Γράφει ο Ιάσων-Σταύρος – ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ
H χριστιανική αυτοκρατορία της Ανατολής δεν αποτέλεσε παρά τη φυσική εξέλιξη του Imperium Rōmānum. Η μεταφορά του κέντρου βάρους στην Ανατολή ξεκίνησε από τον Διοκλητιανό, δημιουργό της πρώτης Τετραρχίας. Συνεχίστηκε από τον επίγονο του Κωνσταντίνο Α΄, ο οποίος τη σφράγισε με την επίσημη μεταφορά της πρωτεύουσας στο Βυζάντιο της ανατολικής Θράκης, όπου ίδρυσε τη νέα Ρώμη. Η παλιά μεγαρική αποικία μετονομάστηκε σε ΝOVA ROMA CONSTANTINOPOLITANA. Ο πολιτισμός που διαμορφώθηκε με βάσεις του τη χριστιανοσύνη και το αμάλγαμα της ελληνορωμαϊκής σύνθεσης και κέντρο αναφοράς του τη μητρόπολη της Κωνσταντινούπολης ονομάστηκε συμβατικά και στα κατοπινά μόνο χρόνια βυζαντινός.
Αν και η αναφορά στο Βυζάντιο ως προς την ονομασία του πολιτισμού αυτού προέρχεται από την κλασικιστική εμμονή των δυτικό-Ευρωπαίων της Νεωτερικότητας, αποτελεί ωστόσο εύστοχη ένδειξη του ειδικού βάρους που έπαιξε τόσο στη διαμόρφωση, όσο και τη συνοχή αυτού του κόσμου η βασιλίδα των πόλεων, η οποία αποτέλεσε πυρήνα και κινητήριο μοχλό της ιστορίας του. Με άλλα λόγια θα μπορούσε κάλλιστα αντί για βυζαντινή αυτοκρατορία να έχει ονομαστεί αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης ή ο εν λόγω πολιτισμός αντί για βυζαντινός, θα μπορούσε να ονομαστεί κωνστανινοπολιτάνικος πολιτισμός. Όσο και να ξενίζει στο άκουσμα του, ο όρος αυτός αποδίδει το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο. Άλλωστε η αυτοκρατορία παρέμενε πάντα μία, η ρωμαϊκή.
Εκείνο που άλλαζε πέρα από τους επί μέρους θεσμούς ήταν κυρίως και βέβαια λόγω της ιστορικής εξέλιξης και της γεωγραφικής και ιδεολογικής (της κοσμοθεωρητικής- θρησκευτικής) μετατόπισης, ο πολιτισμός. Η ιδεολογική και γεωγραφική μετατόπιση όμως ήταν σαφείς και συνειδητές επιλογές των Ρωμαίων αυτοκρατόρων από τον Διοκλητιανό μέχρι το Θεοδόσιο και όχι κάποιος σφετερισμός μια δυτικής κληρονομιάς από τους Γραικούς/Έλληνες. Αυτοί εξάλλου μένοντας συνεπείς στα προτάγματα και την ταυτότητα του πολιτισμού τους εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται για αιώνες (και σε σημαντικό βαθμό μέχρι και σήμερα) Ρωμιοί. Πολύ ορθότερη θα ήταν μια αντιστροφή της μομφής και ο χαρακτηρισμός ως σφετεριστών των τίτλων και των δικαιωμάτων της Αυτοκρατορίας από τους διαδόχους και επιγόνους του Καρλομάγνου και της Παποσύνης.
Το Σχίσμα του 1054 δημιούργησε την τελευταία μεγάλη αίρεση, τη μεγαλύτερη ό-λων. Η αναφορά και μόνο της Παπικής (δυτικής) Εκκλησίας ως Καθολικής είναι ενδεικτική και αποκαλυπτική της πρόθεσης του Βατικανού να πάρει τα ηνία του χριστιανικού κόσμου και να ηγηθεί αυτού. Είναι γνωστό από την ιστορία πως οι υπαρκτές θεολογικές-ιδεολογικές διαφορές μεγεθύνθηκαν και εργαλειοποιήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν ως επίφαση ή συμπλήρωμα της πραγματικής αιτίας που οδήγησε σταδιακά στην απόσχιση του Βατικανού που ολοκληρώθηκε με το Σχίσμα. Η αιτία ήταν η διεκδίκηση των πρωτείων στην ιεραρχία της Χριστιανοσύνης. Οι διαφορές της κοσμοαντίληψης και της άσκησης εξουσίας στους δύο κόσμους μεγάλωσαν πολύ περισσότερο μετά το Σχίσμα, με τη Γρηγοριανή μεταρρύθμιση και τη συνεπακόλουθη εξέλιξη του δυτικού κόσμου, παρά πριν από αυτό. Παρά την γεωπολιτική και οικονομική κυριαρχία των δυτικών Εκκλησιών (και την δημιουργία των επιμέρους διαμαρτυρόμενων Εκκλησιών μετά το εσωτερικό Σχίσμα που υπέστη η δυτική Εκκλησία με τη Μεταρρύθμιση), η αποσκίρτηση του Επισκόπου της Ρώμης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο δεν παύει ιστορικά να είναι μια μορφή αίρεσης, η οποία μάλιστα παραμένει ζωντανή μέχρι σήμερα.
Η σύμπραξη των μικρών και μεγαλύτερων επιγόνων του Καρλομάγνου και του σχισματικού Βατικανού εναντίον της Αυτοκρατορίας, την οποία θέλανε να καπηλευτούν και να αντικαταστήσουν, να λεηλατήσουν και να καρπωθούν έγινε πραγματικότητα με τις Σταυροφορίες και δη την τέταρτη. Η ληστρική διείσδυση των φεουδαρχών και των εμπόρων των εθνών στην Ανατολή και στο ζωτικό χώρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η πρωτο-αποικιακή ενσωμάτωση τους αποτελεί κατά κάποιον τρόπο τη συνέχιση των εισβολών που δέχτηκε το δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας αιώνες πριν. Τα χρόνια εκείνα έμελλε να αποτελέσουν τομή, συνιστώντας το τέλος της Αρχαιότητας και την απαρχή των λεγόμενων Μέσων Χρόνων.
Έστω συμβατικό και χοντροκομμένο αυτό το σχήμα ταιριάζει περιγραφικά με την εξέλιξη των πραγμάτων στο δυτικό τμήμα της Αυτοκρατορίας. Για την Ανατολή, ένα άλλο γεγονός και μια άλλη χρονική στιγμή είναι πιο ενδεικτικά για τη σηματοδότηση αυτού του περάσματος. Η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης ως αυτοκρατορικής πρωτεύουσας αποτελεί σημείο αναφοράς και τομή για την ιστορία της Ανατολής. Αν και το πέρασμα από την Αρχαιότητα δεν έγινε σε αυτό που περιγράφεται για την Ευρώπη ως Μέσοι Χρόνοι. Στην Ανατολή άλλαξε μόνο η πρωτεύουσα. Η αυτοκρατορία δεν έπαψε να υφίσταται. Μετεξελίχτηκε, μεταφέροντας την πρωτεύουσα και μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της. Μάλιστα η μετατόπιση αυτή φαίνεται να ευνόησε την Ανατολή περισσότερο από πριν. Το πέρασμα της Ανατολής σε μία νέα φάση της ιστορίας της και στην δημιουργία ενός νέου πολιτισμού έγινε με όχημα την αιώνια ρωμαϊκή κοσμοκρατορία. Από την πλευρά της η αυτοκρατορία άλλαξε έδρα και κρατώντας το ίδιο όνομα πέρασε στην επόμενη φάση της ιστορίας της, αναγεννόμενη μέσα από τις στάχτες της δυτικής πτέρυγας και της παλιάς πρωτεύουσας της.
Ουσιαστικά το μόνο που απέμενε στη Δύση από την παλιά Ρώμη ήταν η εδαφικότητα της ίδιας της πόλη που βρισκόταν σε αυτό το γεωγραφικό χώρο. Όλα τα νοήματα και οι θεσμοί μεταφέρθηκαν από τους ίδιους του αυτοκράτορες της στην Ανατολή γιατί εκείνο που ενδιέφερε σε τελική ανάλυση ήταν να διατηρηθεί και να επιζήσει η αυτοκρατορική ιδέα και ο μεγάλος πολιτισμός της Μεσογείου που έφτασε στην οριστική του διαμόρφωση κατά την ύστατη αρχαιότητα. Όλα τα δομικά στοιχεία του βυζαντινού πολιτισμού είναι γεννήματα της ύστερης αρχαιότητας που φυσικά μέσα στη χιλιετή ζωή της χριστιανικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης εξελίχθηκαν και μετασχηματίστηκαν. Σχετίζονταν όμως πολύ περισσότερο με τον Αρχαίο κόσμο και την συνειδητή κληρονομιά των μεγάλων Ρωμαίων ιμπερατόρων. Η εποχή που γνώρισε η Δύση μετά την επέλαση των βαρβάρων συμπίπτει μεν χρονικά και ο πολιτισμός που ανέπτυξε συνδιαλέχθηκε αναπόφευκτα με την Ανατολή, δεν ταυτίζεται όμως μαζί της. Η χρήση του όρου Μεσαίωνας μπορεί να είναι εδραιωμένη, αλλά παραμένει συμβατική και περισσότερο χρονολογική σε ότι αφορά την Ανατολή. Σίγουρα πάντως χρήζει απαλλαγής από πολλά δυτικοευρωπαϊκά και κατοπινά στερεότυπα.
Ότι ξεκίνησε σε μια πρώτη φάση με την εισβολή των βαρβαρικών φύλων στο δυτικό τμήμα του imperium, συνεχίστηκε από τον 12ο αιώνα στο ανατολικό. Έχοντας ενσωματώσει τα υπολείμματα του πολιτισμού που αποσυνέθεσαν, διαλύοντας τη δυτική αυτοκρατορία και με κύριο οδηγό τους τη δική τους εκδοχή του χριστιανισμού οι νέοι λαοί και κυρίως οι ηγεμόνες τους, σε αυτό που μετέπειτα ονομάστηκε δυτική Ευρώπη, ξεκίνησαν για να αλώσουν και να λεηλατήσουν την Ανατολή. Τους πρώτους αιώνες ήταν πολύ αδύναμοι και σε άλλο στάδιο της ιστορικής εξέλιξης ακόμα για να αναμετρηθούν με την ισχυρή και ακμάζουσα Ανατολή. Αφού ενηλικιώθηκαν, περνώντας από την προϊστορική στην ιστορική φάση, ήρθαν να καταπατήσουν την Ανατολή που έχοντας ακμάσει μόνη της επί περίπου επτά αιώνες περνούσε τώρα σε μια περίοδο κρίσης που θα οδηγούσε στη σταδιακή αλλά τελικά αναπόφευκτη παρακμή της.
Η ενσωμάτωση ή καλύτερα η υπαγωγή της Εγγύς Ανατολής και των ανατολικών, ορθόδοξων, ελληνικών ή ελληνιζόντων κόσμων στο κυρίαρχο άρμα της Δύση ξεκίνησε ταυτόχρονα με τον πρώιμο δυτικό ιμπεριαλισμό. Ορθότερα ακόμα ο ιιμπεριαλισμός της Δύσης ξεκίνησε από την Εγγύς Ανατολή. Οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ των δύο κόσμων και των άλλων που παρεμβάλλονταν (μουσουλμανικά κράτη, Μογγόλοι) θα ανακόψουν σε ένα βαθμό, αλλά όχι ολοσχερώς (η Βενετία θα κρατήσει ορισμένα εδάφη για αρκετούς αιώνες) αυτή την εξέλιξη για κάποιους αιώνες. Στη συνέχει το πλήρωμα του χρόνου θα επιφέρει δύο κομβικά γεγονότα που άλλαξαν άρδην τους δύο κόσμους βαθαίνοντας το χάσμα μεταξύ τους και αντιστρέφοντας την εξελικτική τους πορεία.
Το 1453 θα σημάνει το τέλος των Μέσων Χρόνων για την Εγγύς Ανατολή. Όπως η ίδρυση της Νέας Ρώμης, της χριστιανικής πρωτεύουσας της Οικουμένης σήμανε την αρχή αυτής της Εποχής, έτσι η πτώση της σήμανε το τέλος της και μαζί και την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η Πόλη θα συνεχίσει να είναι βέβαια πρωτεύουσα μιας οικουμενικών αξιώσεων θεοκρατίας, αλλά όχι πλέον της μεσογειακής αυτοκρατορίας της Χριστιανοσύνης. Πλέον οι κόσμοι της καταρρέουσας χριστιανικής Ανατολής θα χαθούν από τον ορίζοντα του δυτικού ιμπεριαλισμού. Αυτός θα ανοίξει πολύ μεγαλύτερος προς τα δυτικά του, με κομβική χρονολογία το 1492.
Το 1492 σήμανε το τέλος του δυτικού Μεσαίωνα και την αρχή της Νεωτερικότητας, της επέκτασης, της συσσώρευσης και της μεγέθυνσης της Δύσης. Το 1453 σήμανε για την Εγγύς Ανατολή την αρχή αυτού που νοηματοδοτεί και σημαίνει για τη Δύση ο όρος Μεσαίωνας. Ήταν η αρχή της υποτέλειας, της απώλειας και της οπισθοδρόμησης. Στο τέλος του ιστορικού κύκλου και στην απαρχή του νέου, της σύγχρονης εποχής, η Δύση έβγαινε παγκόσμια κυρίαρχος και πανίσχυρη οικονομικά, οπλικά, ιδεολογικά. Από την άλλη η Εγγύς Ανατολή βρισκόταν ένα σκαλί πριν από το σημείο από όπου είχε ξεκινήσει η Δύση, όταν μέσω του Καρλομάγνου αξίωσε για πρώτη φορά την παγκόσμια κυριαρχία, την οποία είχε πλέον πετύχει. Αν και τελικά χωρίς την κατοχή της αυτόκρατορικής πρωτεύουσας.