Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 146-149.
Κείμενο: Φωκίων Κοτζαγεώργης
Ο Διερμηνέας του Στόλου
Δεύτερο χρονολογικά κρατικό αξίωμα που κατείχαν οι Φαναριώτες ήταν του Διερμηνέα (δραγουμάνου) του οθωμανικού στόλου. Σε αντίθεση με το προηγούμενο, αυτό το αξίωμα δεν προϋπήρχε. Θεσμοθετήθηκε το 1701 για να εξυπηρετήσει κρατικές ανάγκες. Ειδικότερα, τα πολλά και απομακρυσμένα νησιά του Αιγαίου ανήκαν διοικητικά στο ναύαρχο του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασά) και οι κάτοικοί τους ήταν στη συντριπτική πλειονότητα χριστιανοί. Θεσμοθετήθηκε η θέση του διερμηνέα ως διαμεσολαβητή μεταξύ του Οθωμανού υψηλού αξιωματούχου και των κατοίκων των νησιών, προκειμένου να βοηθήσει ο νέος αξιωματούχος στη διευθέτηση των ποικίλων ζητημάτων που ανέκυπταν. Ακολουθώντας την πρακτική που είχε διαμορφωθεί για το Διερμηνέα της Πύλης και αξιοποιώντας το υπάρχον στελεχικό δυναμικό, το νέο αξίωμα παραχωρήθηκε από το κράτος αποκλειστικά σε ελληνορθοδόξους Οθωμανούς υπηκόους, κυρίως μέλη φαναριωτικών οικογενειών.

Πρώτος στον κατάλογο των Διερμηνέων του στόλου αναφέρεται ο Ιωάννης Πορφυρίτης. Ο δεύτερος στη σειρά προερχόταν από αρχοντική οικογένεια της Πάρου (Κωνσταντίνος Βεντούρας). Η εναλλαγή νησιωτικών, κατά βάση παριανών, οικογενειών με φαναριωτικές στην κατοχή του αξιώματος συνεχίστηκε μέχρι το 1821. Σημαντική προσωπικότητα στη θέση αυτή ήταν ο Νικόλαος Πέτρου Μαυρογένης, ο οποίος το κατείχε από το 1770-1786, σε μια περίοδο ιδιαίτερα ταραγμένη για το Αιγαίο και ο οποίος αμέσως μετά τοποθετήθηκε ηγεμόνας της Βλαχίας.
Είχε, μάλιστα, καταφέρει να πείσει τον Οθωμανό ναύαρχο να παράσχει αμνηστία σε όσους χριστιανούς νησιώτες συμμετείχαν στα Ορλωφικά. Το αξίωμα ήταν το χαμηλότερο σε κύρος και ισχύ από τα τέσσερα που καταλάμβαναν οι Φαναριώτες. Γι’ αυτό θεωρούταν ως ένας προθάλαμος για την κατάληψη των άλλων τριών αξιωμάτων. Παρ’ όλα αυτά, το ετήσιο εισόδημα του διερμηνέα του στόλου έχει υπολογιστεί σε 150.000 γρόσια, ποσό ιδιαίτερα υψηλό που επέτρεπε στον εκάστοτε Διερμηνέα να δημιουργήσει μια αξιόλογη περιουσία, η οποία στη συνέχεια θα του χρειαζόταν για να διεκδικήσει τα άλλα υψηλότερα – και ακριβότερα – αξιώματα. Ο διορισμός νέου Διερμηνέα σήμαινε αυτόματα οικονομική επιβάρυνση των νησιωτών μέσω ειδικής έκτακτης εισφοράς.
Οι αρμοδιότητες του Διερμηνέα του στόλου ήταν η κατανομή της φορολογίας, η εξασφάλιση πληρωμάτων για τον οθωμανικό στόλο και γενικά η μεσολάβηση μεταξύ νησιωτών και οθωμανικής εξουσίας για οποιοδήποτε θέμα ανέκυπτε. Λόγω της θέσης του, ο Διερμηνέας του στόλου είχε άμεση επαφή με τους νησιώτες και συνεισέφερε στην επίλυση προβλημάτων τους όχι μόνο σε σχέση με το κράτος, αλλά και μέσα στους κόλπους των κοινοτήτων τους. Υπάρχει αρκετό τεκμηριωτικό υλικό που αναφέρεται στη ρύθμιση κοινοτικών θεμάτων από τους Διερμηνείς του στόλου, σε συναντήσεις των τελευταίων με τοπικούς παράγοντες των νησιών, ενώ οι ίδιοι συνέβαλαν και στην κωδικοποίηση του εθιμικού δικαίου των νησιών.
Στον όρμο Ντριό της Πάρου, όπου ελλιμενιζόταν ο οθωμανικός στόλος δύο φορές το χρόνο, οι Διερμηνείς εκδίκαζαν μαζί με τους προκρίτους των νησιών αστικές και ποινικές υποθέσεις. Κάποιοι, μάλιστα, από τους Διερμηνείς έφτασαν να διατάξουν την κωδικοποίηση του εθιμικού δικαίου των νησιών της δικαιοδοσίας τους, όπως έκανε ο Κωνσταντίνος Χαντζερής με τη Σαντορίνη το 1797 και ο Παναγιώτης Μουρούζης με όλα τα νησιά το 1806. Λόγω του κοινού θρησκευτικού υπόβαθρου οι Διερμηνείς του στόλου ενδιαφέρθηκαν για την ανέγερση εκκλησιών και σχολείων στα νησιά, όπως ο Μιχαήλ Μάνος που ίδρυσε σχολείο στη Φολέγανδρο το 1816 ή ο Νικόλαος Μαυρογένης που ανοικοδόμησε το ναό Αγίου Αρτεμίου στη Νάξο.
Οι ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας
Τα τελευταία χρονικά αξιώματα που καταλήφθηκαν από τους Φαναριώτες ήταν αυτά των δύο φόρου υποτελών οθωμανικών επαρχιών της Βλαχίας και της Μολδαβίας (σλαβ.: οσποδάρος, τουρκ.: βοεβόδας, ελλ.: πρίγκιπας). Ουσιαστικά επρόκειτο για θέσεις Οθωμανών διοικητών επαρχιών, για επαρχιακούς διοικητές, γι’ αυτό το λόγο ήταν τα πιο επίζηλα αξιώματα. Ο κάτοχος των θέσεων είχε τον τίτλο του πασά δύο αλογοουρών, στοιχείο που τον έφερνε αρκετά ψηλά στη διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Η Μολδαβία και η Βλαχία – που επικράτησε να ονομάζονται παραδουνάβιες ηγεμονίες – ήταν οι μόνες οθωμανικές επαρχίες που ενώ παρέμειναν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα υποτελείς του οθωμανικού κράτους, διατήρησαν το προνόμιο να διοικούνται από ντόπιους ηγεμόνες και να έχουν ένα ιδιότυπο διεθνές καθεστώς, απόρροια του οποίου ήταν η διοίκησή τους από χριστιανούς. Οι ηγεμόνες αυτοί εκλέγονταν από τους βογιάρους, την τοπική χριστιανική ελίτ των Βλάχων και Μολδαβών γαιοκτημόνων. Η οθωμανική εξουσία επικύρωνε την εκλογή και ανάλογα με την περίσταση μπορούσε να επέμβει υποστηρίζοντας ή και σπανιότερα επιβάλλοντας δικό της ευνοούμενο για το αξίωμα. Οι επαρχίες αποτελούσαν καθ’ όλη τη διάρκεια των οθωμανικών αιώνων το σταθερό και νευραλγικό στρατιωτικό σύνορο της αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη, ακόμη και μετά την οθωμανική κατάκτηση της Ουγγαρίας (1526-1687).
Οι ηγεμόνες είχαν την υποχρέωση να πληρώνουν έναν ετήσιο φόρο υποτέλειας στον Οθωμανό σουλτάνο και να προσφέρουν στρατεύματα σε περίπτωση πολέμου των Οθωμανών. Λόγω της γεωγραφικής θέσης τους, της γειτνίασης με την Κωνσταντινούπολη μέσω Μαύρης Θάλασσας και της πλούσιας σε παραγωγή σιτηρών Βλαχίας, οι ηγεμονίες υποχρεώνονταν να προμηθεύουν με σιτηρά, κρέας και άλλα προϊόντα την οθωμανική πρωτεύουσα σε τακτική βάση. Λόγω της θέσης τους οι ηγεμόνες των δύο επαρχιών ασκούσαν και κατασκοπευτική δραστηριότητα, καθώς στα βόρεια σύνορά τους απλωνόταν η αψβουργική μοναρχία και αργότερα η ρωσική αυτοκρατορία, που ήταν σταθερά εχθρικές δυνάμεις για τους Οθωμανούς. Ως φόρου υποτελείς οι δύο ηγεμόνες είχαν αυτονομία στην άσκηση εσωτερικής πολιτικής.
Παρ’ όλο που ο πληθυσμός των επαρχιών ήταν στη συντριπτική πλειονότητα ντόπιοι χριστιανοί Βλάχοι και Μολδαβοί με απουσία μουσουλμανικού πληθυσμού, είχαν μετοικήσει στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήδη από τα μέσα του 16ου αιώνα ελληνορθόδοξοι από την Ήπειρο και άλλες περιοχές του ελληνικού χώρου, κυρίως λόγω εμπορίου. Αυτό το στοιχείο σε συνδυασμό με την παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων ως μετόχια ορθοδόξων μονών της Ανατολής και κυρίως με τη φιλορθόδοξη πολιτική των ντόπιων ηγεμόνων, συνέβαλαν ώστε το ελληνόφωνο στοιχείο και η ελληνόφωνη παιδεία προοδευτικά να ακμάσουν και μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα να αποτελέσουν ένα δυναμικό ποιοτικά – αν και όχι ποσοτικά – κομμάτι του πληθυσμού.
Οι ντόπιοι ηγεμόνες είχαν ακολουθήσει μια πολιτική ανάδειξής τους ως ηγετικού στοιχείου στον ορθόδοξο κόσμο, διεκδικώντας, κατά κάποιο τρόπο, οι επαρχίες τους να αποτελέσουν το «Βυζάντιο μετά το Βυζάντιο», όπως εύστοχα την αποκάλεσε ο Ρουμάνος ιστορικός Νικολάι Γιόργκα. Φιλοδοξούσαν, δηλαδή, να παίξουν το ρόλο που έπαιζαν για τον ορθόδοξο κόσμο οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες. Η προώθηση δε της ελληνικής παιδείας αποσκοπούσε στο να ανακόψει και να απομακρύνει την επίδραση της σλαβικής γραμματειακής παράδοσης, που κυριαρχούσε τους πρώτους οθωμανικούς αιώνες στις ηγεμονίες ως γλώσσα της διοίκησης και της διανόησης. Έτσι, από τη μια πλευρά λόγω του εμπορίου και από την άλλη λόγω της παιδείας, οι Έλληνες αποτελούσαν αξιόλογο τμήμα των ηγεμονιών και προνομιακό στοιχείο για τη δραστηριοποίηση στις ηγεμονίες.
Αυτές οι νευραλγικές επαρχίες διοικούνταν σταθερά από ντόπιους χριστιανούς, παρ’ όλες τις περιπτώσεις απείθειας που έδειξαν οι τελευταίοι προς τον Οθωμανό σουλτάνο. Φαίνεται, όμως, ότι η εμφάνιση της ρωσικής δύναμης στα βόρεια σύνορα άλλαξε τα δεδομένα, σε συνδυασμό με την εξασθένιση της οθωμανικής στρατιωτικής δύναμης την ίδια εποχή. Ο πρώτος ρωσο-οθωμανικός πόλεμος το 1710-1711, που έληξε με νίκη των Οθωμανών, είχε ως αποτέλεσμα ο ηγεμόνας της Μολδαβίας, Δημήτριος Καντεμίρ, να κατηγορηθεί για προδοσία και να διαφύγει σε ρωσικό έδαφος.

Ο ηγεμονικός θρόνος της Μολδαβίας δόθηκε τότε στο Νικόλαο Μαυροκορδάτο, γιο του Μέγα Διερμηνέα της Πύλης, Αλέξανδρου του «εξ απορρήτων». Από το 1711 οι Φαναριώτες θα διατηρήσουν υπό το συνεχή έλεγχό τους το θρόνο της Μολδαβίας και από το 1716 της Βλαχίας. Η Επανάσταση του 1821 θα σημάνει το τέλος της παρουσίας των Φαναριωτών στις θέσεις των ηγεμόνων. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνευτεί η απόφαση των οθωμανικών αρχών. Οι ντόπιοι ηγεμόνες έδειξαν επανειλημμένα απείθεια σε μια περίοδο που οι Οθωμανοί υστερούσαν στρατιωτικά έναντι των αντιπάλων τους και άρα τα σύνορά τους ήταν περισσότερο επισφαλή από ποτέ. Χρειάζονταν, συνεπώς, υπάκουους ηγεμόνες. Οι Φαναριώτες, από την άλλη, στο πρόσωπο του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου είχαν αποδείξει την πειθήνιά τους προς την οθωμανική εξουσία. Το ότι ήταν χριστιανοί ικανοποιούσε επίσης την οθωμανική πολιτική στις ηγεμονίες.
Η κατάληψη των δύο αξιωμάτων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ήταν ο τελικός σκοπός στην καριέρα ενός Φαναριώτη, ύστερα από την κατάληψη των άλλων δύο. Ο θρόνος, μάλιστα, της Βλαχίας είχε μεγαλύτερη αίγλη, λόγω του ότι επρόκειτο για μεγαλύτερη και πλουσιότερη επαρχία σε σχέση με τη Μολδαβία. Ενδιαφέρον έχει ότι η Μολδαβία πλήρωνε στο σουλτάνο ετήσιο φόρο 7.000 χρυσών νομισμάτων, ενώ η Βλαχία τα διπλάσια. Ωστόσο, το κόστος για τον κάτοχο του αξιώματος ήταν πολύ μεγαλύτερο, δεδομένου ότι στο παραπάνω ποσό προστίθεντο τα διάφορα ποσά που έδινε ο υποψήφιος για να δωροδοκήσει υψηλούς αξιωματούχους.
Το 1750, μάλιστα, αναφέρεται ότι η μεν Μολδαβία κόστιζε στον κάθε υποψήφιο 30.000 χρυσά νομίσματα και η Βλαχία 45.000. Η αύξηση της φορολογίας προς το ντόπιο πληθυσμό, μέτρο στο οποίο κατέφευγαν οι Φαναριώτες ηγεμόνες, δεν απέφερε πάντοτε αποτέλεσμα. Γι’ αυτό κι ένας εν ενεργεία ηγεμόνας δανειζόταν μεγάλα ποσά από μουσουλμάνους της Κωνσταντινούπολης και συχνά δεν κατάφερνε να ξεπληρώσει τα χρέη του μετά τη λήξη της θητείας του. Ο Κωνσταντίνος Μαυροκορδάτος, για παράδειγμα, μετά την καθαίρεσή του από ηγεμόνας της Βλαχίας το 1763 δεν είχε να φάει και συντηρούταν από τους άρχοντες, ενώ για να ξεπληρώσει τα χρέη του αναγκάστηκε να πουλήσει την περίφημη βιβλιοθήκη των Μαυροκορδάτων και το σπίτι του στο Φανάρι. Σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση συνέβαλε και το γεγονός ότι ως ιδιαίτερα ανταγωνιστική θέση, ο θρόνος της Βλαχίας είχε μέσο όρο παραμονής στην εξουσία εξαιρετικά σύντομο διάστημα, μόλις 2,4 χρόνια, ώστε να μην μπορεί ο κάτοχος να αποπληρώσει το υψηλό ποσό που είχε διαθέσει για να καταλάβει τη θέση. Σε δεκαεπτά περιπτώσεις, μάλιστα, η θητεία τους ολοκληρώθηκε μόλις μέσα σε έναν χρόνο.
Δύο διοικητικού χαρακτήρα αλλαγές συνέβησαν κατά τη διάρκεια του ενός και πλέον αιώνα κατοχής των δύο θέσεων από τους Φαναριώτες. Η πρώτη έλαβε χώρα το 1731, όταν η Πύλη με διάταγμά της καθόριζε ότι οι ηγεμόνες της Βλαχίας και της Μολδαβίας θα διορίζονταν απευθείας από την Πύλη και δεν θα μεσολαβούσε εκλογή τους από συμβούλιο των ντόπιων προκρίτων (βογιάρων). Η πρακτική της εκλογής από το τοπικό συμβούλιο ίσχυε χωρίς διακοπή μέχρι τότε. Ωστόσο, από τη στιγμή που είχαν αναλάβει οι Φαναριώτες τα αξιώματα, η εκλογή γινόταν όλο και πιο εικονική, αφού, τελικά, ηγεμόνας διοριζόταν ο εκλεκτός της Πύλης. Το μέτρο του 1731 θεσμοποίησε μια προϋπάρχουσα κατάσταση, από την άλλη κατέστησε πιο άμεσο τον έλεγχο του κράτους επί των ηγεμονιών. Η δεύτερη αλλαγή συνέβη το 1819. Τότε εκδόθηκε ένας διοικητικός «κανονισμός» (κανουναμές).
Σύμφωνα με αυτόν, η Πύλη τόνιζε ότι επειδή είχαν παρατηρηθεί φαινόμενα εξάπλωσης της παραχώρησης τίτλων από τους ηγεμόνες σε πολλά άτομα, θέλησε να βάλει ένα φρένο και να εκλογικεύσει το σύστημα. Γι’ αυτό περιόρισε δραστικά τις οικογένειες, από τα μέλη των οποίων θα επιλέγονταν υποψήφιοι για τα τέσσερα κρατικά αξιώματα (Μ. Διερμηνέα Πύλης, Διερμηνέα Στόλου, ηγεμόνων Βλαχίας και Μολδαβίας). Ορίστηκαν, συνεπώς, με βάση τον «κανονισμό», οι οικογένειες: α) του εν ενεργεία ηγεμόνα της Μολδαβίας Σκαρλάτου Καλλιμάχη, β) του εν ενεργεία ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Δράκου Σούτσου, γ) του εν ενεργεία Διερμηνέα της Πύλης Μιχαήλ Σούτσου και δ) των τριών αδελφών του μακαρίτη Αλέξανδρου Μουρούζη. Σε κάποιες άλλες οικογένειες που αποκλείστηκαν, όπως του Ιάκωβου Αργυρόπουλου και του Χαντζερή, δόθηκαν τιμητικές αποζημιώσεις. Πριν από αυτή τη ρύθμιση στους θρόνους των παραδουνάβιων ηγεμονιών είχαν ανέλθει μέλη των οικογενειών Μαυροκορδάτου και Γκίκα (από 5 πρόσωπα), Καλλιμάχη (4), Υψηλάντη, Σούτσου και Ρακοβίτσα (από 3), Καρατζά, Μουρούζη και Χαντζερή (από 2) και Ρωσέτη (1), ενώ μια φορά ανήλθε ο Νικόλαος Μαυρογένης (ηγεμόνας Βλαχίας μεταξύ 1786-1790), με καταγωγή από την Πάρο.
Ο διορισμός ενός Φαναριώτη στους ηγεμονικούς θρόνους ακολουθούταν από μετακίνηση μιας αυλής κάποιων εκατοντάδων προσώπων στο παλάτι του ηγεμόνα που βρισκόταν αντίστοιχα στο Βουκουρέστι της Βλαχίας και στο Ιάσιο της Μολδαβίας. Επιπλέον, ο ηγεμόνας διατηρούσε κάποιο πρόσωπο ως εκπρόσωπό του στην Πύλη (καπουκεχαγιάς). Η όλη πολιτεία των Φαναριωτών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί με μονοσήμαντο τρόπο, δηλαδή ως ευεργετική για το ντόπιο πληθυσμό ή ως τυραννική και καταδυναστευτική. Ασφαλώς οι ηγεμόνες προσπαθούσαν να επιβιώσουν μέσα σε ένα εντόνως ανασφαλές, βίαιο και ανταγωνιστικό περιβάλλον και συχνά ο ντόπιος πληθυσμός καλούταν να πληρώσει το τίμημα του αξιώματος.
Οι κατηγορίες, κυρίως από την πλευρά της ρουμανικής ιστοριογραφίας, ότι η διοίκηση των Φαναριωτών ήταν φαύλη και ότι απομυζούσε φορολογικά τους ντόπιους, φαίνεται ότι ευσταθούν σε μεγάλο βαθμό. Ωστόσο, δεν φαίνεται ότι ευσταθεί μια άλλη κατηγορία, της προσπάθειας εξελληνισμού των ντόπιων από τους Φαναριώτες. Από την άλλη πλευρά, η ελληνική ιστοριογραφία προσπάθησε να τονίσει το θετικά εκσυγχρονιστικό χαρακτήρα των Φαναριωτών για τον πληθυσμό των ηγεμονιών. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αναφέρεται το παράδειγμα της «Ρεφόρμας», ενός συνταγματικού κειμένου του ηγεμόνα της Βλαχίας Κωνσταντίνου Μαυροκορδάτου (του 1740), με το οποίο μεταξύ άλλων μεταρρυθμιστικών διατάξεων προβλεπόταν η κατάργηση της δουλείας, ως σημαντική προσφορά των φαναριωτών ηγεμόνων στο ντόπιο πληθυσμό και ως επιχείρημα ότι οι ηγεμόνες ενδιαφέρονταν για τους υπηκόους τους και ασκούσαν ένα πολίτευμα «φωτισμένης δεσποτείας». Ωστόσο, το μεταρρυθμιστικό διάταγμα δεν είχε τόσο ανθρωπιστικά κίνητρα. Στόχος ήταν να επανέλθουν οι φυγάδες αγρότες της Βλαχίας, οι οποίοι είχαν αποδράσει από τις γαίες τους, προκειμένου να αποφύγουν την επαχθή φορολογία, αφήνοντας κατά 50% περίπου μειωμένο τον πληθυσμό της επαρχίας και ως εκ τούτου ελλιπώς καλλιεργούμενη τη γη.

Το νομοθετικό έργο τους ήταν το δεύτερο στοιχείο που επιστρατεύεται από την ελληνική ιστοριογραφία για να τεκμηριωθεί ο ισχυρισμός του φωτισμένου ηγεμόνα. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες εξέδωσαν τέσσερα νομοθετικά κείμενα: α) το Νομικόν Πρόχειρον (1765) του Μιχαήλ Φωτεινόπουλου επί ηγεμόνα Βλαχίας Στέφανου Ρακοβίτσα. Οι πηγές του κώδικα ήταν το βυζαντινό δίκαιο και ειδικότερα τα Βασιλικά. β) Συνταγμάτιον Νομικόν (1780) επί Αλέξανδρου Υψηλάντη, ηγεμόνα Βλαχίας, το οποίο εκδόθηκε σε ελληνικά και ρουμανικά. Πηγή του ήταν το Νομικόν Πρόχειρον με προσθήκες διατάξεων εθιμικού δικαίου. γ) Πολιτικός Κώδιξ του πριγκιπάτου της Μολδαβίας (1817) επί ηγεμόνα Σκαρλάτου Καλλιμάχη. Ο κώδικας εκδόθηκε μόνο στα ρουμανικά και αποτελεί κωδικοποίηση διατάξεων από το βυζαντινό δίκαιο, αλλά κυρίως από το αυστριακό και το γαλλικό. δ) Νομοθεσία του ηγεμόνος κυρίου Ιωάννου Γεωργίου Καρατζά (1818) του Αθανασίου Χριστόπουλου που εκδόθηκε σε ελληνικά και ρουμανικά.
Οι πηγές του ήταν το βυζαντινό και το γαλλικό δίκαιο και το Συνταγμάτιον του Υψηλάντη. Ουσιαστικά από τα τέσσερα κείμενα μόνο ο Κώδικας Καλλιμάχη απομακρύνεται αρκετά από τη βυζαντινή νομική παράδοση και ενσωματώνει διατάξεις από το εθιμικό δίκαιο και από άλλα δυτικοευρωπαϊκά δίκαια. Ως εκ τούτου, οι ηγεμόνες μεταλαμπάδευσαν το βυζαντινό δίκαιο στις ηγεμονίες, χωρίς να προχωρήσουν σε κωδικοποίηση του εθιμικού δικαίου των ηγεμονιών, ώστε να αποτελέσει αυτό τη βάση του δικαιοδοτικού συστήματος.
Το τρίτο στοιχείο που προβάλλεται είναι η προσφορά των Φαναριωτών στην ελληνική παιδεία. Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι κανένας Φαναριώτης του στενού πυρήνα, πέραν του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου και του Σκαρλάτου Καρατζά (Μέγας Διερμηνέας μεταξύ 1765-1768 και 1770-1774), δεν είχε πανεπιστημιακή παιδεία. Επιπλέον, από τους 31 Φαναριώτες που διετέλεσαν ηγεμόνες Βλαχίας ή Μολδαβίας, μόνο τρεις ή τέσσερις θα μπορούσαν να θεωρηθούν λόγιοι.
Γενικά, βέβαια, οι Φαναριώτες προώθησαν και ενίσχυσαν την παιδεία, ελληνική και ρουμανική, με διάφορους τρόπους: ίδρυση τυπογραφείων, χρηματοδότηση εκδόσεων ή και μεταφράσεων ξένων βιβλίων, χρηματική ενίσχυση των πριγκιπικών ακαδημιών Βουκουρεστίου και Ιασίου, πρόσκληση λογίων δασκάλων, εισαγωγή «νεωτερικών» μαθημάτων στα σχολεία των ηγεμονιών, με ιδιαίτερη έμφαση στη διδασκαλία ξένων γλωσσών. Μάλιστα, ο ηγεμόνας Βλαχίας Αλέξανδρος Υψηλάντης όρισε ως υποχρεωτικό μάθημα στα σχολεία τη διδασκαλία των γαλλικών. Μ’ αυτό τον τρόπο ενίσχυσαν τις πολιτιστικές επαφές των κατοίκων των ηγεμονιών με την ευρωπαϊκή Δύση. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπερτιμάται το έργο τους. Οι Φαναριώτες ηγεμόνες δεν ήταν από τους κύριους εκφραστές του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι αφενός υπήρχαν κορυφαίοι διαφωτιστές λόγιοι, όπως ο Κωνσταντίνος Κούμας ή ο Ευγένιος Βούλγαρης, οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν ανεξάρτητα από τους Φαναριώτες ηγεμόνες, και αφετέρου υπήρξαν λόγιοι που δίδαξαν στις πριγκιπικές ακαδημίες κατά τη φαναριωτική περίοδο, όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας ή ο Νικηφόρος Θεοτόκης, οι οποίοι δύσκολα θα εντάσσονταν στο φαναριωτικό κλίμα, καθώς συνάντησαν αντιδράσεις από τους ηγεμονικούς κύκλους και τελικά έφυγαν