Ίσως η ειδοποιός διαφορά των δύο πολιτισμικών συστημάτων της μεσαιωνικής Ευρώπης, του δυτικοευρωπαϊκού λατινικού και του ανατολικού ρωμαϊκού/ελληνικού, να ήταν η διαφορά αντίληψης των θεολογικών και φιλοσοφικών πραγμάτων. Σε όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα και παρά τις σημαντικές πολιτισμικές και φιλοσοφικές ανταλλαγές των δύο κόσμων το ρήγμα μεταξύ τους βάθαινε ως προς τον τρόπο αντίληψης του φυσικού κόσμου και δη του θείου, με τις δύο αντιλήψεις να αποκρυσταλλώνονται έντονα στον Σχολαστικισμό της Δύσης και στον Ησυχασμό της Ανατολής.
Γράφει ο Χαρίτος Αναστασίου, Φοιτητής Χημικών Μηχανικών ΕΜΠ
Στο σήμερα της ευρωπαϊκής αλλά και δυτικής ενοποίησης και ολοκλήρωσης ζητούμενο είναι η αναγνώριση και η γεφύρωση αυτών των δύο θεωρήσεων που μέχρι σήμερα καθορίζουν υποσυνείδητα τις πολιτισμικές συμπεριφορές των ευρωπαϊκών λαών, ένθεν και ένθεν.
Συχνά αφήνεται να εννοηθεί πως η γένεση της σχολαστικής σκέψης και φιλοσοφίας οφείλεται στον άγιο Αυγουστίνο και άλλους Λατίνους Πατέρες της Εκκλησίας. Στην πράξη η καθαρή βάση του σχολαστικισμού τέθηκε από τον Ρωμαίο λόγιο του πρώιμου 6ου αιώνα Βοήθιο: στις τελευταίες γραμμές μιας σύντομης διατριβής του περί της Αγίας Τριάδος προτείνει στον αναγνώστη ΄΄όσο μπορεί, να συνδέει τη πίστη με τη λογική’’, εντολή που αποτέλεσε και τη βάση της σχολαστικής σκέψης. Ο ίδιος άνδρας στα Ιερά του Πονήματα (Opuscula Sacra) ενώ πραγματεύεται βαθιές θεολογικές έννοιες δεν περιέχει απολύτως κανένα εδάφιο της Βίβλου, παρά λογική και ανάλυση, φιλοδοξούσε δε να μεταφράσει και να προσφέρει στο ευρύ κοινό κάθε διατριβή του Αριστοτέλη και κάθε πλατωνικό διάλογο με το μέγα του έργο Παραμυθία να ξεπερνιέται μόνο από τη Βίβλο σε φήμη στη δύση.
Η μεταβατική κατάσταση που δημιούργησε η μεγάλη μετανάστευση των λαών και η ανάγκες για τον εκχριστιανισμό καθώς και τον εκπολιτισμό αυτών οδήγησε στην ανάγκη συγκομιδής, μετάφρασης και σχολιασμού ενός τεράστιου όγκου αρχαίων φιλοσοφικών καθώς και πατερικών θεολογικών κειμένων. Η ίδια η ανάγκη ενσωμάτωσης και αφομοίωσης αρκετών ξένων με τους πληθυσμούς αυτούς στοιχείων οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου εκπαιδευτική επιχείρηση, όπου και το υπάρχον υλικό διευθετήθηκε, οργανώθηκε και ταξινομήθηκε σε ένα κατ’ εξοχήν ανιαρό έργο αντιγραφής και σχολιασμού. Με το κλείσιμο της νεοπλατωνικής Ακαδημίας των Αθηνών από τον Ιουστινιανό και τη μεταφορά του κέντρου βάρους της παιδείας από τα ειδωλολατρικά αρχαία γυμνάσια στις αυλές των χριστιανικών μοναστηριών ο σχολαστικισμός βρήκε τον ασφαλή, ελεύθερο χώρο που απαιτούνταν για την ‘’ανεύρεση της αλήθειας και μόνον’’, μακριά από τις ανασφαλείς πόλεις και τις αυταρχικές βασιλικές αυλές. Πλέον είναι φανερό και ποιοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία: ο Βοήθιος πέραν από πρώτος σχολαστικός έμελλε να είναι και ο τελευταίος λαϊκός στο πεδίο της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, μέχρι τη Μεταρρύθμιση.
Στην ασταθή ισορροπία πίστης και λογικής και στον εσωτερικό κίνδυνο του ορθολογισμού για την πίστη τέθηκε γρήγορα ως διορθωτικός παράγοντας η αποφατική θεολογία. Τα κείμενα του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου (Διονυσίου του Αρεοπαγίτη κατά την επίσημη Εκκλησία), επιδεχόμενα της ερμηνείας του μεγάλου θεολόγου Μάξιμου του Ομολογητή προσέφεραν το αναγκαίο αντιστάθμισμα της αποφατικής θεολογίας απέναντι στον ορθολογισμό, κάνοντας τη βαθύτατα ανατολική αυτή αντίληψη γνωστή και ενεργό στη δύση, με τον Αρεοπαγίτη να εισάγεται έμμεσα στο δυτικό τρόπο σκέψης. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος προειδοποιούσε επανειλημμένα πως οτιδήποτε κατανοείται δεν μπορεί να είναι Θεός, η αυθεντία δε του Αρεοπαγίτη συνέβαλε στην εξουδετέρωση μιας Λογικής που έτεινε να υπερτιμήσει τα όρια και τις δυνατότητές της ως προς την ανάλυση του θείου.
Η ώριμη περίοδος του Σχολαστικισμού αποτυπώθηκε πρακτικά στους δύο μεγαλύτερους εκφραστές του, τον μέγα Αλβέρτο και το μαθητή του άγιο Θωμά τον Ακινάτη. Η Λογική αποκτούσε νέο νόημα, εκφράζοντας πλέον την ικανότητα του ανθρώπου να συλλάβει τη πραγματικότητα γύρω του καθώς και την ίδια τη θεία αποκάλυψη. Η αρχή του Βοηθίου περί σύνδεσης πίστης και λογικής γινόταν πλέον όλο και πιο δύσκολη, οδηγώντας το νεαρό σπουδαστή του Πανεπιστημίου της Νεαπόλεως Θωμά τον Ακινάτη, να ορίσει ως σκοπό της ζωής του τη σύνδεση των δύο διαρκώς αποκλινόμενων θέσεων, με βασικό του έμβλημα τόσο τη Βίβλο όσο και την αριστοτελική αντίληψη. Όπου ο όρος Αριστοτέλης για τον Θωμά δεν αποτελεί απλά τον αρχαίο φιλόσοφο αλλά το σύνολο των αντιλήψεων αυτού, της βαθιάς ανάλυσης του κόσμου με σκοπό την ανακάλυψη και την αποσαφήνιση όλων του των ερωτημάτων με όπλο την ανθρώπινη Λογική. Ο ορθολογισμός του Θωμά, με την απαραίτητη διόρθωση της αποφατικής θεολογίας δεν κατόρθωσε να γεφυρώσει το χάσμα λογικής και πίστης, το οποίο αργότερο έγινε βαθύτερο: στις πραγματείες του καταλήγει πως ο άνθρωπος δεν μπορεί να ξέρει τι είναι ο Θεός, δεν μπορεί δε να γνωρίζει ούτε και την ουσία και αληθή φύση των πραγμάτων……
Παρά τη κριτική και την επίθεση που δέχθηκε ο σχολαστικισμός από τους Προτεστάντες φιλόσοφους της Μεταρρύθμισης και κυρίως από τους Διαφωτιστές, η προσφορά του στη σύγχρονη ευρωπαϊκή σκέψη υπήρξε κολοσσιαία: το ανιαρό και μη πρωτότυπο κατ’ αυτούς έργο της αντιγραφής και του σχολιασμού των κλασσικών και πατερικών γραπτών ευθύνεται για την άμεση πρόσβαση στα έργα του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και του Αυγουστίνου. Ξεκινώντας από το στάδιο της απλής συλλογής δεδομένων και προτάσεων καθώς και της ερμηνείας αυτών (exposition, catena, lectio) και φτάνοντας μέσω της συστηματικής εξέτασης των κειμένων και τη λογική επίλυση προβλημάτων (quaestio, disputatio), σε μια προσπάθεια να δοθεί η περιεκτική άποψη του συνόλου της εφικτής αλήθειας (Summa), ο ευρωπαϊκός πολιτισμός πραγματοποίησε ένα τεράστιο άλμα από την απλή παρατήρηση του κόσμου στη λογική εξήγηση του, εντός των ορίων της ανθρώπινης λογικής. Η επιστημονική και πειραματική/εμπειρική αντίληψη του Αριστοτέλη στη προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου αποκρυσταλλώθηκε στα χρόνια του Μεσαίωνα εντός των μοναστικών αυλών, δίνοντας έτσι τη βάση για την μετέπειτα εξέλιξη της δυτικής επιστήμης και τεχνικής η οποία και έμελλε να γίνει παγκόσμια. Παρά τους αφορισμούς των διαφωτιστών η ευρύτητα των ορίων της σημερινής επιστήμης και τεχνικής οφείλεται ξεκάθαρα στη σχολαστική μελέτη της αρχαίας και πατερικής φιλοσοφίας, καθώς και στην αξιοποίηση της στην επίλυση προβλημάτων, εντός του φυσικού κόσμου, δίνοντας το κίνητρο για τη δημιουργία νέας γνώσης και την εξέλιξη της παλαιάς. Όσο και αν δεν μπόρεσε να εξηγήσει τον θεολογικό κόσμο ο σχολαστικισμός προσέφερε στην ευρωπαϊκή σκέψη τα εφόδια για να ξεπεράσει τα όριά της.
Πρώτη δημοσίευση: Η Νέα Πολιτική