Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 117-118.
Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου
Η τεκμηρίωση αναφορικά στο κοινοτικό φαινόμενο περιορίζεται στον 18ο αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νωρίτερα δεν υπήρχε κοινοτική οργάνωση ή ότι μόνο τότε ολοκληρώθηκε η εξέλιξη της. Αντιθέτως, είναι τεκμηριωμένο ότι η ειρηνική ένταξη μιας γεωγραφικής ζώνης στην οθωμανική κυριαρχία συνοδευόταν από την αναγνώριση των τοπικών δημοσιονομικών και αυτοδιοικητικών ιδιαιτεροτήτων. Αυτή η πρακτική δεν εφαρμοζόταν αποκλειστικά σε περιπτώσεις οικειοθελούς προσχώρησης στο οθωμανικό στρατόπεδο, αλλά αποτελούσε προσφιλές μέτρο δημογραφικής και οικονομικής ενίσχυσης πληθυσμιακά αδύναμων περιοχών και πόλεων. Η Θεσσαλονίκη το 1430 και τα νησιά του Αιγαίου στα μέσα του επόμενου αιώνα είναι κλασικά παραδείγματα περιοχών που ευνοήθηκαν από ανάλογες ρυθμίσεις.

Η προσαρμογή της κεντρικής διοίκησης στις τοπικές νομικές και δημοσιονομικές συνθήκες ήταν βασικό και διαρκές γνώρισμα της οθωμανικής επεκτατικότητας και ταυτόχρονα εκδήλωση του οικουμενικού χαρακτήρα της σουλτανικής εξουσίας. Η αυτοδιοίκηση βασιζόταν θεωρητικά στην κορανική πρόβλεψη για παραχώρηση περιορισμένης νομικής και διοικητικής αυτονομίας στους μονοθεϊστικούς λαούς της Βίβλου, οι οποίοι μετείχαν οικειοθελώς στο σώμα των υπηκόων ενός ισλαμικού κράτους. Το περιεχόμενο των ευνοϊκών ρυθμίσεων, ή «προνομίων» όπως είναι γνωστές στην εθνική ιστοριογραφία, ήταν προσαρμοσμένο στα αιτήματα των υποψηφίων υπηκόων της Υψηλής Πύλης, και συνήθως περιλάμβανε την αναγνώριση της καθεστηκυίας κοινωνικής και οικονομικής τάξης και των παγιωμένων εξουσιαστικών ιεραρχιών. Τα αιτήματα των Πελοποννησίων κοτζαμπάσηδων το 1715 αποτελούν μια κλασσική περίπτωση. Επιπλέον, η προστασία του οικιστικού χώρου από πολιτικές και οικονομικές παρεμβάσεις Οθωμανών αξιωματούχων ή η αναγνώριση δημοσιονομικών διευκολύνσεων, όπως η κατ’ αποκοπή φορολογική καταβολή, αποτέλεσαν ουσιαστικό περιεχόμενο παρόμοιων προνομιακών ρυθμίσεων. Τα παραδείγματα παραχώρησης αυτοδιοικητικών προνομίων στον ελλαδικό χώρο είναι πολλά. Η Θεσσαλονίκη, τα Γιάννενα, οι Σέρρες, η Αθήνα, τα Ζαγοροχώρια, τα νησιά του Αιγαίου, η Χίος, τα Δωδεκάνησα, η Λιβαδειά, η Πελοπόννησος το 1715 αποτελούν τις πιο γνωστές, αν και όχι μοναδικές, περιπτώσεις αστικών, αγροτικών ή νησιωτικών πληθυσμιακών συγκεντρώσεων με αυξημένα δικαιώματα αυτοδιαχείρισης των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών και νομικών υποθέσεών τους.
Η διαδικασία αναγνώρισης προνομιακού καθεστώτος αυτοδιαχείρισης δεν αποτέλεσε μια πάγια πραγματικότητα συνδεδεμένη αποκλειστικά με την ένταξη στην οθωμανική επικράτεια, αλλά μόνιμο αίτημα σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής πολιτικής κυριαρχίας, τόσο για οικιστικές συγκεντρώσεις που δεν είχαν ευνοηθεί εξ’ αρχής, όσο και για κοινότητες που επιζητούσαν περαιτέρω βελτίωση της θέσης τους εντασσόμενες σε ακόμη καλύτερο διοικητικό, δημοσιονομικό ή παραγωγικό καθεστώς. Η υπαγωγή της κοινότητας σε βακουφικό καθεστώς ή στις γαίες has των συγγενών του σουλτάνων αποτελούσε διαχρονικό αίτημα, καθώς την αποσπούσε από το περιφερειακό διοικητικό δίκτυο, ενώ παράλληλα αποκτούσε σταθερό δημοσιονομικό πλαίσιο αποσυνδεδεμένο από τις απρόβλεπτες πιέσεις της επαρχιακής διοίκησης και των φοροενοικιαστών, και την καταβολή δυσβάστακτων έκτακτων εισφορών (avarız). Η τάση διαρκούς διαπραγμάτευσης των κοινοτήτων με την οθωμανική εξουσία αναφορικά με το δημοσιονομικό και γαιοκτητικό καθεστώς τους είναι έκδηλη στην Πελοπόννησο του δεύτερου μισού του 18ου αιώνα, όταν όλο και περισσότερες διοικητικές ζώνες αποσπάστηκαν από τη δικαιοδοσία του διοικητή της χερσονήσου (Mora valısı) και υπήχθησαν σε ευνοϊκότερο, κυρίως βακουφικό ή αυτοκρατορικό, καθεστώς, με παράλληλο δικαίωμα άμεσης καταβολής της φορολογικής επιβάρυνσης χωρίς την παρέμβαση Οθωμανών αξιωματούχων. Για παράδειγμα, οι καζάδες Καλαμάτας, Πάτρας, Πύργου, Καρύταινας, Νησίου, Φαναριού, Ιμλακίων, Άργους, Μιστρά και Δημητσάνας ανήκαν σε ευνοϊκό δημοσιονομικό καθεστώς.
Η ετοιμότητα της Υψηλής Πύλης να νομιμοποιήσει αυτοδιοικητικές πραγματικότητες στις επαρχίες οφειλόταν στην εγγενή αδυναμία της να ελέγξει τις περιφερειακές διαχειριστικές διαδικασίες εξαιτίας των χαμηλών δυνατοτήτων των επικοινωνιακών δικτύων της. Από την άλλη, αυτό το μεικτό σύστημα ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό, καθώς η εμπλοκή τοπικών εξουσιαστικών παραγόντων καθιστούσε ευκολότερη την εφαρμογή των αυτοκρατορικών επιλογών, εξουδετέρωνε κεντρόφυγες τάσεις και ενίσχυε το νομιμοποιητικό προφίλ του σουλτάνου.
Ο προσδιορισμός των συνθηκών που ευνοούσαν την εμπέδωση του κοινοτισμού δεν είναι εφικτός στην παρούσα φάση της έρευνας. Η βιβλιογραφία δέχεται, χωρίς όμως να στηρίζεται σε επαρκή τεκμηρίωση, ότι τα περιθώρια ανάπτυξης διοικητικής αυτονομίας ήταν περιορισμένα ή ανύπαρκτα στις γαίες του κλασικού τιμαριωτικού συστήματος, όπως και στα τσιφλίκια του 18ου αιώνα. Αντιθέτως, σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, το κοινοτικό μόρφωμα αναπτύχθηκε εκεί όπου ο οικονομικός και πολιτικός έλεγχος εκ μέρους της περιφερειακής και κεντρικής εξουσίας ήταν περιορισμένος ή ανύπαρκτος, δηλαδή στα χωριά ελεύθερων μικροϊδιοκτητών γης, στις ορεινές και δυσπρόσιτες γεωγραφικές ζώνες, στις πόλεις, στα μικρά νησιά του Αιγαίου και στα βακούφια. Ιδιαίτερα τονίστηκε ο γεωγραφικός υπερκαθορισμός, καθώς το ορεινό και απροσπέλαστο έδαφος θεωρήθηκε αναγκαία συνθήκη για την άρθρωση κοινοτικών μορφωμάτων˙ αντιθέτως, η πεδιάδα ταυτίστηκε με την απουσία οποιασδήποτε μορφής αυτονομίας και την καταθλιπτική τυραννία των αρχών και των γαιοκτημόνων.

Όμως, ο αυτοδιοικητικός χάρτης στον ελλαδικό χώρο παρουσιάζεται περισσότερο σύνθετος στις οθωμανικές πηγές. Έτσι, κοινοτικοί άρχοντες υπάρχουν στα τιμαριωτικά και τσιφλικικά χωριά όπως φαίνεται σε έγγραφα της οθωμανικής διοίκησης˙ από την άλλη, η ατελής γνώση του χαρακτήρα του τιμαρίου και του τσιφλικιού ως μονάδες αγροτικής παραγωγής προκατέλαβε τους Έλληνες ερευνητές σε ιστοριογραφικές προσλήψεις απλουστευτικές και απομακρυσμένες από την εξαιρετικά σύνθετη οθωμανική πραγματικότητα. Σε γενικές γραμμές, η εξουσιαστική βαρύτητα του κυρίου της γης, τιμαριώτη ή τσιφλικά, δεν ήταν a priori επιβαρυντική για την κοινοτική αυτονόμηση, αλλά μια από τις πολλές μεταβλητές που καθόριζαν την εξελικτική πορεία του κοινοτικού μορφώματος. Η εκτροπή των τοπικών, χριστιανικών και μουσουλμανικών, εξουσιαστικών κέντρων από την αρχή της δημοσιονομικής ή πολιτικής νομιμότητας και η επιδίωξη εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων ήταν παράγοντες που πιθανόν συρρίκνωναν τα αυτοδιαχειριστικά περιθώρια του πληθυσμού. Από την άλλη, όπως έχει τονιστεί και σε άλλα σημεία του βιβλίου, ακόμη και οι χωρικοί του τιμαρίου ή του τσιφλικιού διατηρούσαν τη νομική υπόστασή τους και κατά συνέπεια, τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαστική ή πολιτική εξουσία όταν η δημοσιονομική ή άλλη πίεση του κυρίου της γης εκτρεπόταν σε έκνομους ατραπούς. Η δικαστική εξουσία λειτουργώντας ως φύλακας του συστήματος, προστάτης της ακεραιότητας των ραγιάδων και μέσο κατευνασμού της κοινωνικής δυσαρέσκειας περιόριζε τη χρήση των δύο άλλων τρόπων άμυνας εκ μέρους των κοινοτήτων, δηλαδή τη διάλυση του οικιστικού χώρου και φυγή των κατοίκων ή την ένοπλη αντίσταση και καταφυγή στις ληστρικές ομάδες.
Η οθωμανική κατακτητική μεθοδολογία είχε πραγματιστικό χαρακτήρα και στηριζόταν στην αποδοχή τοπικών εθιμικών συστημάτων. Κατά συνέπεια, το κοινοτικό φαινόμενο δεν είχε ενιαία γνωρίσματα, αλλά αντανακλούσε τις ισορροπίες στο εσωτερικό της τοπικής κοινωνίας. Αυτή η πολυμορφία του κοινοτικού φαινομένου αντιστέκεται σε αφαιρετικές τυποποιήσεις και επιμερίζεται σε ένα πλήθος περιπτώσεων καθοριζόμενων από τους γεωγραφικούς καταναγκασμούς, τα πληθυσμιακά μεγέθη, τις πολιτικές συγκυρίες, το γαιοκτητικό καθεστώς, τον τρόπο ένταξης του οικισμού στην οθωμανική νομιμότητα, τις παραγωγικές ενασχολήσεις των κατοίκων, και τις ταξικές ιεραρχήσεις της ίδιας της κοινότητας. Έτσι, οι ποικίλες όψεις της κοινοτικής οργάνωσης μπορούν να τοποθετηθούν κατά μήκος ενός φάσματος, το ένα άκρο του οποίου καταλαμβάνουν οι κοινότητες με στοιχειώδη αντιπροσώπευση, και το άλλο άκρο σύνθετες οργανωτικές μορφές κοινοτικών μορφωμάτων με αυξημένες αυτοδιαχειριστικές δυνατότητες.
Από την άλλη, η Υψηλή Πύλη διατηρούσε το δικαίωμα αναίρεσης οποιουδήποτε εθιμικού μορφώματος, και στην πραγματικότητα δεν νομιμοποίησε ποτέ θεσμικά την κοινοτική αυτοοργάνωση. Περιορίστηκε στην de facto απόδοση κομβικού ρόλου στην κοινοτική αυτοδιοίκηση αναφορικά στη δημοσιονομική λειτουργία και ενίοτε στην τήρηση της δημόσιας ασφάλειας. Αυτό σημαίνει ότι η κοινότητα ως συλλογικό μόρφωμα δεν απέκτησε ποτέ καθεστώς δημοσίου νομικού προσώπου˙ αντιθέτως, οι οθωμανικές αρχές στις συναλλαγές τους με εκπροσώπους συλλογικών οργάνων αναγνώριζαν αποκλειστικά φυσικά πρόσωπα. Η θέση των κοινοταρχών καθοριζόταν από την αρχή της εγγυοδοσίας (kefalet), δηλαδή την ατομική ευθύνη τους αναφορικά στην απρόσκοπτη διεκπεραίωση των δημοσιονομικών και αστυνομικών υποχρεώσεων της κοινοτικής συσσωμάτωσης. Αυτή η αρχή είναι έκδηλη στα οθωμανικά έγγραφα του 18ου αιώνα όπου κοινότητα θεωρείται το σώμα των εκλεγμένων ή διορισμένων εκπροσώπων πληθυσμιακών συγκεντρώσεων τύπου χωριού (karye), κωμόπολης (kasaba), πόλης (şehr) ή γειτονιάς (mahalle). Η κοινοτική οργάνωση δεν απέκτησε πριν τις μεταρρυθμίσεις του 1865 θεσμική υπόσταση και είναι ακριβέστερο να περιγράφεται ως ημι-θεσμός ή διοικητική πρακτική προς εξυπηρέτηση κρατικών θεωρήσεων και ενδιαφερόντων.