Του Θεόδωρου Παπαδόπουλου,
Οι πρόσφατοι εορτασμοί για την συμπλήρωση 200 χρόνων από την Εθνική Επανάσταση του 1821 έφεραν στο προσκήνιο διάφορα δημοσιεύματα και δηλώσεις πολιτικών προσώπων σχετικά με την προσφορά της Αϊτής, υπέρ του αγώνα της Ελληνικής Εθνεγερσίας, 45 τόνων καφέ και 100 εθελοντών.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα, ο πρόεδρος της Αϊτής, Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, συγκινημένος από τον αγώνα των Ελλήνων και μη δυνάμενος να συμβάλει σε αυτόν ουσιαστικά, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της χώρας του, έστειλε στην Ελλάδα συμβολικά 45 τόνους καφέ προς πώληση, προκειμένου να αγορασθούν όπλα και πολεμοφόδια, καθώς και 100 Αϊτινούς εθελοντές, οι οποίοι όμως πέθαναν όλοι κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, όταν το πλοίο τους δέχθηκε την επίθεση πειρατών. Μια δεύτερη εκδοχή θέλει τους Αϊτινούς εθελοντές να πεθαίνουν από κακουχίες ή Σκορβούτο πριν φθάσουν στην Ελλάδα, ενώ σύμφωνα με μια τρίτη εκδοχή, το πλοίο των Αϊτινών δέχθηκε την επίθεση γαλλικών πολεμικών πλοίων στη Μεσόγειο, με αποτέλεσμα αυτό να βυθιστεί και οι εθελοντές να πνιγούν.
Όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς, υπάρχουν πολλές εκδοχές αυτής της ιστορίας που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια σε διάφορα άρθρα στο διαδίκτυο, με καμία από αυτές να μην περιέχει ωστόσο σαφείς λεπτομέρειες ως προς τον χρόνο και τον τόπο των γεγονότων, αναφορές σε γνήσιες ιστορικές πηγές ή παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία.
Για τον λόγο αυτό, ανατρέξαμε στην διαθέσιμη βιβλιογραφία και, κατόπιν έρευνας, σας παραθέτουμε τα πραγματικά γεγονότα.
Ως γνωστόν, ήδη από τις απαρχές της Επανάστασης, στον ελλαδικό χώρο είχαν συσταθεί επιτροπές με σκοπό την εξυπηρέτηση των αναγκών του αγώνα και την αντιμετώπιση των διαφόρων ζητημάτων που συνεχώς ανέκυπταν. Οι επιτροπές αυτές, μεταξύ άλλων, συνέτασσαν “προειδοποιήσεις,” προκηρύξεις μέσω των οποίων ανήγγελλαν την έναρξη του αγώνα για την απελευθέρωση της Ελλάδος και ζητούσαν την βοήθεια των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Παρόμοιες επιτροπές (“κομιτάτα”) είχαν ιδρυθεί και σε χώρες της Ευρώπης, με σκοπό την διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης υπέρ των επαναστατημένων Ελλήνων, την συγκέντρωση εθελοντών, την περίθαλψη των προσφύγων και του άμαχου ελληνικού πληθυσμού, και την ενίσχυση των επαναστατών με τρόφιμα, φάρμακα, πολεμοφόδια, χρήματα κ.α.
Μια από τις πρώτες επιτροπές στο εξωτερικό ιδρύεται τον Μάρτιο του 1821 στην Γαλλία, στους κόλπους της Société de la Morale Chrétienne (Εταιρία της Χριστιανικής Ηθικής) από επιφανείς Γάλλους φιλέλληνες και αξιόλογους Έλληνες των Παρισίων, όπως τους Α. Κοραή, Α. Βογορίδη, Δ. Φωτήλα, Μ. Σχινά κ.α., με κύριο μέλημά την συλλογή χρηματικών εισφορών για την ενίσχυση των Ελλήνων προσφύγων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τον Αύγουστο του ίδιου έτους, και με την μεσολάβηση του Γάλλου φιλέλληνα και τέως επισκόπου Βλαισών, Ανρι Γκρεγκουάρ, η Επιτροπή των Παρισίων στέλνει επιστολή στον πρόεδρο της Αϊτής Ζαν Πιερ Μπουαγιέ, δια της οποίας τον καλεί να ενισχύσει τον αγώνα των Ελλήνων κατά των Τούρκων με όπλα και χρήματα. Η επιστολή έκλεινε ως εξής:
“Γενναίοι Αϊτινοί, έχετε υποφέρει τους πόνους της δουλείας που προ ολίγου σας βάραινε. Τέκνα της Αφρικής, της οποίας οι ακτές πρόσκεινται σε εκείνες της Ελλάδος, ελάτε να μας βοηθήσετε· 30.000 τυφέκια και χρήματα μας είναι απαραίτητα. Κι αν σε αυτό το δώρο ή δάνειο προσετίθετο η άφιξη ενός των ταγμάτων σας, ορμώμενου από την καρδιά της Αμερικής, τούτο θα έφερνε τον τρόμο στην ψυχή των λιπόψυχων βασανιστών μας. Το νησί της Ύδρας είναι το λιμάνι στο οποίο μπορείτε να στείλετε την βοήθειά σας.
Η Ελλάς θα σας ήταν υπόχρεη για αυτές τις θυσίες. Μια τρυφερή φιλία θα παγιωνόταν ανάμεσα στους απογόνους σας και στους δικούς μας ως τα βάθη των αιώνων. Θα τους κληροδοτήσουμε την ευγνωμοσύνη μας. Η ιστορία θα επαναλαμβάνει στις μελλοντικές γενιές ότι η σημαία της Αϊτής, κυματίζουσα στην Μεσόγειο, ήρθε να ενωθεί με εκείνη της αναστημένης Ελλάδος. Θα ήταν μια εποχή δόξας για τα δύο έθνη, και ένας από τους ωραιότερους θριάμβους της δικαιοσύνης και της ανθρωπιάς.”
Πώς αντέδρασε όμως ο πρόεδρος της Αϊτής στην επιστολή αυτή των Ελλήνων;
Σύμφωνα με τον Τομά Μαντιέ και τον Μπομπράν Αρντουάν, τους δυο κορυφαίους Αϊτινούς ιστορικούς του 19ου αιώνα, ο Μπουαγιέ δεν έκανε απολύτως τίποτα για να βοηθήσει τους Έλληνες πέραν από το να τους στείλει μια όμορφη ευχετήριο επιστολή, που ωστόσο τους αρνούταν την βοήθεια!
Τομά Μαντιέ (1843):
“Η απάντηση [του Μπουαγιέ], που πρόκειται να αναπαράγουμε, δεν αντανακλά τα συγκινητικά και ηρωικά συναισθήματα που υπαγόρευσαν αυτό το ευγενές γράμμα [των Ελλήνων]. Σε αυτήν, ο ψυχρός λογισμός μιας φειδωλής οικονομίας υποβοηθείται από την ρητορεία για να προξενήσει ενθουσιασμό. Είναι αλήθεια ότι δεν μπορούσαμε να πραγματοποιήσουμε μεγάλες θυσίες για την Ελλάδα, όμως είχαμε την δυνατότητα να της στείλουμε κάποια χρήματα, τα οποία δεν στείλαμε. Το ποσό των 40.000 πιάστρων, που θα μπορούσαμε να είχαμε διαθέσει, θα είχε αφιερωθεί στην απόκτηση 8.000 καλών τυφεκίων, τα οποία, αυτοί οι ήρωες, που πέθαιναν δίχως όπλα στα πεδία των μαχών, θα είχαν δεχθεί μέσω πλοίου ευλογώντας μας. Τα λόγια που θα μας απηύθυναν μπροστά στον θάνατο: “Θα κληροδοτήσουμε στους απογόνους μας την ευγνωμοσύνη μας,” δεν είχαν αγγίξει την καρδιά μας. Αν ο Πεσιόν είχε ζήσει, δεν θα μας είχαν απευθύνει μια μάταιη έκκληση. Όσο περισσότερο τα πράγματα εξελίσσονται, τόσο περισσότερο βλέπουμε πόσο σπάνιες είναι οι ανώτερες αρετές της καρδιάς, που μόνο αυτές παράγουν την ομορφιά και το μεγαλείο. Όσο για την αποστολή σε αυτούς στρατευμάτων υπό την σημαία μας, πολιτικοί λόγοι αντετίθεντο σε αυτό. Εάν η Ευρώπη εκείνη την εποχή λάμβανε υπ’ όψιν το διεθνές δίκαιο για να μην επεμβαίνει άμεσα στις υποθέσεις της Ελλάδος, εμείς είχαμε ακόμη σοβαρότερο λόγο για να διατηρήσουμε την ουδετερότητά μας, ακόμη περισσότερο την στιγμή που η σημαία μας δεν είχε ακόμη αναγνωρισθεί από τις ξένες δυνάμεις.
Όμως, έχει ειπωθεί και γραφθεί ότι, εάν είχαμε στείλει ένα από τα τάγματά μας στην Ελλάδα, το χρώμα των στρατιωτών μας θα ήταν λόγος για να τύχουν κακής υποδοχής. Η Επιτροπή των Παρισίων απευθυνόμενη στην Αϊτή γνώριζε καλά ότι δεν ήταν λευκοί. Και στις χώρες της Ανατολής, δεν είναι οι άνθρωποι συνηθισμένοι στην θέα μαύρων στρατιωτών; Υπήρξαν πολλοί από αυτούς στις μουσουλμανικές στρατιές το 1821, όπου αμιγώς μαύρα συντάγματα είχαν στρατολογηθεί στο Νταρφούρ, και αμιγώς μαύρα σώματα είχαν στρατολογηθεί στους βερβερικούς πληθυσμούς. Εάν ήταν δυνατό για εμάς να στείλουμε μια από τις ημιταξιαρχίες μας στην Ελλάδα, δεν θα ήταν το χρώμα των στρατιωτών μας που θα τους είχε καταστήσει αντικείμενο αποτροπιασμού. Στην Νάπολη, υπό τον Μυρά, το Βασιλικό Αφρικανικό Σύνταγμα δεν είχε αποκτήσει αδερφική σχέση με τον λαό;
Ιδού η απάντηση που δόθηκε στο γράμμα των Ελλήνων:
‘Προς τους Πολίτες της Ελλάδος Α. Κοραή, Κ. Πολυχρονιάδη, Α. Βογορίδη και Κ. Κλωνάρη,
‘Πριν λάβουμε την επιστολή σας από το Παρίσι, με ημερομηνία την 20η Αυγούστου του παρελθόντος έτους, έφθασε σε εμάς η είδηση ότι η Ελλάς, επανορθώσασα επιτέλους την πίστη της που παρέμενε καταπεπτωκυία, είχε αδράξει ξανά την λόγχη της για να διεκδικήσει την ελευθερία της και την θέση που κατείχε ανάμεσα στα έθνη.
‘Ένας σκοπός τόσο δίκαιος δεν θα μπορούσε να ήταν αδιάφορος στους Αϊτινούς, οι οποίοι, όπως οι Έλληνες, είχαν επί μακρόν στενάξει κάτω από έναν ζυγό επονείδιστο, και οι οποίοι, όπως εσείς, ηγέρθησαν από τον ύπνο της δουλείας. Έπειτα από 30 έτη αιματηρού πολέμου, είμαστε σήμερα απελεύθεροι, ανεξάρτητοι, συμφιλιωμένοι· νικήσαμε τους δυνάστες μας με την δύναμη των όπλων· και με την φιλελευθερία των θεσμών μας φέραμε στην πατρίδα μας την γλυκιά ειρήνη. Αρχίζουμε να απολαμβάνουμε τους καρπούς των κόπων μας. Όντας ευτυχέστεροι από εμάς, τέκνα της Ελλάδας, έχετε δέκα αιώνες δόξας που αναπτερώνουν το θάρρος σας· τα όρη μας, οι πεδιάδες μας δεν ανακαλούν στην μνήμη μας τίποτε περισσότερο από την μανία των τυράννων μας και τις ταλαιπωρίες των πατέρων μας. Οι Θερμοπύλες, ο Μαραθώνας, η Σαλαμίνα, οι Πλαταιές ακόμη σας υπενθυμίζουν τα ηρωικά κατορθώματα των προγόνων σας. Μάταια οι βάρβαροι επικυρίαρχοί σας πάσχισαν να σας στερήσουν μέχρι και την επιρροή των μνημείων, υποκαθιστώντας τα διάσημα αυτά ονόματα με ονόματα βαρβαρικά· μάταια κολάκευσαν τους εαυτούς τους καταστρέφοντας τα αθάνατα αυτά μνημεία: οι πρώτες σας νίκες τούς δείχνουν επαρκώς πως δεν είστε υιοί εκφυλισμένοι.
‘Ωστόσο, στην χαρμονή που μας εμπνέει η ευγενής αποφασιστικότητα που σας διέπει προστίθεται ένα οδυνηρό συναίσθημα, καθώς βλέπουμε τους λαούς που σας οφείλουν τόσο τον πολιτισμό τους όσο και την ευημερία τους να παραμένουν αδρανείς θεατές του αγώνα σας και να προδίδουν δια της απραξίας τους τον σκοπό της δικαιοσύνης και της θρησκείας.
‘Πώς! Η Αθήνα, η Λακεδαίμονα να αγωνίζονται με τις αλυσίδες τους ενάντια στις πολυάριθμες στρατιές του δεσποτισμού, να ικετεύουν για βοήθεια, και η πολεμική Ευρώπη, η εύπορη Ευρώπη να τους αρνείται ένα στήριγμα! Το λάβαρο του Σταυρού έχει ποδοπατηθεί από τον μουσουλμάνο, και η χριστιανική Ευρώπη διστάζει να εκδικηθεί τον Θεό της… Αχ! Αν η κραυγή της Ελλάδος πραγματικά ήχησε γι’ αυτή, η Αϊτή συγκινήθηκε από αυτό βαθύτατα. Ναι, πολίτες, φλεγόμαστε από την θέληση να υπερασπιστούμε τους συμπατριώτες σας· μακάρι να μπορούσαμε να δώσουμε πρώτοι το όμορφο αυτό παράδειγμα στον υπόλοιπο κόσμο· όμως δεν μας επιτρέπεται να δικαιώσουμε τις προσδοκίες σας και τον πόθο που μας φλέγει! Με την απεραντοσύνη της θάλασσας να μας χωρίζει από την Ελλάδα, στερούμενοι των πόρων που κάνουν τα έθνη που συνορεύουν με αυτήν υπερήφανα, περιβαλλόμενοι από την γαλήνη μας και μην διαθέτοντας άλλα όπλα πέραν αυτών που κυριεύσαμε στα πεδία των μαχών, περιοριζόμαστε στο να συντάξουμε ευχές· τουλάχιστον, μην ακούγοντας παρά την φωνή της Τιμής, εκφράζουμε ενώπιον του σύμπαντος ολόκληρου τις ευχές εκείνες που η πολιτική πνίγει μέσα στην καρδιά των ευρωπαϊκών εθνών και ζητάμε από τους ουρανούς τον θρίαμβο του καταπιεσμένου επί του καταπιεστή, της ελευθερίας επί της τυραννίας, της θρησκείας επί του φανατισμού.
‘Και εσείς, γενναίοι Έλληνες, θυμηθείτε την δύναμη των προγόνων σας όταν στρατιές πιο πολυάριθμες από αυτές που απειλούν εσάς έφεραν στα σπίτια τους τόσο τον σίδηρο όσο και τον πυρσό· θυμηθείτε ότι 300 Σπαρτιάτες έσωσαν την πατρίδα τους· μην φοβάστε λοιπόν καθόλου την ισχύ των αριθμών, θα υποχωρήσει μια μέρα μπροστά στην αξία σας. Καταπλήξτε την Ευρώπη, αποσπάστε τον θαυμασμό της με την ακλόνητη επιμονή σας στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων σας. Τότε, σύντομα θα την δείτε πιστή στις αρχές της να σας προσφέρει η ίδια την βοήθεια που σας αρνείται σήμερα, και τότε θα έχετε θριαμβεύσει. Μαθαίνοντάς το, η Αϊτή θα αγαλλιάσει με το ευτυχές σας πεπρωμένο· θα έχει την τιμή να ενώσει με μια συνθήκη φιλίας τα παιδιά της με τους υιούς της Ελλάδος.’”
(Ιστορία της Αϊτής, VI, σελ. 219-225)
Είναι λοιπόν σαφές από το κείμενο του Μαντιέ, το οποίο γράφθηκε 20 περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα, ότι ο πρόεδρος Μπουαγιέ όχι μόνο δεν βοήθησε τους Έλληνες στέλνοντάς τους όπλα ή εθελοντές, αλλά και ότι η άρνησή του να βοηθήσει είχε ήδη συζητηθεί στο εσωτερικό της Αϊτής, με ορισμένους να υποστηρίζουν ότι καλώς έπραξε με το να μην στείλει στρατιώτες στην Ελλάδα, διότι θα τύγχαναν “κακής υποδοχής”. Ο Μαντιέ, ο οποίος είχε στενές οικογενειακές και προσωπικές σχέσεις με την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Αϊτής (ήταν στενός φίλος τόσο με τον ίδιο τον πρόεδρο Μπουαγιέ όσο και με τον επικεφαλής του στρατού του, Ζοζέφ Μπαλταζάρ Ανζινάκ), είχε πρόσβαση σε πρωτογενείς πηγές και μάρτυρες, ώστε αν τελικώς κάτι τέτοιο είχε λάβει χώρα, είναι βέβαιο ότι θα το γνώριζε.
Μπομπράν Αρντουάν (1860):
“Είναι σίγουρο ότι ο Μπουαγιέ δεν ήταν αναίσθητος ως προς τα δεινά που υπέφεραν οι Έλληνες, ούτε ήταν αδιάφορος ως προς την επιτυχία που όλες οι γενναιόδωρες καρδιές τούς εύχονταν στον αγώνα τους ενάντια στους καταπιεστές τους τον ίδιο εκείνο χρόνο, και περισσότεροι του ενός Αϊτινοί αισθάνονταν την ίδια συμπάθεια. Όμως, ο πρόεδρος της Αϊτής είχε καθήκοντα προς την χώρα του να εκπληρώσει πρώτα, πριν σκεφθεί να βοηθήσει έναν εξεγερμένο λαό που βρισκόταν πάνω από 2.500 λεύγες μακριά: η λογική του Κράτους έπρεπε να υπερισχύσει του ενθουσιασμού. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά την προσάρτηση του Βορρά, σε μια χρονική στιγμή που όλα πήγαιναν προς εκείνη της Ανατολής, θα έστελνε αϊτινά στρατεύματα στην Ελλάδα για να πολεμήσουν κατά των Τούρκων; Και που θα είχε βρει τον στόλο που θα χρειαζόταν για να τα μεταγάγει εκεί; Και ποιο θα ήταν το κόστος μιας τέτοιας επιχείρησης, εάν η εκτέλεσή της είχε καταστεί δυνατή; Ο Πρόεδρος θα είχε εξαντλήσει τα οπλοστάσια της χώρας για να στείλει στους Έλληνες τα 30.000 τουφέκια που αιτήθηκαν εκείνοι που ζούσαν στο Παρίσι —το δημόσιο θησαυροφυλάκιο και τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί στον Βορρά μετά τον θάνατο του Κριστόφ;”
(Μελέτες στην Ιστορία της Αϊτής, IX, σελ. 74-75)
Και πάλι, δεν τίθεται καν θέμα περί του εάν στάλθηκε βοήθεια στους Έλληνες, αλλά περί του εάν κάτι τέτοιο ήταν πολιτικά και πρακτικά εφικτό για τον Μπουαγιέ εκείνη την περίοδο. Για τον Αρντουάν, όπως και για τον Μαντιέ, η αυτονόητη απάντηση ήταν όχι, καθώς για τον Μπουαγιέ εκείνη την περίοδο προτεραιότητα είχε η Αϊτή.
Τι ισχύει όμως για τους “45 τόνους καφέ;”
Ο καφές αυτός πράγματι εστάλη, όχι όμως στους Έλληνες!
Όπως αναφέραμε προηγουμένως, εκείνη την περίοδο ο Γάλλος τέως επίσκοπος Βλαισών Ανρι Γκρεγκουάρ, μια από τις ηγετικές μορφές της Γαλλικής Επανάστασης (και από τις λίγες που βρίσκονταν ακόμη εν ζωή το 1821), διατηρούσε στενές σχέσεις τόσο με τους Έλληνες της Επιτροπής των Παρισίων όσο και με την κυβέρνηση της Αϊτής. Αυτός ήταν που πρότεινε στους Έλληνες να απευθυνθούν στην κυβέρνηση του Πορτ-ω-Πρανς. Ο Γκρεγκουάρ, φανατικός υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας και εξέχον μέλος της Société des Amis des Noirs (Εταιρία των Φίλων των Μαύρων), υπερασπιζόταν την ανεξαρτησία της Αϊτής και φιλοξενούσε Αϊτινούς επισκέπτες στο Παρίσι. Είχε στενές σχέσεις τόσο με τον πρόεδρο Πεσιόν όσο και με τον Μπουαγιέ, ο οποίος μάλιστα τον προσκάλεσε να ζήσει στην Αϊτή. Ο Γκρεγκουάρ, που ήταν τότε 70 ετών, αρνήθηκε, και τότε ο Μπουαγιέ του ζήτησε να του στείλει δύο πορτραίτα του, προκειμένου να τα αναρτήσει στους τοίχους του προεδρικού του ανακτόρου και της Αϊτινής Γερουσίας στο Πορτ-ωΠρανς. Ο Γκρεγκουάρ δέχθηκε διστακτικά, καθώς απεχθανόταν την προσωπολατρία, και, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης, ο Μπουαγιέ του έστειλε 25.000 λίβρες (και όχι 45 τόνους) καφέ.
Όπως γράφει ο Μαντιέ:
“Ο Γκρεγκουάρ ζήτησε να του στείλουν από την Χάβρη δύο λίβρες καφέ από τις 25.000. Συγκέντρωσε αρκετούς από τους φίλους του και ευχαριστήθηκε πολύ με το να τους προσφέρει μια γεύση αϊτινού καφέ. Ο υπόλοιπος θα παρέμενε στον ίδιο· τον χρησιμοποίησε για να καλύψει τα έξοδα [της έκδοσης] αρκετών βιβλίων περί ηθικής, τα οποία έστειλε αφιλοκερδώς στην Αϊτή, και για να βοηθήσει τους Έλληνες ενάντια στην Οθωμανική Πύλη.”
(Ιστορία της Αϊτής, VI, σελ. 219-225)
Ωστόσο, ο Μαντιέ δεν υπεισέρχεται σε λεπτομέρειες σχετικά με το τι απέγιναν τελικά τα χρήματα από την πώληση του καφέ.
Το 2004, ο ιστορικός Ζαν Φρανσουά Μπριέρ δίνει μια ελαφρώς διαφορετική εκδοχή της ιστορίας, δίχως να αναφέρει τίποτα περί αποστολής χρημάτων στην Ελλάδα από τον Γκρεγκουάρ:
“[Η αποστολή του καφέ] έφερε τον τέως επίσκοπο Βλαισών σε δύσκολη θέση, καθώς οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι λάμβανε χορηγίες από την κυβέρνηση της Αϊτής. Χωρίς να πίνει καφέ ο ίδιος, πούλησε ένα μέρος του φορτίου για να βοηθήσει τους Μαρτινικανούς Μπισέτ, Βολνί και Φαμπιάν, οι οποίοι είχαν κατηγορηθεί το 1823 ότι είχαν εκδώσει ένα φυλλάδιο που ζητούσε πολιτικά δικαιώματα για τους μαύρους, και δώρισε τον υπόλοιπο στους φίλους του.”
(Αββάς Γρηγόριος και Αϊτινή Επανάσταση [2004], σελ. 40)
Ο δε Έλληνας ιστορικός Μιχαήλ Λάσκαρης, στην διατριβή του με τίτλο L’Abbé Grégoire et la Grèce (Ο Αββάς Γρηγόριος και η Ελλάς, 1932), στην οποία αναλύει διεξοδικά την φιλελληνική στάση και δράση του επισκόπου Γκρεγκουάρ, επιβεβαιώνει την σχέση του τελευταίου με την κυβέρνηση της Αϊτής και τους Έλληνες της Επιτροπής των Παρισίων, όμως δεν αναφέρει πουθενά ότι ο Γκρεγκουάρ έστειλε χρήματα στους επαναστατημένους Έλληνες.
Συνεπώς, εν αντιθέσει προς όσα λέγονται ή γράφονται το τελευταίο διάστημα, η Αϊτή δεν έστειλε ΠΟΤΕ εθελοντές ή χρήματα στην Ελλάδα κατά την Επανάσταση του 1821, ενώ 25.000 λίβρες (και όχι “45 τόνοι”) καφέ πράγματι εστάλησαν από τον πρόεδρο Μπουαγιέ, όχι όμως στους Έλληνες, αλλά στον Γάλλο επίσκοπο Ανρι Γκρεγκουάρ.
Πηγές:
-Christopoulos, Georgios A. & Bastias, Ioannis K., eds. (1975) History of the Greek Nation, Volume XII: The Greek Revolution (1821 – 1832), Ekdotiki Athinon, σελ. 322
-Adélaïde-Merlande, Jacques. “Madiou, historien d’Haïti.” Bulletin de la Société d’Histoire de la Guadeloupe, no. 106 (1995), σελ. 12–22
-Ardouin, Beaubrun. Études sur l’histoire d’Haïti. Tome Neuvième. Paris: Dezobry et E. Magdeleine, Lib.-Editeurs, 1860, σελ. 74-75
-Brière, Jean-François. “Abbé Grégoire and Haitian Independence” Research in African Literatures 35, no. 2 (2004), σελ. 34–43
-Laskaris, M. “L’Abbé Grégoire et la Grèce.” La Révolution française, no. 85 (1932): 220–31.
-Madiou, Thomas. Histoire d’Haïti: Tome VI de 1819 à 1826. Port-au-Prince, Haïti: Editions Henri Deschamps, 1843, σελ. 219-225
-Wesley, Charles H. The Struggle for the Recognition of Haiti and Liberia as Independent Republics, The Journal of Negro History, Vol. 2, No. 4 (Oct., 1917), σελ. 369-383