του Σωτήρη Αμάραντου,
Έχουμε ελάχιστες μη χριστιανικές πηγές που κάνουν λόγο για την ιστορική παρουσία του Ιησού στον κόσμο. Όλες όμως συμφωνούν για την εμφάνιση ενός ιδιαίτερου ατόμου, το οποίο στο διάβα του ανέτρεπε τις βεβαιότητες και τα δόγματα της εποχής, με αποτέλεσμα να καταδικαστεί σε σταυρικό θάνατο (Τάκιτος). Σε κάποιες από αυτές αναφέρεται ως ενάρετος και σοφός άνθρωπος (Ιώσηπος), ενώ κάποιες άλλες τον παρουσιάζουν ως μια προσωπικότητα με μαγικές δυνάμεις που ασκούσε μια εξεργετικού χαρακτήρα επιρροή προς τους Εβραίους (Σουητώνιος, Ραβινικές αφηγήσεις). Επίσης, ο Ιώσηπος αναφέρει πως οι μαθητές του υποστήριξαν πως τον είδαν μπροστά τους τρεις μέρες μετά τη σταύρωσή του ζωντανό.
Δυο χιλιάδες χρόνια μετά, μπορούμε να αναρωτηθούμε έχοντας πίσω μας τη σκευή του ορθολογικού πνεύματος και της επιστήμης εάν η μαρτυρία της ανάστασης από τους μαθητές του Ιησού είναι ένα συλλογικό παραλήρημα, ένα κατασκευασμένο θαύμα ή ένα γεγονός που πράγματι συνέβη.
Η θρησκειολογική προοπτική μας διδάσκει πως ο θάνατος και η ανάσταση συνιστά ένα γνώριμο φαινόμενο για τις θρησκείες της Ανατολικής Μεσογείου. Το λεγόμενο θείο δράμα του πάσχοντος Θεού (Ταμούζ, Βήλο-Μαρντούκ, Βάαλ, κρητικός Δίας, Όσιρις, Διόνυσος κλπ.) απαντάται σε διάφορες θρησκευτικές δοξασίες, όπως αναφέρει στη σχετική του μελέτη ο Π. Λεκατσάς.
Η αναμέτρηση με την υπαρξιακή αγωνία της φθαρτότητας, του άγνωστου μετά, δηλαδή με την κατά Χάιντεγκερ αόριστη βεβαιότητα του θανάτου, αποτελεί την πηγή του θρησκευτικού συναισθήματος. Το πεπερασμένο ανθρώπινο αναζητά, με άλλα λόγια, μια θεμελίωση της ύπαρξης πέρα από τον εαυτό της, μια διαβεβαίωση γι΄αυτό που συναντά μετά τον θάνατο, μια ύστατη παρηγοριά προς τον πόνο, την αδικία και την απώλεια που συνεπάγεται ο ανθρώπινος βίος. Το πάθος του Σταυρού, δηλαδή η αυτοθυσιαστική προσφορά του Θεανθρώπου απαντά σε αυτές τις ωκεάνιες αγωνίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή, δεν εκπληρώνει απλώς την επιθυμία του ανθρώπου για κάποια θαυματουργική υπέρβαση του θανάτου, αλλά ότι κυρίως ωθεί προς μια αποκαλυπτική διάνοιξη του πνεύματος προς την ελευθερία έναντι του θανάτου: «Δεν κατέβηκες από τον Σταυρό, όταν Σου φώναζαν χλευαστικά: Κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε ότι είσαι Εσύ. Δεν κατέβηκες, γιατί και πάλι δεν ήθελες να υποδουλώσεις τον άνθρωπο με ένα θαύμα και διψούσες για ελεύθερη πίστη και όχι πίστη στο θαύμα. Διψούσες για αγάπη και ελευθερία και όχι για τη δουλοπρεπή γοητεία ενός σκλάβου μπροστά σε μια δύναμη που τον υποδουλώνει για πάντα» (Ο Μέγας Ιεροεξεταστής, Ντοστογιέφσκι).
Γι΄αυτό και τόσο στην προσωπική όσο και στη συλλογική του διάσταση, ο καταπιεστικός δογματισμός και η μισαλλοδοξία δεν σχετίζονται με τον πυρήνα της αγάπης του Χριστού των Ευαγγελίων. Είχε δίκιο ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο όταν υποστήριζε πως: «Όποιος πάει να επιβάλλει μια πίστη στον άλλο με το σπαθί, αυτό που γυρεύει είναι να πεισθεί ο ίδιος… Και κάθε σταυροφορία με το σπαθί, καταλήγει να προκαλέσει την κατάκτηση του κατακτητή από τον κατακτημένο, κι ο κατακτητής γίνεται τότε νιχιλιστής, οπαδός του τίποτα».
Σε αυτή ακριβώς την προοπτική είναι που η εμπνευσμένη αθεΐα ασκεί έναν εξαιρετικά χρήσιμο ρόλο για την κάθαρση της μεταφυσικής από τη χρήση του επέκεινα ως στοιχείου δικαίωσης της εξουσίας και της εκμετάλλευσης στο εντεύθεν. Όπως θα υπογραμμίσει ο Μπερντιάεφ «Έτσι ο αθεϊσμός, στην υψηλή του και όχι στην ταπεινή του μορφή, μπορεί να αποτελέσει διαλεκτική αποκάθαρση της ιδέας που έχει ο άνθρωπος για τον Θεό».
Πάντοτε το στοιχείο της πίστης θα συντίθεται εντός μας με εκείνο της αμφιβολίας, καθώς το φθαρτό του ανθρώπου δεν θα πάψει ποτέ να ερωτοτροπεί με το απόλυτο. Από τη στιγμή που το ορθολογικό πνεύμα της επιστήμης δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ούτε να διαψεύσει με ένα αποφασιστικό πείραμα την ύπαρξη του απόλυτου, στην ψυχή μας θα αντιπαλεύουν και θα συντίθενται διαρκώς σε αναζήτηση νέων ισορροπιών, οι δυνάμεις της πίστης και οι δυνάμεις της αμφιβολίας. Σε αυτή τη διαρκή και αμφίρροπη εσωτερική μάχη έχει πάντοτε μια ιδιαίτερη συγκινησιακή θέση ένας εκλεπτυσμένος Λόγος όπως αυτός που αποτυπώνεται στη σκέψη του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά: «Αδελφός μας έγινε ο Χριστός, αφού κοινώνησε μ΄εμάς την ίδια Του τη σάρκα και έγινε όμοιος μ΄εμάς δι΄αυτού · μας απέκτησε ως δούλους του γνήσιους αφού μας εξαγόρασε μ’ αυτό το αίμα · μας κατέστησε φίλους Του αφού μας χάρισε τη φανέρωση αυτών των μυστηρίων… Διότι στην ταπείνωσή Του έπαψε να είναι ο κριτής και οδηγήθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή… Γιατί και Αυτός έγινε νεκρός, και να, ζει στους αιώνες ζωοποιώντας όσους θέλουν να προσκολληθούν σ΄Αυτόν με την αρετή και την πίστη…»