πρωτοπρ. Κωνσταντίνου Παπαδοπούλου
Περιοδικό Σύναξη, Ελληνικός Διαφωτισμός, τχ. 54 (1995), σσ. 130.
Ο Διαφωτισμός είχε διαμορφώσει γιά τό Μεσαίωνα γνώμη όχι καλή. Ή στάθμη των γνώσεων της έποχής έκείνης, ό μονομερής κλασσικισμός και ή προκατάληψη προκάλεσαν την παραγωγή αύτης τής κρίσης γιά τήν έποχή, πού οϊ κατοπινές έρευνες κατανόησαν βαθύτερα και παρέστησαν διαφορετικά. Αυτά ισχύουν γιά τό Μεσαίωνα γενικά καΐ γιά τό Βυζάντιο ειδικά. ‘Επιστήμονες και ιστοριοδίφες, όπως ό Σάθας, ό Παπαρρηγόπουλος, ό Οικονόμος, ό Σακκελίων, ό Krumbacher, ό Λάμπρος, ό Hesscling, ό Ψυχάρης, ό Χατζιδάκις, ό Π. Παπαγεωργίου, ό Πολίτης, ό v. Lingenthal, ό Heisen-bcrg, ό Παπαδόπουλος-Κεραμεύς, ό Χρυσ. Παπαδόπουλος, ό Βέης, ό Dmitrijewskij, ό Γρ. Παπαμιχαήλ, ό Μ. Γεδεών, ό Διαμαντόπουλος, οι Στεφανίδηδες, ό Δυοβουνιώτης, ό “Αμαντος, ό Κυριακίδης, ό Κουγέας κι άμέτρητοι άλλοι μελέτησαν τό Βυζάντιο μέ όλο κα’ι πιό τέλειες μεθόδους, μέ τή συνδρομή πολλών άλλων έπιστημών καΐ μαθήσεων, μέ πραγματιστικές ιστορικές άντιλήψεις. Έπειτα κι ή άντίληψη γιά τό «κλασσικό» άλλαξε, κι ή σύγχρονη ιστορική έρευνα είδε πώς γινόταν φυσιολογικά ή μετάβαση άπό τόν άρχαΐο κόσμο στό μεταγενέστερο, κι άπ’ έκεϊνο στό βυζαντινό, άντιλήφθηκε ότι μιά όλόκληρη Ιστορική περίοδος θά παρουσιάζει φάσεις καΐ φωτεινές και σκοτεινές, δέ χαρακτηρίζεται όμως μέ μιά μονοκονδυλιά· τήν παρακμή.
“Αν σήμερα φτάσαμε νά βλέπομε τήν ιστορία ώς τήν άδιάκοπη ζωή τών άνθρώπινων κοινωνιών, πού προχωρεί συνεχώς κάτω άπό τήν έπίδραση μυρίων παραγόντων, θά διαπιστώσομε ότι ό Διαφωτισμός, κα’ι φυσικά κι ό Κοραής, έβλεπαν στατικά τήν άνθρώπινη ιστορία, ξεχωρίζοντας καΐ ύπερτιμώντας αύθαίρετα τήν εύρωπαϊκή. “Αν θ’ άποτολμοϋσε νά τόν κατακρίνει κάποιος, θά διέπραττε σφάλμα ιστορικό. Γι’ αύτό στό σημείωμα πού άκολουθεί θά έκτεθοϋν μέ συντομία οί άπόψεις τοϋ Κοραή γιά τό Βυζάντιο, θά διαπιστωθούν οί έξαρτήσεις του, θά ύπογραμμιστεϊ ή προσφορά του, ώστε ή τελική κρίση νά μήν είναι άδικη.
Ποιές ήταν οί γνώσεις τοϋ Κοραή γιά τό Βυζάντιο; Ό Κοραής είχε μελετήσει όπωσδήποτε τή σειρά τών βυζαντινών ιστορικών1, έγνώριζε πολύ καλά τά σπουδαιότερα προϊόντα της βυζαντινής γραμματείας2 και χρησιμοποιούσε τά καλύτερα έργαλεϊα της έποχής τουτή Βιβλιοθήκη τού Φαβρικίου3 και τόν Thesaurum ecclcsiasticum τού Σουϊκήρου4. Φαίνεται πώς είχε μελετήσει πολύ τό Χρυσόστομο5, λιγότερο τούς άλλους μεγάλους Πατέρες”. Έγνώριζε καλά τόν Φώτιο7 κι έπιμελώς είχε μελετήσει και άφομοιώσει τόν Ευστάθιο Θεσσαλονίκης”. Όλες αύτές τις πηγές τις μελετούσε παράλληλα μέ τό βιβλίο τού Gibbon μεταφρασμένο γαλλικά”. ‘Αλλά ένώ ό άγγλος ιστορικός έβλεπε παντού παρακμή, ό έλληνας διαφωτιστής περιόριζε τήν παρακμή μόνο στούς πολιτειακούς θεσμούς, άσύμφωνους μέ τά δημοκρατικά του φρονήματα, στούς διεφθαρμένους κι άπαίδευτους ήγεμόνες, στήν έλλειψη παιδείας10. Γιά τόν Κοραή ό έλληνικός λαός είν’ ένας και ό αύτός όχι μόνον τόν καιρό της άρχαίας δημοκρατίας άλλά και κάτω άπό τήν κυριαρχία, δπως ένόμιζε, τού Φιλίππου και τοϋ ‘Αλεξάνδρου πρώτα, τών Ρωμαίων μετά, τών «γραικορωμαίων» αύτοκρατόρων κατόπιν, τών Τούρκων στό τέλος”. ‘Εδώ δηλαδή διαφέρει άπό τούς προηγουμένους του, κι ή διαφορά του όφείλεται όχι άπλώς στόν πατριωτισμό του, άλλά και στήν ένδελεχέστερη μελέτη τών πηγών, και στ’ όρθολογιστικό και πρακτικό του πνεύμα, πού δέν παραδεχόταν τόν προφανή παραλογισμό δτι ή καθολική παρακμή έζησε χίλια χρόνια πολεμώντας καθημερινά έναντί-ον λαών μέ πολιτισμό κατώτερο. Παρατηρούμε έπομένως δτι αύτό πού άργότερα ύπήρξε ή σπονδυλική στήλη τού ιστορικού έργου τού Παπαρρηγόπουλου και τοϋ γλωσσολογικού τοϋ Χατζιδάκι, αύτό άσχημά-τιστο ύπάρχει συνεχώς στό νοϋ τοϋ Κοραή, ώστε νά είναι ό άμεσος πρόδρομος τών δύο. Φυσικά ή γενική πεποίθηση τής έποχής ήταν ότι μόνον ό άρχαϊος κόσμος άξίζει, γι’ αύτό κι ό Κοραής παρότρυνε συνεχώς τούς νεότερους Έλληνες νά κοιτάζουν τήν άρχαία Ελλάδα μόνο και νά παίρνουν παραδείγματα, δπως βέβαια έκανε κι ό ίδιος12.
Παράλληλα συμβαίνουν και μέ τις γλωσσικές του έρευνες και θεωρίες. Τό έπίθετο «βάρβαρη» άπονέμει άφειδώς και στή νεοελληνική και σέ κάθε λέξη της, κι δμως είναι ό μόνος πού έμόχθησε τόσο νά τήν παραβάλλει μέ τήν άρχαία, ν’ άποδεικνύει διαρκώς μέ άδιάβλητη ιστορική μέθοδο ότι ή νέα προήλθε άπό τήν άρχαία13. Τό πρώτο είναι πρόληψη τής έποχής του, πού έκτιμοϋσε μόνο τόν κλασσικό κόσμο· τό δεύτερο είναι προσωπικός του άθλος. Μεγαλύτερος άκόμη άθλος του είναι ή έκδοση και ή έρμηνεία τών δύο πτωχοπροδρομικών ποιημάτων”. Ή έκδοση, και μάλιστα τό ύπόμνημά της, χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα στήν έρευνα, κι άναδεικνύει τόν Κοραή τόσο μεγάλο στόν τομέα της μεσαιωνικής φιλολογίας, όσο και στής κλασσικής. Στούς ύπόλοιπους τόμους τών Άτάκτων άποθησαυρίστηκε ή έργασία του γιά τή Μεσαιωνική και τή Νέα Ελληνική. Φυσικά στις έκδόσεις τών άρχαίων συγγραφέων έχει δημοσιέψει πολλά σχετικά”.
Ό Κοραής δέν μπορούσε νά ξέρει τις γλωσσολογικές μεθόδους, άφοϋ ή έπιστήμη αύτή δημιουργήθηκε μετά τό θάνατό του, χάρη στήν ά-πέραντη γνώση όμως δλων των φάσεων τής Ελληνικής, κατέληξε σέ συμπεράσματα τά όποια παραδέχεται ή μεταγενέστερη του γλωσσολογία10. Πρέπει νά θυμηθοϋμε ότι ό Κοραής έφάρμοσε μέ κάθε έπιμέλεια τή μέθοδο τοϋ Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, τη συνεχή παραβολή τής νέας μέ τήν άρχαία.
Σχετικά μέ τή θεολογία, πού είναι βέβαια άπό τά σπουδαιότερα δημιουργήματα τοϋ Βυζαντίου, παρατηρούμε ότι ό Κοραής κατείχε τϊς γνώσεις πού τοϋ πρόσφερε ή έποχή του, έχοντας μάλιστα σπουδάσει κι έβραΐκά”. Τις γνώσεις αύτές χρησιμοποίησε γιά τή συγγραφή ένός θεολογικού έργου, τοΰ Συνεκδήμου Ιερατικού18. Γράφοντας πάλι τό διάλογο γιά τό άγιο φως”, μέ λιγοστές πηγές, έφτασε σέ συμπεράσματα πού έπιβεβαιώνει ή σύγχρονη λειτουργική. Σήμερα δηλαδή, άπό πηγές πού δέν κατείχε ό Κοραής, ξέρομε ότι ή άθώα παλαιοχριστιανική και βυζαντινή εύλογία τοΰ έσπερινού φωτός μεταβλήθηκε σέ θαύμα, πού έπαναλαμβάνεται τακτικά20. “Ορθά έπομένως έδίδαξε ό Κοραής και μ’ ένδιαφέρον έπαινετό γιά τήν κάθαρση τής πνευματικής χριστιανικής λατρείας άπό στοιχεία όθνεΐα.
Συμπεραίνοντας λοιπόν, βλέπομε δτι ό Κοραής είδε μέ περισσότερη συμπάθεια τό Βυζάντιο άπό τούς άλλους διαφωτιστές, κι δτι σέ μερικά σημεία ή άπέραντη γνώση κι ή εύθυκρισία του τόν όδήγησαν σέ πορίσματα δεκτά μέχρι σήμερα. Κατέχει άρα δίκαια σπουδαία θέση μεταξύ των κορυφαίων βυζαντινολόγων.

Σημειώσεις
1. θά είχε μελετήσει τή Βυζαντίδα τοϋ Λούβρου, τήν όποια θεωρεί άνώτερη άπό της Βενετίας. Βλ. Κοραή, Αλληλογραφία(ΟΜΕΔ),τ. 4,1982, άρ. 892*, ο. 280-281.Τοϋ Κοραή διορθώσεις στόν Ιωάννη Λυδό, στό Φώτιο καί σέ πολλούς άλλους βλ. ατό χγφ. 293. ΣΑ Καββάδα. Ή έν Χίω βιβλιοθήκη Κοραή, Έν ‘Αθήναις 1933. σ. 126.
2. Βλ. ένδεικτικά Μύθων αίσωπείων συναγωγή \Παρέργων, τ. 2). Έν Παρισίοις 1810. σ. κδ’ έξ„ δπου άναγράφει λεπτομέρειες άπό τό βυζαντινό κόσμο μέ πολυμάθεια θαυμαστή. ‘Ακόμη καί τοϋ Συρόπουλου τ’ άπομνημονεύματα γιά τή φλωρεντινή σύνοδο είχε διαβάσει (Συμβουλή τριών έπισκόπων, London (πραγματικά Παρίσι] 1820. σ. 25). Μεγάλη γιά τήν έποχή του πολυμάθεια και κρίση μαρτυρεί καί ή έπιστολή του πρός τόν Αλέξανδρο Βασιλείου, πού προτάσσει στήν έκδοση τού ‘Ηλιοδώρου (Κοραή, Προλεγόμενα ατούς άρχαίονς Μήνες συγγραφείς…, τ. Α\ Αθήνα 1984, σ. 1 έξ.). Μέ τή γνωστή του κριτική περίνοια πάλι κατά τήν έκδοση των άρχαίων συγγραφέων χρησιμοποιούσε σάν πλάγια παράδοση τις -χρηστομάθειες- καί διασκευές των βυζαντινών. (Βλ. Στράβ. Γεωγρ. μέρ. 3, Έν Παρισίοις 1817, σ. 309 έζ, Όνησάνδρου, Στρατηγ., Έν Παρισίοις 1822, ο. η’. 160.1 β 1). Τά χειρόγραφά του. πού φυλάγονται στή Χίο, δείχνουν πιό έκτυπα τό πλήθος τών συγγραφέων, πού είχε μελετήσει καί διορθώσει, ώστε νά είμαστε βέβαιοι ότι έγνώριζε πολύ καλά τή βυζαντινή καί μεσαιωνική γραμματεία. Χγφ. 291 (Καββάδα. ο.π.). [δώ θά έξέδωσε ό Δαμαλάς. Άδ. Κοραή τών μετά θάνατον, τ. β. Έν “Αθήναις 1888, στδ τρίτο μέρος σημειώσεις μέ Ιδιαίτερη σελιδαρίθμηαη, σ. 1-15). Χγφ. 313 (Καββάδα, δ.π., σ. 128). Χγφ. 333 (Καββάδα, σ. 130) σημειώσεις στόν Χαρίτωνα Άφροδιαιέα. Χγφ. 352 (Καββάδα, σ. 132) σημειώσεις στούς Scriplores rcrum hisl. augusia, πού ένδιαφέρουν ό-πωσδήποτε καΐ τή βυζαντινολογία. Χγφ. 394 (Καββάδα, σ. 138) σημειώσεις στή «νεότατη έκδοση τοϋ Αρτεμιδώρου-, προφανώς στο ‘Ονειροκριτικό. Χγφ. 410 (Καββάδα, σ. 138) διορθώσεις στόν πολυαγαπημένο του Ευστάθιο. Χγφ. 430 (Καββάδα. σ. 140) σημειώσεις στόν έθνικό ιστορικό Ζώσιμο. Χγφ. 458 (Καββάδα. σ. 144) σημειώσεις στό Τζέτζη. Χγφ. 490 (Καββάδα, σ. 148-9) μέ σημειώσεις σέ πολλούς άλλους, στούς Ο’ καΐ στόν Ησύχιο. ΤΙς σημειώσεις στούς Ο”, χωρίς τή γνώση τών όποιων δέν κατανοείς τό Βυζάντιο, έχρησι-μοποίησε καΐ στίς έκδόσεις του. Βλ. πάλι ένδεικτικά Ίεροκλ., ‘Αστεία, Έν Παρισίοις 1812, σ. 31. Άτακτα, τ. 2. Έν Παρισίοις 1829, σ. 156· τ. 4α, Έν Παρισίοις 1832. σ. 172. Αναφέρεται έπίσης στήν “Αννα Κομνηνή (“Αλληλογρ. τ. 2, άρ. 374, σ. 356,33 έξ.) κα’ι στόν Φραντζή (δ.π., άρ. 412·. σ. 458,20 έξ.· άρ. 416·. σ. 461,12 έξ.). Βλ. Πρόδρ. έλλ. βιβλ., Έν Παρισίοις 1805, σ. ρξη’. Όνησάνδρου, Στρστηγ., 6.Π., α. η’. ‘Αλληλογρ. τ. 3. ‘Αθήνα 1979, άρ. 569*, σ. 242, 35. Τό -ένδεικτικά. ώς αυτονόητο δέν σημειώνεται πλέον.
4. Συνεχό. ίερ., σ. 186, σημ. 4. 188, σημ. 5. Αλληλογρ.. τ. 2. ‘Αθήνα 1966, άρ. 340*, σ. 285, 17-18.
5. Αλληλογρ., τ. 4, Αθήνα 1982, άρ. 762*. σ. 63.8 έξ. καΐ άρ. 878, σ. 252,30 έξ. καΐ -Εάν ή παροϋσά μας κατάστασις έσυγχώρει πολυδαπάνους έκκλησιαστικών πατέρων έκδόσεις, άπό τόν Χρυσόστομον βέβαια έπρεπε ν’ άρχίσωμεν- (ο.π., σ. 260,4-6).
6. Καΐ στόν τρίτο τόμο τών Άτάχτων και στή Συμβουλή τριών έπισκ. (δ.π„ σ. 73) έκδίδει τή γνωστή έπιστολή τοϋ Γρηγορίου Νύσσης περί τών άπιόντων είς ‘Ιεροσόλυμα μέ είκασίες άξιες προσοχής. Στίς γνώμες τών πατέρων καταφεύγει παραπέμποντας πρόχειρα στό Σουϊκήρο. Βλ. Συνεχδ. Yep, α. 80. σημ. 4· σ. 88, σημ. 2.
7. Βλ. Αλληλογρ. τ. 2, άρ. 302*. α. 167,31 έξ.· άρ. 320*, σ. 214,36· άρ. 446*. σ. 520,27-30. Άταχτα, τ. 3. Έν Παρισίοις 1830, σ. 339.
8. Βλ. Αλληλογρ. τ. 2, άρ. 260*. σ. 50,9· άρ. 281 *, σ. 93.33· άρ. 291*. σ. 141, 7· άρ. 315*, σ. 195, 18· σ. 198, 11. ΟΙ σημειώσεις στίς όμηρικές ραψωδίες, όπου oi έρμηνεϊες τού Κοραή, σημειωμένες μέ τό Χ. βρίσκονται δίπλα στίς έρμηνεϊες τοϋ Ευσταθίου σημειωμένες μέ τό Ε δείχνουν πόσο πολύ έπέδρασε ό μεγάλος βυζαντινός στό μεγαλύτερο νεοέλληνα. Βλ. ‘Ομήρου Ιλιάδος ραψ. Β’, Έν Παρισίοις 1817, σ. 38. 39 κ.ά. Γιά τόν Εύστάθιο βλ. Φ.1. Κουκουλέ, θεοοαλονίκης Εύσταθίου τά λαογραφικά, τ. 1. (πρβ. σ. 12) — τ. 2, “Αθήναι 1950. Τού Ιδιου, θεσσαλονίκης Εύσταθίου τά γραμματικά. Έν “Αθήναις 1953.
9. Άταχτα, τ. 1. Έν Παρισίοις, 1828, σ. Γ, σημ. 1· σ. ια”. σημ. 1· σ. ιγ”. σημ. 1.2. κ.ά.
10. Σάλπ. Πολεμιστ., Έν “Αλεξανδρεία 1801, σ. 5 έξ. (άνατύπωση ΚΝΕ – ΕΙ Ε, Αθήνα 1983). ‘Αλληλογρ. τ. 3, Αθήνα 1979, άρ. 600*. σ. 312, 17 έξ. Συνεκδ. ίερ., σ. γ’ έξ.
11. Αλληλογρ., τ. 2, άρ. 427*, σ. 487, 34 έξ.· τ. 3, άρ. 540*. σ. 177, I έξ.
12. Ξενοφ. Άπομνημ. χαί Πλάτωνος Γοργ., Έν Παρισίοις 1825, σ. μδ’ έξ.
13. Ξενοκρ. καΐ Γαληνού, Περί της άπό τώνένύύρων τροφής, Έν Παρισίοις 1814, σ. κ”. Στράβ., Γεωγρ., τ. 3. σ. γ”. Αλληλογρ., τ. 2, άρ. 356*, ο. 320, 34· τ. 3, άρ. 569*, σ. 238,32 έξ.
14. Ό πρώτος τόμος τών Άτάχτων άφιερώνεται σ” αύτή.
15. Στό τέλος τού τόμου κάθε άρχαίου συγγραφέα έχει κατάλογο τών λέξεων τής νεοελληνικής, πού έρμηνεύει στις σημειώσεις του συνεξετάζοντας μέ τήν άρχαία. Τριβή μέ τή γλώσσα τή μεσαιωνική δχι συνηθισμένη δείχνουν και οί παρασελίδιες σημειώσεις του στό λεξικό τού Δουκαγγίου. Βλ. Γ.Ν. Χατζιδάκι. Εχ τών άνεχύότων τοϋ Άδαμ. Κοραή, “Αθηνά τ. 29. 1917,0. 161 έξ.
16. Βλ. Γ.Ν. Χατζιδάκι. ΜΝΕ 1. 109 έξ.. όπου έπαινεϊ κι άποδέχεται τήν ιστορική μέ θοδο τού Κοραή. Τού Ιδιου, Συμβολή τού Κοραή είς τήν μελέτην τής νέας έλληνιχής: Η έχατονταετηρϊς τοϋ Αδαμαντίου Κοραή. Έν “Αθήναις 1935, σ. 57 έξ. Πολλά χρήσιμα γιά τό θέμα καταχωρίζει στις σημειώσεις του ό Χ.Χ. Χαριτωνίδης, Λόγος είς “Αδάμ. Κορα-ήν, δ .π, σ. 179 έξ. (κυκλοφόρησε και ιδιαιτέρως, Έν Θεσσαλονίκη 1933, σ. 37 έξ.). Μ. Bcaudouin, Quid Korais de ncohellenica lingua scuscrit. Burdigallae 1883. Ότι ol έρευνες τού Κοραή είναι μέχρι σήμερα χρήσιμες στή μελέτη τής νεοελληνικής φαίνεται άπό τοΰ Ν.Π.’Ανδριώτη, Έτνμολογιχό λεξιχό τής χοινής νεοελληνικής, θεσσαλονίκη 1983′, όπου σέ κάθε σχεδόν σελίδα γίνεται παραπομπή στόν Κοραή.
17. Πώς καί πότε άρχισε διηγείται ό Ιδιος, Προλεγόμενα στούς άρχαίους ίλληνες συγγραφείς xal ή αυτοβιογραφία του. έπιμ. Κ.Θ. Δημαρά, Αθήνα 1984, σ. ιστ’ έξ, Ότι γνώριζε καλά τήν έβραίκή φαίνεται ιδίως άπό Πλουτάρχ., Βίοι, παρ., μέρ. 3. Έν Παρισίοις 1811. σ. λζ*.σημ. 1.Σί γράμμα τουπρόςτόν Villoison(ΆΜηΙ.ογρ. τ. Ι.άρ. 197·,σ.532.16) έρμηνεύει τήν δανεισμένη καί τήν τουρκική άραβική λέξη άπό ρίζα κοινή στις σημιτικές γλώσσες, πού γράφει μέ τήν έβραίκή μορφή καί γράμματα. Τυπώθηκε όμως -κιάφ. άντί τού όρθοϋ -μπαίθ· άπό παλαιογραφικό παρανάγνωσμα, πού εύνόησε κι ό γραφικός χαρακτήρας τοϋ Κοραή. Βλ. φωτογραφία αύτής τής σελίδας τής έπιστολής ατού Π.Κ. Ένεπεκίδη, Κοραής – Κούμας – Κάλβος (Qucllen und Forschungcn zur Gcschichic Gricchcniums scii 1453. 2. Bd.l, Alhcn 1967, πίν. 11.
18. Χρησιμοποιείται άπό τή σύγχρονη θεολογική έρευνα. Βλ. Γ.Α. Γαλίτη, Ή προς Τίτον έπιατολή τοϋ άποστόλου Παύλου, θεσσαλονίκη 1978, σ. 122.
19. “Αταχτα, τ. 3, Έν Παρισίοις 1830, σ. 329 έξ. ‘Από τήν προγενέστερή του βιβλιογραφία άγνοεί τήν όχι σημαντική γιά τό θέμα του, άλλά πολύτιμη τοΰ Assemani, Bibl. orient. I (α’ έκδ. Ρώμη 1719, άνατ. Hildeshcim 1975), σ. 550.
20. Δέν ήταν όκόμη γνωστό τό όδοιπορικό τής Αίθερίας, πού περιγράφει λεπτομερώς δ,τι γινόταν στούς άγίους τόπους, καί μάλιστα στά Ιεροσόλυμα, δλο τό χρόνο. Βλ. Hlhi-ric. Journaldc voyage, έκδ. Η. Petri (S.C. 21], Paris 1948. σ. 238 έξ.. όπου έκθέτει ή μοναχή δσα τελούσαν τό Μ. Σάββατο καί τήν Κυριακή τοϋ Πάσχα, καί φαίνεται δη δέν ύπήρχε καμμία τελετή άγιου φωτός. Άγνωστο έπίσης ήταν καί τού άγ. Φωτίου τό -ζήτημα περί τοΰ άγίου τάφου», δπου περιγράφοντας τις σύγχρονές του τελετές τού Μ. Σαββάτου καί τοϋ Πάσχα δέν άναφέρει τίποτε γιά άγιο φώς, άλλά γιά τόν άπομυρισμό τοϋ λίθου (Αμ-φιλάχια, έκδ. Οικονόμου, άρ. 107, σ. 181 -2. Photii epislolae et Amphilochia, έκδ. Wcslerink, τ. VI. 1, άρ. 316. σ. 122 έξ.). Δέν ήταν γνωστό τό τυπικό τής έκκλησίας ‘Ιεροσολύμων f Ad. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, Ανάλεχτα ίεροσολυμιτικής σταχυολογίας, τ. 2, 1894 [άνατ. Bruxclles 1963], σ. 184), άπό τό όποιο φαίνεται δτι τό 12ο αί. έπικρατοϋσε όκόμη ή εύλο-γ!α κι ή εύχαριστία τού έσπερινοϋ φωτός. Τό έργίδιο -‘Ιστορία Νικήτα βασιλικού κληρικού πρός τόν αυτοκράτορα Κωνσταντίνον ζ” τόν Πορφυρογέννητον περί τοϋ άγίου φωτός- είναι ύποβολιμαϊο (έκδ. Άθ. Παπαδοπούλου-Κεραμέως. Άγ. Πετρούπολη 1894. στήν εισαγωγή γίνεται βέβαια λόγος γιά τή νοθεία). Πρέπει νά προστεθεί δτι γιά τό άγιο φώς έγραψαν τήν Ιδια έποχή τά δμοια μέ τόν Κοραή ένας έπίσκοπος διαφωτιστής κι ένας μοναχός κόλλυβας. Κ.Ι. Δυοβουνιώτου, -Νικηφόρος ό Θεοτόκης-, Ν. Σιών, τ. 13, 1913, σ. 431 έξ. (έκδίδει έπιστολή τοΰ Θεοτόκη πρός τόν Ελευθέριο Μιχαήλου Λαρισαίο). Τού Ιδιου, -Περί τοϋ έν Ίεροσολύμοις άγίου φωτός-, ΕΕΒΣ, τ. 12,1936, σ. 3 έξ. (έκδίδει πραγματεία τοϋ Νεόφυτου Καυσοκαλυβίτη).