Του Κωνσταντίνου Αραμπάμπασλη
Η ΔΥΣΛΕΞΙΑ είναι η πιο κοινή από τις ειδικές μαθησιακές δυσκολίες. Οι μαθητές με δυσλεξία, ενώ μπορεί να είναι παιδιά με φυσιολογική ή και ανώτερη νοημοσύνη, χωρίς προβλήματα στην όραση, την ακοή ή την ψυχική υγεία, αντιμετωπίζουν ειδικές δυσκολίες στην κατανόηση όσο και στην κωδικοποίηση/αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου. Συνέπεια της δυσλεξίας μπορεί να είναι μία απλή δυσκολία στην ανάγνωση, στην γραφική επιδεξιότητα, στην ορθογραφία ή στην αριθμητική έως και πλήρης αναλφαβητισμός.
Κάποια από τα πιο χαρακτηριστικά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν μαθητές με δυσλεξία είναι: η σύγχυση γραμμάτων και αριθμών πχ. του 3 με το ε, του δ με το 5, η σύγχυση μικρών λέξεων πχ. αν με να, και η αργή ανάγνωση με πολλά λάθη και ανακρίβειες. Πρέπει να επισημάνουμε πως η δυσλεξία δεν παρουσιάζει τα ίδια συμπτώματα ούτε παρουσιάζεται στον ίδιο βαθμό σε όλα τα δυσλεκτικά παιδιά.
Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι δυσλεξίας η Εξελικτική και η Επίκτητη
Η ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ ακολουθεί το παιδί από τη γέννησή του, έχει συνήθως κληρονομικό υπόβαθρο και γίνεται αντιληπτή στο διάστημα που το παιδί μαθαίνει να διαβάζει. Η εξελικτική δυσλεξία χωρίζεται στην οπτική και ακουστική.
Τα παιδιά με ΟΠΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ δυσκολεύονται να μαθαίνουν μέσω οπτικής λειτουργίας. Η οπτική δυσλεξία χαρακτηρίζεται από ελλείμματα στην οπτική αντίληψη, την οπτική διάκριση και την οπτική μνήμη. Παρουσιάζουν συγκεχυμένη κατανόηση των γραπτών συμβόλων. Έχουν δυσκολία στη διάκριση λέξεων ή γραμμάτων που έχουν οπτική ομοιότητα και αντιμετωπίζουν τις λέξεις σαν να τις βλέπουν για πρώτη φορά, γι’ αυτό δυσκολεύονται στην ανάγνωση των λέξεων ολικά.
Τα παιδιά με ΑΚΟΥΣΤΙΚΗ ΔΥΣΛΕΞΙΑ έχουν πρόβλημα στο να διακρίνουν ηχητικές ομοιότητες ή διαφορές, ή στο να συνθέσουν ήχους σε λέξεις. Η ακουστική δυσλεξία θεωρείται πιο δύσκολη μορφή δυσλεξίας καθώς είναι πιο δύσκολη η αντιμετώπισή της και χαρακτηρίζεται από έλλειμμα στην ικανότητα του ατόμου να αναπαριστά στο νου του, τους ξεχωριστούς ήχους της ομιλούμενης γλώσσας, να καταφέρνει να συνθέτει τους ήχους, να κατονομάζει πρόσωπα και πράγματα και να τηρεί την ακουστική ακολουθία. Η τελευταία είναι πολύ σημαντική γιατί έχει σχέση με τη δυνατότητα για απομνημόνευση συναφών πληροφοριών, τηρώντας πάντα τη σωστή τους διάταξη και σειρά.
Ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία παρουσιάζει χαμηλότερη επίδοση στη γραφή και στην ορθογραφία από ότι στην αναγνωστική του επίδοση. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορεί να αναγνωρίζει μικρές διαφορές μεταξύ των ήχων που αντιστοιχούν σε φωνήεντα ή σύμφωνα. Δεν μπορεί να συνδέσει τους ειδικούς ήχους με τα αντίστοιχα γραπτά τους σύμβολα. Τα άτομα με ακουστική δυσλεξία δεν είναι σίγουρα ότι ακούν σωστά τις λέξεις ή τις φράσεις ενός κειμένου. Έτσι αισθάνονται την ανάγκη και ζητούν επανάληψη της υπαγόρευσης συνεχώς. Ενδεικτικά ένα παιδί με ακουστική δυσλεξία χρειάζεται στην καλύτερη περίπτωση τρία με πέντε λεπτά για να γράψει μία απλή πρόταση.
Η διάκριση μεταξύ αυτών των δυο τύπων δυσλεξίας (Εξελικτικής και Επίκτητης) δεν είναι εύκολη και συνήθως στα δυσλεξικά παιδιά παρατηρούνται και οι δυο τύποι (η λεγόμενη μεικτή δυσλεξία). Να σημειωθεί ότι η ειδική εξελικτική δυσλεξία δεν δημιουργείται ξαφνικά και δεν εμφανίζεται μετά από χρόνια. Άλλες φορές είναι κληρονομική και άλλες φορές είναι αποτέλεσμα κάποιου προβλήματος κατά τη διάρκεια της κύησης ή του τοκετού.
ΣΥΠΤΩΜΑΤΑ: Στα περισσότερα δυσλεκτικά άτομα εμφανίζονται με :
1)Δυσκολίες στον γραπτό λόγο.
2)Δυσκολίες στη γραφή.
3)Αργοπορία στη μάθηση της ανάγνωσης.
Σε ορισμένα δυσλεκτικά άτομα εμφανίζονται:
4) Δυσκολίες στα μαθηματικά, ειδικά στην αφομοίωση συμβόλων και μορφών όπως οι πίνακες πολλαπλασιασμού.
5) Προβλήματα στη βραχυπρόθεσμη μνήμη και οργάνωση.
6)Δυσκολίες στην παρακολούθηση γραπτών οδηγιών και αλληλουχίας δρωμένων.
7) Προβλήματα στην ανάγνωση γραπτών κειμένων.
Επίσης εμφανίζονται:
8) Δυσκολίες στον προφορικό λόγο.
9)Προβλήματα στην εκτίμηση της απόστασης και της ενημερότητας του χώρου.
10) Σύγχυση δεξιού και αριστερού.
Αντιμετώπιση: Αν και κατά καιρούς προτείνονται διάφορες προσεγγίσεις αντιμετώπισης της δυσλεξίας. Σε αυτό το πλαίσιο διατυπώνεται η πεποίθηση ότι περισσότερο μαθαίνει να ζει κανείς με τη δυσλεξία (καλλιεργώντας π.χ. εναλλακτικούς τρόπους μάθησης), παρά την ξεπερνά. Ένα δυσλεκτικό παιδί, όταν κατά την ανάγνωση συναντήσει άγνωστες λέξεις, δυσκολεύεται να τις διαβάσει. Για τα παιδιά αυτά είναι προτιμότερη η ολική μέθοδος διδασκαλίας πρώτης ανάγνωσης. Όταν όμως αποκτήσουν ένα ικανοποιητικό οπτικό λεξιλόγιο, τότε πρέπει σιγά-σιγά να εισαχθούν στην ανάλυση και σύνθεση των λέξεων για να μπορούν να διαβάσουν σύνθετες λέξεις.
Τέλος μία αξιολόγηση θα είναι το πρώτο βήμα για να βοηθηθεί το παιδί ή το νεαρό άτομο προκειμένου να ξεπεράσει τις δυσκολίες του. Διαθέτοντας αυτή την αξιολόγηση, ο καταρτισμένος εκπαιδευτικός μπορεί να προσαρμόσει το διδακτικό του πρόγραμμα στις ειδικές μαθησιακές ανάγκες του παιδιού, προκειμένου να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του, τα κίνητρα και τις στρατηγικές διεκπεραίωσης της μάθησης.