Δημήτρης Παπασταματίου, Φωκίων Κοτζαγεώργης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ, σ. 149-50.
Κείμενο: Φωκίων Κοτζαγεώργης
Το σώμα των Φαναριωτών δεν συγκροτήθηκε ευθύς εξαρχής, ούτε διατήρησε μια σταθερή εκπροσώπηση κατά τη διάρκεια της περιόδου ακμής τους. Εφόσον, εξάλλου, απουσιάζει ο όρος «Φαναριώτης» ως αυτοπροσδιορισμός της ομάδας, τότε είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε πόσες και ποιες οικογένειες ανήκαν στους Φαναριώτες. Ο όρος «άρχων» που χρησιμοποιούταν συχνά για να προσδιορίσει αυτές τις ομάδες, είναι πολύ γενικός. Ήδη σε γαλλικό κείμενο του 1678, από συντάκτη καλά πληροφορημένο για την ελληνορθόδοξη κοινωνία της Κωνσταντινούπολης, αναφέρονται δεκαεννιά αρχοντικές οικογένειες. Από αυτές μόνο τρεις (Ρωσσέτη, Μαυροκορδάτου και Σούτσου) κατέλαβαν τον επόμενο αιώνα τα αξιώματα ηγεμόνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και μία οικογένεια (Ραμαδάνη) τη θέση του διερμηνέα του στόλου.
Ακόμη περισσότερο, η εμφάνιση νέων οικογενειών στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και η διεκδίκηση και κατοχή των τεσσάρων αξιωμάτων οδήγησε σε ανανέωση του στελεχικού δυναμικού των Φαναριωτών. Μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα η κυριαρχούσα οικογένεια ήταν αυτή των Μαυροκορδάτων. Ήδη, όμως, είχε κάνει την εμφάνισή του στην Κωνσταντινούπολη ένα δεύτερο σύνολο οικογενειών (Αριστάρχη, Καλλιμάχη, Χαντζερή, Μάνου, Μαυρογένη, Σκαναβή, Σχοινά), ενώ στο δεύτερο μισό του αιώνα εμφανίζονται οι οικογένειες Υψηλάντη, Μουρούζη και Ρίζου, όλες ταπεινής τραπεζούντιας καταγωγής.
Για να τονιστεί ακόμη περισσότερο ο δυναμικός χαρακτήρας των φαναριώτικων οικογενειών θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι αυτές αρθρώνονταν σε ομόκεντρους κύκλους, έχοντας στο κέντρο τους τις ισχυρότερες, οι οποίες μονοπωλούσαν κατά καιρούς τα τέσσερα αξιώματα και ως εκ τούτου είχαν στενότερες επαφές με την Πύλη και μεγαλύτερο κύρος μεταξύ των ελληνορθοδόξων. Στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα δέκα ή δώδεκα οικογένειες μονοπωλούσαν αυτά τα αξιώματα. Όπως προαναφέρθηκε, γύρω στα μέσα του αιώνα προστέθηκαν νέες οικογένειες και υποχώρησαν άλλες. Έξω από αυτόν τον κύκλο υπήρχε άλλος, ο οποίος έδινε τα μέλη του ως αξιωματούχους στις αυλές των παραδουνάβιων ηγεμονιών και συνδεόταν με τον εσωτερικό κύκλο των ισχυρών φαναριώτικων οικογενειών. Τέτοιες οικογένειες ήταν για παράδειγμα των Βεντούρα, Βλαστού, Γουλιανού, Ρίζου, Ράλη, Ραγκαβή, Χρυσόσκουλου κ.ά.
Η γεωγραφική (και εθνοτική) προέλευση των φαναριώτικων οικογενειών δεν ήταν πάντα σαφής. Οι λόγοι μπορεί να είναι δύο. Είτε το ότι όσοι παρουσίασαν την καταγωγή τους, την ωραιοποίησαν επί το αριστοκρατικότερον, είτε για όσους δεν ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, υπάρχει έλλειψη πηγών για την πριν από την έλευσή τους στην Κωνσταντινούπολη περίοδο. Η υιοθέτηση, τουλάχιστον εξωτερικά, της ελληνικής γλώσσας και της κουλτούρας ήταν προϋπόθεση για να εισαχθεί κάποιος στους φαναριωτικούς κύκλους. Αυτό συνέβαινε γιατί η ελληνική γλώσσα κατά την περίοδο ακμής των Φαναριωτών ήταν η γλώσσα της διανόησης και του πλούτου για τους χριστιανούς Οθωμανούς υπηκόους. Έτσι, κάποιος πλούσιος που ήθελε να διεκδικήσει κύρος και δύναμη, θα έπρεπε εκτός από την ανάπτυξη συγγενικών δεσμών με φαναριώτικες οικογένειες να υιοθετήσει τους τρόπους συμπεριφοράς και την ελληνική γλώσσα και παιδεία, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί μέσα σ’ αυτούς τους κύκλους.
Η προσήλωση στην ορθόδοξη εκκλησία ήταν μια τελευταία προϋπόθεση. Ύστερα από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το ότι οι φαναριώτικες οικογένειες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν αυτονόητα ως «ελληνικές». Μέσα σ’ αυτές βρίσκουμε ρουμανικές οικογένειες, οι οποίες εκούσια εξελληνίστηκαν, όπως των Ρακοβίτσα και των Καλλιμάχη. Υπήρχαν οικογένειες από τη Χίο, όπως οι Καρατζά και από τον Πόντο, όπως των Υψηλάντη, Μουρούζη και Χαντζερή, από την Ιταλία (απώτερη καταγωγή) όπως των Ρωσέτου και από την Αρμενία όπως των Αριστάρχη.
Αναφέρθηκαν οι νησιωτικές, όπως των Μαυρογένη, ενώ άλλες είχαν αδιευκρίνιστη καταγωγή, όπως των μάλλον ηπειρωτών Γκίκα. Όσες, πάντως, είχαν κωνσταντινουπολίτικες ρίζες δεν προέρχονταν συνήθως από παλιές βυζαντινές οικογένειες, αλλά ήταν και ταπεινής καταγωγής, όπως οι Σούτσοι. Κατά συνέπεια, οι φαναριώτικες οικογένειες συνιστούσαν ένα εθνοτικό και γεωγραφικό μωσαϊκό, τυπικό της εποχής, που έβλεπαν την εμμονή τους στην ελληνική γλώσσα και παιδεία ως ένα χαρακτηριστικό της ομάδας τους και όχι, πάντως, με κριτήρια εθνικά.