπλαγχνισθείς τους απέλυσεν άμα ήλθεν εις τον Καύκασον, επιδαψιλεύσας μάλιστα πάσαν περιποίησιν. Οι δυστυχείς μετά δακρύων ανεχώρουν ευχόμενοι ο θεός να σώση την Περσίαν από τον Χοσρόην, καταστρέφων τον κοσμόλεθρον τούτον τύραννον. Η πράξις του Ηρακλείου ήτο τόσον μάλλον γενναία, όσον ο Χοσρόης είχε μέγα πλήθος αιχμαλώτων, οι οποίοι εστέναζαν ακόμη εις τα Περσικά φρούρια.
Ούτω διήλθε και το δεύτερον έτος του πολέμου.
ς’. — Η τρίτη εκστρατεία.
Ενώ ο αυτοκράτωρ παρεχείμαζεν εις τας περί τον Καύκασον χώρας, ο Χοσρόης, ο τόσην δείξας δειλίαν και αδράνειαν κατά το προηγούμενον έτος, ανέλαβε τώρα θάρρος μετά την αποχώρησιν του Ηρακλείου και βλέπων το μέγεθος του κινδύνου ενέτεινε τας δυνάμεις του. Παρεσκεύασε τρεις στρατιάς, ανακαλέσας τον στρατόν ο οποίος έμενεν εις την Μεσοποταμίαν, την Συρίαν, την Παλαιστίνην και την Αίγυπτον. Αρχηγοί των τριών Περσικών στρατιών ήσαν ο Σαραβλαγάς, ο Σαρβαραζός ή Σάρβαρος, ο αρχηγός του πρότερον εις την Μικράν Ασίαν εισβαλόντος Περσικού στρατού, και ο ομώνυμος προς τον φονευθέντα υπό του Χοσρόου Πέρσην στρατηγόν Σαήν.
Την άνοιξιν του 624 εκίνησεν ο αυτοκράτωρ μετά των συμμάχων αυτού Λαζών, Γεωργιανών και Αβασγών, λαών του Καυκάσου, διά να επέλθη κατά του Χοσρόου. Ο Σαραβλαγάς, πρώτος εκ των Περσών στρατηλατών, επλησίασε προς τον στρατόν του αυτοκράτορος, νομίσας ότι ούτος έμελλε να μεταβή εις την Περσίαν διά της προς νότον και ανατολάς της Κασπίας θαλάσσης ορεινής παραλίας και κατέλαβεν εκεί τας στενοπορίας. Αλλ’ ο αυτοκράτωρ έλαβε πλαγίαν τινά δυτικωτέραν διεύθυνσιν και δι’ ευφόρων χωρών εισήλθεν εις την ανατολικήν Αρμενίαν, διά να εισβάλη εκείθεν εις την Περσίαν, και αποφεύγων πάσαν μάχην προς τον δειλώς παρακολουθούντα αυτόν Σαραβλαγάν, επιπέση κατά του Χοσρόου απροσδοκήτως και καταφέρη καιριώτατον κτύπημα εις την Περσικήν δύναμιν. Ο αυτοκράτωρ ενόει ότι καταστρεφομένου του Χοσρόου οι στρατοί του θα διελύοντο αφ’ εαυτών. Και αυτή δε η δειλία των Περσών συνηγόρει υπέρ του σχεδίου του αυτοκράτορος. Ο Σαραβλαγάς είχε τον άριστον Περσικόν στρατόν συγκείμενον εκ των λεγομένων Χοσροϊτών ή Χοσροηγενών (ονομασθέντων τιμητικώς από του ονόματος του Χοσρόου) και των Περουζιτών (ονομασθέντων τιμητικώς από του επιθέτου του Χοσρόου Περούζης ή Παρβίζ=νικηφόρος). Και όμως δεν ετόλμα να προσβάλη τον αυτοκρατορικόν στρατόν, αν και ήτο ισχυρότερος κατά τον αριθμόν· επλανάτο εις δυσβάτους τόπους, αποφεύγων πάσαν μάχην πριν έλθη εις βοήθειάν του και άλλος στρατός. Ακριβώς δε ο αυτοκράτωρ ήθελε να σπεύση πριν γείνη η ένωσις των Περσικών στρατευμάτων. Αλλ’ οι σύμμαχοι Λαζοί, Γεωργιανοί και Αβασγοί δεν συνεφώνουν μετά του αυτοκράτορος, απαιτούντος μεγάλην ταχύτητα και ορμήν. Ούτω δε, ένεκα της βραδείας πορείας του αυτοκρατορικού στρατού, κατώρθωσεν από νότου ερχόμενος ο Σαρβαραζός να πλησιάση κατά μέτωπον προς τον αυτοκρατορικόν στρατόν, ο οποίος εκινδύνευε να κυκλωθή υπό των δύο Περσικών στρατών. Τότε ενόησαν οι αντισταθέντες κατά του σχεδίου του αυτοκράτορος την πλάνην των και καταληφθέντες από δειλίαν προσέπιπταν εις τους πόδας του βασιλέως μετανοούντες και ζητούντες να ασπασθούν την χείρα του και υποσχόμενοι να πράξουν του λοιπού ό,τι διατάσσει ο βασιλεύς. Τότε ο Ηράκλειος, απτόητος ως πάντοτε, διέταξεν επίθεσιν κατά του στρατού του Σαρβαραζού, πριν ενωθή ούτος μετά του Σαραβλαγά. Ο Σαρβαραζός ηττήθη και απεκρούσθη πολλάκις, αλλά και μετά τας πολλάς ταύτας ήττας κατώρθωσε να ενωθή μετά του Σαραβλαγά. Ο Ηράκλειος δεν εταράχθη εκ της ενώσεως ταύτης, και επροχώρει μετά σπουδής κατά του Χοσρόου, έχων όπισθεν τον ηνωμένον Περσικόν στρατόν.
Οι Πέρσαι ενόμισαν ότι ο Ηράκλειος έφευγε προ αυτών, πειθόμενοι εις τούτο και εξ όσων έλεγαν δύο αυτόμολοι του αυτοκρατορικού στρατού. Μετ’ ολίγον έγινε γνωστόν και εις τον στρατόν των Περσών και εις τον στρατόν του Ηρακλείου ότι επήρχετο και η τρίτη στρατιά υπό τον Σαήν. Ούτως ο αυτοκρατορικός στρατός ευρίσκετο μεταξύ δύο ή μάλλον μεταξύ τριών στρατών εχθρικών, εκ των οποίων έκαστος καθ’ εαυτόν ήτο πολυπληθέστερος του όλου αυτοκρατορικού.
Ο Ηράκλειος απεφάσισε να επιτεθή κατά των δύο Περσών στρατηγών, πριν επέλθη και ο τρίτος. Αλλά και οι Πέρσαι στρατηγοί νομίζοντες ότι ο αυτοκράτωρ έφευγε προ αυτών εζήτουν να συγκροτήσουν μάχην πριν έλθη ο Σαήν, διά να λάβουν αυτοί την δόξαν της νίκης. Οι ιστορικοί, προ πάντων οι νεώτεροι, θαυμάζουν εις την περίστασιν ταύτην την τόλμην του Ηρακλείου και την στρατηγικήν μεγαλοφυίαν του. Εκινείτο εις ξένην γην, εν μέσω υπερτριπλασίων πολεμίων, τολμηρός και ελεύθερος ως να είχεν υπό τας διαταγάς του στρατόν πολύ ισχυρότερον όλων ομού των εχθρών. Γνωρίζων τας ιδιότητας της Περσικής χώρας καλλίτερον από τους Πέρσας στρατηγούς, εξέλεγε πάντοτε τους επιτηδειοτέρους τόπους προς στρατοπέδευσιν και παρέσυρε πάντοτε τον εχθρόν εκεί όπου αυτός ήθελεν.
Τέλος, εσπέραν τινά οι πολέμιοι προσήγγισαν εις το στρατόπεδον του Ηρακλείου, αλλ’ ούτος μη θεωρήσας το μέρος κατάλληλον διά μάχην, απεχώρησεν, ώδευσε δι’ όλης της νυκτός χωρίς να νοηθή, έφθασεν εις πεδίον χλοηφόρον εις τους πρόποδας δασώδους βουνού και ετοποθέτησε τον στρατόν εις το βουνόν. Οι Πέρσαι την πρωίαν μη ευρίσκοντες απέναντι των τον εχθρόν και νομίσαντες ότι ετρέπετο εις φυγήν έτρεχαν ατάκτως κατόπιν του. Όταν δ’ επλησίασαν εις το μέρος, όπου ήτο στρατοπεδευμένος ο Ηράκλειος, απλή ορμητική επίθεσις εκ του στρατοπέδου του έτρεψε τους βαρβάρους εις φυγήν. Οι Πέρσαι έφευγαν διά των φαράγγων καταδιωκόμενοι και φονευόμενοι. Εις την μάχην ταύτην εφονεύθη και ο έτερος των Περσών αρχιστράτηγος, ο Σαραβλαγάς.
Αλλά προ της εντελούς καταστροφής του Περσικού στρατού εφάνη επί του πεδίου της μάχης και ο στρατός του Σαήν. Ο Ηράκλειος δεν έχασε καιρόν ανεκάλεσεν ευθύς από της καταδιώξεως τους άνδρας του, και επετέθη κατά του νέου στρατού, χωρίς να δώση εις αυτόν καιρόν να ιδή πού ευρίσκεται, και ενίκησε και εκυρίευσε το στρατόπεδον του νέου εχθρού και πάσαν την αποσκευήν του. Η μάχη έγεινε πλησίον του Αράξου ποταμού εις τα σύνορα της Αρμενίας και Μηδίας. Ο Περσικός στρατός ηττήθη, αλλά δεν κατεστράφη. Ο Σαήν και ο Σαρβαραζός συνήθροισαν τα λείψανα των στρατευμάτων των. Ήσαν και πάλιν υπέρτερα κατά τον αριθμόν από τον στρατόν του Ηρακλείου, ώστε απεφάσισαν να μη υποχωρήσουν, αλλά να παρακολουθήσουν τον Ηράκλειον. Ο Ηράκλειος έχων έμπροσθέν του όλον τον υπολειπόμενον εις τον Χοσρόην στρατόν ήθελε να τον καταστρέψη πριν επιτεθή κατά του Χοσρόου, και διά τούτο έδωκεν άλλην διεύθυνσιν εις την εκστρατείαν. Προσποιούμενος ότι έφευγεν, επορεύετο διά τόπων ανωμάλων και ορεινών, παρασύρων πάντοτε κατόπιν του τους Πέρσας. Δεν ήθελε να εισβάλη εις την Περσίαν, αλλά να καταστρέψη ει δυνατόν εντός της Αρμενίας τον Περσικόν στρατόν. Κατά την περίοδον ταύτην οι σύμμαχοι Λαζοί και Αβασγοί βαρυνθέντες να πολεμούν, είτε δειλιάσαντες, απεχώρησαν εις τας πατρίδας των. Τούτο εννοήσαντες οι Πέρσαι αρχιστράτηγοι έλαβαν θάρρος και επροκάλεσαν εις μάχην τον Ηράκλειον. Ο αυτοκράτωρ χωρίς να δειλιάση συνεκέντρωσε τον στρατόν και ανεπτέρωσε το φρόνημα του διά λόγων: «Μη σας ταράττη, αδελφοί, το πλήθος των πολεμίων διότι, Θεού θέλοντος, είς εξ ημών θα διώξη χιλίους· ας θυσιάσωμεν λοιπόν ημάς αυτούς εις τον Θεόν υπέρ της σωτηρίας των αδελφών ημών· ας λάβωμεν στέφανον μαρτύρων, ίνα και αι μέλλουσαι γενεαί επαινέσωσιν ημάς και ο Θεός αποδώση τους μισθούς».
Τα δύο στρατεύματα, διά μακρού διαστήματος απ’ αλλήλων χωριζόμενα, επολέμησαν από πρωίας μέχρις εσπέρας· αλλ’ η μάχη έμεινεν αμφίρροπος. Ο βασιλεύς ανεχώρησε μετά του στρατού, οι δε Πέρσαι τον ηκολούθησαν. Αλλά νομίσαντες ότι πάλιν υπεχώρει και θέλοντες να εμποδίσουν την υποχώρησιν έτρεχαν εκ των πλαγίων προς το μέτωπον του στρατού και πλανηθέντες περιέπεσαν εις τόπους τελματώδεις και εις μέγαν περιήλθαν κίνδυνον, ενώ ο βασιλεύς ολονέν επροχώρει. Οι Πέρσαι τέλος ήλθαν εις την πόλιν Σαλβάν (το νυν Βαν της Αρμενίας) διά να παραχειμάσουν εις την οχυράν αυτήν πόλιν, θεωρούντες εαυτούς εκεί ασφαλείς. Αλλ’ ο βασιλεύς ήθελε να τους καταστρέψη. Προς τούτο δε μετεχειρίσθη το εξής στρατήγημα·
Εκλέξας ίππους δυνατούς και τους ανδρειοτέρους των ιππέων συνεκρότησεν εκ τούτων ιδιαιτέραν μοίραν και διά νυκτός την έπεμψεν εναντίον της πόλεως, ακολουθών ο ίδιος μετά του λοιπού στρατού. Η πρώτη μοίρα εισήλθεν απαρατήρητος εις την πόλιν Σαλβανόν την 9 ώραν της νυκτός (ήτοι την 3 μετά το μεσονύκτιον καθ’ ημάς) και επετέθη αιφνιδίως κατά των Περσών. Οι Πέρσαι, πριν ή αντιτάξουν άμυναν, προσεβλήθησαν και από τον επίλοιπον στρατόν του βασιλέως. Κατά την φοβεράν εκείνην καταστροφήν είς των αρχιστρατήγων, ο Σαρβαραζάς, γυμνός και ανυπόδητος, πηδήσας εις ίππον έφυγε και εσώθη. Αλλά οι υπό τον Σαρβαραζάν Πέρσαι αξιωματικοί, οι σατράπαι και οι επίλεκτοι στρατιώται εφονεύθησαν. Πολλοί των δυστυχών τούτων εζήτουν την σωτηρίαν των εις τας στέγας των οικιών. Αλλά το πυρ, το οποίον έθεσαν εις την πόλιν οι νικηταί, κατέστρεψε τα πάντα. Όσοι των Περσών δεν εφονεύθησαν, ηχμαλωτίσθησαν. Πάντες, εκτός μόνον σχεδόν του Σαρβαραζά, κατεστράφησαν. Και τούτου δε τα όπλα, η χρυσή ασπίς, η μάχαιρα και το δόρυ και η χρυσή ζώνη, η αστράπτουσα εκ λίθων πολυτίμων, και τα υποδήματα έγιναν λεία των νικητών. Ο στρατός του Ηρακλείου κατεδίωξε και τα εις διαφόρους πέριξ τόπους υπάρχοντα Περσικά αποσπάσματα, και άλλα μεν κατέστρεψεν, άλλα δε κακώς έχοντα διεσκόρπισε, και ολίγοι μόνον εξ αυτών επέστρεψαν εις τας πατρίδας των. Ούτως εξωντώθησαν κατά το 624 τρεις Περσικαί στρατιαί.
Ήτο ήδη χειμών και ο Ηράκλειος παρεχείμασεν εις τον τόπον της νίκης εις Αρμενίαν, όπου ο στρατός εύρισκε μεγάλην αφθονίαν τροφίμων. Ούτω διήλθε και το τρίτον έτος της εκστρατείας (624 — 625).
Ζ’. — Η τετάρτη εκστρατεία του Ηρακλείου (625 π. Χ.)
Ο Ηράκλειος παρεσκευάζετο κατά τον χειμώνα του 624 — 625 διά να εισβάλη την άνοιξιν εις την Περσίαν. Τρεις ολόκληροι εχθρικαί στρατιαί είχαν καταστραφή κατά το παρελθόν έτος και ο στρατός του Ηρακλείου, καίπερ ελαττωθείς ένεκα της αποχωρήσεως των Λαζών και Αβασγών, ήλπιζεν ότι δεν έμελλε να εύρη μεγάλα προσκόμματα εις την περαιτέρω πορείαν του. Και όμως ο Χοσρόης, και μετά τας φοβεράς εκείνας καταστροφάς, παρεσκευάζετο εις νέαν εκστρατείαν, πέμπων στρατόν διά Μεσοποταμίας εις την Μικράν Ασίαν, διά να αποτρέψη τον αυτοκράτορα από της εις Περσίαν εισβολής. Ο μόνος των τριών στρατηγών του παρελθόντος έτους σωθείς, ο Σαρβαραζάς, ηγούμενος νέου στρατού διήλθε τον Ευφράτην εν μέσω του χειμώνος και διά της Συρίας επροχώρει προς την Κιλικίαν, απειλών πάλιν την Μικράν Ασίαν. Ο αυτοκράτωρ λοιπόν, αντί να προελάση εις την Περσίαν, ηναγκάσθη να στραφή προς την Μικράν Ασίαν. Ο στρατός του, φέρων μέγα πλήθος λαφύρων και αιχμαλώτων, διήλθεν εις επτά ημέρας τας φοβέρας χιονοσκεπείς κορυφάς των ορέων του Κουρδιστάν, ήτοι της χώρας των αρχαίων Καρδούχων, όπου ο Ξενοφών προ χιλίων και επέκεινα ετών διεξήγεν εναντίον των Καρδούχων τους αξιομνημονεύτους εκείνους αγώνας κατά την κατάβασιν των μυρίων. Έπειτα διελθών ο στρατός τον ορμητικόν Τίγρητα εισήλθεν εις την Μεσοποταμίαν, κατέλαβε την Άμιδαν (Διαρβεκίρην) και εστρατοπέδευσεν. Εκείθεν ο αυτοκράτωρ έπεμψε ταχυδρόμους εις την Κωνσταντινούπολιν εξαγγέλλων τας νίκας του. Αι ειδήσεις δε αυταί επροξένησαν γενικήν χαράν, διότι εις την πρωτεύουσαν υπέθεταν μεν ότι ενίκα ο αυτοκρατορικός στρατός ένεκα της αποχωρήσεως των Περσών εκ της Μικράς Ασίας, αλλά τίποτε σαφώς δεν εγνώριζαν από δύο ετών.
Ο αυτοκράτωρ επροχώρει προς την Μικράν Ασίαν κατόπιν του Περσικού στρατού. Τας επί του ποταμού γεφύρας είχαν καταστρέψη οι Πέρσαι, αλλ’ ο αυτοκράτωρ ανεκάλυψεν ένα πόρον και διεβίβασε τον στρατόν. Οι Πέρσαι ευρίσκοντο ακόμη πλησίον του Ευφράτου και ετράπησαν μετά μεγάλης σπουδής προς την Μικράν Ασίαν. Μόλις εστάθησαν εις τας όχθας του ποταμού της Κιλικίας, εις απόστασιν 20 ημερών δρόμου από τας όχθας του Ευφράτου. Ο Ηράκλειος διέβη κατά Μάρτιον τον Ευφράτην, κατέλαβε τα Σαμόσατα υπερβάς τον Ταύρον και έφθασεν εις Άδανα και τον Σάρον ποταμόν, του οποίου την άλλην όχθην κατείχαν οι Πέρσαι. Ακάθεκτος ο αυτοκράτωρ επετέθη κατά του εχθρικού στρατού μετ’ ολίγων μαχητών, διαβάς τολμηρώς τον ποταμόν. Επροπορεύετο δε ο ίδιος αυτός εις την κρατεράν ταύτην επίθεσιν και ετέλεσε θαύματα ανδρείας. Εφόνευσεν ιδιοχείρως γιγάντειον Πέρσην και τον έρριψεν εις τον ποταμόν. Εκ της υπερανθρώπου ανδρείας, ως χαρακτηρίζουν αυτήν οι χρονογράφοι, την οποίαν έδειξε τότε ο αυτοκράτωρ, εθαμβώθη ο Σάρβαρος και έλεγε προς τον πλησίον του Έλληνα λιποτάκτην Κοσμάν: «Βλέπεις τον Καίσαρα, Κοσμά, μετά πόσης τόλμης μάχεται, και προς τοσούτον πλήθος μόνος αγωνίζεται και ως άκμων αποπτύει τας βολάς;»
Οι Πέρσαι ηττήθησαν, αλλ’ ο Σαρβαραζάς κατώρθωσε να υποχωρήση οπωσδήποτε εν τάξει μετά των λειψάνων του στρατού, φεύγων εις την Περσίαν. Ο αυτοκράτωρ από την Κιλικίαν μετέβη εις την Σεβάστειαν (Σιβάς) και εστρατοπέδευσε παρά τον Άλυν ποταμόν.
Η’. — Η πέμπτη εκστρατεία του Ηρακλείου (626).
Μετά την νέαν νίκην του Ηρακλείου οι Πέρσαι εξεκένωσαν πάλιν τας χώρας της Μικράς Ασίας. Κατά τον χειμώνα του 625 — 626 δεν υπήρχε σχεδόν στρατός Περσικός εις τας ευρυτάτας Ασιατικάς επαρχίας του κράτους, εκτός ολίγων αποσπασμάτων εις Αίγυπτον και Συρίαν και Μεσοποταμίαν. Αλλ’ ο Ηράκλειος δεν ηδύνατο να θεωρήση τον πόλεμον περατωθέντα, ενόσω ο Χοσρόης δεν εζήτει ειρήνην. Εκείνος όμως επέμεινεν εις την εξακολούθησιν του πολέμου και μετά την καταστροφήν τόσων στρατιών. Μετά την είδησιν δε της τελευταίας παρά τον Σάρον ήττης εξεμάνη και εσύλησεν όλας τας εις Περσίαν Χριστιανικάς εκκλησίας, παρεσκεύαζε δε νέαν εκστρατείαν στρατολόγων και ξένους και Πέρσας και δούλους. Επέμενε και μετά τόσας ήττας και αποτυχίας εις τον σκοπόν του να καταλύση το Ελληνορωμαϊκόν κράτος ή τουλάχιστον να προσαρτήση εις το Περσικόν κράτος όλας τας Ασιατικάς του επαρχίας. Και πώς ήτο δυνατόν ο Χοσρόης να εγκαταλείψη ευκόλως το σχέδιον τούτο, αφού προ μικρού ακόμη οι στρατοί του κατείχαν όλας τας χώρας από Αρμενίας και Μεσοποταμίας μέχρι Βοσπόρου και Παλαιστίνης, Αιγύπτου και Κυρηναϊκής;
Διά να εννοήσωμεν πώς ο Χοσρόης δεν απηλπίσθη μετά την καταστροφήν πέντε ολοκλήρων Περσικών στρατιών από την αρχήν της εκστρατείας του Ηρακλείου, αρκεί να αναμνησθώμεν ότι εξουσίαζε τας απεράντους και πλουσιωτάτας χώρας της Ασίας από του Τίγρητος μέχρι του Ινδού ποταμού. Η Μηδία, η Περσία, το σημερινόν Αφγανιστάν, η Βουχάρα, η Χίβα απετέλουν το κράτος του. Και δεν ήσαν τότε όπως τώρα, μετά τοσαύτας επιδρομάς βαρβάρων, αλλ’ ήσαν χώραι ευδαίμονες, όπως επί του Αλεξάνδρου και επί των αρχαίων βασιλέων της Περσίας. Εκ των μεγάλων επιδρομών του τρίτου, τετάρτου, πέμπτου και έκτου μ. Χ. αιώνος, αι οποίαι επέφεραν τόσας καταστροφάς εις το Ρωμαϊκόν κράτος, έπειτα δε και εις το Ελληνορωμαϊκόν, ελάχισται είχαν βλάψη το Περσικόν Βασίλειον. Μονάρχης απόλυτος και τυραννικός ο Χοσρόης, καίπερ μισούμενος υπό των πλείστων υπηκόων του, ηδύνατο να εκμεταλλευθεί και τους ανθρώπους και τον πλούτον της χώρας, χάριν των φιλοδόξων σχεδίων του. Είδαμεν μετά πόσης περιφρονήσεως απέρριψε τας περί ειρήνης πρεσβείας του Ηρακλείου. Ζων εν μέσω τρυφής, πλούτου και δυνάμεως πολλής, κατέστη αλαζονικώτατος. Είχεν ήδη λάβη το επώνυμον Παρβίζ (Περύζης), ήτοι νικητής, και δεν ήθελε να φανή ανάξιος του τίτλου. Αυτός δεν ησθάνετο τας κακουχίας των πολέμων, δεν εξεστράτευε καθώς ο Ηράκλειος, δεν έζη υπό σκηνάς εις τα στρατόπεδα καθώς εκείνος. Διέτριβεν εντρυφών εις τα μεγάλα του ανάκτορα. Αγέλαι βοών και προβάτων έβοσκαν εις τας πέριξ νομάς, εις δε τους κήπους του επτερύγιζαν ποικιλόχρωμα πτηνά και έτρεχαν στρουθοκάμηλοι και δορκάδες, υπήρχαν δε εκεί και θηριοτροφεία λεόντων και τίγρεων. Εννεακόσιοι εξήκοντα ελέφαντες, δώδεκα χιλιάδες μεγάλαι κάμηλοι και οκτώ χιλιάδες μικραί κάμηλοι εχρησίμευαν εις την υπηρεσίαν της αυλής του βασιλέως των βασιλέων, καθώς ωνομάζοντο οι βασιλείς της Περσίας. Εις τους σταύλους υπήρχαν έξ χιλιάδες ίπποι και υποζύγια. Έξ χιλιάδες σωματοφυλάκων απετέλουν την φρουράν του παλατίου, την δε εσωτερικήν υπηρεσίαν εξετέλουν δώδεκα χιλιάδες δούλοι. Θησαυροί αμύθητοι χρυσού και αργύρου και πολυτίμων λίθων, μεταξωτών υφασμάτων και μύρων εφυλάττοντο εις εκατόν υπογείους θαλάμους των ανακτόρων. Ο ζων εις τοιούτον πλούτον, τρυφήν και πολυτέλειαν απόλυτος μονάρχης των Περσών δεν εφρόντιζεν ούτε περί της δυστυχίας του λαού του, ο οποίος τόσα υφίστατο βάρη ένεκα του πολέμου, ούτε περί της καταστροφής του στρατού του, ενόσω υπήρχαν άνθρωποι δουλεύοντες αυτόν. Άλλως δε ο πόλεμος δεν είχεν ακόμη επιφέρη μεγάλην καταστροφήν εις το Περσικόν κράτος, διότι ο στρατός του Ηρακλείου εις ολίγας σχετικώς χώρας του είχεν εισβάλη.
Λοιπόν ο Χοσρόης παρεσκεύασε τρεις νέας μεγάλας στρατιάς, των οποίων ο σκοπός δεν ήτο να υπερασπίσουν το Περσικόν κράτος εναντίον της επικειμένης εισβολής του Ηρακλείου, αλλά να εκτελέσουν το πρώτον σχέδιον του Χοσρόου, να καταλύσουν δηλονότι το Ελληνορωμαϊκόν κράτος. Διά τούτο, καθ’ ον χρόνον ο Ηράκλειος ευρίσκετο εις τα σύνορα του Περσικού κράτους (626), ο είς των στρατών του Χοσρόου επορεύετο υπό τον Σαρβαραζάν απ’ ευθείας εις την Μικράν Ασίαν, διευθυνόμενος εις την Χαλκηδόνα και εις την Χρυσούπολιν ο δεύτερος, συγκείμενος εξ ανδρών λεγομένων χρυσολογχιτών (οποίοι υπήρχαν και εις τον στρατόν του Ξέρξου) υπό τον Σαήν επορεύετο εναντίον του στρατού του Ηρακλείου. Εις τον αρχηγόν του στρατού τούτου παρήγγειλεν επιτακτικώς ο Χοσρόης να νικήση τον Ηράκλειον, αν δεν θέλη να κοπή η κεφαλή του. Ο βάρβαρος ηγεμών ήθελε να εκβιάση την νίκην διά τοιούτων απειλών, αντιθέτως προς τον Ηράκλειον, ο οποίος εξήπτε διά του λόγου και διά του παραδείγματος την ανδρείαν του στρατού. Οποία διαφορά μεταξύ των δύο αντιπάλων μοναρχών, κατά τον μέγαν εκείνον αγώνα, εκ του οποίου εξηρτάτο η τύχη του τότε κόσμου!
Ο τρίτος στρατός του Χοσρόου έμεινεν εις την Περσίαν διά να υπερασπίση τον βασιλέα εν περιπτώσει εισβολής του Ηρακλείου. Αλλά δεν ηρκέσθη ο Χοσρόης εις τας δυνάμεις του ταύτας, εζήτησε και συμμάχους. Όπως ο πάππος του Χοσρόης επολέμει εναντίον του αυτοκράτορος Ιουστινιανού συμμαχών μετά των Γότθων της Ιταλίας, ομοίως και αυτός συνεμάχει μετά των Αβάρων εναντίον του Ηρακλείου. Η μόνη διαφορά ήτο, ότι τότε μεν οι Γότθοι της Ιταλίας εζήτουν την συμμαχίαν του πρώτου Χοσρόου εναντίον του Χριστιανού αυτοκράτορος, τώρα δε ο Χοσρόης ο Β’ εζήτει την συμμαχίαν των παρά τον Δανούβιον και τα Καρπάθια βαρβάρων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Και τώρα, όπως προ 80 ετών, τα γινόμενα παρά τον Τίγρητα και τον Αράξην και την Κασπίαν θάλασσαν εύρισκαν τον αντίκτυπόν των παρά τον Δανούβιον, τον Αδρίαν και τα Καρπάθια.
Αλλά και ο Ηράκλειος δεν έμενεν αδρανής. Ο στρατός του, εξ αρχής ολιγάριθμος και μόλις ανερχόμενος εις το τέταρτον του όλου Περσικού στρατού, είχεν ελαττωθή έτι μάλλον εκ των πολλών μαχών και μάλιστα ένεκα της αποχωρήσεως των Λαζών και των Αβασγών. Τώρα δε ήτο υποχρεωμένος να αποσπάση μέρος αυτού και να πέμψη εις την Κωνσταντινούπολιν, όχι προς απόκρουσιν του Σαρβαραζά, αλλά διότι είχε γνώσιν των μεταξύ του Χοσρόου και του Χαγάνου διαπραγματεύσεων. Διήρεσε λοιπόν τον στρατόν εις τρεις μοίρας. Την μίαν, συγκειμένην από γενναίους παλαιμάχους, έστειλεν εις Κωνσταντινούπολιν, την δευτέραν παρέδωκεν εις τον αδελφόν του Θεόδωρον διά να πολεμήση κατά του στρατού του Σαήν, μετά δε της τρίτης έμελλε να επέλθη αυτός εναντίον του Χοσρόου. Κατά του Σαρβαραζά δεν έστειλε στρατόν, διότι δεν ηδύνατο να ελαττώση τας δυνάμεις του περισσότερον και διότι ήτο πεπεισμένος ότι οι Πέρσαι δεν θα ηδύναντο να μεταβούν εις Κωνσταντινούπολιν διαβαίνοντες τον υπό του στόλου του κατεχόμενον Βόσπορον. Άλλως τε η Χαλκηδών, η οποία προ εννέα ετών είχε κυριευθή υπό των Περσών, μετά την φυγήν των κατά το 622 είχεν οχυρωθή ισχυρώς και ανθίστατο κρατερώς και δεν εκυριεύθη κατά την δευτέραν εκστρατείαν του Σαρβαραζά. Εκ δε της εκβάσεως του εις Περσίαν πολέμου έμελλε να κριθή και η τύχη του παρά την Χαλκηδόνα Περσικού στρατού.
Αλλά και περί συμμαχίας εφρόντισεν ο Ηράκλειος. Τας από Κασπίας μέχρι Κριμαίας εκτεινομένας χώρας της σημερινής νοτίου Ρωσίας εξουσίαζε τότε έθνος τι βάρβαρον Σκυθικόν, οι Χάζαροι. Μετά τούτων λοιπόν έκλεισεν ο Ηράκλειος συμμαχίαν κατά των Περσών. Ούτω διεξήχθη ο μέγας Ελληνοπερσικός πόλεμος κατά το 626, τέταρτον έτος της εκστρατείας του Ηρακλείου, εκτεινόμενος από Δανουβίου μέχρι Κασπίας και Καυκάσου, και εντός αυτής της Περσίας.
Ουδέποτε η παγκόσμιος ιστορία, ούτε εις τους χρόνους του μεγάλου Κύρου, ούτε εις τους χρόνους του Αλεξάνδρου ή των Ρωμαίων, παρέστη μάρτυς πολέμου διεξαγομένου συγχρόνως εις πεδίον τόσον ευρύ, και μετά τοιαύτης μεγαλοπρεπούς αντιθέσεως. Μέγα μέρος της Ευρώπης και της Ασίας, από των Καρπαθίων και του Δανουβίου και των στεππών της νυν Ευρωπαϊκής Ρωσίας μέχρι του Ώξου και του Τίγρητος, απετέλουν το απέραντον τούτο θέατρον του πολέμου. Πρωταγωνισταί ήσαν δύο λαοί ιστορικοί. Ήδη κατά την αρχαιότητα δις, εις τους Μηδικούς πολέμους και κατά την εκστρατείαν του Αλεξάνδρου, διά των προς αλλήλους πολέμων έκριναν την τύχην του κόσμου. Και ο ήδη διεξαγόμενος μεταξύ αυτών πόλεμος δεν διεξήγετο του μεν επιτιθεμένου, του δε αμυνομένου, δεν διεξήγετο εντός των ορίων των δύο κρατών ή εντός των ορίων του ενός εξ αυτών. Αλλ’ οι δύο αντίπαλοι ηγωνίζοντο συγχρόνως ποίος να κτυπήση την καρδίαν του άλλου. Η Κωνσταντινούπολις επολιορκείτο υπό των βαρβάρων συμμάχων του Χοσρόου, ενώ ο Ηράκλειος επήρχετο εναντίον της πρωτευούσης του Χοσρόου και ελεηλάτει τα παλάτια του. Και τα δύο κέντρα του πολέμου, αι δύο πρωτεύουσαι των δύο πολεμίων απείχαν αλλήλων κατά τα τότε μέσα της συγκοινωνίας δρόμον τουλάχιστον δύο μηνών.
Ο τοιούτος παράδοξος χαρακτήρ εξ αρχής υπήρχεν εις τον πόλεμον, αλλ’ εξεδηλώθη ιδίως κατά το πέμπτον έτος, το 626.
Αλλ’ ας ίδωμεν τώρα τα καθ’ έκαστα του μεγάλου τούτου δράματος, τας ποικίλας περιπετείας του, τέλος την οριστικήν του λύσιν.
Ο κατά του Σαήν πεμφθείς στρατός, προκληθείς εις μάχην, ταχέως κατενίκησε τους Πέρσας. Ο Χοσρόης μαθών το αποτέλεσμα εξεμάνη κατά του Σαήν. Αλλ’ ούτος υπό τοσαύτης κατελήφθη αδημονίας, ώστε απέθανε μετ’ ολίγον προλαβών την οργήν του βασιλέως του. Ο φοβερός Χοσρόης δεν εδίστασεν όμως να τιμωρήση και το άψυχον πτώμα του στρατηγού διά της επονειδίστου ποινής της μαστιγώσεως.
Ενώ ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος ενίκα κατά κράτος τον ένα εκ των Περσικών στρατών, ο Ηράκλειος μετέβαινεν από του Πόντου εις την Κολχίδα. Ο σκοπός του Ηρακλείου δεν ήτο να εισβάλη εκείθεν εις την Περσίαν, αλλά να συναντηθή μετά του στρατηγού των Χαζάρων Ζιεβήλ, ο οποίος συμφώνως προς τας γενομένας συμφωνίας εισέβαλεν εις την Περσίαν εκβιάσας τας λεγομένας Κασπίας πύλας και ηχμαλώτιζε πολλούς κατοίκους και επυρπόλει τας πόλεις και τας κώμας. Η συνάντησις του Ηρακλείου μετά του Ζιεβήλ έγεινε πλησίον της σημερινής Ρωσικής πόλεως Τιφλίδος, η οποία κατείχετο τότε υπό των Περσών.
Όταν οι Χάζαροι και ο αρχηγός των είδαν τον Ηράκλειον, ο μεν αρχηγός εφίλησε τον τράχηλον του αυτοκράτορος και τον επροσκύνησεν, όλος δε ο στρατός των Χαζάρων έπεσε πρηνής κατά γης. Εκ του στρατού αυτού ο Ζιεβήλ έδωκεν εις τον αυτοκράτορα 40 χιλιάδας επιλέκτων ανδρών, μεταξύ των οποίων και τον νεαρόν υιόν του, αυτός δε μετά του λοιπού στρατού επέστρεψεν εις την χώραν του. Ενισχύσας ο βασιλεύς τον στρατόν του, ανερχόμενον εις 70 χιλιάδας μαχητών, κατέβη από του Καυκάσου διά της Αρμενίας εις την βόρειον Μεσοποταμίαν, ζητών να επιτεθή εκ της χώρας εκείνης εναντίον του στρατού των χρυσολογχιτών. Εις την Περσίαν δεν εισέβαλεν ο αυτοκράτωρ διαρκούντος του θέρους, ησχολήθη δε εις την άλωσιν φρουρίων τινών εις Μεσοποταμίαν και Συρίαν, τα οποία κατείχαν ακόμη οι Πέρσαι.
Εις την απόφασιν ταύτην του βασιλέως επέδρασεν, ως φαίνεται, η κατά το έτος εκείνο (δηλ το 624) γενομένη εκστρατεία του Χαγάνου των Αβάρων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως. Διότι δεν ήθελεν ο βασιλεύς να εισχωρήση εις τα ενδότερα της Περσίας πριν μάθη τα κατά την εκβασιν της επιδρομής εκείνης.
2 thoughts on “Παύλος Καρολίδης: Ο αυτοκράτωρ Ηράκλειος (Β’ Μέρος)”