Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 144-146.
Κείμενο: Φωκίων Κοτζαγεώργης
Η θέση του Διερμηνέα (δραγουμάνος στις πηγές της εποχής) της Πύλης δεν δημιουργήθηκε για κάποιον Φαναριώτη, ούτε την εποχή που μας ενδιαφέρει. Λόγω της μη γνώσης δυτικών γλωσσών από την οθωμανική γραφειοκρατία, η θέση του διερμηνέα υπήρχε ήδη από τον 15ο αιώνα και κατεχόταν από μη μουσουλμάνους Οθωμανούς υπηκόους (Έλληνες, Αρμένιους, Εβραίους) ή εξισλαμισμένους Ευρωπαίους (π.χ. Ιταλούς). Δεν είναι γνωστά πολλά πράγματα για τη θέση και τις αρμοδιότητες του θεσμού, αλλά γενικά υποστηρίζεται ότι οι διερμηνείς ασκούσαν κυρίως μεταφραστικές εργασίες στο Παλάτι και μόνο κατ’ εξαίρεση – λόγω του κύρους του εκάστοτε διερμηνέα ή άλλων ειδικών πολιτικών συνθηκών – τους δινόταν ad hoc πολιτικές αρμοδιότητες στο πλαίσιο κάποιας διπλωματικής αποστολής σε ευρωπαϊκό κράτος.

Στην οθωμανική πρωτεύουσα κατά τον 17ο αιώνα όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες διατηρούσαν μόνιμες πρεσβείες, καθώς τα ζωτικά συμφέροντά τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αυξάνονταν. Όπως είναι λογικό, θέση διερμηνέα προβλεπόταν και σ’ αυτές τις πρεσβείες, μόνο που εδώ η προτίμηση ήταν σε γνώστες της οθωμανο-τουρκικής γλώσσας, παράλληλα με τους γνώστες της γλώσσας του κράτους, στο οποίο ανήκε η πρεσβεία. Τα πρόσωπα που συγκέντρωναν αυτά τα προσόντα ήταν κυρίως οι μη μουσουλμάνοι Οθωμανοί υπήκοοι. Έτσι, η κατοχή θέσης διερμηνέα σε κάποια ευρωπαϊκή πρεσβεία έδινε στον κάτοχο τη δυνατότητα να δημιουργήσει ένα προσωπικό δίκτυο ευνοουμένων και να αποκτήσει πείρα των διεθνών σχέσεων. Αν, μάλιστα, το ίδιο πρόσωπο κατείχε και τη θέση διερμηνέα του οθωμανικού παλατιού, τότε η πολιτική πείρα και το δίκτυο ήταν πολύτιμα και για τις δυο πλευρές.
Ένα τέτοιο πρόσωπο ήταν ο άνθρωπος που εγκαινίασε την περίοδο συνεχούς κατοχής του αξιώματος του Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης από φαναριώτικες οικογένειες. Ο Παναγιώτης Νικούσιος δεν ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας κι ούτε είναι γνωστό με βεβαιότητα το έτος αλλά και ο τόπος γέννησής του. Μία από τις εκδοχές περί αυτών είναι ότι ο Νικούσιος γεννήθηκε το 1613 στην Κωνσταντινούπολη από τραπεζούντια οικογένεια. Τα έτη που σχετίζονται με τη ζωή του μέχρι την άνοδό του στο αξίωμα του διερμηνέα της Πύλης επίσης δεν είναι επιβεβαιωμένα. Σίγουρο φαίνεται, ωστόσο, ότι ήταν γνώστης ανατολικών και δυτικών γλωσσών και ότι είχε εισέλθει στην αυστριακή πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης ως υπάλληλος και αργότερα ως διερμηνέας. Η ευφράδεια, η ευρυμάθεια και η ευστροφία τον έκαναν γνωστό στην κωνσταντινουπολίτικη κοινωνία και στο οθωμανικό παλάτι.
Η τοποθέτησή του στη θέση του Διερμηνέα της Πύλης το 1661 αποτέλεσε προσωπική επιλογή του πανίσχυρου Μεγάλου Βεζίρη Μεχμέτ Κιοπρουλού. Η δωδεκάχρονη θητεία του, που σταμάτησε με το θάνατό του, ήταν που του έδωσε αίγλη και δύναμη, τόσο στους κύκλους του Παλατιού και των ευρωπαϊκών πρεσβειών, όσο και της ελληνορθόδοξης κοινωνίας. Ο Νικούσιος αποτελούσε μέλος της οθωμανικής αντιπροσωπείας για την παράδοση του Χάνδακα και τη λήξη του Κρητικού πολέμου (1669), ενώ θρυλικές διαστάσεις έλαβαν οι συζητήσεις του για θεολογικά θέματα με το μουσουλμάνο ιεροκήρυκα και θεολόγο Βανί Εφέντη. Έχοντας την εμπιστοσύνη του Μεγάλου Βεζίρη Αχμέτ Κιοπρουλού, ο Νικούσιος ενήργησε με διπλωματικότητα και στο θέμα της κατοχής των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων, διαβλέποντας τον κίνδυνο ενίσχυσης της ευρωπαϊκής επιθετικότητας, αν αυτά αποδίδονταν στους ορθοδόξους. Ωστόσο, είχε καταφέρει να εκδοθεί αυτοκρατορικό διάταγμα, με το οποίο κατοχυρώνονταν οι Άγιοι Τόποι στους ορθόδοξους. Για την προσφορά του στο κράτος ο Νικούσιος έλαβε από το μεγάλο βεζίρη ως ανταμοιβή την εφ’ όρου ζωής είσπραξη των φορολογικών εισοδημάτων της Μυκόνου. Ο Νικούσιος φρόντισε, τέλος, για την ανέγερση μοναστηριών σε διάφορα μέρη. Πέθανε κατά τη διάρκεια εκστρατείας των Οθωμανών προς την Πολωνία.
Το κύρος του Νικούσιου του επέτρεψε να υποδείξει και το διάδοχό του. Αν ο Νικούσιος ήταν ο πρώτος χρονολογικά στη σειρά των Φαναριωτών, ο διάδοχός του στη διερμηνεία της Πύλης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ήταν αυτός που συνέβαλε στο να διαμορφωθεί το φαναριωτικό φαινόμενο και να αποκτήσει σταθερές βάσεις και χρονική διάρκεια. Ο Μαυροκορδάτος είχε ομοιότητες, αλλά και διαφορές με τον προκάτοχό του. Ήταν γιος χιώτη εμπόρου και της κόρης του πανίσχυρου εμπόρου και προμηθευτή του οθωμανικού παλατιού σε κρέας, Σκαρλάτου Μπεγλικτσή. Διετέλεσε μαθητής του φημισμένου λόγιου και δασκάλου Ιωάννη Καρυοφύλλη. Σπούδασε στα πανεπιστήμια Πάδοβας και Μπολόνιας ιατρική και φιλοσοφία και αναγορεύτηκε διδάκτορας. Η πολυγλωσσία και η ευρυμάθεια τον χαρακτήριζαν από τα πρώτα του βήματα.
Όταν επέστρεψε από την Ιταλία, τοποθετήθηκε δάσκαλος στην πατριαρχική σχολή (1665-1672) και το 1673 διαδέχτηκε το Νικούσιο στη θέση του Διερμηνέα της Πύλης, καθώς ήδη από το 1671 ήταν γραμματέας του. Έχαιρε κι ο ίδιος εκτιμήσεως από κύκλους του Παλατιού και των ευρωπαϊκών πρεσβειών. Ακόμη και αν φυλακίστηκε μετά την αποτυχημένη οθωμανική πολιορκία της Βιέννης το 1683, επανήλθε στη θέση του το 1687 με την αλλαγή σουλτάνου. Συμμετείχε κι αυτός σε μια διπλωματική αποστολή για τη λήξη πολέμου. Ήταν ο ένας από τους δύο Οθωμανούς διαπραγματευτές στην κρισιμότατη για τους Οθωμανούς συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Τότε του δόθηκε ο τίτλος του «εξ απορρήτων» (μυστικοσύμβουλος), με τον οποίο υπέγραφε τα κείμενα και τις επιστολές του. Η διαφορά με το Νικούσιο ήταν ότι ο Μαυροκορδάτος είχε συνείδηση ευγενούς καταγωγής ή έστω προσπάθησε να την προβάλει και να την μεταλαμπαδεύσει και στο γιο του. Η έννοια της ευγένειας και η συνειδητή συγκρότηση μιας αριστοκρατικής οικογένειας με στόχο την κατάληψη κρατικών αξιωμάτων ήταν στοιχεία μιας υπό διαμόρφωση πολιτικής ιδεολογίας, της οποίας τη βάση έθεσε ο Μαυροκορδάτος και η οποία αποτέλεσε το πλαίσιο λειτουργίας και των υπολοίπων φαναριωτικών οικογενειών που ακολούθησαν το παράδειγμά του. Γι’ αυτό δεν κάνει εντύπωση που ο Αλέξανδρος φρόντισε να τον διαδεχθεί στη διερμηνεία της Πύλης όχι κάποιος άλλος, αλλά ο γιος του Νικόλαος. Έτσι, ο Μαυροκορδάτος έγινε ο γενάρχης της πρώτης φαναριώτικης οικογένειας.

Το αξίωμα του μέγα διερμηνέα κατέλαβαν συνολικά 37 Φαναριώτες σε 41 θητείες. Οι Μαυροκορδάτοι ήταν η πρώτη οικογένεια που μονοπώλησε το αξίωμα μέχρι το 1717. Τα επόμενα εκατό χρόνια το αξίωμα καταλήφθηκε από μέλη των οικογενειών Μουρούζη και Καρατζά (από 6 πρόσωπα η καθεμιά), Σούτσου (5), Γκίκα και Καλλιμάχη (από 4 πρόσωπα), Υψηλάντη (2), Αργυρόπουλου (1), Ράλλη (1), Χαντζερή (1) και Αριστάρχη (1). Ο Κωνσταντίνος Μουρούζης, Διερμηνέας της Πύλης το Μάρτιο του 1821, αποκεφαλίστηκε μετά την είδηση για την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης και στη θέση του τοποθετήθηκε για λίγους μήνες ο Σταυράκης Αριστάρχη που ήταν και ο τελευταίος Φαναριώτης στη σειρά των Μεγάλων Διερμηνέων της Πύλης.
Οι αρμοδιότητες του Διερμηνέα, όπως φάνηκε από τα παραπάνω, ήταν κάτι πολύ περισσότερο από έναν σημερινό διερμηνέα σε μια δημόσια υπηρεσία. O Μέγας Διερμηνέας συνόδευε τον αναδυόμενο στην κρατική ιεραρχία ρεΐς-ουλ-κιουτάμπ (reisülküttab), που κατά τον όψιμο 18ο αιώνα ασκούσε τις αρμοδιότητες ενός σημερινού Υπουργού των Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, ο Διερμηνέας της Πύλης ερχόταν σε επαφή με ξένες πρεσβείες και διπλωματικές αποστολές και θα μπορούσε να επηρεάσει τον προϊστάμενό του σε θέματα άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Λόγω της υψηλής θέσης του ο Διερμηνέας της Πύλης είχε κάποια προνόμια, όπως την εκδίκαση υποθέσεών του μόνο από το δικαστήριο του Μεγάλου Βεζίρη (διβάνι), στον οποίο ήταν υπόλογος. Από τους Φαναριώτες που ανήλθαν στο αξίωμα σχεδόν όλοι το χρησιμοποίησαν ως προστάδιο για να καταλάβουν τα αξιώματα των ηγεμόνων σε Μολδαβία και Βλαχία. Κανένας, πάντως, μετά τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο δεν διακρίθηκε ιδιαίτερα στο αξίωμα αυτό.