του Θανάση Κωτσάκη, Δρ Ιστορίας του Πολιτισμού
Μέσα από τη διεξαγωγή της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), που είχε ως συνέπεια τη διάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, της Ρωμανίας, όπως μάς είναι γνωστή στις πηγές, η Βενετία βγήκε ιδιαιτέρως κερδισμένη. Σύμφωνα με το Partitio Romanie απέκτησε τα 3/8 των εδαφών της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων των 3/8 της Κωνσταντινούπολης, κυρίως παράκτιες και νησιωτικές περιοχές , κατάλληλες για την ανάπτυξη του θαλάσσιού της εμπορίου. Οι δε σύμμαχοί των Βενετών Φράγκοι σταυροφόροι, ως στεριανοί που ήταν, κατέλαβαν ηπειρωτικές κυρίως περιοχές, κατάλληλες για την ανάπτυξη των φεουδαλικών τους δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτό, την επαύριο της Δ΄ Σταυροφορίας, οι Βενετοί απέκτησαν κτήσεις που λειτουργούσαν ως βάσεις για προώθηση των έως τότε δραστηριοτήτων τους, δηλαδή του εμπορίου και της ναυτιλίας. Μία τέτοια εμπορική και ναυτική βάση για τη Βενετία, επάνω στους σημαντικότερους εμπορικούς θαλάσσιους δρόμους υπήρξε η «δίδυμη» αποικία της Μεθώνης (Modon) και της Κορώνης (Coron) στη νοτιοδυτική Μεσσηνία, στο νότιο Ιόνιο, επάνω σε μία ιδιαιτέρως σημαντική από γεωστρατηγική άποψη θέση, επάνω στη θαλάσσια ρότα ανάμεσα στην Αδριατική και το Αιγαίο, όπου δέσποζε η βενετική κτήση της Κρήτης (Candia)[1].
Το ενδιαφέρον της Βενετίας για τα Μοθοκόρωνα θεωρείται ότι είναι δεδομένου και προ του 1204 περίοδο, ενώ ενδέχεται η περιοχή να είχε κατοικηθεί από Βενετούς εμπόρους με τη βυζαντινοβενετική συμφωνία του 1199[2]. Πάντως, η Μεθώνη και η Κορώνη κατακτήθηκαν μαζί με όλη την Πελοπόννησο στα 1205 από τον Φράγκο ηγεμόνα Γοδεφρείγο Βιλλεαρδουίνο, ιδρυτή του πριγκηπάτου της Αχαΐας ή του Μορέως[3]. Ωστόσο, το 1206 ή το 1207 ο στόλος της Βενετίας κατέλαβε τις δύο αυτές πόλεις από τους συμμάχους της Φράγκους, οι οποίοι εν τέλει δεν αντιτάχθηκαν σε αυτό, αλλά υπέγραψαν αμφότεροι στα 1209 τη συνθήκη της Σαπιέντζας, όπου αναγνωριζόταν η βενετική κυριαρχία στη Μεθώνη και την Κορώνη και καθορίζονταν τα όρια μεταξύ των εδαφικών επικρατειών των δύο πλευρών. Σύμφωνα με την εν λόγω συνθήκη, ο Φράγκος πρίγκηπας του Μορέως αναγνώριζε τη βενετική κυριαρχία από την περιοχή που εκτεινόταν νοτίως του ποταμού που εκβάλλει στον κόλπο της Πύλου έως το λιμάνι της αρχαίας Ασίνης στον κόλπο της Καλαμάτας, συμπεριλαμβανομένων των νήσων Σχίζα (Carvere) και Σαπιέντζα (Sapientia) στα νότια της Μεθώνης[4]. Σταδιακά και ιδίως μετά την κατάρρευση της φραγκικής ηγεμονίας στην Πελοπόννησο η έκταση των βενετικών εδαφών στη Μεσσηνία αυξήθηκε με μικρή μετατόπισή τους προς Βορράν, με αποτέλεσμα στις αρχές του 15ου αιώνα (1423) να συμπεριλαμβάνει το Ναβαρίνο στα βορειοδυτικά, καθώς και το Πεταλίδι στα βορειοανατολικά. Τελικά όμως οι Οθωμανοί κατέλαβαν τις δύο αυτές πόλεις στα 1500[5]. Σχεδόν δύο αιώνες αργότερα πάντως οι Βενετοί θα ανακαταλάβουν την Κορώνη (1685), τη Μεθώνη και το Ναβαρίνο (1686), πόλεις που όμως θα ξαναχάσουν από τους Τούρκους το 1715, κάτι που επισημοποιηθεί με τη συνθήκη του Πασσάροβιτς (1718).
Η διοικητική οργάνωση των βενετικών κτήσεων της Μεσσηνίας
Τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκονταν σε θέσεις κλειδιά για τον βενετικό εμπορικό και πολεμικό στόλο, γι’ αυτό άλλωστε και ανακηρύχθηκαν τον 14ο αιώνα από την Σύγκλητο της Βενετίας ως οι «οφθαλμοί» της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου στην Ανατολή[6]. Για ένα χρονικό διάστημα λίγων δεκαετιών τον 13ο αιώνα, τα Μοθοκόρωνα τα οποία αποτελούσαν μία ενιαία διοικητική επικράτεια, παραχωρήθηκαν σε τέσσερις ενοικιαστές – Βενετούς ευγενείς, σύντομα όμως εφαρμόστηκε το σύστημα των καστελλάνων (φρουράρχων). Υπήρχαν δύο καστελλάνοι, ένας της Μεθώνης και ένας της Κορώνης και από το 1423 και ένας του Ναβαρίνου, ενώ υπήρχε και ένας καστελλάνος – διοικητής της όλης αυτής επικράτειας με έδρα την Κορώνη[7]. Οι καστελλάνοι (castellani et provveditori) είχαν διετή θητεία και είχαν ως βοηθούς τους δύο συμβούλους (consiliarii), ενώ στη Μεθώνη υπήρχε και ένας βάιλος (baiulus, bailo) στη Μεθώνη. Οι δε καπετάνιοι (παραφθορά του βυζαντινού «κατεπάνω») είχαν στρατιωτικά καθήκοντα, όπως και ναύαρχοι (capitani da mar), αλλά και οι ρέκτορες με διοικητικά, στρατιωτικά και οικονομικής φύσεως καθήκοντα. Άλλα διοικητικά αξιώματα ήταν ο κοντόσταυλος (contestabile), οι σύνδικοι (sindici) και οι deputati. Έχει διατυπωθεί επίσης η άποψη ότι οι δύο αυτές πόλεις θεωρητικά και μόνο αποτελούσαν μία ενιαία διοίκηση, αλλά στην πράξη υπήρχε μία μεταξύ τους ανεξαρτησία. Ως προς τη διαχείριση των οικονομικών, υπήρχαν οι εκτιμητές των φόρων (zuradi), που υπολόγιζαν τα ποσά που όφειλα να πληρώσουν οι χωρικοί στην κοινότητα (comun). Φοροεισπράκτορες ήταν τρεις γέροντες διορισμένοι από τον καστελλάνο, καθώς και curatores ή dacieri. Υπήρχε δε ένας γραμματέας ή καγκελλάριος (canzelier), καθώς και γραφείς (scrivani), ενώ οι συμβολαιογράφοι ονομάζονταν notarii (nodari) και πιθανότατα και tabelliones[8].
Την άμυνα της βενετικής αυτής κτήσης αποτελούσαν Βενετοί οπλίτες (soldati), ανήκοντες στον τακτικό στρατό της Βενετίας, καθώς και Έλληνες και άλλοι μη Βενετοί μισθοφόροι (stradioti), Βορειοϊταλοί και ακόμη περισσότεροι Αλβανοί ελαφροί ιππείς. Βασικός παράγοντας για την άμυνα των δύο αυτών πόλεων υπήρξε η ανέγερση των έως σήμερα σωζόμενων τειχών τους περί τα τέλη του 13ου αιώνα. Από δε το 1470 προσετέθη, με τις εξελίξεις της τότε πολιορκητικής και οχυρωματικής, και το πυροβολικό (μπομπάρδες). Στο πλαίσιο της ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας των Μοθοκορώνων οι ντόπιοι, οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι, υποχρεώνονταν σε αγγαρείες επάνδρωσης των τειχών, για φρούρηση και επιτήρηση του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και ανέγερσης και συντήρησης των οχυρωματικών έργων, όπως και επάνδρωσης των βενετικών πολεμικών πλοίων με κωπηλάτες. Σημειώνεται ότι η καταπολέμηση της πειρατεία υπήρξε σημαντικό μέλημα για τη βενετική διοίκηση της Μεσσηνίας[9].
Οι Έλληνες πάντως απαγορευόταν διαμένουν εντός των τειχών των κάστρων της Μεθώνης και της Κορώνης χωρίς την άδεια των καστελλάνων, προφανώς για λόγους ασφαλείας της εκεί βενετικής κυριαρχίας και γενικά απαγορευόταν η διαμονή αλλοδαπών σε πανδοχεία της βενετικής επικράτειας της Μεσσηνίας χωρίς άδεια από τη βενετική διοίκηση[10]. Για την εσωτερική τάξη και ασφάλεια επιφορτισμένοι ήταν ειδικοί φρουροί με αστυνομικά και αγορανομικά καθήκοντα (justitiarii). Τέλος, υπήρχαν στα Μοθοκόρωνα δύο δικαστήρια, ένα κατώτερο (corte menor) και ένα ανώτερο (corte mazor ή corte granda)[11].
Η Εκκλησία
Οι Βενετοί, μετά την κατάκτηση της νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, μετεμφύτευσαν εκεί το δυτικό δόγμα, εγκαθιδρύοντας τις δικές τους εκκλησιαστικές αρχές. Έτσι, ιδρύθηκαν στη Μεθώνη και την Κορώνη δύο νέες ρωμαιοκαθολικές επισκοπές, με έδρες τις δύο αυτές πόλεις, οι οποίες υπάγονταν στην καθολική αρχιεπισκοπή Πατρών μαζί με τις καθολικές επισκοπές της υπόλοιπης, φραγκοκρατούμενης Πελοποννήσου. Έλαβε χώρα λοιπόν στον εκκλησιαστικό τομέα μία οιονεί φραγκο-βενετική συνδιοίκηση, ενώ η Λατινική Εκκλησία απέκτησε και έναν αριθμό γαιών. Επίσης, η Μεθώνη και η Κορώνη έγιναν πόλος έλξης -λόγω της γεωγραφικής του θέσης- για πολυάριθμους Δυτικούς προσκυνητές προς τους Αγίους Τόπους, κυρίως Γάλλους, Ισπανούς, Ιταλούς και Γερμανούς. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός της εγκατάστασης εκεί Λατίνων μοναχών. Στην Κορώνη είχαν εγκατασταθεί Φράροι, κλάδος των Φραγκισκανών, ενώ στην Μεθώνη υπήρχαν Τεύτονες Ιππότες, όπως και Ιωαννίτες Ιππότες, γνωστοί και ως Οσπιταλιέροι[12].
Μετά πάντως τη λατινική κατάκτηση και την ενσωμάτωση της Μεθώνης και της Κορώνης στη βενετική επικράτεια, η θέση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας κατέστη δυσχερής. Παρά το γεγονός ότι Βενετοί, ως έμποροι, ήταν πραγματιστές και δεν ήταν φανατικοί ως προς τα θρησκευτικά ζητήματα, αλλά μάλλον μετριοπαθείς, εντούτοις ακολούθησαν στις κτήσεις τους στον ελλαδικό χώρο εκκλησιαστική πολιτική περιορισμένης ανοχής. Όπως και στην υπόλοιπη βενετοκρατούμενη Ρωμανία, έτσι και στη Μεθώνη και Κορώνη η Βενετία επέβαλε την δια της βίας πρωτοκαθεδρία της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας εις βάρος της «σχισματικής» Ορθόδοξης Εκκλησίας, με παράλληλη δήμευση και οικειοποίηση περιουσιακών της στοιχείων, μετατροπή ορθοδόξων ναών σε καθολικούς, καθώς και κάποιες περιοριστικές διατάξεις εις βάρος των Ελλήνων κληρικών. Ωστόσο, εκεί υπήρχε περισσότερη θρησκευτική ανοχή συγκριτικά με άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές του Ιονίου και του Αιγαίου, δεδομένου ότι στην Μεθώνη και την Κορώνη δεν απαγορευόταν η παραμονή Ορθοδόξων ιεραρχών και έτσι δεν παρατηρήθηκε το φαινόμενο των πρωτοπαπάδων, αν και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις ο Ελληνορθόδοξος επίσκοπος Κορώνης όφειλε να βρίσκεται εκτός της πόλεως, κάτι που όμως στην πράξη δεν εφαρμοζόταν πάντοτε[13].
Εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες της βενετοκρατούμενης Μεσσηνίας
Οι Βενετοί, παράλληλα με τη διοργάνωση των κτήσεών τους στη Μεσσηνία, έφεραν εις πέρας και μία μεγάλη προσπάθεια εποικισμού των δύο σημαντικών γι’ αυτούς ναυτικών βάσεων. Στην περιοχή αυτή εγκαταστάθηκαν έποικοι όχι μόνο από τη Βενετία, αλλά και από άλλες ιταλικές πόλεις και τη Δύση γενικότερα. Έτσι, στις υστερομεσαιωνικές Μεθώνη και Κορώνη, εκτός από τους Έλληνες (Griexi, Griesi, Greci), που πάντα αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα του τοπικού πληθυσμού, και τους Βενετούς, εκεί κατοικούσαν ξένοι (forenses, forestieri), συνήθως Δυτικοί., προερχόμενοι κατά κύριο λόγο από πόλεις της ιταλικής χερσονήσου, κυρίως του Βορρά: π.χ. Padova, Treviso, Verona, Bergamo, Cremona, Ferrara, Pavia, Mantova, Imola, Parma, Pisa, Φλωρεντία, Ancona, Pesaro, Otranto ή ακόμα και από την ανταγωνίστρια της Βενετίας, Γένοβα. Υπήρχαν ακόμα κάτοικοι της περιοχής προερχόμενοι από τη Γαλλία, τη Ναβάρρα, την Ισπανία και την Καταλωνία, καθώς και από τις δαλματικές ακτές. Μεγάλος αριθμός Ιταλών και ιδίως Βενετών αρτοποιών, οπλοποιών, ξυλουργών, λιθοτόμων, ραφτών, γουναράδων και άλλων τεχνιτών έκανε αισθητή την παρουσία του στην περιοχή[14]. Επίσης αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και το εμπόριο. Η Μεθώνη και η Κορώνη, ευρισκόμενες στο δρόμο του μεταξιού, στο σταυροδρόμι Ανατολής-Δύσης, ήταν δύο μεγάλα διαμετακομιστικά κέντρα. Οι δύο αυτές πόλεις φημιζόταν για την παραγωγή και εμπορία λαδιού και κρασιού. Άλλα προϊόντα της περιοχής ήταν τα σύκα, το μέλι, το κερί, καθώς και οι πρινόκοκκοι (πρώτη ύλη για τα υφαντά των πόλεων της Τοσκάνης), ενώ διεξαγόταν και αξιόλογο εμπόριο αλατιού και σιτηρών[15]. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκεί κατέφθαναν Φλωρεντινοί και Πιζανοί έμποροι υφασμάτων, αλλά και έμποροι διαφόρων άλλων εθνικοτήτων (π.χ. Βενετοί, Δαλματοί, Φλαμανδοί), ενώ το αντίστροφο συνέβαινε με τους Μοθοκορωναίους ναυτικούς και εμπόρους, που επέκτειναν τις δραστηριότητες τους από την ανατολική Μεσόγειο και την Αδριατική, μέχρι τα πέρατα της δυτικής Ευρώπης. Αλλά ο κατ’ εξοχήν τομέας, που είχε σημαντική οικονομική άνθιση, ήταν το δουλεμπόριο. Η βενετοκρατούμενη Μεσσηνία ήταν πρωτίστως ένα μεγάλο σκλαβοπάζαρο, γεγονός που απέφερε στους δουλεμπόρους τεράστια κέρδη[16].
Πέραν πάντως των Δυτικών εποίκων, υπήρχαν στα Μοθοκόρωνα Έλληνες από το Δεσποτάτο του Μιστρά, Φράγκοι από το Πριγκηπάτο του Μορέως, καθώς και Σέρβοι και Αλβανοί, που ήταν τότε αμφότεροι χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι Αλβανοί πάντως χρησιμοποιούνταν συχνά ως μισθοφόροι (stradioti)[17].
Μία άλλη πληθυσμιακή ομάδα της Μεθώνης και της Κορώνης ήταν οι Εβραίοι, οι οποίοι και απάρτηζαν την ιουδαϊκή κοινότητα (Universita de Zudei). Οι ίδιοι κατοικούσαν σε διακριτή συνοικία του κάθε μπούργου (borgo, οχυρωμένη συνοικία εκτός των κυρίως τειχών της κάθε πόλης), στη Zudecha, ασχολούμενοι με «αστικά» κυρίως επαγγέλματα, όπως με το εμπόριο, τον ενεχειροδανεισμό, τη βυρσοδεψία, τη σηροτροφία, αλλά και την ιατρική, γεγονός που τους καθιστούσε (ορισμένους εξ αυτών) ιδιαιτέρως ισχυρούς οικονομικά, πλην όμως όχι στον ίδιο βαθμό και κοινωνικά. Δεδομένης της ιδιάζουσας θέσης της εντός του πλαισίου μία μεσαιωνικής κοινωνίας, όπως αυτής της βενετοκρατούμενης Μεσσηνίας, υπόκειντο σε διακρίσεις και περιορισμούς. Οι ίδιοι είχαν τη δική τους εσωτερική οργάνωση της κοινότητάς τους και τους δικούς τους επικεφαλείς (soprastanti), που τους εκπροσωπούσαν στην υπόλοιπη κοινωνία και στη βενετική κρατική διοίκηση, πιθανόν κατά το πρότυπο των ομοεθνών τους της Βενετίας, με την ελίτ τους να φαίνεται να έχει προνομιακή κοινωνική θέση, συγκριτικά με εκείνη των απλών Εβραίων. Σε κάθε περίπτωση υπήρχε χωροταξικός διαχωρισμός χριστιανών – Εβραίων, κατά το έθος της εποχής εκείνης[18].
Μία άλλη μειονότητα της περιοχής ήταν οι Τσιγγάνοι. Και αυτοί κατοικούσαν σε μία διακριτή συνοικία (ruga), η οποία γειτνίαζε με την εβραϊκή, όπου και υπήρχε μεγάλη και θορυβώδης αγορά. Οι Τσιγγάνοι ήταν γνωστοί για τις δραστηριότητές τους στον τομέα της μεταλλουργίας και μάς είναι γνωστοί στις πηγές, προερχόμενες από Γάλλους και Γερμανούς προσκυνητές, ως “Bohemiens”, λέξη που μας παραπέμπει στους Βοημούς, αλλά και στους μποέμηδες, τους περιπλανώμενους νομάδες και ημινομάδες ομόφυλούς τους της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης[19].
Τέλος, στη βενετοκρατούμενη Μεθώνη και την Κορώνη υπήρχαν δούλοι, ρωσικής, αρμενικής, κιρκάσιας, αφρικανικής ή ακόμη και ελληνικής καταγωγής, ωστόσο κατά κανόνα επρόκειτο για νεαρής ηλικίας Τάταρες δούλες, που εργάζονταν ως οικιακές υπηρέτριες. Υπήρχε δε και άνθιση του φαινομένου της πορνείας, φαινόμενο διαχρονικά κοινό για όλα τα μεγάλα λιμάνια[20].
Συνοψίζοντας, πέραν της ελληνορθόδοξης πλειονότητας των γηγενών, οι πληθυσμοί που κατοικούσαν στη Μεθώνη και την Κορώνη, ήταν διαφορετικών εθνικών προελεύσεων, φυλών και θρησκευμάτων, διακρινόμενοι σε τέσσερις επιμέρους κατηγορίες: στους διερχόμενους (ναυτικοί, έμποροι, προσκυνητές), β) στις μόνιμα εγκατεστημένες εθνικές μειονότητες, κατόχους περιουσίας, και δ) στους σκλάβους.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση
Στις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν παρόμοια με εκείνη του υπόλοιπου βενετοκρατούμενου και εν γένει λατινικρατούμενου χώρου. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονταν οι Βενετοί ευγενείς (nobeli), οι προεστώτες (primarii). Ως γνωστόν, στη Βενετία και την επικράτειά της απαραίτητο προσόν για την ανάληψη των υπάτων αξιωμάτων και την ανάρρηση στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας αποτελούσε η εγγραφή στο Libro d’ Oro, όπου βρίσκονταν αναεγεγραμμένα τα ονόματα των πλέον σημαινόντων οικογενειών της Βενετίας, των οποίων η διαχείριση των εξουσίας αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο της μελών τους. ενός σχετικά ολιγάριθμου κύκλου στο πλαίσιο του ιδιότυπου, επί της ουσίας αριστοκρατικού πολιτεύματος της Γαληνοτάτης «Δημοκρατίας» του Αγίου Μάρκου. Αυτοί κατοικούσαν εντός των τειχών των δύο κάστρων. Τα μέλη της τοπικής βενετικής αριστοκρατίας ήταν κατά κανόνα γαιοκτήμονες και μάς είναι γνωστοί ως cavalieri et apontatori, καθώς και ως feudatarii ή και ως cittadini et primarii[21].
Υπήρχε ωστόσο και μία δευτερεύουσα αριστοκρατία, εκείνη των Ελλήνων τοπικών αρχόντων (zentilomeni Greci), που και αυτοί κατείχαν κατά κανόνα μεγάλες εκτάσεις γης ή μπορεί να απέκτησαν τον τίτλο ευγενείας, λόγω ως επιβράβευση κάποιες υπηρεσίες προς τη Βενετία, ενώ δεν είναι σαφές αν αυτοί αποτελούσαν γόνους της προγενέστερης βυζαντινής αριστοκρατίας ή αν ανελίχθηκαν κοινωνικά μετέπειτα, επί Βενετοκρατίας[22].
Πέραν των παραπάνω, στη Μεθώνη και την Κορώνη κατοικούσαν και απλοί Βενετοί πολίτες και γενικότερα Δυτικοί, που είχαν ως επί το πλείστον «αστικές» δραστηριότητες, αποτελώντας τη μεσαία τάξη. Σε αυτούς θα πρέπει να προστεθούν οι Έλληνες, που ασκούσαν «αστικά» επαγγέλματα, όπως τεχνίτες, έμποροι, ναυτικοί, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι. Μάλιστα κάποιοι από αυτούς κατόρθωσαν από τα μέσα του 14ου αιώνα να αποκτήσουν τη βενετική υπηκοότητα και να ενταχθούν σε ένα κοινωνικό και νομικό καθεστώς, που δε διέφερε ουσιαστικά από εκείνο των Λατίνων[23]. Όπως προαναφέρθηκε, 0ι κάτοικοι των πόλεων, οι ασχολούμενοι με αστικές επαγγελματικές δραστηριότητες (burgenses) και κατοικούσαν κυρίως στον βούργο ή μπούργο (borgo), την οχυρωμένη συνοικία, που βρισκόταν εκτός των τειχών του κάστρου των δύο πόλεων (burgo Coroni, borgo de Modon)[24]. Κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών (κυρίως τεχνίτες) οργανώνονταν σε συντεχνίες, δηλαδή σε κλειστές και ισχυρές ενώσεις ατόμων, που είχαν το δικαίωμα να ρυθμίζουν συλλογικά ορισμένες πλευρές των κοινών τους δραστηριοτήτων[25].
Την μεγάλη πλειονότητα πάντως του πληθυσμού της βενετοκρατούμενης Μεσσηνίας αποτελούσαν οι κάτοικοι των περιχώρων (destretti) της Μεθώνης και της Κορώνης, οι χωρικοί (villani, rustici, paroikoi, contadini). Οι βιλλάνοι ζούσαν σε οικισμούς (casali) της μεσσηνιακής ενδοχώρας και ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ η νομική τους υπόσταση εντός της βενετικής επικράτειας ήταν δυσμενής, δεδομένων των περιορισμένων δικαιωμάτων τους και των πολυάριθμων υποχρεώσεών τους έναντι της εκάστοτε εξουσίας, φαινόμενο που όμως εντοπίζεται ήδη από την προγενέστερη βυζαντινή περίοδο. Οι χωρικοί ή πάροικοι ή βιλλάνοι ήταν μικροκαλλιεργητές, νομικά ανελεύθεροι, οι οποίοι εργάζονταν σε κτήματα (pascula, pascoli[26]), που ανήκαν είτε σε ιδιώτες μεγαλοκτηματίες- φεουδάρχες (feudatarii), είτε σε δημόσια-κοινοτικά κτήματα (de comun), τα οποία υπάγονταν στη βενετική Signoria ή και ακόμα σε κτήματα της Λατινικής Εκκλησίας (de la glesia)[27]. Σ’ αυτούς παραχωρούνταν η νομή (όχι η κυριότητα) ορισμένων εκτάσεων γης, έναντι αντιτίμου, που ήταν η απόδοση ορισμένων δοσιμάτων στους τοπικούς Βενετούς άρχοντες (στον εκάστοτε φεουδάρχη της περιοχής, στον οποίο υπάγονταν τα εν λόγω κτήματα και οι ίδιοι). Εδώ πρόκειται για την καταβολή υψηλού κατά κανόνα μεριδίου από την παραγωγή, ως φόρου στο φεουδάρχη ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης προβλεπόταν η καταβολή τελών (συνήθως σε είδος), που είχαν έκτακτο χαρακτήρα ως αντίτιμο για τη χρήση ορισμένων διευκολύνσεων, που δεν ήταν δεδομένες, αλλά των οποίων η παραχώρηση προς τους χωρικούς αποτελούσε αποκλειστικό προνόμιο των τοπικών αρχόντων, όπως π.χ. η χρήση των μύλων, η κατασκευή και επισκευή κτηρίων, η χρήση υδάτων, η κοπή ξυλείας κ.α. Οι χωρικοί ήταν δεμένοι με τη γη, κάτι που σημαίνει ότι δεν είχαν το δικαίωμα της αποδημίας από την περιοχή όπου διέμεναν, υπό την απειλή αυστηρών ποινών, ενώ δεν μπορούσαν να συνάψουν ελεύθερα γάμο παρά μόνον κατόπιν αδείας των βενετικών αρχών. Ακόμη προβλεπόταν ο εξαναγκασμός τους για υποχρεωτική και αμισθί εργασία για ορισμένες ημέρες του μήνα, ως καθήκον απέναντι στη βενετική αρχή. Η αγγαρεία αυτή των χωρικών των περιχώρων των δύο πόλεων ονομαζόταν παραπιασμός (parapiasmo di villani del distretto). Οι βιλλάνοι υποχρεώνονταν επίσης σε στρατιωτική υπηρεσία ως νυχθημερόν φρουροί στα κάστρα, αλλά και ως τοξότες στα πολεμικά πλοία των Βενετών και ενίοτε ως κωπηλάτες. Πλήρωναν δε φόρους, περισσότερο σε είδος, κάποιοι εκ των οποίων προϋπήρχαν ήδη από τη βυζαντινή περίοδο (π.χ. ακρόστιχον, καπνικόν, αερικόν, ζοβατικόν), ενώ δεν θα λείψουν και άλλοι που θα εισαγάγουν οι Βενετοί, σχετιζόμενοι με τις αγροτικές δραστηριότητες[28].
Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, η κατ’ εξοχήν πληθυσμιακή ομάδα της βενετοκρατούμενης Μεσσηνίας, που στερούνταν παντελώς και των στοιχειωδέστερων νομικών δικαιωμάτων και που βρισκόταν στην κατώτατη βαθμίδα της τοπικής κοινωνικής πυραμίδας ήταν οι δούλοι. Θύματα της εκμετάλλευσης ορισμένων επιτηδείων δουλεμπόρων οδηγούνταν και στη Μεθώνη και την Κορώνη κατά μεγάλους αριθμούς με σκοπό την επιτόπια πώλησή τους σε εγχώριους αγοραστές ή τη μεταπώλησή τους σε άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές του ελληνικού χώρου ή και τη Δύση. Στις πηγές μας οι δούλοι των Μοθοκορώνων είναι κατά πλειοψηφία γένους θηλυκού και προέρχονται κατά κύριο λόγο από περιοχές βορείως της Μαύρης Θάλασσας, στις ακτές της οποίας υπήρχαν άλλωστε ακμάζουσες βενετικές και γενουατικές αποικίες. Τα δύο αυτά μεσσηνιακά λιμάνια αποτελούσαν ένα σχεδόν υποχρεωτικό ενδιάμεσο σταθμό από την Ανατολή προς τη Δύση και έτσι ίσως μοιραία μετατράπηκαν σε μεγάλα σκλαβοπάζαρα[29].
Η Μεθώνη και η Κορώνη σήμερα
Σήμερα σώζονται τα ερείπια των δύο βενετικών κάστρων, της Μεθώνης και της Κορώνης, καθώς και του φράγκικου Παλαιόκαστρου, το οποίο περιήλθε από ένα χρονικό σημείο και έπειτα στη βενετική κυριαρχία.
Το μεγαλύτερο από τα παραπάνω κάστρα είναι εκείνο της Μεθώνης. Είναι παράκτιο και εφάπτεται στα ανατολικά της σύγχρονης κωμόπολης της Μεθώνης, από την οποία χωρίζεται από μία αμυντική τάφρο. Ως προς τα υπόλοιπα περιβάλλεται από θάλασσα. Χαρακτηριστικό είναι το «μπούρτζι», ένα φρούριο στα νότια του κάστρου, κτισμένο επάνω σε βραχονησίδα, το οποίο συνδέεται με το κυρίως κάστρο με τοξωτή γέφυρα, κτίσμα που ξεκίνησε να ανεγείρεται επί Βενετοκρατίας και ολοκληρώθηκε επί οθωμανικής κυριαρχίας, μετά δηλαδή το έτος 1500. Το κάστρο της Μεθώνης περιτρέχει τείχος τόσο προς την πλευρά της ξηράς όσο και προς την πλευρά της θάλασσας, καθώς και δεύτερο, εσωτερικό τείχος. Τα εξωτερικά τείχη πάντως ενισχύονται ανά τακτά διαστήματα με πύργους και προμαχώνες, που χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα έως και τον 17ο αιώνα, όταν η περιοχή ανακαταλήφθηκε για κάποια χρόνια από τους Βενετούς. Σε πολλά δε σημεία, ακόμα και σήμερα, εντοπίζονται ανάγλυφοι λέοντες του Αγίου Μάρκου, εμβλήματα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας[30].
Η Κορώνη είναι το άλλο σημαντικό κάστρο της περιοχής. Ωστόσο, τα σωζόμενα υλικά κατάλοιπα της εποχής εκείνης δεν είναι τόσα πολλά, συγκριτικά με εκείνα του κάστρου της Μεθώνης. Από τις παλαιότερες φάσεις του κάστρου της Κορώνης, σώζεται κυρίως ένας προμαχώνας, καθώς και η κεντρική πύλη. Το δε υπόλοιπο κάστρο δεν λειτουργεί ως αρχαιολογικός χώρος, όπως συμβαίνει με εκείνο της Μεθώνης, αλλά μέσα διακρίνει κανείς ιδιωτικές κατοικίες, καλλιέργειες, ακόμα και ένα μοναστήρι[31].
Τέλος, το Παλαιόκαστρο στο Ναβαρίνο (ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή με το Νιόκαστρο στην Πύλο) είναι φράγκικο κάστρο του 13ου αιώνα με τις χαρακτηριστικές δυτικές μεσαιωνικές χελιδονοειδείς επάλξεις. Βρίσκεται σε επάκτιο ύψωμα πάνω από τη σημερινή φημισμένη παραλία της Βοϊδοκοιλιάς, πλησίον της νήσου Σφακτηρίας, στην βορειοδυτική άκρη του κλειστού κόλπου της Πύλου. Περιήλθε στους Βενετούς στα 1423 και ανακαινίσθηκε από αυτούς, ενώ σήμερα βρίσκεται σε ερειπιώδη κατάσταση[32].
Βιβλιογραφία
Βαρζελιώτη Γ. – Πανοπούλου Α. (επιμ.), Έλληνες και Βενετοί στη Μεθώνη τα χρόνια της Βενετοκρατίας. Πρακτικά της Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης De Veneciis ad Mothonam. Έλληνες και Βενετοί στη Μεθώνη τα χρόνια της βενετοκρατίας, (Μεθώνη, 19-20 Μαρτίου 2010), Αθήνα – Βενετία 2012.
Βon A., «Τα σύνορα των ενετικών κτήσεων εν Μεσσηνία από του 13ου έως του 15ου Αιώνος», Μεσσηνιακά Γράμματα 10, (1967), 20-31.
Luce S., «Modon – a venetian station in mediaeval Greece», στο: Classical and medieval studies in honor of Edward Kennard Rand, Νέα Υόρκη 1938.
Major A., “Entranges et minorities ethniques en Messenie venetienne (XIII -XV)”, Studi Veneziani 22 (1991), 361-381.
Μαλτέζου Χ., «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα – Βενετικές και γενουατικές κτήσεις», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1979.
Miller W., H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), μτφρ. Ά. Φουριώτης, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 1997.
Μομφερράτος Α., Μεθώνη και Κορώνη επί Ενετοκρατίας, Αθήνα 1914.
Nannetti A., Documenta veneta Coroni et Methoni Rogata, vol. I, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 1999.
Nanetti A., Atlante della Messenia veneziana, Imola 2011.
Παραδείσης Α., Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος, τόμ. 2 (Δυτική και κεντρική Ελλάδα – Ήπειρος – Πελοπόννησος), Αθήνα 2001.
Πλουμίδης Γ.Σ., «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465-1502)», Πελοποννησιακά 10 (1974), 155-164.
Σάθας Κ., «Statuta Coroni e Modoni 1337-1487», Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, vol. IV, Παρίσι 1892.
Στυλιανόπουλος Π., Ιστορία της Μεσσηνίας, Αθήνα 1954.
Σφηκόπουλος Ι., Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, Αθήνα 1987.
Φουτάκης Π., Η Μεθώνη και η Ιστορία. Η Βενετία και η εξουσία, Αθήνα, Εκδόσεις Καπόν, 2017.
[1] W. Miller, H Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), Αθήνα 1997, 67-262.
[2] S. Luce, «Modon – a venetian station in mediaeval Greece», στο: Classical and medieval studies in honor of Edward Kennard Rand, Νέα Υόρκη 1938, 196.
[3] Miller, ό.π. (υποσημ. 1), 76.
[4] Χ. Μαλτέζου, «Λατινοκρατούμενη Ελλάδα – Βενετικές και γενουατικές κτήσεις», στο: Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1979, 261-262.
[5] Α. Bon, «Τα σύνορα των ενετικών κτήσεων εν Μεσσηνία από του 13ου έως του 15ου Αιώνος», Μεσσηνιακά Γράμματα 10, (1967), 21-22.
[6] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 262.
[7] Από το γεγονός αυτό θεωρείται ότι προέρχεται η σημερινή φράση: «έχει μπάρμπα στην Κορώνη». Βλ. Π. Στυλιανόπουλος, Ιστορία της Μεσσηνίας, Αθήνα 1954, σ. 271.
[8] Κ. Σάθας, «Statuta Coroni e Modoni 1337-1487», Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας, vol. IV, Παρίσι 1892, 6, 122, 125, 133-134, 160, 163, 170-171, 175, 180, 182.
[9] Γ.Σ. Πλουμίδης, «Συλλογή εγγράφων για τις βενετοκρατούμενες Μεθώνη και Κορώνη (1465-1502)», Πελοποννησιακά 10 (1974), 157-159.
[10] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 44.
[11] Α. Μομφερράτος, Μεθώνη και Κορώνη επί Ενετοκρατίας, Αθήνα 1914, 18-21.
[12] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 250.- Σάθας, 20, ό.π. (υποσημ. 8), 184.- A. Major, “Entranges et minorities ethniques en Messenie venetienne (XIII -XV)”, Studi Veneziani 22 (1991), 361.- Luce, ό.π. (υποσημ. 2), 199.
[13] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 262-263.
[14] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 34, 89, 95-96, 165.
[15] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 262.
[16] Major, ό.π. (υποσημ. 12), 362.
[17] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 136.- Major, 364.
[18] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 153-154, 159, 161
[19] Luce, ό.π. (υποσημ. 2), 202.
[20] Major, ό.π. (υποσημ. 12), 362.
[21] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 23, 39.- Πλουμίδης, ό.π. (υποσημ 9), 160.
[22] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 40.
[23] Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 262-263.
[24] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 138, 150-152.
[25] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 161, 184-185.
[26] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 22.
[27] Σαθας, ό.π. (υποσημ. 8), 20.
[28] Σάθας, ό.π. (υποσημ. 8), 20-22, 26, 29-30, 39, 124, 127, 133-134.- Πλουμίδης, ό.π. (υποσημ 9), 158.- Μαλτέζου, ό.π. (υποσημ. 4), 262.
[29] A. Nanneti, Documenta veneta Coroni et Methoni Rogata, vol. I, Αθήνα, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών – Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 1999, 139-140, 158, 168-169, 188, 190, 195, 237, 248-249, 255-256, 264-266,, 268-269, 274-277.
[30] Ι. Σφηκόπουλος, Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μορηά, Αθήνα 1987, 347-350. Α. Παραδείσης, Φρούρια και κάστρα της Ελλάδος, Αθήνα 2001, 248-255.- Π. Φουτάκης, Η Μεθώνη και η Ιστορία. Η Βενετία και η Εξουσία, Αθήνα 2017, 259-457.
[31] Σφηκόπουλος, ό.π., 350-352.- Παραδείσης, ό.π., 246-248.
[32] Σφηκόπουλος, ό.π., 340-342.- Παραδείσης, ό.π., 259-260.