Παύλος Καρολίδης: Από τον Κωνσταντίνο στην πτώση της Ρωμαϊκής Δύσης (Εγχειρίδιον Βυζαντινής Ιστορίας, Α’ Μέρος)

ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΤΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
ΤΗΣ ΛΟΙΠΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
ΠΡΟΣ ΧΡΗΣΙΝ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ
ΕΚΔΟΤΗΣ: ΝΙΚ. ΤΖΑΚΑΣ, ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΠΑΝΕΠIΣΤΗΜIΟΥ, 81
1906

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το βιβλίον τούτο, συνταχθέν κυρίως προς χρήσιν των φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής, εξεταζόμενον υπό καθόλου [ 1] επιστημονικήν έποψιν δεν δύναται βεβαίως ούτε κατά βάθος ούτε κατά πλάτος να θεωρηθή πραγματεία ιστορική επιστημονική, προωρισμένη να χρησιμεύση τοις κ. κ. φοιτηταίς εν ταις ειδικαίς αυτών ιστορικαίς επιστημονικαίς μελέταις. Ο σκοπός αυτού είναι μάλλον περιωρισμένος και μάλλον πρακτικός, αποβλέπων εις το να παράσχη τοις σπουδάζουσι βοήθημα πρόχειρον εν ταις προκαταρκτικαίς και προπαρασκευαστικαίς αυτών μελέταις. Οι φοιτηται της Φιλοσοφικής Σχολής, μελετώντες την ιστορίαν του Ελληνικού Έθνους κατά πάσας τας περιόδους αυτής, ικανά μεν ευρίσκουσι βοηθήματα επαρκή εν τη μελέτη της αρχαίας και της νεωτάτης ελληνικής ιστορίας, ελάχιστα δε, και ταύτα ως επί το πλείστον ανεπαρκή, εν τη μελέτη της μεσαιωνικής ή Βυζαντινής ελληνικής ιστορίας. Διότι αι μεν εκτενέστερον και επιστημονικώτερον συντεταγμέναι πραγματείαι του Κ. Παπαρρηγοπούλου και Σπ. Λάμπρου, αι περιλαμβάνουσαι εν τη όλη ιστορία του Ελληνικού Έθνους και την Βυζαντινήν, εισίν ως εκ του μεγέθους αυτών ουχί πάνυ ευπρόσιτοι τοις πλείστοις των φοιτητών και πρόχειροι εις τας μελέτας αυτών· πάντα δε τα άλλα διδακτικά λεγόμενα εγχειρίδια εισι κατά τε το ποσόν και το ποιόν ανεπαρκή. Το δε παρόν βιβλίον είναι μεν αρκούντως σύντομον και μικρόν, ώστε να καταστή πρόχειρον άμα και ευπρόσιτον τοις πάσιν, αρκούντως δε περιεκτικόν και πολυμερές εν τη συντομία, άμα δε και συστηματικόν εν τη διατάξει του περιεχομένου και τη παραστάσει της εσωτερικής συνοχής και ακολουθίας των ιστορουμένων, ώστε να χρησιμεύη ως αφετηρία ειδικωτέρας επιστημονικής μελέτης. Κέκτηται δε και το πλεονέκτημα ότι μετά της Βυζαντινής ιστορίας συνάπτει και συνδυάζει τα κυριώτατα κεφάλαια της όλης Μεσαιωνικής ιστορίας, ής μέρος είναι και η ιστορία η Βυζαντινή, και ιδίως τα της τοσούτον στενώς μετά της Βυζαντινής ιστορίας συνδεομένης ιστορίας της Χριστιανικής Δύσεως και της Μωαμεθανικής Ανατολής. Είναι δε και άλλως ανάγνωσμα ιστορικόν διδακτικόν εύληπτον τοις πάσι.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ
ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΤΑΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ
ΤΗΣ
ΛΟΙΠΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Α’. Περί της Βυζαντινής καθόλου ιστορίας.

Ιστορία Βυζαντινή ή Βυζαντιακή λέγεται κυρίως η ιστορία του Ελληνικού έθνους η αρχομένη από των χρόνων, καθ’ ούς ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ο Μέγας, γενόμενος μόνος κύριος του Ρωμαϊκού Κράτους (324 μ. Χ.), κατέστησε το Βυζάντιον, ή ως μετωνομάσθη τότε η πόλις αύτη, την Κωνσταντινούπολιν νέαν πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού Κράτους (330 μ. Χ.), μεταθέσας την έδραν της Κυβερνήσεως από της Λατινικής Δύσεως εις την Ελληνικήν Ανατολήν, ήτις μετά τινα χρόνον απετέλεσεν ίδιον κράτος κατ’ ουσίαν Ελληνικόν.

Είνε δε η ιστορία, αύτη εξωτερικώς και υπό έποψιν γενικήν μέχρι του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος συνέχεια της ιστορίας της Ρωμαϊκής, εν ή περιλαμβάνεται και η ιστορία του Ελληνικού έθνους από των χρόνων της εις το Ρωμαϊκόν κράτος καθυποτάξεως των Ελληνικών χωρών της Ανατολής και ιδίως της κυρίως Ελλάδος (146 π. Χ.). Δύναται δε η αυτή ιστορία να ονομασθή και ιστορία του Ελληνορωμαϊκού Κράτους ή του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους· διότι το Ελληνικόν κράτος, το παραχθέν εν τη Ανατολή διά του έργου του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, και αφού εχωρίσθη εντελώς από της Λατινικής Δύσεως, ενώ κατ’ ουσίαν ήτο Ελληνικόν, κατά τύπον έμεινε Ρωμαϊκόν και επισήμως εκαλείτο Ρωμαϊκόν κράτος, ενίοτε δε και Ανατολικόν Ρωμαϊκόν κράτος. Αλλ’ ορθοτέρα πάντως και ακριβεστέρα υπό πραγματικήν έποψιν ονομασία είναι «Ιστορία μεσαιωνική του Ελληνικού έθνους», διότι είναι κατ’ ουσίαν, μάλιστα από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος, ιστορία του Ελληνικού έθνους κατά την μεγάλην εκείνην χρονικήν περίοδον της παγκοσμίου ιστορίας, ήτις καλείται «Μέσος αιών» ή «Μεσαίων» ή «περίοδος των μέσων αιώνων». Υπό καθόλου δε ιστορικήν έποψιν η Βυζαντινή ιστορία περιλαμβανομένη εν τη «Μεσαιωνική ιστορία» είνε μέρος αξιολογώτατον της ιστορίας ταύτης (2).

Η ιστορία αύτη αρχομένη από της μοναρχίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (323 μ. Χ.) ή, ως λέγεται συνήθως, από της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως (330 μ. Χ.), κατέρχεται μέχρι των χρόνων της εντελούς καταλύσεως του Βυζαντιακού ή Ελληνορωμαϊκού κράτους της επελθούσης τω 1453, ήτοι περιλαμβάνει περίοδον χρονικήν υπερχιλιετή διαιρουμένην εις δύο κυρίως ελάσσονας περιόδους· α’) την από κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος, ήν δυνάμεθα να καλέσωμεν Ρωμαϊκήν ή Ελληνορωμαϊκήν, και β’) την από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος μέχρι του 1453, ήν δυνάμεθα να ονομάσωμεν περίοδον ακραιφνώς Ελληνικήν. Και η μεν πρώτη περίοδος περιλαμβάνει τα γεγονότα εκείνα τα ιστορικά, δι’ ών το Ανατολικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους χωριζόμενον κατά μικρόν εντελώς από του Δυτικού καθίσταται ίδιον κράτος αυτοτελές Ελληνικόν· η δε δευτέρα περίοδος περιλαμβάνει αυτήν ταύτην την ιστορίαν του εξελληνισθέντος Βυζαντιακού κράτους την εκτεινομένην από του τέλους του 5 μ. Χ. αιώνος μέχρι της κατά το 1453 επελθούσης πτώσεως του κράτους τούτου. Αλλά της όλης ταύτης ιστορίας ανάγκη να προταχθή η αφήγησις των γεγονότων εκείνων της Ρωμαϊκής ιστορίας, άτινα συνδέονται μετά της ιστορίας της βασιλείας του Μεγάλου Κωνσταντίνου, να εκτεθώσι δε πρώτιστα τα γενικώτερα αίτια, ών ένεκα εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη κράτος Ελληνικόν, το καλούμενον Βυζαντιακόν.

Β’. Πώς εκ του Ρωμαϊκού κράτους παρήχθη
το Βυζαντιακόν ή Βυζαντινόν καλούμενον
Ελληνικόν κράτος.

Η γένεσις του Ελληνικού κράτους από του παγκοσμίου Ρωμαϊκού κράτους, όπερ κατά τους χρόνους της του Χριστού γεννήσεως εξετείνετο από τον Ατλαντικού Ωκεανού μέχρι του Ευφράτου, και από του Βρεττανικού πορθμού και της Βορείου θαλάσσης μέχρι των καταρρακτών του Νείλου και της μεγάλης ερήμου της Βορείας Αφρικής, εξηγείται διττώς· α’) εκ του εσωτερικού ιστορικού βίου και πολιτισμού του Ρωμαϊκού τούτου κράτους, και β’) εκ των εξωτερικών γεγονότων της όλης ιστορίας του Ρωμαϊκού κράτους και των μετά ταύτης συνδεομένων μεγάλων γεγονότων της παγκοσμίου ιστορίας.

α’) Εσωτερικώς, υπό την έποψιν δηλονότι του εσωτερικού βίου και πολιτισμού του Ρωμαϊκού κράτους, η εκ τούτου γένεσις του ελληνικού κράτους είχεν αιτίαν κατά μέγιστον μέρος αυτήν την εν τω Ρωμαϊκώ κράτει πνευματικήν, ηθικήν και εκπολιτιστικήν δύναμιν του Ελληνισμού. Ως γνωστόν, από των χρόνων έτι, καθ’ ούς οι Ρωμαίοι ήλθον εις σχέσεις προς τους Ελληνικούς λαούς της Ανατολής και κατά μικρόν υπέταξαν εαυτοίς πάσας τας ελληνικάς χώρας, από των αρχών δηλονότι του Β’ π. Χ. αιώνος, σύμπασα η Ανατολή από του Αδρίου μέχρι του Ευφράτου ήτο Ελληνική. Αι αρχαίαι ελληνικαί αποικίαι, βραδύτερον δε αι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα υπό των Διαδόχων τούτου πολλαχού της Ανατολής, εν Αιγύπτω, Συρία, Περγάμω και αλλαχού ιδρυθέντα κράτη, προ πάντων δε αυτή η μεγάλη ηθική και εκπολιτιστική δύναμις του Ελληνισμού είχον επενέγκει το τοιούτον αποτέλεσμα. Καθ’ όν δε χρόνον πάσαι αι Ελληνικαί χώραι υπετάγησαν εις τους Ρωμαίους, ούτοι ου μόνον δεν εξηφάνισαν τον τοιούτον Ελληνικόν πολιτισμόν, αλλά και εσεβάσθησαν και ετίμησαν και εκαλλιέργησαν αυτόν εν τη ιδία αυτών πατρίδι, σπουδάζοντες την Ελληνικήν γλώσσαν, τα Ελληνικά γράμματα, την Ελληνικήν φιλοσοφίαν, την Ελληνικήν ρητορικήν και αυτάς έτι τας Ελληνικάς Καλάς Τέχνας. Διότι οι Ρωμαίοι δεν ήσαν μεν κατά τους χρόνους εκείνους πεπολιτισμένοι εις όν βαθμόν οι Έλληνες, αλλά δεν ήσαν και βάρβαροι, και δη βάρβαροι ανεπίδεκτοι Ελληνικού πολιτισμού. Ούτω δε καθ’ όλους τους μετά την κατάκτησιν ιδία της Ελλάδος χρόνους της Ρωμαϊκής δημοκρατίας, έπειτα δε και επί της αυτοκρατορίας μέχρι των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, πολλώ δε πλέον από των τούτου χρόνων, ου μόνον εν Ελλάδι και εν απάσαις ταις εξηλληνισμέναις χώραις της Ανατολής, αλλά και εν αυτή τη Ιταλία (ένθα η Κάτω Ιταλία και η Σικελία αρχαιόθεν ήδη ήσαν εξηλληνισμέναι) και εν Ρώμη και εν άλλοις έτι τόποις της Δύσεως επεκράτει Ελληνικός πολιτισμός και εκαλλιεργούντο τα ελληνικά γράμματα. Εν Ρώμη αυτοί οι αυτοκράτορες και αι αυτοκράτειραι και οι ευγενείς εφιλοτιμούντο να λαλώσι και να γράφωσιν ελληνιστί. Αυτοί οι αυτοκράτορες είχον εν Ρώμη ίδιον γραφείον ελληνικόν ήτοι γραφείον της εν τη ελληνική γλώσση διεξαγομένης κυβερνητικής υπηρεσίας και αλληλογραφίας, υπό περιφήμων Ελλήνων λογίων διευθυνόμενον. Σχολαί δε ήκμαζον ρητορικαί και φιλοσοφικαί εν Ρώμη και εν τη λοιπή Ιταλία και εν άλλαις χώραις της Δύσεως, εν αίς εδιδάσκετο η ελληνική γλώσσα και η φιλολογία. Και εν αυταίς δε ταις ρητορικαίς και φιλοσοφικαίς σχολαίς των Αθηνών οι αυτοκράτορες διετήρουν, ιδία δαπάνη, έδρας καθηγητών διδασκόντων ρητορικήν και φιλοσοφίαν.

Εν ταις Ανατολικαίς δε χώραις του Ρωμαϊκού κράτους, ών αι πλείσται ήσαν ελληνικαί ή εξηλληνισμέναι, αυτή η Ρωμαϊκή κατάκτησις είχε συντελέσει εις την επί μάλλον διάδοσιν και επικράτησιν του Ελληνισμού. Διότι η συγκέντρωσις η διοικητική η επελθούσα διά της Ρωμαϊκής κατακτήσεως και αι μεγάλαι στρατιωτικαί οδοί, δι’ ών διηυκολύνετο η συγκοινωνία του κράτους, ηύξανον έτι μάλλον την μεταξύ των λαών πνευματικήν συνάφειαν και επικοινωνίαν, ήτις εγίνετο προ πάντων διά της Ελληνικής γλώσσης.

Μάλιστα δε πάντων συνετέλεσε κατά τους χρόνους της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εις την έν τισι χώραις της Ανατολής μείζονα ενίσχυσιν και παγίωσιν του Ελληνισμού η από των χρόνων των πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώμης αρξαμένη ισχυρά εν Ανατολή διάδοσις του Χριστιανισμού. Διότι η γλώσσα, εν ή εδιδάσκετο η νέα θρησκεία και εγράφοντο τα ιερά βιβλία, ήτο η Ελληνική. Και εν ταις πόλεσι της Ανατολής, της Συρίας δηλονότι και της Μικράς Ασίας, της Μακεδονίας και των άλλων Ελληνικών χωρών ιδρύθησαν αι πρώται και αρχαιόταται χριστιανικαί εκκλησίαι. Ούτως ηδύνατό τις να είπη ότι ολόκληρον τα Ανατολικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους ήτο, υπό έποψιν ου μόνον εθνικήν, αλλά και ηθικήν και εκπολιτιστικήν, Ελληνικόν δυνάμενον να μεταβληθή και πολιτικώς εις κράτος Ελληνικόν ευθύς ως ήθελε λάβει πολιτικόν τι κέντρον εν εαυτώ.

Αλλά πλην της μεγάλης ηθικής δυνάμεως του Ελληνισμού, και άλλο τι γεγονός αναγόμενον εις την εσωτερικήν ιστορίαν αυτής της Ρώμης και του Ρωμαϊκού κράτους συνετέλεσεν εμμέσως εις την από του κράτους τούτου γένεσιν κράτους Ελληνικού, και διηυκόλυνεν αυτήν.

Η Ρώμη, ενόσω ως πόλις και κράτος εκυβερνάτο πράγματι δημοκρατικώς, συνεκέντρου και περιώριζεν εν εαυτή και μόνη άπασαν την αρχήν και εξουσίαν του Ρωμαϊκού κράτους. Το κράτος απετελείτο, κυρίως ειπείν, από μιας πόλεως, ής οι πολίται ήσαν και οι μόνοι πολίται του όλου κράτους, οι έχοντες δικαίωμα πολιτικόν εν αυτώ. Πάντες οι άλλοι λαοί του κόσμου οι υποταχθέντες κατά διαφόρους χρόνους και καιρούς εις το Ρωμαϊκόν κράτος, μέχρι τινός δε και αυτοί οι λαοί της Ιταλίας, ήσαν απλοί υπήκοοι του κράτους της Ρώμης, ή μάλλον του λαού της Ρώμης, συνδεόμενοι προς την κοσμοκράτειραν πόλιν διά ποικίλων τρόπων και βαθμών υπηκοότητος· δεν ήτο δε εύκολον να γείνη τις πολίτης Ρωμαίος, ήτοι να έχη δικαιώματα πολίτου Ρωμαίου. Αλλ’ η κατάστασις αύτη των πραγμάτων ήρξατο να μεταβάλληται κατά μικρόν και προ της αυτοκρατορίας και μάλιστα επί της αυτοκρατορίας. Το δικαίωμα Ρωμαίου πολίτου εδίδετο νυν ευκολώτερον εις τους υπηκόους του κράτους και μάλιστα εις τους Έλληνας, οίτινες απέλαυσαν της εξαιρετικής ευνοίας μεγάλων τινών αυτοκρατόρων του Β’ μ. Χ. αιώνος, Αδριανού, Αντωνίου του Ευσεβούς και Μάρκου Αυρηλίου. Τότε δε βλέπομεν και άνδρας Έλληνας σοφούς επιφανή κατέχοντας πολιτικά αξιώματα εν τω Ρωμαϊκώ κράτει. Τέλος δε κατά τον 3 μ. Χ. αιώνα, επί της κυβερνήσεως του αυτοκράτορος Καρακάλλα (211-218), εδόθη ισοπολιτεία εις πάντας τους ελευθέρους (μη δούλους δηλονότι) κατοίκους του Ρωμαϊκού κράτους. Έκτοτε πάντες οι λαοί του Ρωμαϊκού κράτους, ιδίως οι Έλληνες, οίτινες απετέλουν εν τω Ανατολικώ ιδίως τμήματι του Ρωμαϊκού κράτους τον πολυπληθέστατον και πνευματικώς υπεροχώτατον λαόν του Ρωμαϊκού κράτους, ηδύναντο να μετέχωσι πάσης αρχής και εξουσίας εν τω κράτει, καταλαμβάνοντες πλείστας και σπουδαιοτάτας θέσεις εν τη δημοσία υπηρεσία. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, αφού η Ρώμη, η πρώην μόνη άρχουσα του παγκοσμίου κράτους πόλις, κατέστη νυν απλώς πρωτεύουσα του κράτους, μία απλώς μετάθεσις της πρωτευούσης από της Δύσεως εις την Ανατολήν ηδύνατο να καταστήση τους Έλληνας κατ’ ουσίαν κυρίους του κράτους και της Κυβερνήσεως, τουλάχιστον εν τω Ανατολικώ τμήματι του κράτους. Και αι περιστάσεις δε αι εσωτερικαί και εξωτερικαί δεν εβράδυναν να δώσωσιν αφορμήν εις την τοιαύτην μετάθεσιν, γενομένην ακριβώς περί τας αρχάς του 4 μ. Χ. αιώνος, επί του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου του Μεγάλου.

Γ’. Το Ρωμαϊκόν κράτος κατά τας αρχάς
του 4 μ. Χ. αιώνος.

Η μεγάλη έκτασις, ήν είχε το Ρωμαϊκόν κράτος κατά τους χρόνους καθ’ ούς από του Οκταβιανού Αυγούστου η κατ’ όνομα Ρωμαϊκή δημοκρατία εγίνετο πράγματι μοναρχία στρατιωτική, κυβερνωμένη υπό ενός άρχοντος αυτοκράτορος (imperator) καλουμένου, καθίστα λίαν δυσχερή την διοίκησιν του κράτους από Ρώμης ως κέντρου, ιδίως μάλιστα την διοίκησιν την στρατιωτικήν. Διότι το κράτος υπέκειτο μεν εις κινδύνους εξωτερικούς και εν τη Δύσει, αλλά προ πάντων εκινδύνευεν εν τη Ανατολή. Οι εν τη Δύσει κίνδυνοι προήρχοντο μόνον από των πέραν των Άλπεων οικουσών Γερμανικών φυλών, αίτινες μόναι εν τοις λαοίς της Δυτικής και Μέσης Ευρώπης μη υποταχθείσαι εις τους Ρωμαίους εποιούντο διηνεκώς επιδρομάς εις την Ιταλίαν και εις τας εκείθεν του Ρήνου Ρωμαϊκάς χώρας της Γαλατίας· και οι Ρωμαίοι ηναγκάζοντο να διατηρώσι περί τον Ρήνον και εν τη νοτίω Γερμανία, ιδίως εν ταις περί τον άνω Δανούβιον χώραις, πολλούς λεγεώνας προς προφύλαξιν των ορίων του κράτους από των Γερμανικών επιδρομών. {10} Αλλά τους μεγαλειτέρους κινδύνους των βαρβαρικών επιδρομών υφίσταντο αι Ανατολικαί χώραι του κράτους, η Ευρωπαϊκή Ελλάς η από του Δανουβίου μέχρι της Πελοποννήσου τότε εκτεινομένη, και αι εν Ασία Ελληνικαί χώραι, ιδίως η Μικρά Ασία, έτι δε και αι νήσοι του Αιγαίου Πελάγους. Αι επιδρομαί αύται εγίνοντο από Βορρά, υπό λαών ως επί το πολύ Γερμανικής καταγωγής και ιδίως υπό των Γότθων. Οι Γότθοι ούτοι, όντες λαός Γερμανικής καταγωγής, κατήλθον περί τας αρχάς του 3 μ. Χ. αιώνος από των βορειοτέρων χωρών της Ευρώπης, από της Σκανδιναυικής χερσονήσου και από των ακτών της Βαλτικής θαλάσσης, εις τας χώρας τας μεταξύ του κάτω Δανουβίου και του Τανάιδος (Δων) ποταμού. Εν ταις ευρείαις ταύταις χώραις εγκαταστάντες οι Γότθοι ίδρυσαν δύο κράτη Γοτθικά εκτεινόμενα από της Βαλτικής μέχρι του Ευξείνου Πόντου, το μεν ανατολικώτερον μεταξύ Ταναΐδος ή Δων και του Βορυσθένους ή Δανάπρεως, το δε δυτικώτερον μεταξύ του Βορυσθένους και του Δανουβίου, εντεύθεν δε διηρέθησαν εις ανατολικούς Γότθους (Ουστρογότθους) και εις δυτικούς Γότθους (Βησιγότθους). Από των χωρών δε τούτων ορμώμενοι οι Γότθοι περί τα μέσα του 3 μ. Χ. αιώνος ενήργουν επιδρομάς φοβεράς κατά γην και κατά θάλασσαν εις τας προς νότον της χώρας αυτών εκτεινομένας επαρχίας του Ρωμαϊκού κράτους. Και κατά γην μεν εισέβαλλον οι Βησιγότθοι εις τας προς νότον του Δανουβίου εκτεινομένας Ελληνικάς χώρας την Κάτω Μοισίαν (την νυν Βουλγαρίαν), Θράκην, Μακεδονίαν και τας έτι νοτιώτερον κειμένας Ελληνικάς χώρας, κατά θάλασσαν δε πλέοντες διά του Ευξείνου μετά πλήθους πειρατικών πλοίων προσέβαλλον πάσας τας κατά τον Εύξεινον Ελληνικάς πόλεις, προχωρούντες και εις τα ενδοτέρω της Μικράς Ασίας και φοβεράς επιφέροντες καταστροφάς εις τους ενταύθα Ελληνικούς λαούς και μυριάδας εκ τούτων απάγοντες αιχμαλώτους. Εισερχόμενοι δε από του Ευξείνου εις τον Βόσπορον και την Προποντίδα και λεηλατούντες τας εκατέρωθεν ακτάς της θαλάσσης ταύτης, έπλεον διά του Ελλησπόντου εις το Αιγαίον Πέλαγος, τας αυτάς επιφέροντες και ενταύθα καταστροφάς εις τε τας νήσους και εις τας κατά τας Ευρωπαϊκάς και Ασιατικάς ακτάς της θαλάσσης ταύτης κειμένας Ελληνικάς πόλεις και εκτείνοντες τας κατά θάλασσαν επιδρομάς ταύτας μέχρι Αιγύπτου. Ενίοτε δε οι από θαλάσσης ούτω προσβάλλοντες τας παραλίας των εν Ευρώπη Ελληνικών χωρών, Θράκης και Μακεδονίας, Ουστρογότθοι συνηντώντο ενταύθα μετά των από του Δανουβίου κατά γην κατερχομένων αδελφών αυτών Βησιγότθων, άγοντες μεθ’ εαυτών μυριάδας αιχμαλώτων Ελλήνων.

Αλλ’ οι βάρβαροι ούτοι Γότθοι και οι ομόφυλοι αυτοίς άλλοι βάρβαροι Γερμανικοί λαοί δεν ήσαν οι μόνοι επιδρομείς των Ελληνικών χωρών· αι εν Ασία Ελληνικαί χώραι υφίσταντο τας φοβερωτέρας επιδρομάς και άλλου τινός πολεμίου, όστις ήτο το νέον Περσικόν κράτος, το καλούμενον εκ της εν αυτώ αρχούσης βασιλικής δυναστείας κράτος των Σασσανιδών.

Είναι γνωστόν ότι το μέγα εν τη αρχαία ιστορία και περίφημον κράτος των Περσών, ούτινος ήρχον βασιλείς καλούμενοι Αχαιμενίδαι, κατελύθη υπό του Μεγάλου Αλεξάνδρου περί τα 330 π. Χ. Έκτοτε επί 80 περίπου έτη (330-250 π. Χ.) αι χώραι της Ασίας αι αποτελούσαι τας κυρίως Περσικάς χώρας υπέκυπτον εις το κράτος του Αλεξάνδρου και των εν τη Ασία διαδόχων αυτού. {11} Αλλ’ από των μέσων του 3 π. Χ. αιώνος (250 π. Χ.) οι αρχαίοι κάτοικοι της χώρας, ιδίως η φυλή των Πάρθων, επαναστάντες κατά της Ελληνικής εν Μέση Ασία κυριαρχίας έθεσαν κατά μικρόν οριστικόν τέρμα εις αυτήν (περί τα μέσα του 2 π. Χ. αιώνος). Και το Παρθικόν λεγόμενον κράτος ή το κράτος των Αρσακιδών (διότι ούτως εκαλούντο οι δυνάσται του κράτους από του αρχηγέτου αυτών και ιδρυτού του κράτους Πάρθου Αρσάκου) εκταθέν μέχρι του Τίγρητος και του Ευφράτου περιήλθεν εις πολλούς πολέμους προς τους εν Συρία διατηρουμένους έτι Έλληνας βασιλείς (τους Σελευκίδας), είτα δε προς τους Ρωμαίους τους καταλαβόντας τας εν Ασία Ελληνικάς χώρας. Οι μεταξύ Πάρθων και Ρωμαίων περί Αρμενίας και Μεσοποταμίας πόλεμοι, αρξάμενοι ιδίως από των τελευταίων χρόνων της ελευθέρας πολιτείας ή δημοκρατίας των Ρωμαίων, εγίνοντο συχνοί επί της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι του 3 μ. Χ. αιώνος. Αλλά τω 226 μ. Χ. εναντίον των Πάρθων επανέστησαν αυτοί οι ομόφυλοι Πέρσαι, ο λαός δηλονότι εκείνος, εξ ού κατήγοντο οι παλαιοί Αχαιμενίδαι βασιλείς του Περσικού κράτους. Αρχηγός της επαναστάσεως ήτο ανήρ τις Πέρσης καλούμενος Αρταξέρξης, υιός Σασσάν. Ούτος καταλύσας την δυναστείαν των Αρσακιδών καλουμένων Πάρθων βασιλέων ίδρυσεν ιδίαν δυναστείαν κληθείσαν (από του ονόματος του πατρός του Αρταξέρξου Σασσάν) δυναστείαν των Σασσανιδών. Οι Σασσανίδαι γενόμενοι κύριοι ευχερώς του Παρθικού κράτους, όπερ μετεβλήθη νυν εις νέον Περσικόν κράτος (3), και θεωρούντες εαυτούς απογόνους και κληρονόμους των αρχαίων βασιλέων της Περσίας (των Αχαιμενιδών) είχον την αξίωσιν να άρξωσιν απασών των εν Ασία χωρών, αίτινες ανήκον το πάλαι εις το Κράτος των Αχαιμενιδών. Διά τούτο δε από του χρόνου αυτού της ιδρύσεως του κράτους αυτών ήρξαντο μεγάλοι μεταξύ του κράτους τούτου και του Ρωμαϊκού πόλεμοι, επαναλαμβανόμενοι συχνότατα εν τοις έπειτα χρόνοις. {12} Ούτως αι εν τη Ανατολή χώραι του Ρωμαϊκού κράτους ήσαν εκτεθειμέναι από του 3 μ. Χ. αιώνος συγχρόνως εις τας επιδρομάς των από βορρά Γότθων και των απ’ ανατολών Περσών. Αι σύγχρονοι αύται επιδρομαί φοβεράς επέφερον καταστροφάς εις τας ανατολικάς επαρχίας του Ρωμαϊκού κράτους, ενώ ταυτοχρόνως αι δυτικαί επαρχίαι του κράτους έπασχον από των επιδρομών των πέραν των Άλπεων και εντεύθεν του Ρήνου Γερμανικών φυλών. Η κατάστασις αύτη επεδεινώθη σφόδρα τω 260 μ. Χ., ότε ο αυτοκράτωρ Ουαλεριανός στρατεύσας κατά Περσών ηττήθη και ηχμαλωτίσθη. Οι Πέρσαι οι εισβαλόντες εις τας Ασιατικάς επαρχίας του κράτους προυχώρησαν μέχρι της καρδίας της Μικράς Ασίας απειλούντες να καταλύσωσιν άπαν το εν Ασία κράτος των Ρωμαίων, ενώ συγχρόνως οι Γότθοι από των βορείων παραλίων της Μικράς Ασίας, όπου έπλευσαν διά του πειρατικού στόλου αυτών, προυχώρουν λεηλατούντες και αιχμαλωτίζοντες εις τα ένδον της χερσονήσου ταύτης, εν τη Δύσει δε οι Αλαμαννοί, Γερμανικός λαός ισχυρός (4), υπερβάς τας Άλπεις εισέβαλεν εις την άνω Ιταλίαν. Εν μέσω τοιαύτης καταστάσεως πραγμάτων ήτο αδύνατον να κυβερνηθή το όλον Ρωμαϊκόν κράτος υφ’ ενός αυτοκράτορος εδρεύοντος εν Ρώμη. Ένεκα δε τούτου εξ ανάγκης ανεκηρύσσοντο συγχρόνως αυτοκράτορες πολλοί στρατηγοί εν πολλαίς χώραις του κράτους, οι πλείονες τούτων μετά ειλικρινούς σκοπού να σώσωσι τας υπ’ αυτούς χώρας από των βαρβάρων. Εκ των πολλών αυτοκρατόρων (19 τον αριθμόν εν όλω) των ανακηρυχθέντων μετά την του Ουαλεριανού αιχμαλωσίαν, οι πλείστοι εξέλιπον ευθύς μετά την απόκρουσιν των βαρβάρων, οι δε μείναντες ολίγοι, εν οίς ονομαστοτάτη υπήρξεν η εν Ανατολή, εν Συρία, άρξασα περίφημος βασίλισσα Ζηνοβία, κατελύθησαν πάντες υπό του αυτοκράτορος Αυρηλιανού (269-275 μ. Χ.) του αποκαταστήσαντος αύθις επί μικρόν την ενότητα του Ρωμαϊκού κράτους.

Αλλ’ η καθόλου ανάγκη ιδρύσεως ιδιαιτέρων κεντρικών κυβερνήσεων εν πολλαίς χώραις του Ρωμαϊκού κράτους, ιδίως εν τη Ελληνική Ανατολή, καθίστατο υπό των πραγμάτων αυτών τοσούτο μεγάλη και ισχυρά, ώστε ο ουχί πολύ μετά τον Αυρηλιανόν καταλαβών την αυτοκρατορικήν αρχήν Διοκλητιανός (284 μ. Χ.) ενόμισεν ότι προς το συμφέρον αυτού του κράτους, αντί μιας μόνης αυτοκρατορικής αρχής, έδει να δημιουργηθώσι τέσσαρες, και αντί ενός αυτοκράτορος να κυβερνώσι το κράτος τέσσαρες αυτοκράτορες, ών οι μεν δύο ως πρώτοι κατά την τιμήν να καλώνται Αύγουστοι, οι δε δύο δευτερεύοντες κατά την τιμήν να καλώνται Καίσαρες. Των τεσσάρων τούτων αυτοκρατόρων, είς μεν Αύγουστος και είς Καίσαρ ανέλαβον την κυβέρνησιν του δυτικού τμήματος έχοντες, εννοείται, διαφόρους έδρας κυβερνήσεων, είς δε Αύγουστος και είς Καίσαρ ανέλαβον την Κυβέρνησιν του Ανατολικού τμήματος. Και Αύγουστος μεν εν Ανατολή ήτο αυτός ο Διοκλητιανός έχων την υψίστην επίβλεψιν επί την όλην κυβέρνησιν του κράτους και εκπροσωπών την εν τετράδι αυτοκρατόρων ενότητα της αυτοκρατορικής εξουσίας και του κράτους· Καίσαρα δε υφ’ εαυτόν είχε τον Γαλέριον (και Γαλέριον Μαξιμιανόν καλούμενον). Και ο μεν Διοκλητιανός έστησε την έδραν αυτού εν Μικρά Ασία (εν τη Ελληνική πόλει Νικομηδεία της Βιθυνίας) άρχων εντεύθεν άπαντος του ανατολικού τμήματος του κράτους, ήτοι απασών των εν Ασία Ρωμαϊκών χωρών και της Αιγύπτου και της Ελληνικής χερσονήσου, πλην της Θράκης και των παραδανουβίων χωρών, ο δε Γαλέριος εγένετο (τω 293 μ. Χ.) κυβερνήτης της Θράκης και των παραδανουβίων χωρών. Αύγουστος δε εν τη Δύσει εγένετο διορισθείς υπ’ αυτού του Διοκλητιανού (286 μ. Χ.) ο παλαιός συναγωνιστής αυτού εν πολέμω Ουαλεριανός Μαξιμιανός κυβερνών την Ιταλίαν, την Αφρικήν (τας Βερβερικάς χώρας πλην της Μαυριτανίας ήτοι του νυν Μαρόκκου), {14} έχων δε υφ’ εαυτόν ως καίσαρα (από του 293 μ. Χ.) τον Κωνστάντιον τον Χλωρόν άρχοντα της Βρεττανίας, Γαλατίας, Ιβηρίας και της εν Αφρική Μαυριτανίας. Ώστε επί του Διοκλητιανού ήδη η Ελληνική Ανατολή κατέστη ίδιον κράτος Ρωμαϊκόν έχον πρωτεύουσαν πόλιν ελληνικήν. Αλλά το σύστημα των τεσσάρων αυτοκρατοριών δεν διήρκεσε πολύ. Μετά την εκουσίαν ένεκα νόσου από της εξουσίας αποχώρησιν του Διοκλητιανού (305 μ. Χ.), ού το παράδειγμα ηκολούθησε και ο Μαξιμιανός, την τιμήν και την προσωνυμίαν του αυγούστου έλαβον εν μεν τη Ανατολή ο Γαλέριος, εν δε τη Δύσει ο Κωνστάντιος ο Χλωρός· καίσαρες δε εγένοντο εν Ανατολή μεν ο Μαξιμίνος λαβών την ιδιαιτέραν κυβέρνησιν της Συρίας και της Αιγύπτου υπό τον Γαλέριον, εν τη Δύσει δε ο Σεβήρος, λαβών την ιδιαιτέραν κυβέρνησιν της Ιταλίας και της Αφρικής (πλην της Μαυριτανίας, εννοείται). Αλλά το επόμενον έτος (306 μ. Χ.) αποθανόντος του Κωνσταντίου του Χλωρού εν Βρεττανία ο ενταύθα στρατός ανηγόρευσεν ως Καίσαρα τον υιόν του Κωνσταντίου Κωνσταντίνον. Τότε δε πρώτον ο Κωνσταντίνος εγένετο αυτοκράτωρ τέταρτος την τάξιν.

Δ’. Ο Κωνσταντίνος και οι συνάρχοντες αυτού.

Αλλά τότε οι Ρωμαίοι, οι πολίται δηλονότι της Ρώμης (η Σύγκλητος και ο Δήμος), βλέποντες ότι η κοσμοκράτειρα πόλις παρημελείτο εντελώς υπό των νέων αυτοκρατόρων, εκήρυξαν αυτοκράτορα αύγουστον τον εν Ρώμη ευρισκόμενον υιόν του παραιτηθέντος αυγούστου Μαξιμιανού, ούτος δε παρέλαβεν ως συνάρχοντα αυτού τον Μαξιμιανόν, αναλαμβάνοντα αύθις την προ μικρού παραιτηθείσαν αυτοκρατορικήν αρχήν. Ούτω δε ο αριθμός των αυτοκρατόρων ηυξήθη εις έξ. Αλλά νυν ο Καίσαρ Σεβήρος, εις όν ανήκεν η αρχή της Ιταλίας, επερχόμενος κατά του Μαξεντίνου ως σφετεριστού της αρχής εγκατελείφθη υπό των ιδίων αυτού στασιασάντων κατ’ αυτού στρατιωτών και επολιορκήθη εν Ραβέννη υπό του πατρός και συνάρχοντος του Μαξεντίου Μαξιμιανού· και παρεδόθη μεν εις τούτον επί υποσχέσει της διασώσεως της ζωής αυτού, αλλά κατόπιν εφονεύθη κατά διαταγήν του Μαξιμιανού. Τότε αυτός ο Γαλέριος ήλθεν εις την Ιταλίαν ίνα τιμωρήση τους σφετεριστάς αυτοκράτορας, αλλά ηναγκάσθη να επιστρέψη άπρακτος εις την Ανατολήν, διότι οι στρατιώται αυτού δυσαρεστημένοι διά την άκραν αυτού αυστηρότητα ηυτομόλουν προς τον Μαξιμιανόν. Εν τω μεταξύ ο Μαξιμιανός μετέβη εις την Γαλατίαν, ένθα ευρίσκετο ο Κωνσταντίνος, ίνα συμμαχήση μετ’ αυτού εναντίον του Γαλερίου· {15} και ίνα κατορθώση την συμμαχίαν ταύτην, έδωκε την θυγατέρα αυτού Φαύσταν εις γάμον προς τον Κωνσταντίνον, έδωκε δε εις τούτον, θεωρών εαυτόν νυν πρώτον αύγουστον, την προσωνυμίαν του αυγούστου. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος μεθ’ όλα ταύτα δεν εθεώρησε φρόνιμον να περιπλακή εις πόλεμον προς τον Γαλέριον. Ο Μαξιμιανός αποτυχών ούτως εν ταις προς τον Κωνσταντίνον περί συμμαχίας ενεργείαις, ήλθεν εις ρήξιν και προς τον ίδιον υιόν Μαξέντιον, όστις ήθελε να άρχη μόνος· αποτυχούσης δε αύθις και της νέας αυτού προς τον Κωνσταντίνον προτάσεως απεφάσισε να συμμαχήση μετά του Γαλερίου. Αλλ’ ότε ο Μαξιμιανός αφίκετο πλησίον του Γαλερίου, εύρε παρ’ αυτώ εν Παννονία (τη νυν Ουγγαρία) και τον παρητημένον την εξουσίαν αυτοκράτορα Διοκλητιανόν, ενώπιον δε των τριών αυτοκρατόρων Γαλερίου, Μαξιμιανού και του πρώην αυτοκράτορος Διοκλητιανού ανηγορεύθη αύγουστος νυν, ενεργεία του Γαλερίου, ο παλαιός τούτου φίλος και συναγωνιστής Λικίνιος (307). Ο δε Μαξιμιανός αποτυχών και εν τοις προς τον Γαλέριον περί συμμαχίας διαβήμασιν αυτού, απαυδήσας παρητήθη αύθις την αρχήν και μετέβη ως ιδιώτης εις την Γαλατίαν προς τον γαμβρόν αυτού Κωνσταντίνον, όστις ανέθηκε νυν αυτώ στρατιωτικάς και πολιτικάς υπηρεσίας. Αλλ’ ο υπό γήρατος νυν απημβλυμμένος τον νουν Μαξιμιανός εβουλήθη αύθις να επωφεληθή την παρά τω Κωνσταντίνω θέσιν αυτού ίνα εκβάλη αυτόν της αρχής. Αλλ’ εν τη άφρονι ταύτη επιχειρήσει αυτού ταχέως καταβληθείς υπό του Κωνσταντίνου ηχμαλωτίσθη (308). Ότε δε μετά δύο έτη (310) προέβη και εις απόπειραν φόνου εναντίον του Κωνσταντίνου, εφονεύθη υπό τούτου. Ούτω δε εκ των έξ αυτοκρατόρων, οίτινες μετά την πτώσιν και τον θάνατον του Σεβήρου είχον μείνει πέντε, είτα δε μετά την ανάρρησιν του Λικινίου εγένοντο πάλιν έξ, εξέλιπεν είς· αλλ’ εν τω μεταξύ και άλλος σφετεριστής αυτοκράτωρ είχεν ανακηρυχθή εν Αφρική, ο Αλέξανδρος (308). Αλλά και ούτος, αφού ήρξεν επί τρία έτη, ηττήθη και εφονεύθη (311), έν έτος μετά τον φόνον του Μαξιμιανού, υπό του εναντίον αυτού πεμφθέντος στρατού του Μαξεντίου. Κατά τον αυτόν δε περίπου χρόνον απέθανε κατ’ ακολουθίαν του ακολάστου αυτού βίου και ο αύγουστος Γαλέριος. Ούτω δε κατά το 312 ο αριθμός των αυτοκρατόρων περιωρίσθη πάλιν εις τέσσαρας, ών οι τρεις (Κωνσταντίνος, Μαξέντιος, Λικίνιος) ήσαν αύγουστοι, είς δε μόνος (ο Μαξιμίνος) καίσαρ. Αλλά μετά της επανόδου της των αυτοκρατόρων τετράδος δεν ήτο δυνατόν να επανέλθη και ειρήνη ομοία προς την μεταξύ των πρώτων τεσσάρων αυτοκρατόρων (Διοκλητιανού, Μαξιμιανού, Γαλερίου και Κωνσταντίου του Χλωρού) επικρατήσασαν. Αι διαστάσεις και οι εμφύλιοι πόλεμοι εξηκολούθησαν, και κατ’ ακολουθίαν τούτων η τετράς τω επομένω έτει (312) διά της υπό του Κωνσταντίνου καταστροφής του Μαξεντίου εγένετο τριάς, τω δε 313 διά της υπό Λικινίου καταστροφής του Μαξιμίνου περιωρίσθη εις την δυάδα Κωνσταντίνου και Λικινίου, εξ ής προήλθεν η μοναρχία του Κωνσταντίνου (323), του αναδειχθέντος τότε και επικληθέντος έπειτα Μεγάλου. Διά τούτο και από του έτους 312 το σπουδαιότατον πρόσωπον εν τη ιστορία, ήν αφηγούμεθα, είνε το του Κωνσταντίνου, και περί τούτου ανάγκη να είπωμεν τινα ιδιαιτέρως πριν αφηγηθώμεν τον προς τον Μαξέντιον πόλεμον αυτού, αφ’ ού γεγονότος σύμπασα η ιστορία του κόσμου σπουδαιοτάτην λαμβάνει τροπήν και νέαν πορείαν.

Ε’. Κωνσταντίνος ο Μέγας μέχρι του προς
τον Μαξέντιον πολέμου (274-312 μ. Χ.).

Ο Κωνσταντίνος (Γάιος, Φλάβιος, Ουαλέριος, Αυρήλιος, Κωνσταντίνος) εγεννήθη τω 274 μ. Χ. (24 Φεβρουαρίου) εν Ναϊσσώ της Άνω Μοισίας (τη σήμερον Νις καλουμένη πόλει@ της Σερβίας). Ο πατήρ αυτού ήτο ο γνωστός ημίν Κωνστάντιος ο Χλωρός ο τω 293 μ. Χ. διορισθείς υπό του Διοκλητιανού Καίσαρ εν τη Δύσει (ίδε σελ. 14), η δε μήτηρ αυτού Ελένη, γυνή ουχί επιφανούς γένους (5), κατήγετο από Νικομηδείας της Βιθυνίας και ήτο χριστιανή. Ο Κωνσταντίνος ανατραφείς και παιδευθείς εν τω στρατώ και τη πολεμική υπηρεσία, νεαρός έτι ων διεκρίθη ως γενναίος ιδίως εν τοις κατά των Περσών πολέμοις του Γαλερίου (293-298 μ. Χ.) τεταγμένος εν τω στρατώ τούτου. Ότε δε τω 305 παραιτηθέντων την αρχήν αμφοτέρων των αυγούστων, Διοκλητιανού και Μαξιμιανού, ο Γαλέριος εγένετο πρώτος αύγουστος, ο Κωνσταντίνος μη θεωρών την θέσιν αυτού ασφαλή εν τω στρατώ του Γαλερίου κατέφυγε προς τον εν Βρεττανία πατέρα αυτού Κωνστάντιον, αποθανόντος δε τούτου το επόμενον έτος ο στρατός ανηγόρευσε (25 Ιουλίου 306) τον Κωνσταντίνον, καθά είδομεν, αυτοκράτορα καίσαρα εν Εβοράκω της Βρεττανίας (τη νυν Υόρκη). Ο Γαλέριος ηναγκάσθη να εγκρίνη το τετελεσμένον γεγονός και να αναγνωρίση τον Κωνσταντίνον ως δεύτερον καίσαρα (ίδε σελ. 14). Ούτω λαβών ο Κωνσταντίνος την κυβέρνησιν της Βρεττανίας, Γαλατίας, Ιβηρίας και Μαυριτανίας γενναίως υπερήσπισε την Βρεττανίαν και την Γαλατίαν εναντίον των επιδρομών των παρά τον Ρήνον βαρβάρων Γερμανικών λαών και ιδίως εναντίον του Γερμανικού έθνους των Φράγκων. Είδομεν δε οποία υπήρξεν η πολιτεία του Κωνσταντίνου, ότε τα μετά το 306 γεγονότα ηνέωξαν αυτώ ευρύτερον στάδιον ενεργείας.

Εν τη πολυαρχία των τότε το Ρωμαϊκόν κράτος κυβερνώντων αυτοκρατόρων ο μόνος όστις εξ αρχής έδειξεν αρετάς αληθούς ηγεμόνος ήτο ο Κωνσταντίνος. Μόνος αυτός εφρόντιζε περί της ευνομίας, της εσωτερικής τάξεως και πατρικής διοικήσεως του κράτους αυτού, ενώ των άλλων μόνη φροντίς και μέλημα ήτο στρατός, πόλεμος και στρατιωτική αυθαιρεσία. Προς τούτοις, ενώ εν τοις κράτεσι των άλλων αυτοκρατόρων διήρκει έτι ο από του 303 υπό του Διοκλητιανού κηρυχθείς και διαταχθείς και υπό των συναρχόντων αυτού μετ’ αμειλίκτου αυστηρότητος εκτελούμενος κατά των Χριστιανών δεινότατος διωγμός, ο Κωνσταντίνος όπως πρότερον ο πατήρ αυτού Κωνστάντιος (όστις κατ’ επιφάνειαν μόνον χάριν του Διοκλητιανού κατεδίωκε τους Χριστιανούς), προσεφέρετο μετ’ ευμενείας προς τους Χριστιανούς. Καίπερ δε ων έτι κατά τους χρόνους τούτους εθνικός το θρήσκευμα, είχε περί εαυτόν εν τη ιδία αυτού οικογενεία πρόσωπα αφωσιωμένα εις την χριστιανικήν πίστιν. Τοιαύτα πρόσωπα ήσαν η γυνή αυτού Φαύστα (θυγάτηρ του Μαξιμιανού, ίδε σελ. 15), η ταύτης μήτηρ Ευτροπία, προ πάντων δε η του Κωνσταντίνου μήτηρ Ελένη, η τοσούτον ονομαστή εν τη ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας διά τον υπέρ της χριστιανικής πίστεως ζήλον αυτής. Ένεκα της τοιαύτης προς τους Χριστιανούς ευμενείας του Κωνσταντίνου μεγάλως είχεν αυξηθή ο αριθμός των εν τω κράτει αυτού Χριστιανών, οίτινες ήσαν πάντες αφωσιωμένοι εις τον αυτοκράτορα αυτών και ενίσχυον ηθικώς λίαν την τούτου αρχήν. Επειδή δε και εκτός του κράτους του Κωνσταντίνου πανταχού οι Χριστιανοί, μεθ’ όλους τους φοβερούς κατ’ αυτών διωγμούς, απετέλουν σπουδαίον πλήθος και δύναμιν εν τω Ρωμαϊκώ κράτει, και εν τω στρατώ και εν ταις πόλεσιν, η προς τους Χριστιανούς πολιτεία του Κωνσταντίνου εδημιούργει αυτώ δύναμιν ηθικήν πανταχού του Ρωμαϊκού κράτους. Ότι δε η δύναμις ταύτη δεν ήτο ευκαταφρόνητος, απέδειξαν τούτο τρανώς αυτοί οι νυν σφοδρότατοι πολέμιοι του Χριστιανισμού αυτοκράτορες (6). Τούτων ο μεν Διοκλητιανός παρητήθη την αρχήν τω 305 μ. Χ., καταληφθείς υπό νόσου και ηθικής ανίας και θλίψεως επί τη εγερθείση υπ’ αυτού αιματηρά θυέλλη. Και ο Γαλέριος δε, ο πρωτουργός των διωγμών, μικρόν προ του θανάτου αυτού είχεν εκδώσει διάταγμα εν ονόματι εαυτού και των συναρχόντων αυτοκρατόρων παύον τους κατά Χριστιανών διωγμούς. Και ο Μαξέντιος δε είχεν απαγορεύσει εν Ρώμη τον διωγμόν τούτον. Αλλ’ οι Χριστιανοί πανταχού του κράτους ως μόνον προστάτην αυτών έβλεπον τον Κωνσταντίνον, και τούτο απετέλει την μεγάλην ηθικήν δύναμιν του αυτοκράτορος τούτου. Ο Κωνσταντίνος εξ άλλου είχε νοήσει ότι ο Χριστιανισμός ου μόνον ήτο αδύνατον να καταργηθή διά διωγμών, αλλ’ ότι απετέλει την υγιεστάτην ηθικήν δύναμιν εν τω κράτει και εφρόνει ότι επί τούτου μόνον ηδύνατο να στηρίξη την αρχήν αυτού. Εξ ενός λοιπόν η πίστις η εμφυτευθείσα εις την ψυχήν αυτού υπό της μητρός και των άλλων οικείων, εξ άλλου δε αυτή η υγιής ηθική και πολιτική φρόνησις υπηγόρευον εις αυτόν την προστασίαν των Χριστιανών. Ακριβώς δε το έτος εκείνο (312 μ. Χ.), καθ’ ό ο αριθμός των αυτοκρατόρων περιωρίσθη εις τέσσαρας, εδόθη αφορμή ίνα ο Κωνσταντίνος δείξη φανεράν πλέον και επίσημον την προς τους Χριστιανούς εύνοιαν και την προς την Χριστιανικήν πίστιν αφοσίωσιν αυτού. Η αφορμή αύτη εδόθη εν τω κατά του Μαξεντίου πολέμου του Κωνσταντίνου τω γενομένω τω 312.

Στ’. Ο κατά Μαξεντίου πόλεμος του Κωνσταντίνου.
Όλεθρος του Μαξιμίνου. Διαίρεσις του κράτους
μεταξύ Κωνσταντίνου και Λικινίου.

Ο Μαξέντιος μετά την ευχερή κατά του Αλεξάνδρου της Αφρικής νίκην αυτού (σ. 15), ενόμισεν, εν τη επί τη νίκη υπερμέτρω επάρσει αυτού και οιήσει, ότι ηδύνατο να καταστή κύριος σύμπαντος του Ρωμαϊκού κράτους, τουλάχιστον της Δύσεως, καταβάλλων και τον Κωνσταντίνον, είτα δε και τους άλλους έτι μένοντας αυτοκράτορας, και διά τούτο παρεσκευάζετο να επέλθη κατά του Κωνσταντίνου. Αλλ’ ο Κωνσταντίνος επήλθε νυν ραγδαίος εναντίον του πολεμίου και υπερβάς τας Άλπεις προήλασε ταχέως προς την Ρώμην. Ο Μαξέντιος, όστις εν τη άφρονι υπεροψία αυτού ουδεμίαν είχεν ενεργήσει σπουδαίαν πολεμικήν παρασκευήν, νυν διέπραξε και την μεγάλην αφροσύνην να μη αναμείνη τον Κωνσταντίνον εν τη Ρώμη, ής η πολιορκία ηδύνατο να παράσχη ικανάς δυσχερείας εις τούτον, αλλ’ αντεπεξήλθε μετά του στρατού αυτού, ίνα έξωθι της πόλεως συγκροτήση μάχην εκ του συστάδην προς τον αντίπαλον. Αλλ’ εν τη μάχη ταύτη, τη συγκροτηθείση πλησίον του Τιβέρεως ποταμού παρά την Μιλβίαν γέφυραν (27 Οκτωβρίου 312 μ. Χ.), ηττήθη κατά κράτος και εφονεύθη κατά την φυγήν. Ούτω δε ο Κωνσταντίνος εγένετο κύριος της Ρώμης και της Ιταλίας και απάσης της Δύσεως.

Η νίκη του Κωνσταντίνου προήλθε προ πάντων εκ του ενθουσιασμού, μεθ’ ού εμάχοντο οι εν τω στρατώ αυτού πολυπληθείς Χριστιανοί, οίτινες νυν πρώτον κατά την στρατείαν ταύτην έβλεπον προπορευομένην του στρατού την σημαίαν (το λάβαρον) την φέρουσαν την εικόνα του σταυρού. Η αιτία, δι’ ήν ο Κωνσταντίνος ύψωσε νυν εν τω στρατώ αυτού το σημείον του Σταυρού ως σημαίαν αυτού, ιστορείται ως εξής κατά την ιδίαν του Κωνσταντίνου ομολογίαν. Κατά την στρατείαν ταύτην εσπέραν τινα περί την δύσιν του ηλίου, είδε το σημείον του Σταυρού περίλαμπρον εν τω ουρανώ υπό τον ήλιον διά των τούτου ακτίνων εικαζόμενον και επιγραφήν επί τούτου λέγουσαν: «Κωνσταντίνε, εν τούτω νίκα». {20} Τότε δε ο αυτοκράτωρ λαμπρυνθείς εσωτερικώς την ψυχήν έτι μάλλον υπό του ηθικού φωτός του Χριστιανισμού και τελείως πεισθείς περί της αληθείας της Χριστιανικής πίστεως, κατέστησε τον Σταυρόν σύμβολον της πολεμικής αυτού σημαίας· διέταξε δε ίνα και επί των ασπίδων των στρατιωτών χαραχθώσι τα γράμματα I. Χ. Σ. (Ιησούς Χριστός Σωτήρ). Αληθώς δε επελθών νυν μετά της νέας σημαίας εναντίον του Μαξεντίου, κατενίκησεν αυτόν και κατέστη αναμφισβήτητος κύριος άπαντος του δυτικού τμήματος του Ρωμαϊκού κράτους. Από Ρώμης, εις ήν μετά την κατά Μαξεντίου νίκην εισήλθε θριαμβευτικώς, μετέβη ο Κωνσταντίνος εις Μεδιόλανον, ένθα ήλθεν εις συνέντευξιν αυτού ο της Ανατολής αύγουστος Λικίνιος. Ενταύθα ο Κωνσταντίνος συνήψε συγγένειαν προς τον Λικίνιον, δους αυτώ εις γάμον την αδελφήν αυτού Κωνσταντίαν. Συνεφώνησαν δε τότε οι δύο αυτοκράτορες ίνα αμφότεροι εις τα κράτη αυτών παράσχωσι τελείαν ελευθερίαν θρησκευτικήν εις τους οπαδούς αμφοτέρων των θρησκειών, και συμφώνως προς την συμφωνίαν ταύτην εξεδόθη το διάταγμα του Μεδιολάνου (Edictum Mediolani) του έτους 313 μ. Χ., το αναιρούν το διάταγμα της Νικομηδείας του 303 μ. Χ. (ίδ. σημ. 6). Από Μεδιολάνου ο Κωνσταντίνος επέστρεψεν επί μικρόν εις την Γαλατίαν ίνα εκδιώξη της χώρας ταύτης Γερμανικά τινα έθνη εισβαλόντα εις αυτήν.

Πριν ή δε ο Κωνσταντίνος επανέλθη εκ της Γαλατίας εις την Ιταλίαν, επήλθον γεγονότα εν Ανατολή, άτινα και ενταύθα πάσαν την αρχήν μετεβίβασαν εις τας χείρας του Λικινίου. Ο καίσαρ Μαξιμίνος, ο είς των τριών υπολειφθέντων αυτοκρατόρων, κατά την εν τη Δύσει απουσίαν του Λικινίου επήλθε κατά του κράτους αυτού από της Συρίας, ίνα αφαιρέση απ’ αυτού τας χώρας, ών ήρχε, και καταστή αυτός μόνος κύριος της Ανατολής. Είχε δε καταλάβει ήδη τας πόλεις Βυζάντιον και Ηράκλειαν την παρά την Προποντίδα (την παλαιάν Πέρινθον), ότε ο Λικίνιος ενίκησεν αυτόν ολοσχερώς εν μάχη τινί παρά την Αδριανούπολιν (313) Ο Μαξιμίνος τραπείς εις φυγήν, ίνα μη αιχμαλωτισθή έλαβε δηλητήριον και απέθανε κατ’ ακολουθίαν τούτου εν μέσω φρικτών βασάνων. Τότε δε ο Λικίνιος έμεινε μόνος κύριος εν τη Ανατολή, όπως ο Κωνσταντίνος εν τη Δύσει. Αλλά και μεταξύ των ούτω δύο μόνον υπολειφθέντων αυτοκρατόρων εξερράγη μετ’ ολίγον νέος πόλεμος, καθ’ όν ήτο πάλιν νικητής ο Κωνσταντίνος (314 μ. Χ.). Διά της νίκης δε ταύτης, μεθ’ ήν ο Λικίνιος ηναγκάσθη να συνομολογήση ειρήνην, αφήρεσεν ο Κωνσταντίνος από του αντιπάλου την Παννονίαν (την νυν Ουγγαρίαν), την Δαλματίαν, Δακίαν (Μολδοβλαχίαν), Μακεδονίαν και Ελλάδα. Ώστε του Λικινίου η αρχή περιωρίσθη νυν μόνον εις τας Ασιατικάς χώρας και εν Ευρώπη εις την Θράκην και την κάτω Μοισίαν. Αλλά και η νέα ειρήνη διήρκεσεν ολίγον μόνον χρόνον. Επειδή ο Λικίνιος, εναντίον των εν Μεδιολάνω συμφωνηθέντων, κατεδίωκεν εν τω κράτει αυτού την Χριστιανικήν θρησκείαν, ο Κωνσταντίνος εκήρυξε κατ’ αυτού αύθις τον πόλεμον (323 μ. Χ.) και ενίκησεν αυτόν δις κατά ξηράν (εν Αδριανουπόλει και εν Χρυσουπόλει) και κατά θάλασσαν καταστρέψας τον στόλον αυτού εν Ελλησπόντω (εν τη ναυμαχία ταύτη διεκρίθη ο από Μαμερτίνης γενναίος υιός του Κωνσταντίνου Κρίσπος). Ο Λικίνιος ηναγκάσθη να παραδοθή εν Νικομηδεία εις τον νικητήν, όστις, καθαιρέσας νυν αυτόν από της αυτοκρατορικής αρχής, εχαρίσατο αυτώ την ζωήν· αλλ’ είτα ο Λικίνιος φωραθείς ως επιβουλεύων τω Κωνσταντίνω εφονεύθη κατά διαταγήν αυτού (324 μ. Χ.). Ο Κωνσταντίνος έμεινε νυν μόνος κύριος του Κράτους.

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α’.
ΑΡΧΑΙ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

  1. Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας ως μόνος άρχων
    του Ρωμαϊκού Κράτους (323-337μ. Χ.).

Αφού ο Κωνσταντίνος εγένετο μόνος κύριος του Ρωμαϊκού κράτους εξετέλεσε το προ πολλού υπό των πραγμάτων και των περιστάσεων παρασκευασθέν και αναγκαίον κατασταθέν έργον της μεταθέσεως του κέντρου του Ρωμαϊκού κράτους από της Δύσεως εις την Ανατολήν. Ως είδομεν, ο Διοκλητιανός ήδη είχε στήσει την έδραν αυτού εν Ανατολή, εν Νικομηδεία, ένεκα λόγων στρατιωτικών και πολιτικών. Εις δε την απόφασιν του Κωνσταντίνου συνετέλεσαν, πλην των στρατιωτικών και πολιτικών λόγων, και εσωτερικοί λόγοι ηθικοί. Ο Κωνσταντίνος πεπεισμένος εν τη καρδία αυτού περί της αληθείας της χριστιανικής πίστεως, έχων δε πεποίθησιν, ότι πάσαι αι νίκαι και επιτυχίαι, άς ήρατο μέχρι νυν εναντίον των αντιπάλων και δι’ ών κατέστη μόνος του σύμπαντος Ρωμαϊκού κράτους άρχων, ήσαν αποτελέσματα της προς τον Iησούν Χριστόν πίστεως, εξεδήλου διηνεκώς επί μάλλον την προς την νέαν θρησκείαν αφοσίωσιν αυτού. Μετά το μνημονευθέν διάταγμα του Μεδιολάνου το εκδοθέν τω 313 μ. Χ., δι’ ού η χριστιανική θρησκεία απέλαυεν εν τω Ρωμαϊκώ κράτει τελείας ισότητος δικαιωμάτων προς την αρχαίαν των Ρωμαίων εθνικήν θρησκείαν, εξέδωκεν από του 315 μέχρι 323 μ. Χ. νέους νόμους, δι’ ών ο Χριστιανισμός καθίστατο κατά μικρόν θρησκεία του κράτους, μειζόνων απολαύων νυν τιμών και προνομιών ή η παλαιά θρησκεία. Τέλος δε, αφού τω 323 εγένετο μόνος άρχων του κράτους, εξέδωκε νόμους, εν οίς αποκαλύπτεται και ομολογείται η τελεία προς την χριστιανικήν θρησκείαν πίστις και αφοσίωσις αυτού. Εν τοις νόμοις τούτοις ο Κωνσταντίνος ομολογεί διά θερμών εκφράσεων την προς τον Θεόν των Χριστιανών πίστιν αυτού, θεωρών αυτόν ως δοτήρα των νικών αυτού και πιστεύων ότι ο Θεός εξελέξατο αυτόν ίνα σώση το Ρωμαϊκόν κράτος από των εσωτερικών ταραχών και πολέμων και των κατά των Χριστιανών διωγμών («ταις σαις γαρ υφηγήσεσιν ενεστησάμην σωτηριώδη πράγματα και διήνυσα· την σην σφραγίδα πανταχού προβαλλόμενος καλλινίκου ηγησάμην στρατού»). Προς τούτοις εν τοις νόμοις τούτοις ο Κωνσταντίνος καλεί τους Χριστιανούς «πιστεύοντας», τους δε μη Χριστιανούς «πλανωμένους», αποκαλεί δε τους Χριστιανούς και Ανατολικούς, διότι εν Ανατολή ήσαν οι πλείστοι των Χριστιανών. Και υπέρ των Ανατολικών τούτων, ως συντριβέντων υπό των συμφορών, επικαλείται ιδιαιτέρως την χάριν του Θεού (7).

Η τοιαύτη λοιπόν προς την χριστιανικήν πίστιν αφοσίωσις και προς τους Χριστιανούς της Ανατολής ιδιαιτέρα αγάπη του Κωνσταντίνου υπήρξεν εν μέρει αιτία ίνα ούτος μεταβιβάση την έδραν του κράτους εις την Ανατολήν. Διότι υπήρχον μεν και εν Ρώμη Χριστιανοί, αλλ’ η πόλις αύτη ήτο συνδεδεμένη έτι στενώτατα τυπικώς μετά των αρχαίων πολιτειακών αυτής θεσμών, οίτινες πάλιν ήσαν συνδεδεμένοι μετά των θεσμών της αρχαίας των Ρωμαίων εθνικής θρησκείας. Τουναντίον δε η Ελληνική Ανατολή, ένθα επί των προηγουμένων αυτοκρατόρων εγένοντο οι δεινότατοι διωγμοί, αυξήσαντες μάλλον ή ελαττώσαντες την ηθικήν δύναμιν της νέας πίστεως, ήτο ισχυρώς χριστιανική.

Ταύτα πάντα έπεισαν τον Κωνσταντίνον ίνα κτίση εν τη Ελληνική Ανατολή νέαν διαρκή πρωτεύουσαν του Ρωμαϊκού κράτους, προς τούτο δε εξελέξατο αυτήν την περί τον Θρακικόν Βόσπορον και τον Κεράτιον Κόλπον κειμένην αρχαίαν Ελληνικήν πόλιν Βυζάντιον (329). Της πόλεως ταύτης ευρύνας ο Κωνσταντίνος την περιφέρειαν και τα τείχη και περιλαβών εντός αυτής λόφους πέντε (εις τούτους προσετέθησαν έπειτα άλλοι δύο λόφοι, και εντεύθεν η νέα πόλις εκτισμένη επί 7 λόφων, ως η Ρώμη, εκλήθη Επτάλοφος) κατέστησεν αυτήν όλως νέαν και μεγάλην πόλιν και μεγαλοπρεπώς ετέλεσε τα εγκαίνια αυτής (τα γενέθλια της πόλεως) τη 11 Μαΐου 330 μ. Χ.

Η νέα αύτη πόλις, ής οι κάτοικοι, εκτός των ολίγων εκ Ρώμης νυν εις αυτήν μετοικησάντων αριστοκρατικών οίκων, ήσαν Έλληνες, ωνομάσθη βραδύτερον Κωνσταντινούπολις και Νέα Ρώμη, ως νέα πρωτεύουσα του Κράτους.

Προ της κτίσεως δ’ έτι της Κωνσταντινουπόλεως ο Κωνσταντίνος απέδειξε και κατ’ άλλον τρόπον το προς την Χριστιανικήν Εκκλησίαν μέγα διαφέρον και την προς τους Χριστιανούς Έλληνας στοργήν και αγάπην αυτού. Την Εκκλησίαν την Χριστιανικήν ετάραττε τότε, ιδίως εν Ανατολή, αίρεσίς τις ήτοι καινοτομία δογματική, διδασκαλία τις δηλονότι νέα αντικειμένη προς τα μέχρι νυν παραδεδομένα δόγματα της Εκκλησίας, αίρεσις καλουμένη Αρειανή από του ονόματος του αιρεσιάρχου Αρείου πρεσβυτέρου της των Αλεξανδρέων Εκκλησίας (8). Ο Κωνσταντίνος δε, ίνα καταπαύση την ταραχήν ταύτην και αποκαταστήση την θρησκευτικήν ειρήνην των εν Ανατολή ιδίως Χριστιανών, προσέφυγεν εις έργον μαρτυρούν το θερμόν αυτού υπέρ των Χριστιανών τούτων διαφέρον. Διότι, ενώ μέχρι τότε αι κατά τόπους αναφυόμεναι έριδες ελύοντο διά συνόδων εκκλησιαστικών τοπικών, ήτοι εν στεναίς τοπικαίς περιφερείαις ολίγων επαρχιών εκκλησιαστικών συγκροτουμένων, νυν πρώτον ο Κωνσταντίνος συνεκάλεσε Σύνοδον Οικουμενικήν, ήτοι σύνοδον επισκόπων και άλλων ανωτέρων κληρικών σύμπαντος του Ρωμαϊκού κράτους. Η πρώτη αύτη εν τη ιστορία της Εκκλησίας Οικουμενική Σύνοδος συνεκροτήθη τω 325 μ. Χ. (5 έτη προ της κτίσεως της Κωνσταντινουπόλεως) εν Νικαία της Βιθυνίας, ένθα συνήλθον 318 θεοφόροι πατέρες της Εκκλησίας· και εν ταύτη μετά πολλάς συζητήσεις κατεδικάσθη η αίρεσις του Αρείου, παρόντος και τούτου, και συνετάχθη το σύμβολον της Πίστεως, το καλούμενον σύμβολον της Νικαίας, όπερ συμπληρωθέν ύστερον εν τη δευτέρα Οικουμενική Συνόδω, τη εν Κωνσταντινουπόλει μετά 56 έτη συγκροτηθείση (381 μ. Χ.), αποτελεί το παρά τοις Ορθοδόξοις Χριστιανοίς ιερόν σύμβολον της Πίστεως, το αρχόμενον από του Πιστεύω εις ένα Θεόν κλπ. (9). Ο Κωνσταντίνος ου μόνον παρέστη εις την Σύνοδον, αλλά και των εν αυτή συζητήσεων μετέσχε μετά πολλού διαφέροντος.

Αλλ’ ο Κωνσταντίνος τοσαύτην επιδαψιλεύων εύνοιαν εις τους Χριστιανούς δεν κατεδίωξεν ουδαμώς τους εθνικούς (10). Τουναντίον δε θέλων να βασιλεύη η εσωτερική ειρήνη εν τω Κράτει επέτρεψε τελείαν ανεξιθρησκείαν «Ομοίαν τοις πιστεύουσιν οι πλανώμενοι χαίροντες λαμβανέτωσαν ειρήνης τε και ησυχίας απόλαυσιν (έλεγον οι νόμοι του Κωνσταντίνου)· αύτη γαρ η της κοινωνίας επανόρθωσις, και προς την ευθείαν αγαγείν οδόν ισχύει. Μηδείς τον έτερον παρενοχλείτω· έκαστος, όπερ η ψυχή βούλεται, τούτο και πραττέτω».

{24} Διά τον αυτόν δε λόγον ο Κωνσταντίνος έκτισε ναόν μεγαλοπρεπή εις την Αγίαν Ειρήνην, την συμβολίζουσαν την δι’ αυτού υπό του Θεού δωρηθείσαν εσωτερικήν και εξωτερικήν ειρήνην, έθηκε δε τα θεμέλια και ναού της Αγίας Σοφίας του Θεού, ήτοι του Χριστού του εκπροσωπούντος την σοφίαν του Θεού, ούτινος η οικοδομία συνεπληρώθη υπό του υιού αυτού αυτοκράτορος Κωνσταντίου Α’. Έκτισε δε ο Κωνσταντίνος και πολλούς άλλους ναούς Χριστιανικούς.

{25} Η βασιλεία του Κωνσταντίνου ως μονάρχου του Ρωμαϊκού κράτους υπήρξεν ειρηνική. Διότι από βορρά μεν βαρβαρικαί επιδρομαί δεν εγένοντο· προς ανατολάς δε οι Πέρσαι διήγον διαρκώς εν ειρήνη, αφ’ ού χρόνου ο Γαλέριος νικήσας τον βασιλέα αυτών Ναρσήν (11) τω 297 επέβαλεν αυτοίς ειρήνην, δι’ ής παρεχωρήθησαν εις το Ρωμαϊκόν κράτος η Μεσοποταμία και πέντε επαρχίαι πέραν του Τίγρητος ποταμού, ανεγνωρίσθη δε υπό των Περσών και η επί την Αρμενίαν και Ιβηρίαν Ρωμαϊκή κυριαρχία. Εξ άλλου η ηθική αίγλη και η δύναμις του Κωνσταντίνου ύψωσε το κράτος εις μεγίστην παρά πάσι τοις λαοίς περιωπήν και δόξαν. Και αυτοί οι Αιθίοπες (πρόγονοι των Αβησσυνών) συνήψαν επί του Κωνσταντίνου σχέσεις προς το Ρωμαϊκόν κράτος.

Ούτως ο Κωνσταντίνος έθηκεν εν Ανατολή τα θεμέλια κράτους Χριστιανικού Ελληνικού. Είνε αληθές ότι ο πολιτικός και στρατιωτικός οργανισμός του κράτους, περί ού θέλομεν πραγματευθή αλλαχού του βιβλίου τούτου, ήτο Ρωμαϊκός, συνδεόμενος μετά του οργανισμού του όλου Κράτους και εν Ανατολή· και αυτή η επίσημος γλώσσα του Κράτους ήτο και εν Ανατολή η Λατινική· και επισήμως το κράτος εκαλείτο και ενταύθα Ρωμαϊκόν και οι πολίται Ρωμαίοι. Αλλ’ η γλώσσα η λαλουμένη υπό του λαού, η γλώσσα της Εκκλησίας, της παιδεύσεως και φιλολογίας ήτο Ελληνική· αυτή η πρωτεύουσα ήτο πόλις κατ’ ουσίαν Ελληνική, υπό Ελλήνων το πλείστον οικουμένη.

Μεθ’ όλα ταύτα το Κράτος του Κωνσταντίνου εν τω όλω αυτού περιλαμβάνον και το δυτικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους δεν δύναται να θεωρηθή Ελληνικόν, αλλά θεμέλιον στερεόν Ελληνικού Κράτους εν τω μέλλοντι, ευθύς ως ήθελε χωρισθή πολιτικώς, ως εγένετο μετ’ ού πολύ, η Ανατολή από της Δύσεως.

Η Εκκλησία η Χριστιανική και ιδίως η Ανατολική ετίμησε τον Κωνσταντίνον ως άγιον και ισαπόστολον βασιλέα και εν βασιλεύσιν απόστολον, φρονούσα ότι ο Κωνσταντίνος παρ’ αυτού του Θεού, απ’ ευθείας διά του εν τω ουρανώ φανέντος αυτώ σημείου του σταυρού (σ. 20), ουχί δε παρ’ ανθρώπων, ενεπνεύσθη και εδιδάχθη την εις Χριστόν πίστιν, και διότι κηρύξας, ως είδομεν, την εις Χριστόν πίστιν δι’ έργων και διά λόγων προσείλκυσε πολλούς, ως Απόστολος, εις την πίστιν ταύτην (12). {26} Και ως πρώτος δε Χριστιανός αυτοκράτωρ του Ρωμαϊκού Κράτους ωνομάσθη και υπό της Εκκλησίας βασιλεύς (13) υπό την ιεράν ιδιότητα της αρχής ταύτης κατά την Εκκλησίαν και κατά τας παραδόσεις της Παλαιάς Διαθήκης, κληθείς διά τούτο, όπως ύστερον πάντες οι Χριστιανοί βασιλείς του Ελληνικού κράτους, χριστός του Κυρίου, (14) ήτοι εκλεκτός του Θεού, τεταγμένος υπ’ αυτού ίνα άρχη του εκλεκτού (περιουσίου) λαού του Θεού, ήτοι των Χριστιανών.

Ο Κωνσταντίνος, ο τοσαύτα τελέσας έργα μεγάλα και νέαν περίοδον εγκαινίσας εν τη ιστορία του κόσμου και ιδίως εν τη ιστορία του Ελληνικού έθνους και Μέγας επικληθείς, ετελεύτησε τω 337 μ. Χ. εν Νικομηδεία, οπόθεν αχθείς ο νεκρός αυτού εις Κωνσταντινούπολιν εκηδεύθη μεγαλοπρεπώς και ετάφη εν τω υπό του Κωνσταντίνου αυτού κτισθέντι μεγάλω ναώ των Αγίων Αποστόλων. Ετιμήθη δε είτα ο Κωνσταντίνος και ως άγιος υπό της Εκκλησίας εορταζόμενος τη 21 Μαΐου μετά της μητρός αυτού Ελένης ως αγίας και ταύτης τιμωμένης (15).

  1. Οι διάδοχοι του Μεγάλου Κωνσταντίνου.
    Ο Κωνστάντιος Α’ (337-363 μ. Χ.).

    Μετά τον θάνατον του Κωνσταντίνου του Μεγάλου οι υιοί αυτού Κωνστάντιος, Κώνστας και Κωνσταντίνος, κατά την εν μέρει εκτελεσθείσαν του πατρός προ του θανάτου διάταξιν, διενεμήθησαν του όλου Ρωμαϊκού Κράτους την αρχήν. Και ο μεν Κωνστάντιος έλαβε πάσας τας Ασιατικάς χώρας και την Αίγυπτον, και τας νήσους του Αιγαίου πελάγους, και την Θράκην και την Κάτω Μοισίαν εν Ευρώπη, ο Κώνστας την λοιπήν εν Ευρώπη Ελληνικήν χερσόνησον μετά των προς βορράν Ιλλυρικών χωρών και την Ιταλίαν και τας απέναντι χώρας της Αφρικής, ο δε Κωνσταντίνος τας δυτικάς χώρας της Ευρώπης, ως πρώτου μεταξύ αυτών θεωρουμένου του εν Ανατολή Κωνσταντίου (16).

Αλλά και η νέα αύτη τριαρχία δεν διήρκεσε πολύ. Διότι τρία έτη μετά τον θάνατον του Κωνσταντίνου του Μεγάλου εκ των υιών ο Κωνσταντίνος Β’ θέλων ν’ αφαιρέση την Ιταλίαν από του αδελφού αυτού Κώνσταντος και επελθών κατ’ αυτού εις Ιταλίαν, εφονεύθη έν τινι παρά την Ακυληίαν μάχη· αλλά και ο Κώνστας εφονεύθη μετά 10 έτη (350 μ.Χ.) υπό του αρχηγού των εν Γαλατία στασιασάντων σωματοφυλάκων αυτού και σφετεριστού της αυτοκρατορικής αρχής γενομένου Φράγκου το γένος Μαγνεντίου. Αλλ’ επελθόντος μετ’ ολίγον του Κωνσταντίου κατά του Μαγνεντίου (351) ηττήθη και ούτος και φυγών εις Γαλατίαν εφονεύθη αυτόχειρ (353). Τότε δε πάσαι αι χώραι της Δύσεως υπετάγησαν εις τον Κωνστάντιον, όστις έμεινε νυν μόνος αυτοκράτωρ του όλου Ρωμαϊκού κράτους εδρεύων εν Κωνσταντινουπόλει.

Του Κωνσταντίου Α’ η βασιλεία, διηνεκώς εταράσσετο εσωτερικώς υπό θρησκευτικών ερίδων μεταξύ των Ορθοδόξων Χριστιανών, ήτοι των οπαδών του συμβόλου της Νικαίας, ού καρτερικώτατος και ατρόμητος υπέρμαχος ήτο ο τότε πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος, και των Αρειανών και Ημιαρειανών (17), ών προστάτης ήτο αυτός ο αυτοκράτωρ Κωνστάντιος. Πλην δε των εσωτερικών τούτων ταραχών, επήλθε και ο πόλεμος ο προς τους Πέρσας. Οι Πέρσας, οίτινες μετά τας ήττας, άς έπαθον υπό του Γαλερίου και μετά την επονείδιστον αυτοίς ειρήνην του 297 (ίδ. σ. 25), ησύχαζον επί πεντήκοντα περίπου έτη, νυν αύθις ετάραττον την εξωτερικήν ειρήνην του Κράτους κατά τα μεθόρια. Το γεγονός δε τούτο υπεχρέωσε τον Κωνστάντιον, επειγόμενον συγχρόνως να στρατεύση εναντίον του Μαγνεντίου, να αναθέση την αρχηγίαν του κατά Περσών πολέμου εις τον ανεψιόν αυτού Γάλλον, αναγορεύσας αυτόν και καίσαρα. Ο Γάλλος δεν διέπραξε μεγάλα έργα εναντίον των Περσών, αλλά και ούτοι δεν ήραντο σπουδαίας επιτυχίας εναντίον των Ρωμαίων. Μετ’ ολίγον δε διαβληθείς ο Γάλλος προς τον Κωνστάντιον ως μελετών να αναρρηθή αύγουστος, εφονεύθη κατά την τούτου διαταγήν (354)· έμελλε δε να πάθη το αυτό και ο νεώτερος αυτού αδελφός Ιουλιανός, αν μη επροστάτευεν αυτόν η αυτοκράτειρα Ευσεβία. Διά της προστασίας αυτής σωθείς ο Ιουλιανός, ο μόνος έτι ζων ανεψιός του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, επί τινα μεν χρόνον εσπούδασεν εν Αθήναις, είτα δε εστάλη, νεαρός έτι την ηλικίαν ων, ως καίσαρ εις την Γαλατίαν, ένθα έδειξε, παρά την νεανικήν αυτού ηλικίαν, πολλά δείγματα στρατιωτικής και στρατηγικής αρετής εν τοις εναντίον των Γερμανικών λαών, των Φράγκων και των Αλαμαννών πολέμοις, κατανικήσας τούτους ολοσχερώς παρά το Στρασβούργον (359 μ. Χ.). Αλλά τότε ακριβώς ο Κωνστάντιος θέλων να στρατεύση εναντίον των Περσών εζήτησε παρά του Ιουλιανού την εις αυτόν αποστολήν μέρους του εν Γαλατία Ρωμαϊκού στρατού. Το στρατόπεδον του Ιουλιανού ήτο ιδρυμένον εν Λουτηκία της Γαλατίας (εν τοις νυν Παρισίοις), ότε αφίκετο η διαταγή του Κωνσταντίου. Ότε δε ο Ιουλιανός ανεκοίνωσε ταύτην εις τον στρατόν, ούτος μη θέλων να καταλίπη τον Ιουλιανόν, στασιάσας κατά του Κωνσταντίου ανεκήρυξεν αύγουστον τον Ιουλιανόν. Ούτος ανεκοίνωσε τα γενόμενα εις τον Κωνστάντιον και προέτεινεν αυτώ συμβιβασμόν. Αλλ’ ο Κωνστάντιος, όστις εστράτευε τότε εναντίον των Περσών, μαθών τα γενόμενα και ουδένα στέργων συμβιβασμόν, διέκοψε την κατά Περσών πολεμικήν ενέργειαν, ίνα επέλθη κατά του Ιουλιανού, όστις και αυτός επήρχετο κατά του Κωνσταντίου. Αλλ’ ενώ ούτω μέγας ηπειλείτο εμφύλιος πόλεμος εν τω Κράτει, ο Κωνστάντιος αφικόμενος ήδη εις Κιλικίαν της Μ. Ασίας ετελεύτησε (30 Οκτωβρίου 361 μ. Χ.). Επειδή δε ουδείς πλην του Ιουλιανού υπελείπετο εν τη ζωή κληρονόμος εκ του οίκου του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, απεσοβήθη ο εμφύλιος πόλεμος και σύμπαν το Κράτος ανεγνώρισε την αρχήν του Ιουλιανού.

  1. Ιουλιανός (361- 363 μ. Χ.).
    Ο Ιουλιανός ως στρατιώτης και στρατηγός ηρωικός και ως βασιλεύς πεπαιδευμένος και λόγιος μη στερούμενος καί τινος ευγενείας ήθους, είχε πολλά τα προσόντα, ίνα καταστή αγαθός ηγεμών. Αλλ’ ατυχώς διά το νεανικόν της ηλικίας και την απειρίαν των πραγμάτων και διά τας του παρελθόντος βίου περιπετείας, προ πάντων δε διά το μονομερές της παιδεύσεως, η αγαθή αυτού φύσις δεν υπήρξεν αμιγής και πολλών ελαττωμάτων. Γεννηθείς τω 331 μ. Χ. ήγεν ήδη το έκτον έτος της ηλικίας, ότε αποθανόντος του θείου αυτού Κωνσταντίνου του Μεγάλου επήλθεν η φοβερά σφαγή των αρρένων συγγενών του αυτοκρατορικού οίκου, αφ’ ής εσώθησαν μόνον αυτός και ο αδελφός αυτού Γάλλος. Η πρώτη παίδευσις του Ιουλιανού εγένετο υπ’ ανδρός εμφυτεύσαντος αυτώ την προς τα Ελληνικά γράμματα και την Ελληνικήν φιλοσοφίαν αγάπην. Αλλ’ εν μέσω της τοιαύτης παιδεύσεως, ότε συνεπλήρωσε το τρισκαιδέκατον έτος της ηλικίας, εκλείσθη μετά του αδελφού αυτού Γάλλου εις μοναστήριον, ίνα λάβωσιν αμφότεροι ανατροφήν μοναχικήν. Αλλ’ ενώ ο μικρόνους Γάλλος εγένετο ούτω πράγματι δεισιδαίμων και φανατικός χριστιανός, ο ευφυής Ιουλιανός εν τω περιωρισμένω μοναχικώ βίω ουδέν διδασκόμενος εκ της υψηλοτέρας και βαθυτέρας χριστιανικής σοφίας, προς μεν την θρησκείαν την Χριστιανικήν μεγάλην ησθάνετο αποστροφήν, ηδέως δε ανεμιμνήσκετο των διδαγμάτων της πρώτης παιδεύσεως αυτού. Μετά οκταετή τοιούτον μοναχικόν βίον ηδυνήθη πάλιν να επιδοθή εις την σπουδήν των Ελληνικών γραμμάτων (εν πνεύματι ουχί χριστιανικώ)· μετά δε τον θάνατον του αδελφού αυτού, διά της προστασίας της αυτοκρατείρας Ευσεβίας απαλλαγείς του κατ’ αυτού ωσαύτως επιβουλευομένου κινδύνου του θανάτου, μετέβη εις Αθήνας (354), ίνα εν της αυτόθι περιφήμω τότε ρητορική και φιλοσοφική σχολή εξακολουθήση τας σπουδάς αυτού, καθ’ όν χρόνον εσπούδαζον εν Αθήναις και ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος, οι γενόμενοι ύστερον μεγάλοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας και σφοδρότατοι διά λόγου και διά καλάμου ανταγωνισταί του Ιουλιανού εν τω τούτου κατά του Χριστιανισμού πολέμω. Εν Αθήναις ο Ιουλιανός ελθών εις στενάς σχέσεις προς πολλούς ρήτορας, σοφιστάς και φιλοσόφους εθνικούς, και νέαν εμπνευσθείς αγάπην προς την Ελληνικήν αρχαιότητα, εξεδήλου φανερώς την προς τον Χριστιανισμόν αποστροφήν αυτού. Εν τω Χριστιανισμώ, ούτινος ουδόλως ενόει την εσωτερικήν πνευματικήν φύσιν και ηθικήν δύναμιν, χαρακτήρα και αξίαν, έβλεπεν απλώς τον βία επιβληθέντα αυτώ μοναχικόν περιορισμόν, ενώ εν τη εθνική θρησκεία έβλεπε το κάλλος της ελληνικής ποιήσεως και τέχνης. Εν Αθήναις άλλως ολίγον μόνον χρόνον διέμεινεν ο Ιουλιανός, διότι ήδη τω 355 επέμφθη ως καίσαρ εις την Γαλατίαν, ένθα κατ’ αξιοθαύμαστον τρόπον ο νεαρός το 25 έτος της ηλικίας άγων φιλόσοφος, ο προ μικρού καταλιπών τα εδώλια του σπουδαστού, απεδείχθη μεγαλοφυής στρατηγός διαπράξας όσα είδομεν ανωτέρω.

Ήγεν ήδη ο Ιουλιανός το τριακοστόν έτος της ηλικίας, ότε διά της συνδρομής των περιστάσεων κατέστη, καθά είδομεν, μόνος κύριος του Ρωμαϊκού Κράτους εδρεύων εν Κωνσταντινουπόλει. Πρωτίστη νυν φροντίς του Ιουλιανού ήτο να αναδείξη αύθις την αρχαίαν Ελληνικήν θρησκείαν επίσημον θρησκείαν του Κράτους, μη εννοών ότι ο αρχαίος Ελληνισμός ως θρησκεία ουδεμίαν πλέον ηδύνατο να έχη ζωτικότητα πνευματικήν και ότι μόνη η χριστιανική πίστις ως θρησκεία ηδύνατο να παρέχη πνευματικήν ζωήν τη ανθρωπότητι, προάγων τους οπαδούς αυτής εις τα δημόσια αξιώματα, εκβάλλων δε εκ τούτων τους Χριστιανούς, ανορθών την εθνικήν λατρείαν διά μεγαλοπρεπών τελετών και διά δωρεών βασιλικών εις τους αρχαίους ναούς και μαντεία και αναστρεφόμενος οικειότατα μετά των εθνικών ιερέων και σοφιστών. Αιματηρούς διωγμούς κατά των Χριστιανών δεν ενήργησεν, αλλ’ ηθικώς κατεδίωκεν αυτούς· προς τοις άλλοις δε απηγόρευεν αυτοίς να σπουδάζωσιν εν τοις σχολείοις την Ελληνικήν γλώσσαν. Διά την τοιαύτην αυτού προς τους Χριστιανούς πολιτείαν κατεδικάσθη υπό της Χριστιανικής Εκκλησίας κληθείς Αποστάτης και Παραβάτης και εμισήθη σφόδρα υπό των Χριστιανών· και πατέρες δε της Εκκλησίας μεγάλοι, μάλιστα ο πρώην εν Αθήναις συσπουδαστής αυτού Γρηγόριος ο Θεολόγος, σφοδρούς έγραψαν κατ’ αυτού στηλιτευτικούς λόγους, ιδίως διά την υπ’ αυτού γενομένην εις τους Χριστιανούς απαγόρευσιν της σπουδής των Ελλήνων ποιητών και συγγραφέων. Αλλ’ η βασιλεία του Ιουλιανού υπήρξε λίαν βραχυχρόνιος και ο κατά των Χριστιανών διωγμός, ως προέλεγεν ο μέγας Αθανάσιος, «νεφύδριον ην και ταχύ παρήλθεν». Αφικόμενος εις Κωνσταντινούπολιν τω 362 ο Ιουλιανός εστράτευσε κατά το έαρ του επομένου έτους (363) εναντίον των Περσών, ών βασιλεύς ήτο ο από 310 μ. Χ. ανελθών εις τον θρόνον και εναντίον του Κωνσταντίου Α’ πολεμήσας Σαπώρης (Σαχπούρ) Β’. Την στρατείαν διεξήγαγεν εν αρχή ο Ιουλιανός μετά πολλής ορμής και ανδρείας λαβών επιθετικήν στάσιν και εισβαλών τολμηρώς εις τας χώρας της Περσίας, αλλ’ ύστερον παραπλανηθείς εις ερήμους χώρας ηναγκάσθη να υποχωρήση παρακολουθούμενος εκ του σύνεγγυς υπό μεγάλου στρατού των πολεμίων. Κατά την υποχώρησιν δε ταύτην τρωθείς καιρίως έν τινι μικρά αψιμαχία απέθανεν εκ της πληγής (κατά Ιούλιον του 363 μ. Χ.) το 32 άγων της ηλικίας έτος (18).

  1. Ιοβιανός (363-364).
    Αποθανόντος του Ιουλιανού, ουδενός πλέον υπάρχοντος φυσικού κληρονόμου της αρχής εκ του οίκου του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, ο στρατός ανηγόρευσεν ως αυτοκράτορα επί του πεδίου αυτού της μάχης τον ανώτερον αξιωματικόν Ιοβιανόν, όντα Χριστιανόν και μάλιστα ορθόδοξον. Ούτος δε εθεώρησεν αναγκαίον να συνομολογήση ευθύς ειρήνην προς τους πολεμίους και μάλιστα επί όροις ουχί εντίμοις εις το Ρωμαϊκόν Κράτος, αφού δι’ αυτής απεδίδοντο εις τους Πέρσας πάσαι αι διά των νικών του Γαλερίου (ίδ. σελ. 25) προσαρτηθείσαι εις το Κράτος πέραν του Τίγρητος πέντε επαρχίαι και η περίφημος επί του ποταμού τούτου κειμένη πόλις Νίσιβις (νυν Νεδζίπ) η επί αιώνας διατελούσα μήλον έριδος μεταξύ των δύο κρατών. Προς τούτοις ο αυτοκράτωρ ούτος ανεκάλεσεν ευθύς μετά την ανάρρησιν αυτού τα υπό του Ιουλιανού εναντίον των Χριστιανών εκδοθέντα διατάγματα και απέδωκεν εις την Χριστιανικήν θρησκείαν την προτέραν εν τω Κράτει θέσιν και δύναμιν. Αλλ’ ο Ιοβιανός πριν ή έτι επιστρέψη εις Κωνσταντινούπολιν ετελεύτησε καθ’ οδόν υπό νόσου εν Βιθυνία (κατά Φεβρουάριον του 364 μ. Χ.) 8 μήνας μετά την ανάρρησιν αυτού· και ο στρατός ανηγόρευσε τότε αυτοκράτορα τον επίσης ορθόδοξον Χριστιανόν στρατηγόν Ουαλεντινιανόν.
  2. Οι αυτοκράτορες Ουαλεντινιανός (364-376) και
    Ουάλης (364-378).

    Ο αυτοκράτωρ Ουαλεντινιανός, θεωρών αναγκαιοτέραν την παρουσίαν αυτού εν τη Δύσει ή τη Ανατολή, ανηγόρευσεν αυτοκράτορα της Ανατολής τον αδελφόν αυτού Ουάλεντα, αυτός δε μετέβη εις τας δυτικάς χώρας του κράτους. Ενταύθα επολέμησεν ο Ουαλεντινιανός επιτυχώς εναντίον των διαφόρων Γερμανικών φυλών, αίτινες εποιούντο κατά το σύνηθες επιδρομάς εις τας χώρας του κράτους, και ιδίως εναντίον του Γερμανικού λαού των Αλαμαννών, οίτινες εισέβαλλον εις την ανατολικήν Γαλατίαν.

Ο δε Ουάλης ο άρχων των Ελληνικών χωρών της Ανατολής ήτο μεν Χριστιανός, ουχί όμως και ορθόδοξος ως ο αδελφός αυτού, αλλ’ ημιαρειανός, και ως τοιούτος κατεδίωκε τους οπαδούς της ορθοδοξίας καθ’ όλον το Κράτος, θέλων να επιβάλη πανταχού του κράτους το δόγμα των ημιαρειανών. Ενώ δε ούτω θρησκευτικαί έριδες ετάρασσον την εσωτερικήν ειρήνην της Ανατολής, οι Πέρσαι εγένοντο αύθις απειλητικοί εν τοις μεθορίοις υπό τον έτι ζώντα και βασιλεύοντα Σαπώρην Β’. Κατά τούτου στρατεύσας ο Ουάλης κατώρθωσε να υποχρεώση αυτόν να συνομολογήση ανακωχήν προς το Κράτος. Αλλά κίνδυνοι άλλοι νέοι ενέσκηψαν νυν ορμητικώς από βορρά επί την Ανατολήν.

Είδομεν ότι (σ. 10) ο Γερμανικής καταγωγής λαός των Γότθων είχεν ιδρύσει περί τας αρχάς του 3 μ. Χ. αιώνος δύο κράτη βαρβαρικά εκτεινόμενα από της Βαλτικής θαλάσσης μέχρι του Ευξείνου, το των Ανατολικών Γότθων ή Ουστρογότθων και το των Δυτικών Γότθων ή Βησιγότθων, και ότι οι Βησιγότθοι ώκουν μεταξύ του Δανουβίου και του Βορυσθένους, ανατολικώτερον δε τούτου μέχρι του Τανάιδος ή Δων ώκουν οι Ουστρογότθοι.

Οι Γότθοι ούτοι, και μάλιστα οι Ουστρογότθοι, είχον προσέλθει εις τον Χριστιανισμόν από του τέλους του 3 μ. Χ. αιώνος, και εν τη α’ εν Νικαία Οικουμενική συνόδω είχε παραστή και επίσκοπος αυτών καλούμενος Ουλφίλας (19), ο κυρίως διαδούς την Χριστιανικήν πίστιν μεταξύ των Γότθων και των άλλων Γερμανικών λαών. Ο Ουάλης εν αρχή της βασιλείας αυτού επολέμησεν επί τρία έτη εναντίον των Βησιγότθων, διότι ούτοι είχον υποστηρίξει διά 30 χιλιάδων οπλιτών σφετεριστήν τινα αντίπαλον του αυτοκράτορος, και υπεχρέωσε τον βασιλέα αυτών Αθανάριχον, όστις ήτο Χριστιανός, να μη επιτρέπη εις τους Γότθους αυτού να διαβαίνωσι τον Δανούβιον και να εισέρχωνται εις τας χώρας του κράτους· συγχρόνως δε κατώρθωσε να δεχθώσιν ο Αθανάριχος και οι Βησιγότθοι αυτού το δόγμα των Αρειανών (μάλλον των Ημιαρειανών). Ένεκα δε τούτου και άλλοι τινές Γερμανικοί λαοί (Γεπίδαι, Βανδήλοι, Λαγγοβάρδοι) δεξάμενοι παρά των Γότθων τον Χριστιανισμόν επρέσβευον το δόγμα των Αρειανών.

Ενώ λοιπόν οι Βησιγότθοι διήγον εν ειρήνη προς το Ρωμαϊκόν κράτος υπό τον βασιλέα αυτών Αθανάριχον κατά τας γενομένας προς τον Ουάλεντα συνθήκας, αίφνης, καθ’ όν χρόνον ο Ουάλης ένεκα του κατά Περσών πολέμου μεταβάς εις τας ανατολικάς χώρας του κράτους αυτού ευρίσκετο εν Αντιοχεία της Συρίας, ήλθον προς αυτόν πρέσβεις των Βησιγότθων τούτων, τω 376 μ. Χ., τω αυτώ έτει, καθ’ ό ετελεύτα εν τη Δύσει ο αυτοκράτωρ Ουαλεντινιανός, αιτούμενοι παρά του Ουάλεντος ίνα επιτρέψη αυτοίς να διαβώσι τον Δανούβιον και εγκαθιστάμενοι εντεύθεν του ποταμού τούτου εντός των ορίων του κράτους, ως υπήκοοι του αυτοκράτορος, αμύνωνται εναντίον των βαρβάρων υπέρ της ασφαλείας του Κράτους.

Η αιτία του τοιούτου παρά τω Ουάλεντι διαβήματος των Βησιγότθων ήτο μέγα τι γεγονός των τότε χρόνων εν τη παγκοσμίω ιστορία, η Μεγάλη καλουμένη Μετανάστευσις των λαών, η τοσούτων γενομένη αφορμή μεγάλων μεταβολών εν τε τω όλω Ρωμαϊκώ κράτει και εν τω βαρβαρικώ κόσμω της Ευρώπης, και επιταχύνασα την κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους εν τη Δύσει. Διά τούτο ανάγκη, ίνα νοήσωμεν καλώς τα νυν μεταξύ του Ουάλεντος και των Βησιγότθων γινόμενα, να διακόψωμεν επί μικρόν την αφήγησιν της ιστορίας του Ουάλεντος και να στρέψωμεν το βλέμμα ημών προς τας αχανείς εκείνας χώρας της Ασίας και της ανατολικής Ευρώπης, εξ ών, οιονεί τις πλήμμυρα βαρβαρική, επήλθεν επί το Ρωμαϊκόν κράτος και την λοιπήν Ευρώπην το πλήθος εκείνο των βαρβάρων επιδρομέων γενικήν εν τω πλείστω μέρει της Ευρώπης επενεγκόν αναστάτωσιν φυλών και εθνών.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β’.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ

  1. Οι Ούννοι.
    Ως είπομεν, οι Γότθοι κατά τον 4 μ. Χ. αιώνα ώκουν εν τη Ανατολική Ευρώπη μέχρι του Τανάιδος ή Δων ποταμού. Όπισθεν τούτου και ανατολικώτερον μεταξύ του Δων και του νυν Βόλγα ποταμού ώκει φυλή τις ανάμικτος εκ Γερμανών και Σλαύων, η φυλή των Αλανών, όπισθεν δε και ανατολικώτερον τούτων μέχρι των ένδον της Ασίας ήσαν βάρβαροι λαοί άγνωστοι εις τον Ρωμαϊκόν κόσμον. Ούτως είχον τα πράγματα εν τη Ανατολική Ευρώπη ότε επί της βασιλείας του Ουάλεντος εν τη Ανατολή και του Ουαλεντινιανού εν τη Δύσει, περί το 374 μ. Χ., ήχησε δεινώς ανά παν το Ρωμαϊκόν κράτος και μεταξύ των εν τη μέση και Ανατολική Ευρώπη Γερμανικών και Σλαυικών λαών το φοβερόν όνομα των Ούννων. Διεδόθη πανταχού η φήμη ότι απ’ ανατολών, εκ των πέραν του Τανάιδος και του Βόλγα χωρών, επήρχοντο στίφη βαρβάρων ειδεχθεστάτων την όψιν και αγριωτάτων τον βίον.

Στίφη Αλανών και Γότθων φευγόντων προς δυσμάς έμπροσθεν του εμφανισθέντος βαρβάρου λαού διέδιδον τας τρομακτικωτάτας περί αυτού ειδήσεις, μαρτυρούσας οίαν εντύπωσιν εις την φαντασίαν αυτών ενεποίουν οι νέοι βάρβαροι επιδρομείς της Ευρώπης. «Από των χιονοσκεπών ορέων της Ασίας εκυλίσθησαν απειράριθμα καταστρεπτικά, ακάθεκτα εν τη ορμή αυτών στίφη, μικράν ομοιότητα έχοντα προς ανθρώπους, αντί προσώπων έχοντα όγκον σαρκός, άνευ πώγωνος και μετά μικρών κοίλων οφθαλμών και πλατειών ρινών, αναστήματος βραχέος, όμοια προς δίποδα θηρία ή προς κορμούς ατελώς μεμορφωμένους, δυσειδέστατα τα σώμα, απεχθέστατα δ’ εν τω τρόπω του ζην αλλ’ ευκίνητα, οιονεί ιπτάμενα επί των ίππων αυτών». Περιεγράφοντο δε και υπό της προτρεχούσης αυτών φήμης και ως όντα λίαν αιμοχαρή, ως φονεύοντα δι’ ακοντίων ευστοχότατα ριπτομένων και θυσιάζοντα τους αιχμαλώτους εις τους θεούς αυτών. Ελέγετο δε ότι τα ανθρωποειδή ταύτα όντα παρήχθησαν από μίξεως των κακών δαιμόνων της ερήμου μετά Σκυθίδων βακχίδων. {35} Βραδύτερον, ότε οι Ούννοι εγνωρίσθησαν εκ του σύνεγγυς υπό των Γερμανών και των Ρωμαίων και περιεγράφησαν ακριβέστερον και πραγματικώτερον, εγνώσθη ότι ήσαν λαοί ανθρωπολογικώς Μογγολικής καταγωγής, βαρβαρώτατοι τον βίον, ουδέν γινώσκοντες των στοιχειωδεστάτων βίου οπωσούν ανεπτυγμένου, ούτε κώμας οικούντες ούτε κατοικίας έχοντες άλλας πλην των ίππων και των σκηνών αυτών, ουδέν εκτιμώντες ούτε των υλικών αγαθών (χρυσόν, άργυρον), αλλά τα πάντα καταστρέφοντες διά πυρός και σιδήρου και την μεγίστην ηδονήν αισθανόμενοι εν τω φονεύειν ανθρώπους και καταστρέφειν έργα ανθρωπίνης τέχνης. Νεώτεραι δε συγκριτικαί ιστορικαί μελέται κατέστησαν πιθανωτάτην την γνώμην, ότι οι Ούννοι ούτοι ήσαν οι αρχαιότερον εν τοις Σινικοίς χρονικοίς αναφερόμενοι Χιογκνού, λαοί Μογγολικής καταγωγής οι πλανώμενοι εις τας προς βορράν της Κίνας αχανείς πεδιάδας της βορείου Ασίας, πολλάς και δεινοτάτας ποιούμενοι επιδρομάς εις τας Σινικάς χώρας, από δε του 2 μ. Χ. αιώνα εξαφανιζόμενοι εκ των ορίων της Κίνας, καταδιωκόμενοι υπ’ άλλων βαρβάρων και μεταβαίνοντες εις τας βορειοδυτικάς υπέρ την Κασπίαν χώρας της Ασίας και διεσπαρμένοι εν ταις μέχρι του Βόλγα ερήμοις πεδιάσιν, οπόθεν τω 374 πιεζόμενοι υπό νέων πάλιν βαρβάρων διέβησαν τον Βόλγαν και εισέβαλον εις την χώραν των Αλανών. Οι Αλανοί τάχιστα κατεβλήθησαν υπό των απειραρίθμων Ουννικών στιφών και διαβάντες τον Τάναϊν εισήλθον εις τας χώρας των Ουστρογότθων. Αλλ’ η θύελλα η Ουννική δεν εβράδυνε να ενσκήψη και ενταύθα. Οι Ουστρογότθοι γενναίως αντετάχθησαν υπό τον γηραιόν ηρωικόν βασιλέα αυτών Ερμάνριχον εναντίον των Ούννων, αλλ’ ο μεν Ερμάνριχος εφονεύθη μαχόμενος γενναίως, οι δε Ούννοι προήλασαν ακάθεκτοι προς τα πρόσω καταλαμβάνοντες πάσας τας μέχρι Δανουβίου χώρας. Οι Ουστρογότθοι καταδιωκόμενοι ετράπησαν προς τον άνω Δανούβιον, εις τας νυν Ουγγρικάς και Αυστριακάς χώρας, οι δε Βησιγότθοι εζήτησαν, ως είπομεν, να διέλθωσι τον Δανούβιον και να προσφύγωσιν εις τας εντεύθεν του ποταμού χώρας του Ελληνορωμαϊκού κράτους και επί τούτω ητήσαντο την άδειαν του Ουάλεντος. Εν τω μεταξύ οι Ούννοι εξέτειναν τας εισβολάς αυτών προς βορράν μέχρι της Βαλτικής θαλάσσης καταλαβόντες πάσας τας ευρυτάτας χώρας της νυν νοτίας και μέσης Ρωσίας και αναγκάσαντες τους εν τη μέση Ρωσία οικούντας Σκυθικούς ή Σλαυικούς λαούς να επιπέσωσιν επί τους παρά την Βαλτικήν και τον Ουιστούλαν και τον Άλβιν Γερμανικούς λαούς. Τότε οι Γερμανικοί λαοί οι βορειότερον και ανατολικώτερον οικούντες επέπεσον επί τους νοτιώτερον και δυτικώτερον οικούντας Γερμανούς, ούτοι δε πάλιν επί τας χώρας τας δυτικάς του Ρωμαϊκού κράτους διαβάντες τας Άλπεις και τον Ρήνον, είτα δε και τα Πυρηναία. Και εντεύθεν ήρξατο κίνησις λαών δίκην κυμάτων φερομένων από των όχθων της Βαλτικής μέχρι της Ιταλίας, Γαλατίας, Ισπανίας και εντεύθεν μέχρι της Αφρικής και των ορίων της Αιγύπτου. Τα αποτελέσματα της μεγάλης ταύτης επ’ άλληλα κινήσεως των Γερμανικών εθνών, ής αποτέλεσμα υπήρξεν η κατάλυσις του Ρωμαϊκού κράτους εν τη Δύσει, θέλομεν εκθέσει βραδύτερον εν τω οικείω τόπω, νυν δε επανερχόμεθα εις την ιστορίαν του Ουάλεντος, εφ’ ού το κύμα της μεταναστεύσεως των εθνών κατέκλυσεν εν μέρει και παροδικώς και την Ελληνικήν Ανατολήν.

  1. Ο Ουάλης και οι Βησιγότθοι.
    Επιδρομή αυτών εις το κράτος.
    Ο Ουάλης εις τους Βησιγότθους τους παρ’ αυτού αιτουμένους να εγκαταστώσιν εντός των ορίων του κράτους επέτρεψε να οικήσωσιν εν τη μεταξύ του Δανουβίου και του Αίμου Κάτω Μοισία (νυν Βουλγαρία), αλλ’ επί τω όρω να παραδώσωσι τα όπλα αυτών εις τας αυτοκρατορικάς αρχάς και να παράσχωσιν ως ομήρους μέρος των παίδων αυτών, οίτινες επέμφθησαν εις την Μικράν Ασίαν. Αλλ’ οι αυτοκρατορικοί υπάλληλοι εξήγειραν μετ’ ολίγον την σφοδράν αγανάκτησιν του βαρβάρου, αλλ’ ανδρείου λαού, παρέχοντες αυτοίς επί τιμαίς βαρυτάταις τα προς το ζην. Επειδή δε δεν ήσαν εντελώς άοπλοι, διότι είχον κατορθώσει να κρύψωσι μέρος των οπλών αυτών, κατεσκεύασαν δε και άλλα εν τω τόπω, εν ώ εγκατέστησαν, εξηγέρθησαν ένοπλοι και ενισχυθέντες υπό νέων στιφών Γοτθικών ελθόντων εκ των πέραν του Δανουβίου, μεθ’ ών ηνώθησαν καί τινα μεμονωμένα στίφη Αλανών και Ούννων, υπερέβησαν τον Αίμον και εξεχύθησαν εις την Θράκην. Ο Ουάλης επήλθε μετά στρατού κατά των βαρβάρων, αλλ’ εν τη μάχη, ήν συνήψαν προς αυτόν ούτοι πλησίον της Αδριανουπόλεως (9 Αυγούστου 378 μ. Χ.), ηττήθη κατά κράτος ο Ουάλης, απολέσας τα δύο τρίτα του στρατού αυτού. Πληγωθείς δε και αυτός ο Ουάλης και αχθείς εις αχυρώνα τινα εκάη εντός αυτού υπό των πυρπολησάντων αυτόν βαρβάρων αγνοούντων την ενταύθα παρουσίαν του αυτοκράτορος. Και νυν πάσα η ύπαιθρος χώρα μέχρι Θεσσαλίας και Ηπείρου ευρίσκετο εις την διάκρισιν των βαρβάρων, ών την ορμήν ανέκοπτον μόνον τα τείχη και τα οχυρώματα των πόλεων. {37} Την Κωνσταντινούπολιν υπερήσπισε τότε επιτυχώς η χήρα αυτοκράτειρα, Δομνίκα διά μισθοφόρων Σαρακηνών (Αράβων) μεταπευφθέντων εξ Ασίας.
  2. Ο αυτοκράτωρ Γρατιανός (376-383) και
    ο Θεοδόσιος ο Μέγας (379-395 μ. Χ.).
    Εν τω μεταξύ τον εν τη Δύσει δύο έτη προ του θανάτου του Ουάλεντος αποθανόντα αυτοκράτορα Ουαλεντινιανόν είχε διαδεχθή ο υιός αυτού Γρατιανός, μόλις το 16 της ηλικίας άγων έτος. Ο Γρατιανός ήτο, ως ο πατήρ αυτού, ορθόδοξος, δεν έδειξεν όμως την προς τους εθνικούς και προς τους ετεροδόξους Χριστιανούς υπό του Ουαλεντινιανού δειχθείσαν συνετήν μετριοπάθειαν και ανεξιθρησκείαν, αλλ’ εν τω ζήλω αυτού υπέρ της ορθοδόξου Χριστιανικής πίστεως κατεδίωξεν αμφοτέρους. Καταλιπών δε την διοίκησιν της Ιταλίας εις τον ετεροθαλή αδελφόν αυτού Ουαλεντινιανόν, περιωρίσθη αυτός εις την διοίκησιν των κυρίως δυτικών χωρών υπερασπίζων αυτάς ως ο πατήρ αυτού εναντίον των από Γερμανίας βαρβαρικών επιδρομών. Ότε δε οι Βησιγότθοι εστράτευον εναντίον του θείου αυτού Ουάλεντος και εισέβαλλον εις την Θράκην, ο Γρατιανός παρεσκευάσθη ευθύς ίνα έλθη εις βοήθειαν του θείου αυτού, αλλ’ εκωλύθη επί μικρόν ένεκα πολέμου τινός προς τους Αλαμαννούς, ούς ενίκησε λαμπρώς. Μετά την επελθούσαν εν Αδριανουπόλει καταστροφήν του Ουάλεντος ο Γρατιανός τοσούτω μάλλον εφρόντισε περί υπερασπίσεως της Ελληνικής χερσονήσου εναντίον των Βησιγότθων, όσον αι χώραι της χερσονήσου ταύτης, πλην της Θράκης, υπήγοντο εις το κράτος αυτού και ήσαν υπό την διοίκησιν του εν Ιταλία εδρεύοντος αδελφού αυτού Ουαλεντινιανού. Και νυν έπεμψεν ο Γρατιανός εις την Ανατολήν εναντίον των Βησιγότθων τον γενναίον, εξ Ιβηρίας καταγόμενον, στρατηγόν Θεοδόσιον δους αυτώ αξιόλογον στρατιωτικήν δύναμιν. Ο Θεοδόσιος ενίκησε τους Γότθους εν πολλαίς μάχαις· αλλ’ η εντελής καθυπόταξις ή εξολόθρευσις των βαρβάρων τούτων ήτο έργον χαλεπώτατον, και διά τούτο μετά τετραετείς κατ’ αυτών αγώνας έδωκεν αυτοίς ειρήνην επιεική (382 μ. Χ.). Επέτρεψε δηλονότι αυτοίς να οικήσωσι πάλιν εν Μοισία ως υπήκοοι του κράτους μετά τινος περιωρισμένης αυτονομίας, υποχρεούμενοι να συγκροτήσωσι στρατόν 40 χιλιάδων ανδρών υπηρετούντων υπό ιδίους αρχηγούς εν τω στρατώ του αυτοκράτορος. Ο στρατός ούτος καλούμενος τιμητικώς στρατός «συμμαχικός», «στρατός των φοιδεράτων» (Λατιν. foederati = σύμμαχοι), ήνου μεν την φυσικήν ανδρείαν των βαρβάρων προς την τέχνην την στρατιωτικήν των Ρωμαίων, και κατά τούτο υπό έποψιν καθαρώς στρατιωτικήν ήτο χρήσιμος, αλλ’ ενταυτώ ήτο επικίνδυνος, ένεκα των προς αποστασίαν ροπών αυτού, ως απέδειξαν τούτο τα μετ’ ολίγον συμβάντα. Τοιούτον υπήρξε το πρώτον μέρος των εν ταις Ελληνικαίς χώραις αποτελεσμάτων της Μεγάλης Μεταναστεύσεως των Εθνών· αλλά τα επί Ουάλεντος και Θεοδοσίου γενόμενα, καίπερ μεγάλας επενεγκόντα καταστροφάς εις ουκ ολίγας χώρας Ελληνικάς, ήσαν έτι απλούν προοίμιον των μεγάλων εις τας χώρας ταύτας επιδρομών, αίτινες εγένοντο επί των διαδόχων του Θεοδοσίου. Αλλ’, ενόσω εβασίλευεν ούτος, επεκράτει ησυχία τις μη διακοπείσα, μετά την μνημονευθείσαν προς τους Βησιγότθους ειρήνην μέχρι του θανάτου του βασιλέως.

Ο Θεοδόσιος, αφού ειρήνευσε την Ανατολήν εξωτερικώς, εζήτησε να δώση εις αυτήν και την εσωτερικήν ησυχίαν δι’ ισχυράς και συνετής κυβερνήσεως. Και κατεδίωξε μεν ως ευσεβής και ζηλωτής χριστιανός την εθνικήν λατρείαν, απαγορεύσας επισήμως διά νόμου την τέλεσιν αυτής και διαλύσας τους συλλόγους των εθνικών ιερέων και διατάξας να κλεισθώσιν οι ναοί και να δημευθώσιν αι περιουσίαι αυτών· αλλ’ οι διωγμοί ούτοι δεν υπήρξαν αιματηροί. Εξ άλλου ο Θεοδόσιος εν τω υπέρ της Χριστιανικής πίστεως ζήλω αυτού εφρόντισε να καταπαύση και τας εσωτερικάς εν τη χριστιανική Εκκλησία έριδας, αίτινες προήρχοντο από των έτι σωζομένων Αρειανών και Ημιαρειανών και από νέων αιρέσεων ή καινοτομιών δογματικών, ιδίως από της των Πνευματομάχων καλουμένων. Προς τον σκοπόν δε τούτον συνεκάλεσε, κατά το παράδειγμα του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Σύνοδον Οικουμενικήν εν Κωνσταντινουπόλει, την Β’ Οικουμενικήν Σύνοδον (281 μ. Χ.). Η Σύνοδος αύτη συνεπλήρωσε το σύμβολον της Νικαίας ως προς τα αναφερόμενα εις το Άγιον Πνεύμα, εθέσπισε δε και πολλάς εις την διοίκησιν της Εκκλησίας αναγομένας διατάξεις. Ένεκα της τοιαύτης ευσεβούς προς την Εκκλησίαν αφοσιώσεως ο Θεοδόσιος εκλήθη, υπό των Χριστιανών ιδίως, Μέγας.

Καθ’ όν χρόνον ο Θεοδόσιος αποκαθίστα εν τω ανατολικώ τμήματι, του Ρωμαϊκού κράτους την εξωτερικήν και την εσωτερικήν ειρήνην, εν τω δυτικώ τμήματι επήρχοντο σοβαραί ταραχαί εσωτερικαί. Ο νεαρός, αλλά γενναίος αυτοκράτωρ Γρατιανός ένεκα της μεγάλης αυτού προς τον στρατόν αυστηρότητος διήγειρε δυσαρεσκείας εν αυτώ, άς επωφεληθείς γενναίος τις εξ Ιβηρίας αξιωματικός Μάξιμος επανέστη εν Βρεττανία κατά του Γρατιανού αναγορευθείς αυτός υπό του στρατού αυτοκράτωρ. Ο Μάξιμος ευθύς μετά την αποστασίαν και την ανάρρησιν αυτού επήλθεν εναντίον του εν Γαλατία ευρισκομένου Γρατιανού, όστις εγκαταλειφθείς υπό του στρατού αυτού φεύγων εφονεύθη παρά το Λούγδουνον (την νυν Λυών) της Γαλατίας (383 μ. Χ.). Ο Θεοδόσιος ανεγνώρισεν εν αρχή, εξ ανάγκης, τον Μάξιμον ως αυτοκράτορα των δυτικών χωρών (Βρεττανίας, Γαλατίας και Ιβηρίας), υποχρεώσας αυτόν να αναγνωρίση την επί της Ιταλίας και της Αφρικής αρχήν του νεωτέρου αδελφού του Γρατιανού Ουαλεντινιανού Β’ (ίδ. σ. 37)· αλλ’ ότε ούτος επελθών και κατά της Ιταλίας και τρέψας εις φυγήν τον Ουαλεντινιανόν Β’ κατέστη κύριος απάσης της Δύσεως, τότε ο Θεοδόσιος προσέδραμεν εις τα όπλα και επελθών κατά του τολμηρού σφετεριστού ενίκησεν αυτόν εν Παννονία (τη νυν Ουγγαρία, ως είρηται). Ο Μάξιμος φεύγων εφονεύθη εν τη Ιταλική πόλει Ακυληία (388 μ. Χ.). Ο νικηφόρος Θεοδόσιος γενναιοφρόνως νυν έδωκεν εις τον Ουαλεντινιανόν Β’ πάσαν την αρχήν της Δύσεως. Αλλά μετ’ ολίγον εφονεύθη ο Ουαλεντινιανός Β’ υπό του εν τη Ρωμαϊκή στρατιωτική υπηρεσία ευρισκομένου Φράγκου Αρβογάστου, όστις αναγορεύσας αυτοκράτορα τον Ρωμαίον γραμματέα αυτού Ευγένιον ήθελεν αυτός πράγματι να άρχη εν ονόματι του νέου αυτοκράτορος (20) (392). Αλλ’ ο Θεοδόσιος επελθών νυν κατά των νέων σφετεριστών ενίκησεν αυτούς ταχέως· και ο μεν Ευγένιος εθανατώθη υπ’ αυτού του νικητού, ο δε Αραβόγαστος εφόνευσεν αυτός εαυτόν (394 μ. Χ.). Νυν ο Θεοδόσιος Α’ ήνωσε σύμπαν το κράτος υπό το σκήπτρον αυτού. Αλλά μικρόν μόνον επέζησε τη τοιαύτη επιτυχία αποθανών μετά έν έτος (395 μ. Χ.) και καταλιπών την αρχήν εις τους δύο υιούς αυτού Αρκάδιον και Θεοδόσιον.

  1. Αρκάδιος (395-408 μ. Χ.) και Θεοδόσιος
    (395-423 μ. Χ.)

    Κατά την υπ’ αυτού του Θεοδοσίου Α’ προ του θανάτου γενομένην διάταξιν ο μεν πρεσβύτερος των υιών Αρκάδιος έλαβε την κυβέρνησιν του ανατολικού τμήματος του κράτους, ο δε νεώτερος Θεοδόσιος έλαβε την κυβέρνησιν του δυτικού τμήματος του κράτους. Επειδή δε από του γεγονότος τούτου ουδέποτε σχεδόν ή εν παρόδω και επ’ ολίγιστον μόνον χρόνον τα δύο τμήματα του κράτους ηνώθησαν υπό μίαν αρχήν και κυβέρνησιν, η υπό του Θεοδοσίου Α’ γενομένη μεταξύ των δύο υιών αυτού διανομή του κράτους και η εις τον θρόνον του Βυζαντίου άνοδος του Αρκαδίου θεωρούνται συνήθως ως η πραγματική αρχή του Ελληνορωμαϊκού κράτους της Ανατολής, του δυτικού μένοντος Λατινικού (21). {40} Εις δε την υπό τοιαύτην έννοιαν αντίληψιν του γεγονότος συνετέλεσε και τούτο, ότι, ενώ εν τη προηγουμένη επί των υιών του Μεγάλου Κωνσταντίνου διαιρέσει του κράτους, ως και επί της μεταξύ του Ουαλεντινιανού και του Ουάλεντος, το ανατολικόν τμήμα του κράτους περιελάμβανεν εν Ευρώπη μόνον την Θράκην και την κάτω Μοισίαν, αι δε λοιπαί εν Ευρώπη Ελληνικαί χώραι ηνωμέναι διοικητικώς μετά της Ιταλίας υπήγοντο εις την Δύσιν νυν το του Αρκαδίου κράτος περιελάμβανε και πάσας τας εν Ευρώπη Ελληνικάς χώρας, ως τούτο εγένετο και κατά την επί του Γρατιανού ανάρρησιν του Θεοδοσίου Α’ ως αυτοκράτορος της Ανατολής (379 μ. Χ.) (22). Αλλ’ όμως και μετά την επί των δύο παίδων του Θεοδοσίου Α’ διαίρεσιν του κράτους, η εσωτερική πολιτική ενότης μεταξύ των δύο τμημάτων του Ρωμαϊκού κράτους υφίστατο έτι επί ικανόν χρόνον, και το Ελληνικόν κράτος της Ανατολής δεν εχωρίζετο αποτόμως από του Λατινικού της Δύσεως· αλλ’ αμφότερα εθεωρούντο έτι αποτελούντα έν κατ’ ουσίαν Ρωμαϊκόν κράτος, αν και δεν έλειπον και έριδες και αντιζηλίαι μεταξύ των αυτοκρατορικών αυλών και των πολιτικών ανδρών των δύο κρατών.

Επί του Αρκαδίου του ανελθόντος εις τον θρόνον κατά το 18 έτος της ηλικίας αυτού, ένεκα της απειρίας του νεαρού βασιλέως και της ανικανότητος και της φαυλότητος των συμβούλων αυτού πολλαί επήλθαν συμφοραί εις το κράτος το ανατολικόν. Μόλις απέθανεν εν Κωνσταντινουπόλει τω 395 μ. Χ. ο Θεοδόσιος Α’ ή Μέγας, όστις διά της δυνάμεως και ενεργείας και της φρονήσεως αυτού είχεν ειρηνεύσει τους Βησιγότθους, επανέστησαν ούτοι κατά της Κυβερνήσεως του Αρκαδίου και καταστήσαντες αρχηγόν αυτών άνδρα τινά εκ των παρ’ αυτοίς αρχαίων ηρωικών γενών, τον βάρβαρον, αλλά γενναίον και ηρωικόν Αλάριχον, εισήλασαν ορμητικώς εις τας εντεύθεν του Αίμου επαρχίας του κράτους (396). Και αφού εν Θράκη προήλασαν μέχρι των τειχών αυτών της Κωνσταντινουπόλεως, εστράφησαν είτα προς νότον αρπάζοντες και λεηλατούντες πάσαν την χώραν και προυχώρησαν μέχρι της Πελοποννήσου. Αι Θερμοπύλαι ένεκα προδοσίας κατελείφθησαν ανυπεράσπιστοι, οι δε Βησιγότθοι και ο Αλάριχος κατέλαβον και τας Αθήνας και ελεηλάτησαν αυτάς. Οι Βησιγότθοι ήσαν, καθώς είπομεν, Χριστιανοί αρειανοί εξ ίσου μισούντες και τους εθνικούς και τους ορθοδόξους Χριστιανούς· ως δε Χριστιανοί φανατικοί αγόμενοι υπό ιερέων φανατικών αρειανών επέφερον καταστροφάς και εις τα μνημεία της αρχαίας Ελληνικής τέχνης και λατρείας. Και δεν έβλαψαν μεν εν Αθήναις τα μνημεία της τέχνης ως φαίνεται, αλλά κατά την εις Πελοπόννησον προέλασιν αυτών κατέστρεψαν εν Ελευσίνι τον σεβάσμιον ενταύθα ναόν της Δήμητρος, εφόνευσαν δε και τον τελευταίον ιεροφάντην των Ελευσινίων μυστηρίων (23). Και εις Πελοπόννησον δε εισβαλόντες μεγίστας επήνεγκον ενταύθα καταστροφάς πόλεων αρχαίων και ιερών αλλοιώσαντες την όψιν της αρχαίας ταύτης Ελληνικής χώρας και επαγαγόντες την παρακμήν του ενταύθα Ελληνικού βίου.

Απέναντι της φοβεράς ταύτης εις τας αρχαιοτάτας κοιτίδας του Ελληνικού και Ευρωπαϊκού πολιτισμού βαρβαρικής επιδρομής οι εν Κωνσταντινουπόλει σύμβουλοι του Αρκαδίου ερίζοντες και επιβουλεύοντες αλλήλοις ουδόλως ειργάζοντο σπουδαίως προς απόκρουσιν των επιδρομέων. Ο στρατός του κράτους συνέκειτο τότε κυρίως από μισθοφόρων βαρβάρων Γερμανών, εν οίς το κυριώτατον μέρος απετέλουν πάλιν, οι Γότθοι. Ούτοι δ’ απετέλουν και τον συμμαχικόν, ως είπομεν, στρατόν των φοιδεράτων. Και οι Γότθοι δε ούτοι εστασίαζον προς τους εν Κωνσταντινουπόλει κυβερνώντας, καθ’ όν χρόνον, ο Αλάριχος διέτρεχε λεηλατών τας Ευρωπαϊκάς χώρας του Κράτους. Κατά τους χρόνους τούτους και οι Ούννοι εισέβαλλον εις την Μικράν Ασίαν εισερχόμενοι από της Ανατολικής Ευρώπης διά των στενών του Καυκάσου (των Κασπίων Πυλών). Και οι Γότθοι δε οι πεμπόμενοι προς άμυναν της Μ. Ασίας εναντίον των Ούννων εστασίασαν και ούτοι. Εν τοιαύτη οικτρά καταστάσει ευρισκομένων των πραγμάτων, ως σωτήρ του κράτους παρέστη ο βάρβαρος (Βανδήλος), αλλ’ ισχυρός και συνετός και χρηστός σύμβουλος του εν τη Δύσει αυτοκράτορος Ονωρίου, ο διοικών νυν ισχυρώς τα του Δυτικού κράτους, ο Στελίχων, μεγάλας κεκτημένος στρατιωτικάς αρετάς. Ευθύς ως ήλθεν ούτος εις Πελοπόννησον μετά στόλου και στρατού και επήλθε κατά του εν Αρκαδία τότε ευρισκομένου Αλαρίχου, εις τοιαύτην εντός σμικρού περιήγαγε τούτον αμηχανίαν εν τοις όρεσι τοις Αρκαδίας (εν Φολόη) ώστε μόλις εσώθη από ολοσχερούς καταστροφής φεύγων μετά σπουδής διά του Ρίου εις την Αιτωλίαν και εκείθεν εις την Ηπειρον καταδιωκόμενος, υπό του Στελίχωνος. Αλλά νυν σωτήρες του Αλαρίχου εγένοντο οι εν Κωνσταντινουπόλει σύμβουλοι του Αρκαδίου. {42} Φθονούντες ούτοι την δόξαν και την δύναμιν του Στελίχωνος και φοβούμενοι την ανάμιξιν αυτού εις τα πράγματα του Ανατολικού κράτους, διώρισαν τον Αλάριχον διοικητήν και αρχιστράτηγον του Ιλλυρικού, ήτοι πασών των εν Ευρώπη (πλην της Θράκης και της κάτω Μοισίας) Ελληνικών χωρών (24). Τότε ο Αλάριχος ανοίξας τα εν ταις χώραις ταύταις οπλοστάσια του κράτους και οπλίσας διά των όπλων των Ρωμαϊκών τους Γότθους αυτού, επήλθε διά της Ιλλυρίας εναντίον της Ιταλίας και εισήλασεν εις την άνω Ιταλίαν (400-402 μ. Χ.), και ηττήθη μεν υπό του Στελίχωνος εν Πολλεντία (403 μ. Χ.), αλλ’ ήτο έτι τοσούτον φοβερός, ώστε μόνον διά χρημάτων απεχώρησε της Ιταλίας και επανήλθεν εις την Ιλλυρίαν. Και η μεν Ιταλία εσώθη ούτως επί μικρόν από της Γοτθικής επιδρομής, αλλά το γεγονός μόνον τούτο της εις Ιταλίαν εισβολής του Αλαρίχου μεγάλας επήνεγκε μεταβολάς εν απάση τη Δύσει, συνδυαζόμενον μετά της εκτεθείσης ήδη Μεγάλης Μεταναστεύσεως των λαών της αρξαμένης από της Ουννικής εις την Ευρώπην επιδρομής.

  1. Η Μεγάλη Μετανάστευσις των λαών
    εκτεινομένη εις την Δύσιν.

    Ο Στελίχων, ίνα δυνηθή ν’ αποκρούση τον Αλάριχον από της Ιταλίας, είχε καλέσει εις την χώραν ταύτην πάντα τα εκτός αυτής πέραν των Άλπεων εν Γαλατία, Ιβηρία και Βρεττανία Ρωμαϊκά στρατεύματα. Ούτω δε άπαν το δυτικόν τμήμα του Ρωμαϊκού κράτους εκτός της Ιταλίας αφίετο ανυπεράσπιστον εις την διάκρισιν των βαρβάρων (Γερμανικών δηλονότι) λαών, οίτινες καταλαβόντες νυν οριστικώς ταύτας κατέλυσαν εν τη Δύσει κατ’ ουσίαν το Ρωμαϊκόν κράτος το εκτός της Ιταλίας. Οι βάρβαροι ούτοι απ’ αιώνων ήδη εποιούντο επιδρομάς εις τας δυτικάς χώρας του Ρωμαϊκού κράτους, αλλά δεν επέφερον την διάλυσιν του κράτους εν τοις χώραις ταύταις, διότι δεν εγκαθίσταντο εν αυταίς, αλλά μετά τας λεηλασίας και τας παροδικάς καταστροφάς, άς επέφερον, επέστρεφον εις τας πατρίδας αυτών· οσάκις δέ τινες των λαών τούτων επεχείρουν να καταλάβωσι χώρας Ρωμαϊκάς, ως οι Φράγκοι και οι Αλαμαννοί (οι επί των αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου και Κωνσταντίου και επί του Ιουλιανού εισβάλλοντες συνεχώς εις την Γαλατίαν) απεκρούοντο υπό των Ρωμαϊκών λεγεώνων. Αλλά νυν Ρωμαϊκοί μεν λεγεώνες δεν υπήρχον πλέον, οι δε βάρβαροι πιεζόμενοι υπ’ αλλήλων ηναγκάζοντο να εγκαταστώσιν εν ταις Ρωμαϊκαίς χώραις. Καθώς είπομεν, οι εις την ανατολικήν Ευρώπην από του 374 εισβαλόντες και πάσας τας από του Καυκάσου και της Κασπίας και του Ευξείνου μέχρι της Βαλτικής θαλάσσης και του κάτω Δανουβίου χώρας καταλαβόντες Ούννοι ηνάγκασαν πολλούς Σλαυικούς λαούς, ιδίως τους λεγομένους Σαρμάτας (ή Βένδους), να εισβάλωσιν εις τας Γερμανικάς χώρας και ν’ απώσωσι δυτικώτερον και νοτιώτερον πολλούς Γερμανικούς λαούς. Τω 405 μ. Χ., έν έτος μετά την από της Άνω Ιταλίας αποχώρησιν του Αλαρίχου, πλήθος βαρβάρων Γερμανών (Σουήβων, Βανδήλων, Βουργουνδίων, Αλανών) εν οίς πλείονες των 200 χιλιάδων υπήρχον μαχηταί, υπό την αρχηγίαν Ροδογαΐσου τινός εισήλασαν εις την Ιταλίαν, εμβαλόντες εις την Ρώμην μείζονα τρόμον ή ο Αλάριχος. Τότε δε ο Στελίχων ανεδείχθη αύθις σωτήρ της Ιταλίας και της Ρώμης κατανικήσας τους βαρβάρους διά των εν Ιταλία λεγεωνών εν Φαισούλαις φονευθέντος και του Ραδαγαΐσου. Αλλά τα λείψανα των ηττηθέντων βαρβαρικών στιφών υπερβάντα αύθις τας Άλπεις ηνώθησαν μετ’ άλλων πολλών βαρβάρων και διέβησαν τον Ρήνον (την τελευταίαν ημέραν του αυτού έτους 405 μ. Χ.) και εισέβαλον εις την Γαλατίαν. Και άλλοι μεν των βαρβάρων τούτων εγκατέστησαν εν αυτή τη Γαλατία τη νοτιοδυτική ως οι Βουργούνδιοι ών το όνομα διετηρήθη μέχρι νυν εν τη απ’ αυτών Bourguignon κληθείση χώρα της Γαλλίας), άλλοι δε, ως οι Σουήβοι, Βανδήλοι και Αλανοί, διαβάντες τα αφρούρητα στενά των Πυρηναίων εισέβαλον εις την Ιβηρίαν και, αφού δεινώς ελεηλάτησαν αυτήν κατά μήκος και πλάτος, ενήργησαν είδος τι διανομής της χερσονήσου εν εαυτοίς. Ταυτοχρόνως άλλοι Γερμανικοί λαοί, οι Αλαμαννοί, κατέλαβον το πλείστον της νυν Ελβετίας και την Αλσατίαν, και οι Φράγκοι εγκατέστησαν οριστικώς εν τη βορειανατολική Γαλατία. Και η Βρεττανία δε, ήτις από των χρόνων τούτων εγκατελείφθη υπό της Ρώμης, ανακληθέντων των εν αυτή λεγεώνων, εξετίθετο εις δεινάς επιδρομάς των από Βορρά (από της Σκωτίας) ληστρικώς εισβαλλόντων εις την χώραν Πίκτων και Σκώτων, εωσού οι κάτοικοι εν τη απογνώσει αυτών εκάλεσαν εις βοήθειαν αυτών τον εν ταις ακταίς της Γερμανικής θαλάσσης εγκαταστάντα τότε βάρβαρον λαόν των Άγγλων ή Αγγλοσαξόνων. Ούτοι διέβησαν τω 449 μ. Χ. εις την Βρεττανίαν υπό τους δύο αρχηγούς αυτών Έγκιστον και Όρσαν, και αφού εξεδίωξαν της χώρας τους ειρημένους Πίκτους και Σκώτους, εγένοντο αυτοί κύριοι της χώρας εξολοθρεύσαντες διά μαχαίρας τους Βρεττανούς, ών μικρά λείψανα εσώθησαν μέχρι νυν εν ταις απροσίτοις ορειναίς χώραις της Ουαλλίας και Κορνουαλλίας.

Ούτω λοιπόν από των αρχών ήδη του 5 μ. Χ. αιώνος το Ρωμαϊκόν κράτος περιωρίσθη εν τη Δύσει σχεδόν εις μόνην την Ιταλίαν, καταλυθέν πράγματι εν πάσαις ταις λοιπαίς χώραις ή ως σκιά μόνον διατηρούμενον έν τισι γωνίαις υπό τινων επάρχων και στρατηγών. Αλλά και η Ιταλία, ής χάριν πάσαι αι άλλαι χώραι της Δύσεως εγκατελείφθησαν εις την τύχην αυτών, ουχί πολύ μετά την καταστροφήν των υπό τον Ροδογαΐσον εισβαλόντων βαρβάρων εις νέαν υπέκυψε βαρβαρικήν επιδρομήν κινδυνεύσασα νυν να καταληφθή ολόκληρος υπό βαρβάρων. Αφού τω 403 ο Αλάριχος και μετά την ήτταν αυτού φοβερός μένων απεχώρησε διά χρημάτων της χερσονήσου, ο Στελίχων, ο σωτήρ γενόμενος τότε της Ιταλίας, διεβλήθη υπό των φθονούντων την δόξαν αυτού αθλίων αυλικών συμβούλων ότι αυτός δήθεν είχε καλέσει εις Ιταλίαν τον Αλάριχον και ότι διά της ανακλήσεως των λεγεώνων εγένετο αίτιος να καταληφθώσιν υπό βαρβάρων αι πέραν των Άλπεων χώραι. Ο ασθενής το πνεύμα Ονώριος, ούτινος και κηδεμών εγένετο ο Στελίχων και συγγενής ήτο στενώτατος (έχων σύζυγον την εξαδέλφην του Ονωρίου και θετήν θυγατέρα του Θεοδοσίου Α’ Σερήναν), δους πίστιν εις τας διαβολάς ταύτας, συνήνεσεν εκών άκων εις τον φόνον του ανδρός τούτου τελεσθέντα εν Ραβέννη μετ’ ασεβούς παρασπονδίας (408 μ. Χ.), αφού ο εις τον ναόν ως εις άσυλον καταφυγών ανήρ παρεδόθη επί τη υποσχέσει της ασφαλείας της ζωής αυτού. Αλλ’ ο φόνος ούτος ακριβώς έδωκεν αφορμήν εις τον Αλάριχον να εισβάλη αύθις από της Ιλλυρίας εις την Ιταλίαν (25). Αλλά νυν ο Αλάριχος επήλθεν απ’ ευθείας εναντίον της Ρώμης, διότι δεν υπήρχε πλέον ανήρ οίος ο Στελίχων ίνα επίσχη την πορείαν αυτού. Η υπερήφανος τότε κοσμοκράτειρα πόλις, ήτις μετά την υπό των Γαλατών άλωσιν του 389 π. Χ. ουδέποτε είχεν ιδεί πολέμιον προ των τειχών αυτής, πλην του άπαξ παροδικώς εμφανισθέντος (τω 311 π. Χ.) προ των πυλών της πόλεως, αλλ’ ουδέν επιχειρήσαντος κατ’ αυτής Αννίβου, έβλεπε νυν τον σύμμικτον από Γότθων, Ούννων και άλλων παντοίων βαρβάρων στρατόν του Αλαρίχου περικυκλούντα τον περίβολον αυτής. Η πείνα και ο λοιμός και η ανανδρία των κατοίκων (ών ο πληθυσμός κατά τινας υπολογισμούς υπερέβαινε τότε το εκατομμύριον) έπεισαν την βουλήν να διαπραγματευθή προς τον Αλάριχον και να εξαγοράση την αποχώρησιν αυτού διά παροχής 5 χιλ. λιτρών χρυσίου και 30 χιλ. λιτρών αργύρου και πολλών πολυτίμων πραγμάτων. Αλλ’ ο ονόματι αυτοκράτωρ Ονώριος, όστις δεν ήδρευεν εν Ρώμη από φόβου, αλλ’ εκρύπτετο εν τη οχυρά ένεκα των περί αυτήν ελών απροσίτω παρά τον Αδρίαν παραλία πόλει Ραβέννη, ηρνήθη να επικυρώση την σύμβασιν. Τούτο καί τινες άλλαι απιστίαι των εν Ραβέννη ηνάγκασαν τον Αλάριχον να επέλθη αύθις εναντίον της Ρώμης, αφού ουδέν κατώρθωσεν επελθών μετά του στρατού αυτού εναντίον της Ραβέννης. Η Ρώμη ταχέως εκυριεύθη νυν (410) υπό των Γότθων και εδόθη εις τριήμερον λεηλασίαν, μεθ’ ό ο Αλάριχος καταλιπών την πόλιν ταύτην μετέβη μετά της απείρου λείας αυτού εις την Κάτω Ιταλίαν, δηών και καταστρέφων, αρπάζων και λεηλατών καθ’ οδόν πάσας τας Ιταλικάς χώρας. Εν τη Κάτω Ιταλία γενόμενος κατεσκεύασε στόλον παρασκευαζόμενος να μεταβή εις Σικελίαν, είτα δε να υποτάξη και την απέναντι κειμένην Αφρικήν, ίνα ούτως ιδρύση μέγα και ισχυρόν Βησιγοτθικόν κράτος εν Ιταλία. Αλλ’ εν μέσω των βουλευμάτων αυτού τούτων αφήρπασεν αυτόν ο θάνατος εν Καλαβρία το αυτό της αλώσεως της Ρώμης έτος (410 μ. Χ.).

Ο διαδεξάμενος τον Αλάριχον ως αρχηγός των Βησιγότθων γυναικάδελφος αυτού Ατάουλφος (ή Αδόλφος) ειρηνεύσας προς τους Ρωμαίους απεχώρησε της Ιταλίας μετά των Γότθων αυτού (412 μ. Χ.), ίνα, ανακτώμενος πέραν των Άλπεων εν Γαλατία όσας ήθελε δυνηθή χώρας από των νεωστί κατακτησαμένων τας χώρας ταύτας βαρβάρων, εγκαταστήση αυτόθι τους Γότθους αυτού, αναγνωριζόμενος υπό του αυτοκράτορος Ονωρίου ως νόμιμος κύριος των χωρών τούτων (26). Προς τούτοις ο Ονώριος συνήνεσεν ίνα η εν τη εξουσία των Γότθων ευρισκομένη αδελφή αυτού Πλακιδία συνάψη γάμον μετά του Αταούλφου τελεσθέντα μεγαλοπρεπώς εν Ναρβόννη της Γαλατίας (414) . Προς τούτοις ο Ονώριος συνήνεσεν ίνα η εν τη εξουσία των Γότθων ευρισκομένη αδελφή αυτού Πλακιδία συνάψη γάμον μετά του Αταούλφου τελεσθέντα μεγαλοπρεπώς εν Ναρβόννη της Γαλατίας (414) (27). Ο Ατάουλφος και οι Βησιγότθοι αυτού εγκατέστησαν πράγματι εν τη υπ’ αυτών κατακτηθείση νοτίω Γαλατία, ένθα ίδρυσαν κράτος Βησιγοτθικόν, όπερ μετ’ ολίγον εξετάθη και πέραν των Πυρηναίων εν Ισπανία. Τοιούτον τέλος έλαβεν εν Ανατολή και εν τη Δύσει η μεγάλη Γοτθική επιδρομή, η διαρκέσασα 16 έτη. Η επιδρομή αύτη, μεθ’ όλας τας μεγάλας καταστροφάς, άς επήνεγκεν εις τας κυρίως Ελληνικάς χώρας, κατέλιπεν εν τω όλω άθικτον το Ανατολικόν κράτος, ενώ εν τη Δύσει επήνεγκεν εμμέσως την εκτός της Ιταλίας κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους και την υπό βαρβάρων άλωσιν της τότε κοσμοκρατείρας Ρώμης. Όμως και η Ρώμη και η Ιταλία ως λείψανα του μεγάλου εν τη Δύσει Ρωμαϊκού κράτους εξηκολούθησαν έτι παλαίουσαι εν αγωνία αλγεινή επί 65 περίπου έτη, ίνα διατηρήσωσι σκιάν τινα της αρχής ταύτης. Ο Ονώριος ο βασιλεύων εν μέσω της δεινής ταύτης θυέλλης των βαρβαρικών επιδρομών ετελεύτησε τω 523 μ. Χ. εν Ραβέννη καταλιπών την αρχήν, συναινέσει του εν Ανατολή αυτοκράτορος Θεοδοσίου Β’, εις τον ανεψιόν αυτού (υιόν της Πλακιδίας από του δευτέρου γάμου αυτής μετά του Κωνσταντίου) Ουαλεντινιανόν.

  1. Τα εν Ανατολή επί του Αρκαδίου.
    Πολύ προ του Ονωρίου ετελεύτησεν εν Ανατολή τω 408 μ. Χ. ο αδελφός αυτού Αρκάδιος. Ο Αρκάδιος, και αφού διά του Στελίχωνος απεσοβήθη ο από του Αλαρίχου και των Γότθων κίνδυνος, εξηκολούθει κυβερνών εν Ανατολή ασθενώς καταλείπων τα πάντα εις τας χείρας των υπουργών αυτού, οίτινες ήσαν άνθρωποι φαύλοι και ηθικώς διεφθαρμένοι. Τούτων ο μεν Ρουφίνος (Γαλάτης εκρωμαϊσθείς) εφονεύθη κατά την του Αλαρίχου εκδρομήν υπό του Γότθου Γαϊνά, του αρχηγού των εν τη υπηρεσία του κράτους Γότθων μισθοφόρων, η δε πραγματική εξουσία περιήλθε τότε εις τον Γαϊνάν και εις τον φαύλον και τυραννικόν Ευτρόπιον. Αλλά και ούτος περιελθών εις έριδα προς τον Γαϊνάν κατεδιώχθη υπ’ αυτού και κατέφυγεν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας ως εις άσυλον (28). Το δε γεγονός τούτο έδωκεν αφορμήν εις τον τότε μέγαν πατέρα της Εκκλησίας τον αρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννην Χρυσόστομον, ν’ απαγγείλη εν τη περιστάσει ταύτη ένα των λαμπροτάτων αυτού λόγων, τον «Εις Ευτρόπιον» επιγραφόμενον. Εν τούτω αντιπαραβάλλων ο θείος πατήρ την θέσιν εις ήν περιήλθε νυν ο άνθρωπος ούτος προς την τέως κατεχομένην θέσιν του παντοδυνάμου υπουργού, παριστά ζωηρότατα το μάταιον παντός μεγαλείου ανθρωπίνου μη στηριζομένου επί αρετής, θέμα του λόγου λαβών τα του Εκκλησιαστού «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Όμως ο Ι. Χρυσόστομος, ο πικρότατα ελέγξας τον Ευτρόπιον, δεν επέτρεψε την παράδωσιν του Ευτροπίου ειμή επί ρητή υποσχέσει ότι δεν έμελλε να φονευθή. Αληθώς δε ο Ευτρόπιος παραδοθείς νυν εις τον διώκτην αυτού εξωρίσθη εις Κύπρον· οπόθεν βραδύτερον επαναχθείς εις Κωνσταντινούπολιν εφονεύθη εν Χαλκηδόνι.

Μετά δε τον φόνον και του Γαϊνά ως σύμβουλος του Αρκαδίου εν ονόματι αυτού ήρχεν η αγέρωχος βασίλισσα Ευδοξία, θυγάτηρ ισχυρού τινος Φράγκου εν τη υπηρεσία του κράτους ευρισκομένου, προκαλέσασα διά της τυραννίας και της ασεβείας αυτής την διά σφοδρών λόγων του I. Χρυσοστόμου κατ’ αυτής εκδηλουμένην αντιπολίτευσιν. Ήτο δε αληθώς ηθικώς παρήγορον γεγονός ότι εν μέσω της αθλίας καταστάσεως της επικρατούσης τότε εν Κωνσταντινουπόλει και εν τη Κυβερνήσει, ένθα άνθρωποι ηθικώς φαύλοι και τυραννικοί και άρπαγες διείπον τα του Κράτους, βάρβαροι δε αρχηγοί βαρβάρων μισθοφόρων ήσαν οι επιτετραμμένοι την άμυναν του Κράτους εναντίον άλλων βαρβάρων, Γότθων εν Ευρώπη, Ούννων και Ισαύρων (29) εν Μικρά Ασία, μόνη δύναμις ηθική εν τω Κράτει η συνέχουσα αυτό ήτο η Χριστιανική Εκκλησία και οι επιφανείς αρχηγοί αυτής, εν οίς κατά τους χρόνους τούτους την πρωτίστην και επιφανεστάτην θέσιν κατέχει ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Ούτος μόνον διά των αυστηρών Χριστιανικών αυτού αρετών, διά της θαυμασίας ευγλωττίας και διά της ατρομήτου παρρησίας, μεθ’ ής ήλεγχε τους άρχοντας και αυτήν την Ευδοξίαν, επέβαλλε το κράτος του λόγου αυτού εις πάντας και εις αυτόν τον Γαϊνάν και εις τους βαρβάρους αυτού. Αλλά και ο μέγας ούτος ανήρ ένεκα της τόλμης και της παρρησίας, μεθ’ ής ήλεγχε τας πράξεις των κυβερνώντων και αυτής της βασιλίσσης, διήγειρε καθ’ εαυτού το σφοδρόν μίσος της Ευδοξίας. Αύτη δε συνεννοηθείσα μετά ιεραρχών τινων φθονούντων την δύναμιν και την δόξαν του Ιωάννου ενήργησε την από του θρόνου απομάκρυνσιν και εξορίαν του ανδρός. Ο λαός της πρωτευούσης σφόδρα ταραχθείς επί τούτω επέτυχε την ταχείαν επάνοδον του μεγάλου ιεράρχου. Αλλά νέαι επιβουλαί νέαν επήνεγκον του ανδρός εξορίαν εις τας εσχατιάς της Μικράς Ασίας, εν ή εξορία μετά πολλάς κακοπαθείας ετελεύτησεν (εν Κομάνοις του Πόντου) ο μέγας ούτος πατήρ της Εκκλησίας και γενναιότατος της αληθείας μάρτυς. {48} Ο δε βασιλεύς Αρκάδιος, κατ’ όνομα μόνον βασιλεύων εν μέσω των θυελλωδών τούτων χρόνων, ετελεύτησε τω 408 μ. Χ., μετά 13 ετών βασιλείαν καταλιπών τον θρόνον εις τον υιόν αυτού Θεοδόσιον Β’.

  1. Θεοδόσιος Β’ ο επικαλούμενος
    Μικρός (408-450 μ. Χ.) και η Πουλχερία και
    Μαρκιανός (450-457). Ουαλεντινιανός Γ’ (423-453 μ. Χ.)
    Ο Θεοδόσιος ανήλθεν εις τον θρόνον το όγδοον της ηλικίας άγων έτος, διετέλεσε δε υπό την κηδεμονίαν εν αρχή μεν (μέχρι του 414 μ. Χ.) του χρηστού πολιτικού ανδρός Ανθεμίου, είτα δε (κατά το 14 έτος της ηλικίας αυτού) της κατά δύο έτη μόνον πρεσβυτέρας, αλλά ισχυράς τω πνεύματι αδελφής αυτού Πουλχερίας, ήτις είναι η πρώτη γυνή η διευθύνουσα εν τω Ρωμαϊκώ κράτει επισήμως την υπερτάτην αρχήν. Ο Θεοδόσιος τη συστάσει της αδελφής αυτού ενυμφεύθη γυναίκα εξ Αθηνών καταγομένην, την θυγατέρα του Αθηναίου φιλοσόφου Λεοντίου Αθηναΐδα, ήτις γενομένη Χριστιανή μετωνομάσθη Ευδοκία. Και υπήρξε μεν γυνή και βασίλισσα αγαθή, πεπαιδευμένη και λίαν ευεργετική, αλλά δεν υπήρξε μέχρι τέλους ευτυχής, διότι εγκατελείφθη υπό του Θεοδοσίου περιπεσούσα εις την δυσμένειαν της παντοδυνάμου παρά τω αδελφώ Πουλχερίας. Επί της μακράς βασιλείας του Θεοδοσίου, αν και η καθόλου ταραχώδης κατάστασις των εξωτερικών πραγμάτων εξηκολούθει έτι, ιδίως εν Ευρώπη, ουχ ήττον ένεκα της συνετής κυβερνήσεως της Πουλχερίας ου μικρά επήλθε βελτίωσις, μάλιστα εν Ασία. Και πρώτον κατέπαυσαν ενταύθα αι των Ούννων διά Καυκάσου γενόμεναι εις την Μικράν Ασίαν εισβολαί, ωσαύτως δε αι ληστρικαί εν τη χώρα ταύτη επιδρομαί των Ισαύρων. Πόλεμός τις εναντίον της Περσίας κηρυχθείς τω 420 διά τον τότε υπό του Ισδεγέρδου Α’ γενόμενον εν Περσία κατά των Χριστιανών διωγμόν επερατώθη νικηφόρος τω 423 διά της γενναιότητος των βαρβάρων Γερμανών πολεμαρχών. {49} Έπειτα το Κράτος εμεγαλύνθη εν Ασία κατά την εξωτερικήν έκτασιν διά της ειρηνικώς τελεσθείσης μεταξύ αυτού και του Περσικού Κράτους διανομής της Αρμενίας (εκλιπούσης ενταύθα κατά τους χρόνους τούτους της από 4 αιώνων αρχούσης της χώρας δυναστείας των Αρσακιδών (30)). Επί του Θεοδοσίου Β’ ανεφύη και νέα εν τη Εκκλησία αίρεσις των «Νεστοριανών», ούτω κληθείσα υπό του αρχηγού αυτής Νεστορίου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, διδάσκουσα μέχρι τινός υπό τύπον νέον τα δόγματα των Αρειανών. Αλλά την ούτως επελθούσαν νέαν διατάραξιν της θρησκευτικής ειρήνης κατέπαυσεν η Πουλχερία, ενεργήσασα εν τω ευσεβεί αυτής ζήλω σύγκλησιν Οικουμενικής Συνόδου εν Εφέσω (430 μ. Χ.). Η Σύνοδος αύτη, ήτις είναι η Γ’ Οικουμενική Σύνοδος, κατεδίκασε την διδασκαλίαν του Νεστορίου, όστις καθηρέθη νυν και εξωρίσθη. Προς τούτοις επί του Θεοδοσίου Β’ εγένετο μεγάλη Συλλογή των μέχρι αυτού εκδοθέντων νόμων και εξεδόθη ο Θεοδοσιανός λεγόμενος Κώδιξ.

Αλλ’ εν μέσω των ειρηνικών τούτων έργων της βασιλείας του Θεοδοσίου Β’ ενέσκηψεν από βορρά νέος εν Ευρώπη κατά του Κράτους φοβερός κίνδυνος ένεκα της εμφανίσεως νέου και μεγάλου βαρβάρου επιδρομέως και κατακτητού ηγεμόνος, όστις ην ο των Ούννων ηγεμών Αττίλας.

  1. Ο Αττίλας και οι Ούννοι.
    Είδομεν ότι οι εξ Ασίας επί της βασιλείας του Ουάλεντος εισβαλόντες εις την Ευρώπην Ούννοι διεσπάρησαν καθ’ όλην την ευρυτάτην έκτασιν των χωρών της ανατολικής Ευρώπης των αποτελουσών το πλείστον της νυν Ευρωπαϊκής Ρωσίας, διηρημένοι εις διαφόρους φυλάς διατελούσας υπό ιδίους φυλάρχους. Είδομεν προσέτι ποίαι και πόσαι μεγάλαι μεταβολαί επήλθον εις το Ρωμαϊκόν κράτος, ιδίως εν τη Δύσει, και εν αυτοίς τοις βαρβάροις λαοίς της μέσης Ευρώπης, κατ’ ακολουθίαν της Ουννικής επιδρομής. Ταύτα πάντα ήσαν έτι έμμεσα αποτελέσματα της μεγάλης επιδρομής, προελθόντα εκ της εναντίον αλλήλων και εναντίον του Ρωμαϊκού κράτους μετακινήσεως των Σλαυικών και των Γερμανικών λαών, των εκδιωχθέντων υπό των Ούννων εκ της ανατολικής Ευρώπης. Διότι αι Ουννικαί φυλαί, αι εισβαλούσαι εις την ανατολικήν Ευρώπην από του 374 μ. Χ. και καταλαβούσαι τας μεταξύ της Βαλτικής, του Ευξείνου, του Δανουβίου και του Βόλγα χώρας, δεν προυχώρησαν τότε περαιτέρω προς δυσμάς. Αλλά περί τας αρχάς του 5 μ. Χ. αιώνος φύλαρχός τις Ούννος, Ρουγίλας ή Ρούας καλούμενος, ήνωσεν απάσας τας εν ταις ειρημέναις χώραις διεσπαρμένας Ουννικάς φυλάς εις έν μέγα υπ’ αυτόν κράτος. Μετά δε τον θάνατον του Ρουγίλα (433 μ. Χ.) παρέλαβον την αρχήν του Ουννικού κράτους οι δύο ανεψιοί αυτού (υιοί του Μουνδζούκ) Αττίλας (ή Αττίλας) και Βλέδας. Αλλ’ εκ τούτων έμεινε μετ’ ολίγον μόνος άρχων ο Αττίλας, ποιήσας εκποδών διά φόνου τον αδελφόν αυτού Βλέδαν (435 μ. Χ.). Ο Αττίλας θεωρών εαυτόν ως τον υπό του θεού προωρισμένον κύριον του κόσμου και «μάστιγα του θεού» (εναντίον των λαών) (31) καλών εαυτόν, ώρμησεν επί την κατάκτησιν του κόσμου και εξέτεινε το κράτος προς ανατολάς μέχρι των ορίων της Ασίας, προς δυσμάς δε μέχρι του Ρήνου και του Αδρίου, υποτάξας ούτως εν Ευρώπη πάντας τους Σλαυικούς λαούς και τους πλείστους και αξιολογωτάτους των Γερμανικών λαών.

Το κράτος τούτο του Αττίλα εκταθέν και μέχρι του κάτω Δανουβίου επίεζε δίκην εφιάλτου το ανατολικόν Ρωμαϊκόν κράτος, ζώντος έτι του Θεοδοσίου Β’. Το κράτος τούτο, όπερ επί του Ρουγίλα ήδη ετέλει φόρον ετήσιον τοις Ούννοις 350 λίτρας χρυσίου (428,000 δραχμών), νυν υπό του Αττίλα φοβεράς υπέστη καταστροφάς και ερημώσεις χωρών μέχρι των προθύρων της Κωνσταντινουπόλεως. Εβδομήκοντα πόλεις του κράτους μεταξύ του Δανουβίου, του Ευξείνου και του Αδρίου (ιδίως εν ταις Ιλλυρικαίς επαρχίαις) κατεστράφησαν εντελώς· τα στρατεύματα τα αυτοκρατορικά ηττήθησαν κατά κράτος εν τρισί μεγάλαις μάχαις, και πάσα η Ελληνική χερσόνησος εν Ευρώπη περιέστη νυν εις την διάκρισιν των βαρβάρων. Ο Θεοδόσιος ηναγκάσθη να συνομολογήση ειρήνην (441 μ. Χ.) ταπεινωτικήν, δι’ ής εφάπαξ μεν ως δαπάνην πολεμικήν ετέλει τω Αττίλα λίτρας χρυσίου 6,000 (ήτοι 7,344,000 δραχμών), ετήσιον δε φόρον 2,100 λίτρας χρυσίου (ήτοι 2,270,400 περίπου δραχμάς), παρεχώρει δε προς τούτοις εις το κράτος του Αττίλα μεγίστην έκτασιν γης από του κράτους αυτού περιλαμβάνουσαν το ήμισυ της νυν Βουλγαρίας και μέρος της νυν Σερβίας. Ο Αττίλας ούτω κατέστη τρόμος των λαών. Και ενώ οι τούτου πρέσβεις οι πεμπόμενοι εις την αυλήν του Θεοδοσίου ελάλουν μετ’ αφορήτου υπεροψίας προς τον αυτοκράτορα ως προς θεράποντα του κυρίου αυτών, ζυγίζοντες εκάστην λέξιν ευμενή ή δυσμενή διά χρυσίου και διά δώρων πολυτελών, οι του αυτοκράτορος πρέσβεις, οι πεμπόμενοι εις την ευτελή σκηνήν του Αττίλα, διερχόμενοι δι’ εκτάσεων ερήμων εν μέσω καπνιζόντων ερειπίων των προσφάτως καταστραφεισών του Κράτους πόλεων, παρίσταντο προ του Μογγόλου δεσπότου ως ικέται δυσωπούντες [32] τον φοβερόν νικητήν διά πλουσίων δώρων. Πάντες δε οι αρχηγοί και ηγεμόνες των υποτεταγμένων αυτώ Γερμανικών και Σλαυικών λαών εμάχοντο υπό τας σημαίας αυτού ως απλοί οπλαρχηγοί και ως δορυφόροι περιέβαλλον εν ταπεινώσει τον θρόνον αυτού. Εν τοιαύτη ταπεινωτική απέναντι του Αττίλα διετέλει θέσει το ανατολικόν κράτος και σύμπας ο μέχρι Ρήνου βαρβαρικός κόσμος καθ’ ό έτος ετελεύτησεν ο Θεοδόσιος Β’ (450 μ. Χ.).

  1. Η Πουλχερία και ο Μαρκιανός
    Μετά τον θάνατον του Θεοδοσίου Β’ μόνη κυρία του κράτους έμεινεν η Πουλχερία. Αλλ’ είτε διότι ήτο ασύνηθες μέχρι νυν γυνή να άρχη μόνη εν τω Ρωμαϊκώ κράτει, είτε διότι η Πουλχερία αυτή ησθάνετο την ανάγκην ανδρός συνάρχοντος αυτή ισχυρού και γενναίου, ήλθεν η τέως παρθένος ηγεμονίς εις γάμου κοινωνίαν απλώς τυπικήν (μείνασα πάντοτε παρθένος) προς τον γηραιόν στρατηγόν και συγκλητικόν Μαρκιανόν. Επί της συναρχίας του Μαρκιανού και της Πουλχερίας το κράτος το Ανατολικόν απηλλάγη της φοβεράς πιέσεως του Αττίλα, πρώτον μεν διότι ο Μαρκιανός ετήρησε προς τον Αττίλαν γλώσσαν πολύ διάφορον της του Θεοδοσίου Β’, ειπών εις τους πρέσβεις του Αττίλα τους απαιτούντας την απότισιν των καθυστερουμένων φόρων, ότι το μεν χρυσίον φυλάττει εις τους φίλους, εις δε τους εχθρούς έχει να δείξη μόνον σίδηρον (πόλεμον δηλονότι) δεύτερον δε διότι άλλα γεγονότα είλκυον την προσοχήν του Αττίλα προς την Δύσιν.

{52} Είδομεν ότι τω 423 μ. Χ. τον Ονώριον διεδέξατο εν τη Δύσει ο ανεψιός αυτού Ουαλεντινιανός Γ’. Ο Ουαλεντινιανός Γ’ ένεκα του ατασθάλου χαρακτήρος και της φαύλης κυβερνήσεως αυτού κατέστησεν έτι χείρονα την επί του Ονωρίου εις τοσαύτην αθλιότητα περιελθούσαν κατάστασιν του δυτικού κράτους. Μεγάλην δύναμιν εν τη αυλή της Δύσεως είχε τότε ο πατρίκιος και στρατηγός Αέτιος. Διά των διαβολών δε τούτου ο της Αφρικής διοικητής Βονιφάτιος περιπεσών εις δυσμένειαν της αυλής του Ουαλεντινιανού και αποστάς απ’ αυτής εκάλεσεν εις βοήθειαν αυτού τους εν Ισπανία Βανδήλους. Οι Βανδήλοι ούτοι, ών το όνομα ένεκα της ωμότητος και βαρβαρότητος των υπ’ αυτών διαπραττομένων κατέστη παροιμιώδες εν τη ιστορία (Βανδαλισμός = πράξις βάρβαρος και ιδίως καταστρεπτική των έργων του πολιτισμού) υπό τον φοβερόν αρχηγόν αυτών Γεζέριχον διεπεραιώθησαν από της Ισπανίας (διά του Ηρακλείου πορθμού) εις την Αφρικήν (429 μ. Χ.) και καταλαβόντες πάσαν την Μαυριτανίαν και την Νουμιδίαν επήλθον εν μέσω φοβερών καταστροφών και ερημώσεων και κατά της πρωτευούσης των εν Αφρική Ρωμαϊκών χωρών Καρχηδόνος (33), ήν κατέστησαν πρωτεύουσαν του κράτους αυτών και ορμητήριον των κατά των παραλίων της Ιταλίας και των καθ’ άπασαν την δυτικήν και την ανατολικήν Μεσόγειον Ρωμαϊκών και Ελληνικών χωρών πειρατικών επιδρομών. Ούτω κατά τραγικόν τινα ιστορικόν συνδυασμόν των πραγμάτων το όνομα της Καρχηδόνος, όπερ εν τη αρχαιότητι τοσούτον ενέπνεε φόβον εις τους Ρωμαίους, κατέστη αύθις (νυν το της Ρωμαϊκής ακριβώς Καρχηδόνος !) φοβερόν εν ταις τελευταίαις στιγμαίς της επιθανατίου αγωνίας της Ρωμαϊκής κοσμοκρατορίας.

Ο Γεζέριχος ούτος προκαλέσας μετ’ ολίγον την κατ’ αυτού οργήν του γενναίου βασιλέως των εν τη νοτίω Γαλατία και βορείω Ισπανία Βησιγότθων Θευδερίχου Α’ (34) και φοβούμενος επίθεσιν εκ μέρους τούτου, παρεκίνει διά πρεσβείας τον Αττίλαν ίνα ενωθή μετ’ αυτού εις κοινήν εναντίον των Βησιγότθων στρατείαν. Αλλ’ ο Αττίλας είχε και άλλην αφορμήν να κινηθή προς την Δύσιν. Η Ονωρία, η αδελφή του Ουαλεντινιανού, ένεκα του ακολάστου βίου αυτής εν τη αυλή της Ραβέννης είχε πεμφθή εις Κωνσταντινούπολιν, ίνα διατελή ενταύθα υπό την αυστηράν κηδεμονίαν της αυστηρότατον ηθικόν βίον διαγούσης θείας αυτής Πουλχερίας. Αλλ’ η Ονωρία κατά την εν Κωνσταντινουπόλει διαμονήν αυτής κατώρθωσε διά τινος των εις Κωνσταντινούπολιν ελθόντων πρέσβεων του Αττίλα να πέμψη προς τούτον δακτύλιον γάμου, προτείνουσα αυτώ νόμιμον γάμον. Ο Αττίλας έπεμψε τότε πρεσβείαν προς τον Ουαλεντινιανόν ζητών την χείρα της Ονωρίας και ως προίκα το ήμισυ του υπό τον Ουαλεντινιανόν Ρωμαϊκού κράτους. Μετά της πρεσβείας έπεμψεν ο Αττίλας και τον δακτύλιον της Ονωρίας, ίνα δηλωθή η νομιμότης της μνηστείας και το δίκαιον των απαιτήσεων αυτού. Η αυλή της Ραβέννης απέρριψε την αίτησιν του Αττίλα, ακριβώς καθ’ όν χρόνον ο Μαρκιανός απέρριπτε την περί αποτίσεως των φόρων αξίωσιν αυτού. Ο Αττίλας εξεμάνη υπ’ οργής εναντίον αμφοτέρων των αυτοκρατορικών αυλών, αλλ’ έκρινεν επί τέλους προτιμότερον να στραφή εναντίον της Δύσεως.

Ούτω τω 450 μ. Χ. ώρμησεν ο Αττίλας από της εν τη νυν Ουγγαρία (παρά την νυν πόλιν Τοκάυ) καθέδρας αυτού προς δυσμάς· αλλ’ αντί να εισβάλη απ’ ευθείας εις την Ιταλίαν, εστράφη κατ’ αρχάς προς την Γαλατίαν, ίνα καταστρέψη ενταύθα την δύναμιν των Βησιγότθων και ενωθή μετά των Βανδήλων. Μετά 700 χιλιάδων βαρβάρων, εν οίς πλην των Ούννων και των Σλαύων μαχητών υπήρχον και πλείστοι Γερμανοί πάντων σχεδόν των εντεύθεν του Ρήνου οικούντων Γερμανικών λαών, διέβη τον Ρήνον φέρων πανταχού φοβεράς καταστροφάς. Αι παρά τον Ρήνον κείμεναι πόλεις Αργεντοράτον (το νυν Στρασβούργον), Ουορματία, Σπείρα και Μογουντία ελεηλατήθησαν δεινώς κατά την διάβασιν του βαρβαρικού στρατού, όστις ακατάσχετος προχωρών εν Γαλατία αφίκετο μέχρι της πόλεως Κηνάβου ή Αυρηλίας (νυν Ορλεάνης), της αποτελούσης διά των περί αυτήν στενοποριών την κλείδα της νοτίου Γαλατίας. Αλλ’ ενταύθα ακριβώς, ενώ επολιόρκει την Αυρηλίαν, επήλθε κατ’ αυτού ο υπό τον Ρωμαίον πατρίκιον στρατηγόν Αέτιον, τον τελευταίον ήρωα του πίπτοντος Ρωμαϊκού κράτους, Ρωμαϊκός στρατός, μεθ’ ού ήσαν ηνωμένοι και οι Βησιγότθοι υπό τον ηγεμόνα αυτών Θευδέριχον Α’, οι εν Ισπανία Αλανοί και Σουήβοι, οι εν Γαλατία Βουργούνδιοι και οι ιθαγενείς Γαλατικοί λαοί, οι τέως μεν Ρωμαίοι υπήκοοι, νυν δε (από της επί του Ονωρίου ανακλήσεως των Ρωμαϊκών λεγεώνων) γενόμενοι ελεύθεροι σύμμαχοι. Ούτως ο Γερμανικός βαρβαρικός κόσμος εν τη μεγάλη μεταξύ του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους και των Ούννων συγκρούσει ήτο διηρημένος μεταξύ των δύο αντιπάλων. Άμα τη εμφανίσει του αντιπάλου τούτου στρατού ο Αττίλας, μη δυνάμενος να χρησιμοποιήση το ιππικόν αυτού εν ταις περί την Αυρηλίαν δυσχωρίαις, υπεχώρησεν εις τας αναπεπταμένας πεδιάδας της βορειανατολικής Γαλατίας. {54} Ενταύθα δε εν τοις Καταλαυνικοίς λεγομένοις πεδίοις (εν τοις πέριξ της νυν Γαλλικής πόλεως Châlons-sur-Marne) συνεκροτήθη (κατά το θέρος του 451 μ. Χ.) η πρώτη μεγίστη εν τη Δυτική Ευρώπη μάχη των λαών διαρκέσασα μέχρι βαθείας νυκτός, καθ’ ήν λέγεται ότι έπεσον αμφοτέρωθεν 300 χιλιάδες μαχητών. Αλλ’ επί τέλους η νίκη έκλινεν υπέρ των Ρωμαίων και των συμμάχων αυτών, προ πάντων ένεκα της μεγάλης ανδρείας των δύο Βησιγότθων βασιλέων, του βασιλέως Θευδερίχου και του υιού αυτού Θορισμόνδου, του διαδεξαμένου επί του πεδίου αυτού της μάχης τον ηρωικώς ενταύθα πεσόντα πατέρα αυτού και μετά της αυτής ρώμης και ηρωισμού εξακολουθήσαντος τον αγώνα. Ο Αττίλας ηναγκάσθη να υποχωρήση προς τον Ρήνον. Αλλ’ η ήττα αυτού δεν ήτο οριστική και τελεία. Διά τούτο και διότι οι σύμμαχοι νικηταί ένεκα της προς τον Θορισμόνδον αντιζηλίας του Αετίου δεν εξηκολούθησαν ερρωμένως την καταδίωξιν, ηδυνήθη ο Αττίλας να διαπεραιωθή ανενόχλητος και υπερήφανος τον Ρήνον και να επανακάμψη εις τα εν τη νυν Ουγγαρία χειμάδια αυτού.

Το επόμενον έαρ (452 μ. Χ.) εκινήθη πάλιν προς δυσμάς· αλλά νυν εισέβαλεν εις την Ιταλίαν (35) μετά τοσούτου πλήθους βαρβάρων, ώστε ο υπό τον Αέτιον στρατός δεν ετόλμησε ν’ αντιπαραταχθή αυτώ εις μάχην εκ του συστάδην, αλλ’ υπεχώρησεν εις τας οχυράς θέσεις καταλείπων πάσαν την μέχρι Ρώμης ύπαιθρον χώραν εις την διάκρισιν των αγρίων στιφών του Αττίλα. Αλλ’ η Ρώμη δεν υπέστη έφοδον και καταστροφάς. Προελθών ο Αττίλας μέχρι των τειχών της πόλεως ήρξατο απροσδοκήτως της προς τα οπίσω πορείας. Κατά τινα παράδοσιν ο τότε Πάπας Λέων Α’ παραστάς ως αρχηγός πρεσβείας πεμφθείσης υπό των Ρωμαίων προς τον Αττίλαν κατώρθωσε να πείση αυτόν να μη εισέλθη εις την πόλιν. Λέγεται μάλιστα ότι ο Λέων επέδρασεν επί την δεισιδαίμονα ψυχήν του Αττίλα υπομνήσας αυτόν την τύχην του Αλαρίχου, θανόντος μικρόν μετά την εις Ρώμην είσοδον αυτού. Λέγεται μάλιστα ότι ο Αττίλας είδε κατ’ όναρ και τους πολιούχους Αποστόλους της πόλεως Πέτρον και Παύλον απειλούντας αυτόν μέλλοντα να εισέλθη εις την πόλιν. Ως πραγματικώτερα δ’ αίτια της αιφνιδίου επιστροφής του Αττίλα θεωρούνται η λοιμώδης νόσος η ενσκήψασα εν τοις ελώδεσι τόποις της Ιταλίας εις τα πολυπληθή αυτού στίφη του ιππικού και ο φόβος της εκ μέρους του Αετίου από νώτων προσβολής. Μόλις δ’ επέστρεψεν ο Αττίλας εκ της εις Ιταλίαν στρατείας, απέθανε (453) κατά την ιδίαν νύκτα, καθ’ ήν ετέλεσε τους γάμους αυτού μετά της ωραίας Γερμανίδος Ιλδικούς, θυγατρός ηγεμόνος τινός Βουργουνδίου υπ’ αυτού φονευθέντος· θανατωθείς, ως λέγεται, υπό της Ιλδικούς αυτής, ήν βία είχεν εξαναγκάσει εις γάμον, ζητούσης εκδίκησιν του τε φόνου του πατρός και της ταπεινώσεως, εις ήν υπέβαλεν ο Αττίλας το έθνος αυτής.

Ούτως ετελεύτησεν ο φοβερός ούτος αρχηγός των Ούννων, περιβόητος γενόμενος διά τε τον τρόμον, όν ενέπνεε τοις συγχρόνοις, και διά τας καταστροφάς τας επενεχθείσας υπ’ αυτού εις τε το Ανατολικόν και το Δυτικόν κράτος και εις τους υποδουλωθέντας καθόλου υπ’ αυτού λαούς. Ο Αττίλας, όπως και πάντες οι μεγάλοι βάρβαροι κατακτηταί, δεν εστερείτο καί τινων αρετών συνδεδεμένων μετά της φυσικής δυνάμεως και της συναισθήσεως της δυνάμεως ταύτης. Τοιαύται δ’ αυτού αρεταί ήσαν η μεγαλοψυχία προς τους ηττημένους, η πίστις και γενναιότης προς τους συμμάχους και φίλους και γενναία τις περιφρόνησις προς ταπεινάς επιβουλάς πολεμίων (36). Ως βάρβαρος ήτο απλούστατος και λιτότατος τον βίον. Και ενώ εις τους πολυπληθείς Γερμανούς ηγεμόνας, οίτινες ως δορυφόροι περιεστοίχιζον αυτόν, ως και εις Ούννους μεγιστάνας, επέτρεπε να εσθίωσι παρ’ αυτόν εν τραπέζαις πολυτελεστάταις από σκευών χρυσών και αργυρών, αυτός ήσθιε, καθήμενος χαμαί, περί την μόνην ξυλίνην αυτού τράπεζαν, από πηλίνων αγγείων και έπινεν από ξυλίνων υδριών και ποτηρίων. Δεν ήτο δε παντελώς αναίσθητος και είς τινας οπωσούν πνευματικάς απολαύσεις, ιδίως εις την μουσικήν, έχων περί εαυτόν Γερμανούς αοιδούς ψάλλοντας άσματα ηρωικά Γερμανικά των τότε χρόνων και παίζοντας τα μουσικά όργανα αυτών· οσάκις δε επανήρχετο από των νικηφόρων αυτού στρατειών, Γερμανίδες αοιδοί επορεύοντο εις προϋπάντησιν αυτού και συνώδευον αυτώ εν άσμασιν εις την ευτελή από ξυλίνων οικιών συγκειμένην Παννονικήν κώμην, ήτις ήν πρωτεύουσα του αχανούς αυτού κράτους (37).

  1. Το τέλος του Ουννικού κράτους.
    Μετά τον θάνατον του Αττίλα συνέβη εις το Ουννικόν κράτος ό,τι βλέπομεν συνήθως συμβαίνον εν τη ιστορία εις τα μεγάλα βάρβαρα εκ βαρβάρων λαών συγκροτούμενα κράτη. Ταύτα μη έχοντα ιδίαν δύναμιν εσωτερικήν οργανούσαν και συντηρούσαν αυτά, αλλά συγκροτούμενα και συνεχόμενα διά του προσωπικού πνεύματος, της διανοίας και της επιβολής, της αρχικής φύσεως και της αρετής, ενίοτε δε και διά της βαρβαρικής μεγαλοφυίας ενός ανδρός, υπάρχουσι και μεγαλύνονται και εμπνέουσι φόβον ενόσω ζη και άρχει ο μέγας αρχηγός· άμα δε τούτου εκλιπόντος διαλύονται εις τα εξ ών συνετέθησαν. Το μέγα κράτος το Ουννικόν του Αττίλα συνεκροτείτο από Ούννων και των βία υπαχθέντων υπ’ αυτό Γερμανικών και Σλαυικών λαών. Αποθανόντος του Αττίλα οι υιοί αυτού ήρισαν προς αλλήλους περί της διανομής του κράτους, ως συμβαίνει συχνότατα εν τοις βαρβάροις. Αι έριδες αύται επήνεγκον διαίρεσιν μεταξύ των πολυπληθών Ουννικών φυλών. Ταύτας δε επωφελούμενοι οι διά φόβου μόνον συνεχόμενοι τέως προς το Ουννικόν κράτος Γερμανικοί λαοί απέστησαν. Και πρώτον οι Ουστρογότθοι οι πολεμήσαντες παρά τον Αττίλαν εν τοις Καταλαυνικοίς πεδίοις εναντίον των μετά των Ρωμαίων συμμαχούντων αδελφών αυτών Βησιγότθων (Ουστρογότθος ην ο εν τη μάχη ταύτη φονεύσας τον ηρωικόν βασιλέα των Βησιγότθων (ίδ. σ. 54)) επανέστησαν εναντίον των Ούννων, ενίκησαν αυτούς εν πολλοίς μάχαις και εφόνευσαν εκ των πολλών υιών του Αττίλα τον ανδρείον Ελλάκ. Εξέλιπον δε μετ’ ολίγον και οι άλλοι υιοί του Αττίλα. Είς δε μόνον τούτων, ο Ιρνάκ, κατώρθωσε να διατηρήση έν τινι γωνία των του Ευξείνου ακτών μικρόν τι κράτος, όπερ και τούτο κατελύθη υπό νέων, εξ Ασίας επιδραμόντων, βαρβάρων. Οι Ούννοι μετά την κατάλυσιν του μεγάλου κράτους αυτών ή απετέλουν κατά φυλάς ίδια ασήμαντα βαρβαρικά κράτη ή υπετάσσοντο εις άλλα βαρβαρικά κράτη, συνήθως δε υπηρέτουν κατά στίφη ως μισθοφόροι εν τω Ανατολικώ και εν τω Δυτικώ Ρωμαϊκώ κράτει.

{57} Η των Ούννων εν τη Ευρώπη εμφάνισις, η επενεγκούσα εν τη Δύσει εμμέσως την εκτός της Ιταλίας κατάλυσιν του Ρωμαϊκού κράτους, ουδεμίαν εν τη Ελληνική Ανατολή άλλην επήνεγκε μεγάλην καταστροφήν ή την μέχρι Πελοποννήσου εισβολήν των Βησιγότθων, τας εις την Μικράν Ασίαν γενομένας διά του Καυκάσου παροδικάς επιδρομάς και τας καταστροφάς τας γενομένας υπό του Αττίλα εις τας βορείους επαρχίας του κράτους επί του Θεοδοσίου Β’. Αλλ’ η Ουννική αύτη εξ Ασίας εις Ευρώπην επιδρομή είχε τούτο το υπό καθόλου έποψιν σπουδαίον αποτέλεσμα εν τε τη Ανατολή και τη Δύσει, ότι δι’ αυτής ανεώχθη η μεγάλη μεταξύ της ένδον Ασίας και της Ευρώπης οδός προς μελλούσας νέας μεγάλας μεταναστεύσεις λαών. Ο φραγμός ο μεταξύ του πεπολιτισμένου και του βαρβαρικού κόσμου ήρθη, και τα ίχνη των Ούννων ηκολούθησαν πολλά άλλα Ασιατικά βάρβαρα φύλα· και πολλαί εκ διαλειμμάτων διά της Ανατολικής Ευρώπης μέχρι του 13 και 14 αιώνος εγένοντο εξ Ασίας εις την Ευρώπην επιδρομαί μεγάλως επιδράσασαι επί τας τύχας ιδίως του Ελληνικού κράτους. Μετά την κατάλυσιν του Ουννικού κράτους την γενομένην μικρόν μετά τα μέσα του 5 μ. Χ. αιώνος τα Σλαυικά φύλα τα υποτεταγμένα πρότερον εις το κράτος του Αττίλα, πιεζόμενα νυν υπό νέων εξ Ανατολής επιδραμόντων βαρβάρων, κατήλθον εις τα βόρεια όρια του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους και πολλαχώς από του 6 μ. Χ. αιώνος ήρξαντο να ενοχλώσι το κράτος τούτο· ποικιλώνυμα δε βάρβαρα έθνη αλλεπάλληλα από της Ασίας επιδραμόντα εις τας πρότερον υπό των Ούννων κατεχομένας χώρας μεγάλας συνεχώς έφερον μεταβολάς εν τε τοις βορείοις ορίοις του Ελληνικού κράτους και εν τη νοτιανατολική, εν μέρει δε και εν τη μέση Ευρώπη. Αλλά τας νέας ταύτας βαρβαρικάς μεταναστεύσεις δυνάμεθα να παρακολουθήσωμεν σαφέστερον ιδίως εν τη περαιτέρω ιστορία της Ελληνικής Ανατολής.

  1. Ιστορία του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους από
    του θανάτου του Θεοδοσίου Β’ μέχρι της βασιλείας
    του Αναστασίου Α’ (450-491 μ. Χ.).

    Είπομεν ότι μετά τον θάνατον του Θεοδοσίου Β’ την αρχήν και την διοίκησιν του κράτους ανέλαβεν η Πουλχερία μετά του Μαρκιανού. Και η μεν Πουλχερία εβασίλευσεν έτι τέσσαρα έτη, τελευτήσασα τω 454 μ. Χ. ο δε Μαρκιανός επέζησε 3 έτη τη Πουλχερία, καθ’ ά εκυβέρνησε μόνος το κράτος. Έργον της συμβασιλείας της Πουλχερίας και του Μαρκιανού είναι και η τω 451 μ. Χ. συγκροτηθείσα εν Χαλκηδόνι τετάρτη μεγάλη Οικουμενική Σύνοδος, η καταδικάσασα την μετά την καταδίκην του Νεστορίου αναφυείσαν νέαν αίρεσιν των Ευτυχιανών ή Μονοφυσιτών. Η αίρεσις αύτη υπό τινος Ευτυχούς κηρυχθείσα μίαν μόνην σχεδόν ανεγνώριζεν εν τω Χριστώ φύσιν, την θείαν. Η δε Σύνοδος καταδικάσασα την τοιαύτην διδασκαλίαν εδογμάτισεν εν τω θεανθρώπω Χριστώ δύο φύσεις ασυγχίτως ηνωμένας, θείαν και ανθρωπίνην, και την ανθρωπίνην υποτασσομένην εις την θείαν. Αλλά το δόγμα τούτο εθεωρήθη υπό των Μονοφυσιτών ως αποκλίνον προς την διδασκαλίαν του Νεστορίου την καταδικασθείσαν υπό της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου, και διά τούτο δεν ανεγνωρίσθη πανταχού του κράτους και πολλάς επί πολύν χρόνον παρήγαγεν έριδας ταραττούσας την εσωτερικήν ειρήνην του κράτους.

Μετά τον θάνατον του Μαρκιανού, όστις ένεκα του μετά της Πουλχερίας γάμου ανήκει εις τον υπό του Θεοδοσίου Α’ ιδρυθέντα βασιλικόν οίκον, ουδείς εκ του οίκου τούτου υπελείπετο φυσικός κληρονόμος του θρόνου πλην του επί θυγατρί (Ευφημία) γαμβρού του Μαρκιανού Προκοπίου Ανθεμίου (38), εγγόνου του γνωστού ημίν εκ της ιστορίας του Αρκαδίου Ανθεμίου (σελ. 48). Αλλ’ ο Ανθέμιος δεν κατώρθωσε να καταλάβη τον θρόνον. Εδόθη δε ούτος τότε υπό τινος μέγα δυναμένου εν Κωνσταντινουπόλει Γότθου ή Αλανού βαρβάρου, του πατρικίου Άσπαρ, εις τον πρώην επιμελητήν του οίκου αυτού, νυν δε χιλίαρχον Λέοντα τον Θράκα. Διότι, ως είπομεν (σημ. 18), οι ισχυροί εν τω κράτει βάρβαροι αποφεύγοντες οι ίδιοι να λαμβάνωσι την αυτοκρατορικήν αρχήν ενήργουν να δοθή αύτη εις τους υπ’ αυτών ευνοουμένους Ρωμαίους, ίνα άρχωσιν αυτοί διά τούτων. Τούτο εγένετο και νυν· αλλ’ ουχί καθ’ άπασαν την βασιλείαν του Λέοντος Α’. Διότι ούτος, αφού επί ικανά έτη υπέμεινεν εξ ανάγκης την πολιτικήν και ηθικήν ροπήν του Άσπαρ, ήλθεν επί τέλους εις ρήξιν προς τον προστάτην τούτον, μη θέλων να εξαρτάται διά παντός απ’ αυτού, και εν τη ρήξει ταύτη κατόρθωσε να εξολοθρεύση τον τε Άσπαρ και τον οίκον αυτού και να στερεώση εαυτόν εν τη αρχή. Το έργον τούτο κατώρθωσεν ο Λέων διά τινος σπουδαίου εν τω στρατιωτικώ οργανισμώ του κράτους επενεχθέντος υπ’ αυτού νεωτερισμού. Ο στρατός του κράτους συνέκειτο έτι κατά το πλείστον και κυριώτατον αυτού μέρος υπό βαρβάρων μισθοφόρων. Επειδή δε επί τοιούτου βαρβαρικού στρατού εστηρίζετο και η δύναμις του Άσπαρ, ο Λέων επεχείρησε να σχηματίση στρατόν εξ εγχωρίων κατοίκων του κράτους. Αλλ’ επειδή οι Ελληνορωμαίοι πολίται του κράτους, δεν ήσαν ειθισμένοι εις τοιαύτην υπηρεσίαν, τον εγχώριον τούτον στρατόν συνεκρότησεν από του εν Μικρά Ασία ορεινού ληστρικού λαού των Ισαύρων. Ούτω δε εγένετο η αρχή της συγκροτήσεως εγχωρίων ταγμάτων, ήτις γενικευθείσα κατά μικρόν εν όλω τω κράτει, και ιδίως εν ταις Ασιατικαίς χώραις, εδημιούργησεν εις το κράτος κατά τους επομένους αιώνας ισχυρόν εθνικόν, ως λέγομεν σήμερον, στρατόν. Διά του τάγματος των Ισαύρων κατέλυσεν ο Λέων την δύναμιν του Άσπαρ.

Αλλά προ της καταλύσεως της δυνάμεως του Άσπαρ (471 μ. Χ.) ο Λέων Α’ είχεν επιχειρήσει ατυχή τινα οικτρώς αποτυχούσαν εξωτερικήν μεγάλην στρατείαν. Ο αυτοκράτωρ ούτος επεχείρησε (467 μ. Χ.) από κοινού μετά του εν τη Δύσει υπ’ αυτού εγκατασταθέντος αυτοκράτορος Ανθεμίου στρατείαν εναντίον του εν Αφρική πειρατικού κράτους των Βανδήλων, όπερ εξηκολούθει να πληροί τρόμου και καταστροφών τας περί την Μεσόγειον Ελληνικάς και Ιταλικάς χώρας. Χίλια και εκατόν πλοία μετά εκατοντακισχιλίων μαχητών επέμφθησαν από Κωνσταντινουπόλεως εναντίον της Αφρικής, μετά των δυνάμεων δε τούτων έμελλε να ενωθή και ο εξ Αιγύπτου πεμπόμενος στρατός και η εξ Ιταλίας πεμφθείσα ήδη εις την Αφρικήν ναυτική και στρατιωτική δύναμις. Αλλ’ η μεγάλη αύτη υπερπόντιος στρατεία, δι’ ήν εδαπάνησε μόνον το ανατολικόν κράτος 180 χιλιάδας λιτρών χρυσίου (169,120,000 δραχμ.), απέτυχεν οικτρώς ένεκα της ανικανότητος του αρχηγού του στόλου Βασιλίσκου (αδελφού της βασιλίσσης Βηρίνης, γυναικός του Λέοντος Α’) και της τόλμης και πανουργίας του Γεζερίχου και των Βανδήλων αυτού. Ούτοι κατασκευάσαντες στόλον ολόκληρον πυρφόρων ή πυρπολικών (39) πλοίων και βοηθούμενοι υπό της φοράς του ανέμου και υπό της ιδίας αυτών πειρατικής τόλμης κατώρθωσαν να καταστρέψωσιν αύτανδρα τα πλείστα των Ρωμαϊκών πλοίων. Ολίγα μόνον λείψανα του υπερηφάνου στόλου διασωθέντα κατώρθωσαν να επιστρέψωσιν εις Κωνσταντινούπολιν φέροντα και τον Βασιλίσκον, όστις εν τη συναισθήσει της ενοχής αυτού κατέφυγεν εις τον ναόν της Αγίας Σοφίας ως εις άσυλον, είτα δε εσώθη διά της προστασίας της Βηρίνης.

Της ατυχούς ταύτης στρατείας μετέσχε και ο Άσπαρ, όστις εθεωρήθη προδοτικώς ενεργήσας εν αυτή, και διά τούτο επέσπευσε και τον εκ μέρους του Λέοντος κατ’ αυτού παρασκευαζόμενον όλεθρον.

Αξιοσημείωτον γεγονός της βασιλείας του Λέοντος Α’ είναι ότι ούτος πρώτος εστέφθη ως αυτοκράτωρ διά τελετής εκκλησιαστικής εν τη Αγία Σοφία υπό του Πατριάρχου Ανατολίου, ενώ μέχρι νυν η μόνη επίσημος πράξις της εις τον θρόνον ανόδου ήτο απλώς η υπό του στρατού γινομένη επίσημος ανάρρησις. Ετελεύτησε δε ο Λέων Α’ τω 474 (40).

Τον Λέοντα διεδέξατο ο ήδη υπ’ αυτού του βασιλέως μικρόν προ του θανάτου αυτού συμβασιλεύς αναγορευθείς εγγονός Λέων Β’, υιός της θυγατρός αυτού Αριάδνης, ήν είχε δώσει εις γάμον προς τον Ίσαυρον και αρχηγόν του εξ Ισαύρων συγκροτηθέντος στρατού Ζήνωνα (41). Ο Λέων Β’ παις έτι ων καθ’ όν χρόνον ετελεύτησεν ο Λέων Α’, επέθηκεν επί της κεφαλής του πατρός αυτού το βασιλικόν στέμμα και κατέστησεν αυτόν συμβασιλέα. Αποθανόντος δε του παιδός Λέοντος 10 μήνας μετά την τελευτήν του Λέοντος Α’, μόνος κύριος του κράτους έμεινεν ο παρά παιδός παραλαβών τε και διαδεξάμενος την αρχήν Ζήνων. Η βασιλεία του Ζήνωνος υπήρξε πλήρης εσωτερικών ταραχών, το μεν ένεκα των κατ’ αυτού επιβουλών και στάσεων του Βασιλίσκου και της Βηρίνης, το δε ένεκα των εκ της αιρέσεως των Μονοφυσιτών προερχομένων θρησκευτικών ερίδων. Η αίρεσις των Μονοφυσιτών, η καταδικασθείσα υπό της εν Χαλκηδόνι Συνόδου του 451, τοσούτον ην έτι ισχυρά εν πολλαίς χώραις του κράτους, τοσούτον δε σφοδρά και η μεταξύ τούτων και των Ορθοδόξων, ήτοι των οπαδών της εν Χαλκηδόνι Συνόδου, έρις, ώστε ο Ζήνων ενόμισεν ότι έπρεπεν αυτός να επαναγάγη την θρησκευτικήν ειρήνην λύων διά διατάγματος βασιλικού ζητήματα θρησκευτικά και δογματικά και εξέδωκεν επί τούτω (482 μ. Χ.) το λεγόμενον «Ενωτικόν» (ως διάταξιν μέλλουσαν να ενώση τας διισταμένας μερίδας). Είνε αληθές ότι ο Ζήνων είχεν υπέρ εαυτού εν τω έργω τούτω την γνώμην των τότε πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας και άλλων πολλών επιφανών ιεραρχών. {61} Αλλά και ούτως η πράξις του βασιλέως κατεδικάσθη σφοδρώς υπό της πλείστης μερίδος των Ορθοδόξων, και ο Πάπας Ρώμης Φήλιξ Β’ αφώρισε τον τότε Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως Ακάκιον ως επιτρέψαντα την εις τα δογματικά ζητήματα της Εκκλησίας ανάμιξιν της κοσμικής αρχής. Επειδή δε και ο Ακάκιος εξήλειψε το όνομα του Φήλικος εκ των διπτύχων της Εκκλησίας, ίνα μη μνημονεύηται τούτο εν ταις εκκλησιαστικαίς ευχαίς, επήλθεν η πρώτη μεταξύ των δύο Εκκλησιών διάστασις, διαρκέσασα πέντε και τριάκοντα έτη. Εν τούτοις αι θρησκευτικαί έριδες και ταραχαί εξηκολούθησαν καθ’ όλην την βασιλείαν του Ζήνωνος και εκορυφώθησαν επί του διαδόχου αυτού.

Επί του Ζήνωνος συνέβησαν δύο γεγονότα σπουδαία εν τη όλη ιστορία. Το πρώτον τούτων είναι η τω 476 επελθούσα εν Ιταλία λεγομένη κατάλυσις της δυτικής αυτοκρατορίας, το δε η ενεργεία του Ζήνωνος εις Ιταλίαν μετάβασις των Ουστρογότθων ιδρυσάντων ενταύθα κράτος Ουστρογοτθικόν. Αλλ’ αμφότερα ταύτα τα γεγονότα ανήκουσι κυρίως εις την ιστορίαν της Δύσεως, ήν πρέπει να συνάψωμεν ενταύθα προς την ημετέραν ιστορίαν.

  1. Ιστορία του Δυτικού κράτους από
    της εις Ιταλίαν εισβολής του Αττίλα μέχρι
    του 476 μ. Χ.

    Ο Ουαλεντινιανός Γ’, εφ’ ού εγένετο η μεγάλη του Αττίλα προς την δυτικήν Ευρώπην στρατεία και η εις Ιταλίαν εισβολή, εβασίλευεν εν Ραβέννη και μετά τα γεγονότα ταύτα μετά της αυτής φαυλότητος και ακολασίας. Ο στρατηγός Αέτιος, οιονεί προς αμοιβήν της νίκης, ήν ήρατο εν Γαλατία, τω 451 μετά των συμμάχων Γερμανών εναντίον του Αττίλα, εφονεύθη υπό του αθλίου αυτοκράτορος, φθονούντος και φοβουμένου την δύναμιν του ανδρός (454). Αλλά μετ’ ολίγον εφονεύθη και αυτός ο Ουαλεντινιανός (455 μ. Χ.) υπ’ ανδρός επισήμου Ρωμαίου, του συγκλητικού Πετρωνίου Μαξίμου, ούτινος, ως λέγεται, είχε παραπλανήσει την γυναίκα. Ο Μάξιμος μετά τον φόνον ανηγόρευσεν εαυτόν αυτοκράτορα, ηνάγκασε δε και την χήραν του Ουαλεντινιανού αυτοκράτειραν Ευδοξίαν, θυγατέρα του Θεοδοσίου Β’ και της βασιλίσσης Ευδοκίας (Αθηναΐδος) να συνάψη γάμον προς αυτόν. Αλλ’ η Ευδοξία εζήτησε προς εκδίκησιν του φόνου του συζύγου και της προς αυτήν ύβρεως του σφετεριστού την προστασίαν αυτού του φοβερού ηγεμόνος των Βανδήλων Γεζερίχου. Ούτος επελάβετο προθύμως της ευκαιρίας και ήλθε μετά μεγάλου πειρατικού στόλου και πλήθους Βανδηλικών στιφών εις την παραλίαν της Ιταλίας και προσορμισθείς εις το επίνειον της Ρώμης Ωστίαν, ώρμησεν εντεύθεν προς την Ρώμην. Ενταύθα επί τη αγγελία της Βανδηλικής στρατείας ο Μάξιμος εφονεύθη υπό των εξαγριωθέντων κατ’ αυτού αυλικών, καθ’ ήν στιγμήν έφευγεν από της πόλεως ίνα μη περιπέση εις τας χείρας του Γεζερίχου. Και νυν η Ρώμη μείνασα άνευ αυτοκράτορος και άνευ στρατού εζήτησε ν’ αποτρέψη αφ’ εαυτής την Βανδηλικήν επιδρομήν πέμψασα εις τον Γεζέριχον τον πάπαν Λέοντα Α’, αυτόν εκείνον όστις, κατά τα λεγόμενα, είχε πεμφθή και προς τον Αττίλαν. Αλλ’ ο ηγεμών των Βανδήλων, όστις εφρόντιζε πολλώ πλέον περί της αναμενούσης αυτόν εν Ρώμη πλουσίας λείας ή περί της τιμωρίας του Μαξίμου, έμεινεν άκαμπτος, υποσχεθείς μόνον αποχήν από φόνου και εμπρησμού, εν ή περιπτώσει, εννοείται, δεν ήθελεν ευρεί αντίστασιν κατά την λεηλασίαν. Ούτως η Ρώμη ειρηνικώς παραδοθείσα εις τας χείρας του φανερώς και επισήμως εις διαρπαγήν ερχομένου Βανδήλου ηγεμόνος, υπέστη φοβεράν λεηλασίαν διαρκέσασαν επί δύο ολόκληρους εβδομάδας. Ελεηλατήθησαν δε υπό των Βανδήλων πλην των χρυσών και αργυρών και άλλων τιμαλφών πραγμάτων και πλην της άλλης κινητής περιουσίας και αυτά τα έργα της τέχνης· ουχί διότι οι Βανδήλοι απέδιδόν τινα σημασίαν εις αυτά, αλλά διότι έβλεπον αυτά εκτιμώμενα υπ’ άλλων και ως τοιαύτα έχοντα αξίαν υλικήν εις αυτούς. Αυτή η επικεχρυσωμένη στέγη του Καπιτωλίου αφηρέθη, ίνα ληφθή υπό των Βανδήλων ευκόλως ο επ’ αυτής χρυσός. Αλλά το πλουσιώτατον μέρος της Βανδηλικής λείας απετέλουν αι μυριάδες ανθρώπων παντός φύλου και πάσης τάξεως, ανδρών, γυναικών, παίδων, κληρικών και λαϊκών, οίτινες εξανδραποδισθέντες από της Ρώμης και από της άλλης Ιταλίας ήχθησαν εις την Αφρικήν. Ο δε τραγικός άμα και κωμικός επίλογος της όλης ταύτης ιστορίας ήτο η τύχη της Ευδοξίας και των δύο θυγατέρων αυτής Ευδοξίας και Πλακιδίας, αίτινες απαχθείσαι αιχμάλωτοι υπό του Γεζερίχου εις Καρχηδόνα, μόλις μετά 7 έτη (462) διά των ενεργειών του αυτοκράτορος Λέοντος Α’ ελευθερωθείσαι επέμφθησαν εις Κωνσταντινούπολιν, αφού εν τω μεταξύ την πρεσβυτέραν τούτων Ευδοξίαν έδωκεν ο Γεζέριχος εις γάμον προς τον υιόν αυτού Ουννέριχον. Ο Γεζέριχος πληρώσας τον πολυπληθή πειρατικόν αυτού στόλον λείας ανθρώπων και πραγμάτων απέπλευσεν εις το Αφρικανικόν πειρατικόν αυτού κράτος, αφού δύο πρεσβείαι του εν Ανατολή αυτοκράτορος Μαρκιανού απήτουν την αναχώρησιν αυτού από της Ιταλίας.

{63} Μετά την αναχώρησιν των Βανδήλων αυτοκράτωρ εγένετο ο εν Γαλατία τότε ευρισκόμενος Ρωμαίος στρατηγός Άβατος, λαβών υπόσχεσιν υποστηρίξεως παρά του ηγεμόνος των Βησιγότθων. Αλλά και ούτος απώλεσε την αρχήν μετά έν έτος (477), επαναστάντος κατ’ αυτού του εν τη Ρωμαϊκή υπηρεσία ως αρχηγού του βαρβάρου μισθοφορικού στρατού διατελούντος Γότθου Ρικιμίρου. Ο Ρικίμιρος παρέδωκε την αυτοκρατορικήν αρχήν εις τον συμπράξαντα αυτώ προς την καθαίρεσιν του Αβίτου επιφανή Ρωμαίον Μαϊωριανόν. Αλλ’ ο αληθής άρχων και κυβερνήτης ήτο αυτός ο Ρικίμιρος, επί έξ και δέκα έτη κυβερνήσας αυτό από του Μεδιολάνου, ένθα ήδρευε, διά των εν Ρώμη υπ’ αυτού αναβιβαζομένων εις τον θρόνον και καταβιβαζομένων απ’ αυτού αυτοκρατόρων. Ο Μαϊωριανός, καίπερ επιδείξας δύναμίν τινα και ενέργειαν επί του θρόνου και ανακτησάμενος τινάς των πέραν των Άλπεων απολεσθεισών χωρών του κράτους, αλλ’ αποτυχών εις την εναντίον των Βανδήλων από της Ισπανίας επιχειρηθείσαν στρατείαν, εφονεύθη ενεργεία του Ρικιμίρου μετά τετραετή βασιλείαν (461), ευθύς ως εζήτησε να περιορίση την τούτου αρχήν και την δύναμιν. Το αυτοκρατορικόν αξίωμα εδόθη υπό του Ρικιμίρου εις τον Λίβιον Σεβήρον, άρξαντα επί τέσσαρα έτη εν πάση αδρανεία και παθητική υπακοή προς τον Ρικίμιρον. Μετά τον θάνατον του Σεβήρου (465 μ. Χ.) ο Ρικίμιρος εκυβέρνησεν επί δύο έτη άνευ αυτοκράτορος, εν ονόματι του εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορος Λέοντος Α’. Τέλος δε τω 467 ο Λέων έπεμψεν εις Ιταλίαν ως αυτοκράτορα, συναινέσει του Ρικιμίρου, τον γνωστόν ημίν (σελ. 63) επί θυγατρί γαμβρόν του προκατόχου αυτού αυτοκράτορος Μαρκιανού Προκόπιον Ανθέμιον, δόντα εις γάμον τω Ρικιμίρω την ιδίαν αυτού θυγατέρα. Ο Ανθέμιος ήρξεν εν Ιταλία πέντε έτη, καθ’ ά, ως είδομεν, επεχείρησεν από κοινού μετά του αυτοκράτορος Λέοντος Α’ την ανωτέρω μνημονευθείσαν ατυχή κατά των Βανδήλων στρατείαν. Και ούτος δε ο αυτοκράτωρ ελθών εις διάστασιν και ρήξιν προς τον Ρικίμιρον εφονεύθη υπ’ αυτού (472 μ. Χ.). Ο Ρικίμιρος ανεβίβασε νυν εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον, κατά την υπό του αυτοκράτορος Λέοντος εκδηλωθείσαν επιθυμίαν, τον Ολύβριον, γαμβρόν επί θυγατρί του αυτοκράτορος Ουαλεντινιανού Γ’. Αλλά δύο μήνας μόνον επέζησεν ο Ρικίμιρος τω θανάτω του Ανθεμίου και δύο εβδομάδας τη αναρρήσει του Γλυκερίου, γενόμενος θύμα του κατά το 472 εις Ρώμην ενσκήψαντος και πολλάς χιλιάδας ανθρώπων αφαρπάσαντος λοιμού. Ο Ολύβριος ετελεύτησε το επόμενον έτος άγνωστον τίνι τρόπω. Εν τω μεταξύ μετά τον θάνατον του Ρικιμίρου ισχυράν θέσιν εν τη κυβερνήσει του κράτους, οίαν είχεν ούτος, έλαβεν ο αρχηγός των μισθοφορικών στρατευμάτων Βουργούνδιος Γονδίβαλδος, όστις ανηγόρευσεν αυτοκράτορα τον Ρωμαίον στρατηγόν Γλυκέριον. Αλλά συγχρόνως ο εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτωρ Λέων Α’ διώρισεν αυτοκράτορα της Δύσεως και έπεμψεν εις Ρώμην τον επ’ ανεψιά γαμβρόν αυτού Ιούλιον Νέπωτα. Ούτος δε ελθών εις Ιταλίαν και συλλαβών τον Γλυκέριον εξώρισεν αυτόν εις Δαλματίαν. Αλλά και κατά του νέου αυτοκράτορος νυν εξήγειρε στάσιν εν τω στρατώ ο υπ’ αυτού τούτου του Νέπωτος αρχηγός των μισθοφορικών στρατευμάτων διορισθείς Ορέστης ο εκ Παννονίας καταγόμενος και ων εξ απορρήτων του Αττίλα και είτα πατρίκιος Ρωμαίος. Ο Νέπως κατέφυγεν εις Δαλματίαν, ένθα ήτο πρότερον διοικητής· το δε αυτοκρατορικόν αξίωμα έδωκεν ο Ορέστης (475 μ. Χ.) εις τον υιόν αυτού Ρωμύλον Μωμύλλον (42), χωρίς να συνεννοηθή περί τούτου, ως εποίει ο Ρικίμιρος και ως εθεωρείτο νόμιμον, μετά του εν Ανατολή αυτοκράτορος, επικληθέντα εμπαικτικώς Αυγουστύλον (Augustulus) είτε διά το νεαρόν της ηλικίας είτε διά τον τρόπον, καθ’ όν απώλεσε μετ’ ολίγον το αυτοκρατορικόν αυτού αξίωμα. Αλλά νυν παρέστη εις το μέσον άλλος, κύριος των πραγμάτων. Προ μικρού είχον εισελάσει εις την Ιταλίαν στίφη Γερμανικά εκ ποικίλων εθνών συγκείμενα, ιδίως εκ Ρουγίων και Ερούλων, και καταγομένων εκ βορειοτάτων χωρών της Γερμανίας (από Ρούγεν και Πομμερανίας). Τα στίφη ταύτα κατελθόντα από βορρά επί του Αττίλα εις τας παρά τον Δανούβιον χώρας είχον ταχθή εν τω τούτου στρατώ· μετά δε τον θάνατον του Αττίλα και την διάλυσιν του μεγάλου στρατού και του κράτους αυτού ταχθέντα υπό την αρχηγίαν βαρβάρου τινός Οδοάκρου (Odovacar) καλουμένου, Ρουγίου την καταγωγήν, ήλθον εις Ιταλίαν και απετέλεσαν ενταύθα μισθοφορικόν στρατόν. Αλλ’ οι βάρβαροι ούτοι, βλέποντες ότι πάντες οι Γερμανικοί λαοί οι εκείθεν των Άλπεων εν ταις πριν Ρωμαϊκαίς επαρχίαις εγκαταστάντες είχον λάβει ως ιδιοκτησίαν το τρίτον της γης, απήτουν ίνα και εν Ιταλία γείνη το αυτό εις αυτούς, ίνα καταστώσιν ούτοι μόνιμοι κάτοικοι της χώρας. Ο Οδόακρος την απαίτησιν ταύτην των υπ’ αυτόν βαρβάρων διεβίβασεν εις τον Ορέστην, τον άρχοντα εν Ιταλία εν ονόματι του υιού αυτού. Ο Ορέστης ου μόνον απέρριψε την απαίτησιν, αλλά και επήλθεν ευθύς εναντίον των εν τη Άνω Ιταλία σταθμευόντων στιφών του Οδοάκρου· αλλ’ εν τη μάχη τη συγκροτηθείση παρά την Παβίαν (476) ηττήθη ολοσχερώς και κατέφυγεν εις την Παβίαν. Αλλ’ οι βάρβαροι καταλαβόντες εξ εφόδου την πόλιν συνέλαβον και εφόνευσαν τον Ορέστην, εκήρυξαν δε νυν τον τέως απλούν μισθοφορικόν αρχηγόν βασιλέα εαυτών (43). Και νυν ο Οδόακρος επήλθε κατά του εν Ραβέννη αυτοκράτορος Ρωμύλου, θεωρών αυτόν σφετεριστήν, άτε γενόμενον αυτοκράτορα άνευ της συναινέσεως του εν Κωνσταντινουπόλει Ρωμαίου αυτοκράτορος και μετά καθαίρεσιν μάλιστα του υπό του αυτοκράτορος εκείνου διωρισμένου αυτοκράτορος της Δύσεως Ιουλίου Νέπωτος. Αλλ’ ότε ο Οδόακρος εφάνη προ της Ραβέννης και παρεσκευάζετο προς έφοδον εναντίον της πόλεως, προσήλθεν εις το στρατόπεδον αυτού ο Ρωμύλος Μώμουλλος και γονυπετήσας καθικέτευσεν αυτόν ίνα φεισθή της ζωής αυτού καταθέτων προ αυτού την αυτοκρατορικήν πορφύραν και τα άλλα σήματα της αυτοκρατορικής αρχής. Ο Οδόακρος εχαρίσατο την ζωήν τω ικέτη Ρωμύλω και έπεμψεν αυτόν εις Καμπανίαν, ίνα ζη ενταύθα εν περιορισμώ εν τη ωραία παρά τον κόλπον των Βαϊών υπό του Λουκούλλου κτισθείση επαύλει τη καλουμένη Λουκουλλιανώ (Lucullianum), προσδιορίσας αυτώ και ετησίαν επιχορήγησιν έξ χιλιάδων χρυσών νομισμάτων (105 χιλ. περίπου δραχμών).

Κενωθέντος ούτω του αυτοκρατορικού θρόνου εν Ρώμη και Ιταλία, η εν Ρώμη σύγκλητος κατ’ εισήγησιν του Οδοάκρου έπεμψε διά πρεσβείας έκθεσιν προς τον αυτοκράτορα της Ανατολής περί των γεγονότων, παρακαλούσα τούτον να μη πέμψη άλλον αυτοκράτορα εις την Δύσιν, ως μη υπαρχούσης ανάγκης δευτέρου αυτοκράτορος, αλλ’ αυτός εν τω δικαιώματι αυτού ως αυτοκράτωρ Ρώμης ν’ αναθέση την Κυβέρνησιν της Ιταλίας εις τον εξόχους αρετάς προς το έργον τούτο κεκτημένον Οδόακρον ως επίτροπον αυτού. Ομοίαν παράκλησιν τη της Συγκλήτου απηύθυνε συγχρόνως μετά ταύτης εις τον αυτοκράτορα και ο Ρωμύλος Αυγουστύλος τας αυτάς ποιούμενος υπέρ του Οδοάκρου συστάσεις. Ο αυτοκράτωρ Ζήνων ευρέθη εν απορία περί του πρακτέου, διότι μικρόν πρότερον είχεν έλθει εις Κωνσταντινούπολιν άλλη πρεσβεία, πεμφθείσα παρά του εν Δαλματία εξορίστου αυτοκράτορος Ιουλίου Νέπωτος, αιτουμένη παρά του αυτοκράτορος, την εις τον αυτοκρατορικόν θρόνον της Ρώμης αποκατάστασιν αυτού, όντος και στενού συγγενούς του Λέοντος Α’. Ο Ζήνων, όστις μήτε του Νέπωτος την αίτησιν ήθελε ν’ απορρίψη μήτε τω Οδοάκρω να δυσαρεστήση, εύρε διέξοδον εκ της αμηχανίας αγγείλας τω Οδοάκρω, ότι, ίνα κυβερνήση την Ιταλίαν ως αυτοκρατορικός επίτροπος, έδει ν’ αποταθή εις τον εν Δαλματία νόμιμον αυτοκράτορα Ιούλιον Νέπωτα, όπως παρ’ αυτού λάβη την επιτροπείαν και το αξίωμα του πατρικίου (44), όπερ υπισχνείτο ότι έμελλε ν’ αναγνωρίση και αυτός. Εν τω μεταξύ δε φονευθέντος εν Δαλματία του Ιουλίου Νέπωτος υπό του εκείσε υπ’ αυτού εξορισθέντος προκατόχου αυτού Γλυκερίου, τα πράγματα έλαβον την κανονικήν αυτών πορείαν. Ο Οδόακρος διωρίσθη υπό του Ζήνωνος ή διορισθείς ήδη υπό του Νέπωτος ανεγνωρίσθη υπό του Ζήνωνος πατρίκιος και εκυβέρνα την Ιταλίαν ουχί ως κράτος ίδιον, ήτοι ως κράτος Ρωμαϊκόν της Δύσεως, αλλά ως διοίκησιν, ήτοι Ιταλίαν αποτελούσαν διοικητικήν περιφέρειαν ιδίαν (45). Αλλ’ ο ούτως απλούς διοικητής γενόμενος της Ιταλίας ήτο κυρίως στρατιωτικός διοικητής, την άλλην διοίκησιν καταλείπων εντελώς εις τας τέως καθεστηκυίας αρχάς, επιτρέπων δε εις τους Ρωμαίους (τους Ιταλούς δηλονότι) να κυβερνώνται κατά τους νόμους αυτών, αυτός δε πράγματι άρχων των βαρβάρων, κυβερνωμένων κατά τους βαρβαρικούς αυτών νόμους. Ο μόνος σπουδαίος νεωτερισμός, όν εξετέλεσεν εναντίον του τέως καθεστώτος, ήτο η διανομή του τρίτου της Ιταλικής γης μεταξύ των βαρβάρων αυτού . Αλλ’ ο ούτως απλούς διοικητής γενόμενος της Ιταλίας ήτο κυρίως στρατιωτικός διοικητής, την άλλην διοίκησιν καταλείπων εντελώς εις τας τέως καθεστηκυίας αρχάς, επιτρέπων δε εις τους Ρωμαίους (τους Ιταλούς δηλονότι) να κυβερνώνται κατά τους νόμους αυτών, αυτός δε πράγματι άρχων των βαρβάρων, κυβερνωμένων κατά τους βαρβαρικούς αυτών νόμους. Ο μόνος σπουδαίος νεωτερισμός, όν εξετέλεσεν εναντίον του τέως καθεστώτος, ήτο η διανομή του τρίτου της Ιταλικής γης μεταξύ των βαρβάρων αυτού (46).

Διά των γεγονότων του έτους 476 μ. Χ. ουδεμία επήλθε σπουδαία μεταβολή εν τη Δύσει ούτε το λεγόμενον τέλος του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Διότι εκτός μεν της Ιταλίας το κράτος τούτο είχε καταλυθή πράγματι πολύ προ του 476, εν Ιταλία δε δεν κατελύθη οριστικώς ούτε τω 476. Τουναντίον και ο Οδόακρος και μετά τούτον ο Ουστρογότθος ηγεμών Θευδέριχος ανεγνώρισαν την επί της χώρας ταύτης νόμιμον κυριαρχίαν του εν Ανατολή αυτοκράτορος (47), μετά δε τον Θευδέριχον και τους διαδόχους αυτού ολόκληρος η Ιταλία εκυβερνήθη επί τινα χρόνον υπό της εν Κωνσταντινουπόλει βασιλείας· η δε Κάτω Ιταλία μέχρι του 11 αιώνος έμεινεν υπό το κράτος του εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκράτορος. Αλλ’ επειδή μετά το 476 μ. Χ. ουδείς πλέον μέχρι του 800 μ. Χ. διωρίσθη ούτε Ρωμαίος ούτε βάρβαρος αυτοκράτωρ ιδιαίτερος εν Ρώμη, η δε τω 800 μ. Χ. ανιδρυθείσα δυτική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήτο Φραγκική, διά τούτο ως τέλος του δυτικού Ρωμαϊκού κράτους εθεωρήθη το έτος 476 μ. Χ.· διά τούτο δε και το έτος τούτο θεωρείται γενικώς ως τέλος της Αρχαίας ιστορίας και αρχή της Μεσαιωνικής.

Αλλ’ η εν Ιταλία κυβέρνησις του Οδοάκρου κατελύθη μετά 13 έτη υπό άλλου βαρβάρου ηγεμόνος, του Ουστρογότθου Θευδερίχου. Οι Ουστρογότθοι, μετά τον θάνατον του Αττίλα, ανεκτήσαντο την ελευθερίαν αυτών, οικούντες δε τας από του Δανουβίου μέχρι της Ιλλυρίας χώρας, διετέλουν εν συχνή επαφή προς το Ανατολικόν κράτος και περιήρχοντο εις εχθρικάς και φιλικάς σχέσεις προς αυτό. Έν τινι δε μεταξύ του Λέοντος Α’ και των Ουστρογότθων τούτων περί ειρήνης συνθήκη ως όμηρος είχε δοθή εις την αυλήν του Βυζαντίου παις αρχηγού τινος των Γότθων καλούμενος Θευδέριχος. Ούτος ανατραφείς και παιδευθείς εν Κωνσταντινουπόλει την τε πολιτικήν και στρατιωτικήν τέχνην των Ρωμαίων και επιστρέψας είτα, επί του αυτοκράτορος Ζήνωνος, εις τους ομοεθνείς αυτού, εγένετο ηγεμών τούτων. Καίπερ δε τιμών μεγάλων υπό του αυτοκράτορος αξιωθείς και πατρίκιος αναγορευθείς, δεν διήγεν εν διαρκεί ειρήνη προς το κράτος και ην επικίνδυνος εις αυτό. Διά τούτο ο αυτοκράτωρ Ζήνων, ίνα απομακρύνη αυτόν της προς το κράτος γειτονίας, επέτρεψεν αυτώ να μεταβή μετά των Γότθων αυτού εις Ιταλίαν και να αφαιρέση την αρχήν της χώρας ταύτης από του Οδοάκρου, ούτινος ο Ζήνων εκών άκων είχεν αναγνωρίσει πρότερον την αρχήν. Ο Θευδέριχος ελθών μετά των Ουστρογότθων αυτού, εν οίς εκατοντάδες χιλιάδων ήσαν μαχηταί, εις την Ιταλίαν τω 489 και νικήσας εις διαφόρους μάχας τον Οδόακρον και φονεύσας αυτόν εγένετο κύριος της Ιταλίας (493 μ. Χ.), κυβερνών αυτήν εν ονόματι του αυτοκράτορος και ως βασιλεύς των Ουστρογότθων αυτού, εις ούς διένειμε και γαίας εν Ιταλία. Αλλά και το Ουστρογοτθικόν τούτο κράτος κατελύθη επί των διαδόχων του Θευδερίχου υπό του αυτοκράτορος της Ανατολής Ιουστινιανού.

Καθ’ ούς χρόνους ιδρύοντο εν Ιταλία τα κράτη του Οδοάκρου και είτα του Θευδερίχου, εν πάση τη εκτός των Άλπεων δυτική και μέση Ευρώπη είχον ήδη ιδρυθή πλείστα βαρβαρικά κράτη Γερμανολατινικά, (εν ταις υπό Λατίνων οικουμέναις χώραις) ή καθαρώς Γερμανικά (εν ταις κυρίως Γερμανικαίς χώραις), ών την ιστορίαν θέλομεν αφηγηθή συντόμως βραδύτερον, νυν δε ανάγκη να επανέλθωμεν εις την ιστορίαν της Ανατολής.

GUTENBERG

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *