Πολιτικές συμπεριφορές, αξιακοί κώδικες και οικονομικές στρατηγικές των ενόπλων κατά την οθωμανική περίοδο

Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 134-37.

Κείμενο: Δημήτρης Παπασταματίου

Οι σχέσεις των οπλικών σωμάτων ασφαλείας με τις ληστρικές ομάδες είναι γνωστές στη βιβλιογραφία και καλά τεκμηριωμένες στις οθωμανικές, βενετικές και ελληνικές πηγές. Θεωρητικά ο λόγος ύπαρξης των αρματολών και κάπων ήταν η δίωξη και πάταξη του ληστρικού φαινομένου, αλλά στην πράξη οι σχέσεις ανάμεσα στις δύο ένοπλες ομάδες ήταν περισσότερο σύνθετες. Οι ληστές έθεταν ως βασικό, αν όχι μοναδικό, στόχο της δράσης τους την ένταξή τους στο οθωμανικό σύστημα ασφαλείας ως αρματολοί ή κάποι, αντικαθιστώντας έτσι τους διώκτες τους.

Τι ήταν οι Κλέφτες και τι ήταν οι Αρματολοί; - Κατερίνα Τσεμπερλίδου

Ο στόχος μπορούσε να γίνει εφικτός όχι τόσο με την άμεση αντιπαράθεση με τα όργανα ασφαλείας όσο με την αναστάτωση που προκαλούσαν οι ληστές στην ύπαιθρο χώρα με λεηλασίες χωριών, απαγωγές γυναικόπαιδων και φόνους χωρικών. Η ακόλουθη αποδιοργάνωση του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της υπαίθρου στρεφόταν κατά του καπετάνιου, και στόχευε τελικά στην καθαίρεσή του από τις οθωμανικές αρχές και την παραχώρηση της θέσης του στον αρχηγό των ληστών. Σε αυτή την περίπτωση ο εκπεσών καπετάνιος στρεφόταν στη ληστεία, με στόχο να αποδείξει αυτός τώρα με τη σειρά του την ανικανότητα του νέου καπετάνιου. Αυτή η μετακύλιση ανάμεσα στην παρανομία και στη νομιμότητα εγκαινίαζε ένα φαύλο κύκλο βίας και βεντετών ανάμεσα σε υποψήφιους καπετάνιους, τις οικογένειες και υποστηρικτές τους, αλλά με βασικότερα θύματα τους χωρικούς της επαρχίας τους.


Από την άλλη, όπως έχει ήδη τονιστεί, με αυτό τον τρόπο η κεντρική εξουσία έλεγχε το οπλικό φαινόμενο στις επαρχίες και απέτρεπε τον προσανατολισμό των ένοπλων σε επικίνδυνες αμφισβητήσεις της καθεστηκυίας πολιτικής και κοινωνικής τάξης. Έτσι, αν και η συμμετοχή των χωρικών σε ληστρικές ή αρματολικές ομάδες αποτελούσε μια μοναδική διέξοδο κοινωνικής ανόδου και διαφυγής από τα στεγανά του αγροτικού κόσμου, πρόσφερε καλύτερο βιοτικό επίπεδο στους ένοπλους και τους εξασφάλιζε κοινωνικό κύρος και φήμη, συνολικά το οπλικό φαινόμενο λειτουργούσε σε βάρος των κοινωνικών ισορροπιών της υπαίθρου και εξουδετέρωνε οποιαδήποτε δυναμική μετασχηματισμού της. Τα ενδιαφέροντα των ένοπλων ομάδων ήταν συντηρητικά με βασική επιδίωξή τους την ενσωμάτωση τους στη σφαίρα των περιφερειακών ελίτ ή τη βελτίωση της θέσης τους σε αυτήν, και όχι την κοινωνική ή εθνική ρήξη με το καθεστώς, όπως συνήθως επιμένει η εθνοκεντρική και η παραδοσιακή μαρξιστική βιβλιογραφία.

Αρματολοί και Κλέφτες: Μια πρώτη προσέγγιση


Ο οργανικός ρόλος των ενόπλων ομάδων στο διοικητικό σύστημα της επαρχίας καταδεικνύεται και από τις οικονομικές στρατηγικές τους όταν καταλάμβαναν το θεσμικό ρόλο του φύλακα της δημόσιας τάξης. Τότε μετείχαν σε όλες τις εκφάνσεις του οικονομικού και πολιτικού βίου της επαρχίας εφαρμόζοντας νόμιμες ή έκνομες πρακτικές. Η είσπραξη του μισθού τους, του περίφημου «αρματολιάτικου», από τους χωρικούς αποτελούσε αφορμή για επιβολή ποικίλων αυθαίρετων δοσιμάτων και υποχρεωτικών δώρων, ενώ η εξουσιαστική επιβολή τους επέτρεπε να υπερβούν τα αστυνομικά καθήκοντά τους παρέχοντας εκβιαστική προστασία σε χωριά και οικονομικά ισχυρούς της επαρχίας με αντάλλαγμα χρηματικές αμοιβές. Στο ιεροδικαστικό αρχείο της Θεσσαλονίκης καταχωρούνται πλήθος αυτοκρατορικών διαταγών που αφορούν στον έλεγχο και απαγόρευση παρόμοιων εξαιρετικά διαδεδομένων πρακτικών από καπετάνιους αρματολικών σωμάτων της κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας.


Ακόμη, οι καπετάνιοι μιμούμενοι τις οικονομικές στρατηγικές των προυχόντων επένδυαν χρηματικά κεφάλαια σε οικονομικά πεδία, κυρίως στην κτηνοτροφία και στην αύξηση των κοπαδιών τους, όταν προέρχονταν από ποιμενικά γένη, στην αγορά γαιών, στο δανεισμό και στη φοροενοικίαση. Η συμμετοχή τους στη μεγάλη γαιοκτησία και στην ανάδυση του τσιφλικιού ως νέας μορφής παραγωγικών σχέσεων δεν ήταν τόσο σημαντική όσο αυτή των αγιάνηδων και κοτζαμπάσηδων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν ανύπαρκτη, διότι η διαρκής μετακίνησή τους μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας ανέστειλε την αξία της έγγειας περιουσίας ως σταθερή εισοδηματική πηγή. Από την άλλη, και σύμφωνα με τις οικονομικές νοοτροπίες της εποχής, το ενδιαφέρον τους ήταν μεγαλύτερο για τη φοροενοικίαση, τη βασική πηγή συγκρότησης πρωτογενούς κεφαλαίου για όλες τις περιφερειακές ελίτ του 18ου αιώνα. Η διεκδίκηση μεριδίου στον κύκλο των φοροενοικιάσεων διευκολυνόταν από την παράλληλη ανάληψη ρόλου φοροεισπράκτορα για λογαριασμό του αμέσως ανώτερου φοροεκμισθωτή, ο οποίος συνήθως διέμενε στην έδρα του σαντζακίου ή του εγιαλετίου.


Η συμμετοχή των αρματολών στο οικονομικό πεδίο δεν έχει ερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό και για αυτό το λόγο πολλές λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές ακόμη. Σε κάθε περίπτωση, η κινητοποίησή τους, ακόμη και αν ήταν μικρής κλίμακας, έγινε στο πλαίσιο των οικονομικών στρατηγικών των προυχοντικών ελίτ, γεγονός που τους καθιστά αναπόσπαστο στέλεχος της καθεστηκυίας οθωμανικής τάξης.

Αρματολοί και Κλέφτες: Μια πρώτη προσέγγιση


Οι μετέχοντες στο οπλικό φαινόμενο, άλλοτε ως αρματολοί και άλλοτε ως ληστές, μοιράζονταν ένα κοινό ηθικό και αξιακό σύστημα. Εξάλλου, η οργάνωση των ένοπλων ομάδων βασίστηκε στα οικογενειακά γένη και απορρόφησε τις αξίες, τα ιδανικά και τα μοντέλα συμπεριφοράς των φυλετικών μικρο-κοινωνιών. Πολλές από αυτές τις ομάδες αποτελούνταν είτε αποκλειστικά από τα μέλη ενός γένους είτε είχαν ως πυρήνα ένα σημαντικό γένος, και συμπληρώνονταν με φυσικούς και πνευματικούς συγγενείς και απλούς χωρικούς. Το γένος-πυρήνας έδινε το όνομά του στην ομάδα, ο δε γενάρχης αναλάμβανε αυτοδίκαια αρχηγός της. Οι προαναφερθείσες πελοποννησιακές οικογένειες είναι κλασικά παραδείγματα ένοπλων γενών. Η λατρεία των όπλων, η αλληλεγγύη στο εσωτερικό του γένους, η ιδιαίτερη αξία της πνευματικής συγγένειας, η εκτίμηση για την πολεμική ανδρεία και τον ηρωικό θάνατο, και η αυτοδικία αποτελούσαν αναπόσπαστους κανόνες του αξιακού κώδικα των ενόπλων.


Οι ομάδες αυτές δεν ήταν ιδιαίτερα εσωστρεφείς και επέδειξαν μεγάλη ευελιξία αναφορικά σε ζητήματα πολιτικής τακτικής. Οι επιγαμίες με άλλους καπετάνιους αρματολικών σωμάτων και σπανιότερα με προεστούς τούς επέτρεπαν να εμπεδώσουν και νομιμοποιήσουν περισσότερο την εξουσιαστική τους ισχύ, ενώ έτσι εμπλέκονταν ακόμη περισσότερο στην τοπική πολιτική δυναμική ως αναπόσπαστος παράγοντας και πόλος εξουσίας. Επιπλέον, κουμπαριές, βαφτίσεις και αδελφοποιήσεις επέκτειναν τα δίκτυα συνεργατών και συμμάχων, και σταθεροποιούσαν τη γεωγραφική εξουσιαστική βάση.


Ιδιαίτερη και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πολιτική πρακτική των ένοπλων ομάδων ήταν οι προνομιακές σχέσεις που διατηρούσαν με πράκτορες και απεσταλμένους ευρωπαϊκών δυνάμεων. Οι σχέσεις αυτές χρονολογούνται ήδη από τον 16ο αιώνα και εκ μέρους των Ευρωπαίων εντάσσονταν στη λογική της αναζήτησης συμμάχων, δημιουργίας αντιπερισπασμών σε συνθήκες πολέμου με τους Οθωμανούς και μόνιμης αναστάτωσης στην οθωμανική ύπαιθρο σε περίοδο ειρήνης. Οι ένοπλες ομάδες χρησιμοποιούσαν τις εφήμερες αυτές συμμαχίες ως επιπρόσθετο μοχλό πίεσης, διαπραγματευτικό εργαλείο και τεκμήριο ισχύος στην κατεύθυνση της οθωμανικής αρχής. Εξάλλου, η υποστήριξη την οποία λάμβαναν από τους Δυτικούς ήταν περισσότερο συμβολική παρά πραγματική˙ συνήθως η παρουσία κάποιου Δυτικού πράκτορα στο χώρο δράσης της ομάδας, η αποστολή όπλων, χρημάτων ή δώρων και αόριστες υποσχέσεις για στρατιωτική επέμβαση Ευρωπαίων ήταν το μέγιστο που μπορούσαν να λάβουν ως ενίσχυση οι εξεγερθέντες.


Τα κινήματα έληγαν παράλληλα με τη στρατιωτική αναμέτρηση ανάμεσα στη σύμμαχο ευρωπαϊκή δύναμη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία ή όταν η τοπική οθωμανική στρατιωτική πίεση έφερνε τους επαναστάτες σε αδιέξοδο. Όταν η ήττα των τελευταίων δεν ήταν ολοκληρωτική, και οι αρχηγοί τους απέφευγαν τη φυσική εξόντωση, οι δε ομάδες τους δεν διαλύονταν, ακολουθούσαν διαπραγματεύσεις με την εξουσία για αναπροσδιορισμό της θέσης τους στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα, επανένταξή τους σε αυτό και χορήγηση αρματολικιών. Από αυτό γίνεται αντιληπτό ότι η συμμετοχή ληστών ή αρματολών σε εξέγερση ήταν μια υψηλού ρίσκου πολιτική μεθοδολογία και διαπραγματευτική τακτική στα πλαίσια ενός διαρκούς αναπροσδιορισμού του ρόλου των οπλικών ομάδων στο εσωτερικό της τοπικής πολιτικής ελίτ. Εξάλλου, η καταστολή των κινημάτων γινόταν από τοπικές στρατιωτικές δυνάμεις, συχνά προύχοντες ή καπετάνιους άλλων αρματολικών σωμάτων, γεγονός που από τη μια διευκόλυνε τη διαπραγμάτευση και συναλλαγή ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη και από την άλλη καταδεικνύει την ένταξη αυτών των αγώνων στο πλαίσιο τοπικών ανταγωνισμών για το διαχειριστικό έλεγχο εισοδηματικών πηγών και θεσμικών αξιωμάτων.


Όταν η διαπραγμάτευση ήταν αδύνατη ή ασύμφορη για τους εξεγερθέντες, η μόνιμη ή – συνηθέστερα – η προσωρινή φυγή από την οθωμανική επικράτεια ήταν η πλέον αποτελεσματική επιλογή. Τα Επτάνησα αποτελούσαν σχεδόν αποκλειστικό προορισμό για τους φυγάδες καθώς, σε γενικές γραμμές, οι βενετικές αρχές ήταν δεκτικές στην υποδοχή φυγάδων αυτής της κατηγορίας. Αν εξαιρεθεί η περίπτωση πρόκλησης ταραχών από τους ένοπλους στους τόπους υποδοχής τους, οι ληστές και αρματολοί ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι για τη βενετική εξωτερική πολιτική ως κατάσκοποι, πράκτορες και υποκινητές αναταραχών στα οθωμανικά εδάφη. Οι ένοπλοι φυγάδες μετά την παρέλευση εύλογου διαστήματος επέστρεφαν στην εδαφική βάση της προηγούμενης δράσης τους, και επανενεργοποιούσαν τη ληστρική δράση τους διεκδικώντας θέση στο οθωμανικό διοικητικό σύστημα και στις τοπικές πολιτικές ισορροπίες.


Η συνεργασία Βενετών και ένοπλων χριστιανικών ομάδων από τον οθωμανικό χώρο ήταν καιροσκοπική για αμφότερες πλευρές και στερούνταν ιδεολογικών νομιμοποιήσεων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη προσπάθησε να καλύψει τον 18ο αιώνα η Ρωσία, η επεκτατική εξωτερική πολιτική της οποίας στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη συνεργασία της με χριστιανούς της Βαλκανικής στο όνομα του κοινού χριστιανικού δόγματος. Ληστές και αρματολοί έρχονταν σε επαφή με πράκτορες της Ρωσίας αναζητώντας χρήματα, όπλα και εγγυήσεις για τη θέση τους σε πιθανή μεταβολή του κυριαρχικού καθεστώτος. Εντούτοις, είναι συζητήσιμο κατά πόσο η ρωσική προπαγάνδα με τις αόριστες υποσχέσεις της περί προστασίας και αυτονόμησης των χριστιανών ήταν πειστική σε καθυστερημένους αγροτικούς πληθυσμούς για τους οποίους το οθωμανικό κοινωνικό και πολιτικό σύστημα ήταν η μόνη απτή πραγματικότητα, και η βελτίωση της θέσης τους σε αυτό η αποκλειστική ρεαλιστική προοπτική.

Τα Ορλοφικά: Η ελληνική επανάσταση του 1770
Τα Ορλωφικά (1770)

Έτσι, και η αντίστοιχη κινητοποίηση των ένοπλων αγροτικών ομάδων δεν φαίνεται ότι ξέφευγε από τα προνεωτερικά εξεγερσιακά μοτίβα ή ότι καθορίστηκε δραστικά από εθνικά ή πρωτο-εθνικά αιτήματα. Το ζήτημα δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί δεδομένης της απουσίας πηγών αντιπροσωπευτικών των κινήτρων και προσλήψεων των πρωταγωνιστών. Όμως σε κάθε περίπτωση, οι καπετάνιοι επαναστατημένων στο πλευρό των Ρώσων ένοπλων ομάδων μετέβαλαν τη θέση τους ανάλογα με τη στρατιωτική συγκυρία ή μετά τη λήξη των επιχειρήσεων επιδίωκαν ενεργά την επανείσοδό τους στην οθωμανική νομιμότητα. Τα αρματολικά σώματα στη Στερεά Ελλάδα εξεγέρθηκαν μαζικά υπό την υποκίνηση των Ρώσων κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών το 1770 εξαιτίας της απόπειρας της Πύλης να περιορίσει το πεδίο δικαιοδοσιών τους με τη θεσμοθέτηση του επόπτη δερβενίων˙ αντιθέτως, τα ληστρικά σώματα στην Πελοπόννησο τήρησαν εφεκτική στάση, πιθανόν φοβούμενοι την εξέλιξη ενός κινήματος καθοδηγούμενου από την προυχοντική ελίτ.


Ανανεωμένες ευκαιρίες ένταξης στην οθωμανική νομιμότητα πρόσφερε η ενίσχυση της εξουσίας του Αλή Πασά μετά το 1790. Βέβαια, αυτή η κινητικότητα ήταν σε άμεση εξάρτηση από την ετοιμότητα των καπετάνιων να αποδεχτούν τη νέα πραγματικότητα της κυριαρχίας ενός ισχυρού αγιάνη εντασσόμενοι στις πιστές σε αυτόν στρατιωτικές δυνάμεις. Με τη σειρά του ο Αλή Πασάς διαχειρίστηκε το οπλικό φαινόμενο με ευελιξία αντιμετωπίζοντας ανάλογα τη διάθεση ή την απροθυμία των καπετάνιων να ενταχθούν στη σφαίρα επιρροής του. Προχώρησε στην εκκαθάριση των συμμοριών ή στην ένταξή τους στον ιδιωτικό στρατό του, καθαίρεσε ή και εξόντωσε ισχυρούς καπετάνιους αρματολικών σωμάτων και διόρισε καινούργιους, περισσότερο πειθήνιους στη θέση τους, ενώ τροποποίησε και το χάρτη των αρματολικιών. Έτσι, παλιές αρματολικές οικογένειες εξοντώθηκαν, όπως οι Τσαραίοι και οι Λαζαίοι, ενώ αναδείχθηκαν νέοι πρωταγωνιστές στον οπλικό στίβο, όπως ο Ανδρούτσος, ο Ίσκος και ο Μπακόλας. Είναι γνωστή η άγρια αντιπαράθεσή του με τη ληστρική κοινωνία του Σουλίου και τους Αλβανούς αγιάνηδες της Τσαμουριάς, ενώ κατέστειλε βίαια την εξέγερση των αρματολών Βλαχαβαίων, οι οποίοι σε συνεργασία με χριστιανούς και μουσουλμάνους τοπικούς παράγοντες επαναστάτησαν εναντίον της κυριαρχίας του.


Το ληστρικό φαινόμενο εντατικοποιήθηκε στην Πελοπόννησο κατά την περίοδο 1770-1779 εξαιτίας της χρήσης έκνομων οπλικών ομάδων στον αγώνα των τοπικών γαιοκτητικών ελίτ εναντίον των αλβανικών γενών που είχαν επιβάλλει την πολιτική κυριαρχία τους στη χερσόνησο μετά τα Ορλωφικά. Για παράδειγμα, είναι γνωστή η συμμαχία του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη με τον Χαλίλ Μπέη της Κορίνθου στην αντιπαράθεση του τελευταίου με Αλβανούς σφετεριστές της οικονομικής και κοινωνικής κυριαρχίας του. Η παρουσία έκνομων ομάδων στα βουνά διατηρήθηκε αμείωτη και μετά την εκδίωξη των Αλβανών από την περιοχή, και παρά την εξόντωση των καπετάνιων Παναγιώτη Βενετσανάκη και Κωνσταντή Κολοκοτρώνη από τον αρχιναύαρχο (kapudan paşa) Τζεζαϊρλή Χασάν Πασά (Cezairli Hasan Paşa) στη μάχη της Καστάνιτσας. Η περίοδος των εκσυγχρονιστικών και συγκεντρωτικών μεταρρυθμίσεων που εγκαινίασε και προώθησε σταδιακά ο Σελίμ Γ΄ σήμαινε μια νέα φάση ανάσχεσης των κεντρόφυγων πολιτικών δυνάμεων, ανάμεσα στις οποίες ήταν και οι επαρχιακές ένοπλες ομάδες. Από το 1800 και εξής άρχισε η συστηματική εκκαθάριση της πελοποννησιακής υπαίθρου από τις ληστρικές συμμορίες, όπως αυτές του Ζαχαριά και του Θανάση Πετμεζά, επιχείρηση που θα ολοκληρωθεί με τη συστράτευση οθωμανικών αρχών, προυχόντων και χωρικών στη γενική επιστράτευση (nefer-i am) του 1806 και τη σχεδόν πλήρη φυσική εξόντωση του γένους των Κολοκοτρωναίων.

Η συμβολή των Σουλιωτών στην Επανάσταση του 1821 - Infognomon Politics


Οι Σουλιώτες, οι ελάχιστοι διασωθέντες Πελοποννήσιοι ληστές και οι εκδιωχθέντες από τον Αλή Πασά αρματολοί κατέφυγαν στα Επτάνησα όπου εντάχθηκαν σε στρατιωτικά σώματα των Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων διεκδικητών της περιοχής, συχνά βρισκόμενοι να πολεμούν μεταξύ τους. Η θέση τους στα Ιόνια νησιά δυσκόλεψε όταν έληξαν οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι, διαλύθηκαν τα σώματα στα οποία υπηρετούσαν, στα δε νησιά σταθεροποιήθηκε η αγγλική εξουσία. Όσοι δεν κατάφεραν να ιδιωτεύσουν ως επαγγελματίες, κυρίως στο χώρο του εμπορίου, αναγκάστηκαν να καταφύγουν και πάλι στην οθωμανική επικράτεια προσφέροντας ένοπλες υπηρεσίες και πάλι στον Αλή Πασά.

, , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *