Ο Ρήγας Βελεστινλής ως λογοτέχνης

της Νίκης Σαλπαδήμου

Ο Ρήγας γεννήθηκε στο Βελεστίνο, στις αρχαίες Φερές, το 1757 από εύπορη οικογένεια. Το επώνυμο του πατέρα του ήταν «Κυρίτζης», όνομα συνηθισμένο στην περιοχή του Βελεστίνου. Η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και είχε έναν αδελφό, τον Κώστα. Ο Φραγκίσκος Πουκεβίλ επιβεβαιώνει ότι ο Ρήγας είχε αδελφό, που συμμετείχε μάλιστα και στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του Ρήγα υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Διασώθηκαν μόνον η μητέρα του με τον αδελφό του, οι οποίοι κατέφυγαν στη Βλαχία.

Τα πρώτα του γράμματα ο Ρήγας τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και έπειτα φοίτησε σε σχολείο της Ζαγοράς του Πηλίου, όπου υπήρχε ακμάζουσα σχολή. Για περισσότερη μόρφωση ο πατέρας του τον έστειλε να φοιτήσει στα Αμπελάκια, στην εκεί επίσης ακμάζουσα σχολή. Ο Ρήγας αργότερα θα μεταβεί στο Άγιο Όρος και θα φιλοξενηθεί στη Μονή Βατοπεδίου από τον Κοσμά, με τον οποίον ανέπτυξε στενή φιλία. Επίσης συνδέθηκε φιλικά με τον μοναχό Νικόδημο (άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη), ο οποίος του παραχώρησε τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τις γνώσεις του.

«Ο Ρήγας Βελεστινλής ως λογοτέχνης» της Νίκης Σαλπαδήμου

Στο Άγιο Όρος δεν έμεινε πολύ, η δίψα του για σπουδές, και όχι μόνον, τον οδήγησε στην Κωνσταντινούπολη, όπου διεύρυνε τις γνώσεις του στη γαλλική, την ιταλική και τη γερμανική γλώσσα. Όμως μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο έφυγε για το Βουκουρέστι και έπειτα για τη Βιέννη μαζί με τον Αυστριακό βαρόνο, ελληνικής καταγωγής, Χριστόδουλο Λάνγκελφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς. Σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι στο επάγγελμα. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο, τη Χάρτα, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, το Σχολείον των ντελικάτων εραστών και πολλά άλλα έργα του.

Ο Ρήγας, φιλομαθέστατος από τα μικρά του ακόμα χρόνια, νους ευφυής, πνεύμα ανήσυχο και τολμηρό, τρύγησε πολύτιμη γνώση από όλα τα πνευματικά κέντρα που πέρασε και θήτευσε κοντά σε ισχυρές προσωπικότητες από τις οποίες απέκτησε πολύτιμη και πολύπλευρη γνώση. Παρά το νεαρό της ηλικίας του –δολοφονήθηκε στα σαράντα ένα χρόνια του– υπήρξε ένας λόγιος της εποχής του. Κι αυτό αποδεικνύεται από το τεράστιο συγγραφικό έργο του, που περιλάμβανε ένα μεγάλο εύρος γνωστικών πεδίων, αποδεικνύοντας ότι επρόκειτο για ένα σπινθηροβόλο πνεύμα, ανήσυχο αλλά και δοτικό, ταγμένο στην υπηρεσία τής, υπό τον ζυγόν, πατρίδας του αλλά και των καταπιεσμένων λαών της βαλκανικής χερσονήσου. Όσο όμως υψηλόφρων ήταν ο Ρήγας, τόσο χαμερπής και ιδιοτελής ήταν ο Δημήτριος Οικονόμου, βοηθός του Κορωνιού, ο οποίος Κορωνιός ήταν ένθερμος υποστηρικτής και συνεργάτης του Ρήγα στον αγώνα που είχε αναλάβει για την απελευθέρωση της πατρίδας. Ο Οικονόμου, φιλοχρήματος και φιλοτομαριστής, πρόδωσε τον Ρήγα και οδήγησε στο μαρτύριο και στον θάνατο τον ίδιο και τους συντρόφους του. Οι Εφιάλτες πάντα είναι πρόθυμοι να πραγματοποιήσουν το δόλιο έργο τους και μάλιστα σε καίριες στιγμές της ιστορίας του έθνους. Αυτούς τους κρίνει και τους καταδικάζει η ιστορική γραφίδα, όπως πράττει και για τα ευγενή και άξια τέκνα της, τοποθετώντας τ’ όνομά τους στις ένδοξες σελίδες της ιστορίας μας, όπου και ο Ρήγας κατέχει αξιοζήλευτη θέση.

Ο Ρήγας, επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τη δόξα των προγόνων του, θεώρησε χρέος του να φέρει σε επαφή τους Έλληνες με την κοσμογονία που συντελούνταν στην Ευρώπη. Ο Γ. Ζώρας υπογραμμίζει τις επιρροές που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις επιλογές του Ρήγα ως εξής: «Επί του Ρήγα ήσκησαν μεγάλην επίδρασιν το ένδοξον ελληνικόν παρελθόν και το κοσμογονικόν εν Ευρώπη παρόν». Ενώ ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης αναφορικά με τις επιρροές γράφει: «Είναι ο άνθρωπος που εμπνεύστηκε από τις ιδέες του διαφωτισμού και της γαλλικής επανάστασης και τις μεταλαμπάδευσε στα Βαλκάνια. Είναι ο άνθρωπος που με το πληθωρικό του παράδειγμα ζωής, έργου και θυσίας ενσάρκωσε ιδανικά το πρότυπο του πατριώτη, δημοκράτη, επαναστάτη, ποιητή».

Ο Ρήγας δέχεται ως ευλογία και λαμπρή ευκαιρία τις κοινωνικοπολιτισμικές ανακατατάξεις που συντελούνται στην Ευρώπη. Ο Λέανδρος Βρανούσης σημειώνει για την εποχή και το ιδεολογικό corpus του Ρήγα: «Η εποχή του, η παράδοση και το ιδεολογικό κλίμα όπου έζησε ο Ρήγας, κυοφορούσαν τους πόθους και τις αντιλήψεις απ’ όπου αναδύθηκε το όραμα της ελληνικής δημοκρατίας. Τρεις κυρίως πηγές αρδεύουν το έδαφος, όπου εβλάστησε ο ευγενικός αυτός βλαστός της ρωμιοσύνης: η κλασική δόξα των προγόνων, η βυζαντινή παράδοση και οι νεωτεριστικές ιδέες της γαλλικής επανάστασης». Μέσα του κυοφορείται από καιρό το σχέδιο της αφύπνισης των συμπατριωτών του με τη γνώση και την καλλιέργεια του πνεύματος. Γι’ αυτό ρίχνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις στον αγώνα συγγραφής έργων που θα σηκώσουν «τους πεπτοκότες Έλληνες». Εκτός από την επίδραση του Διαφωτισμού, υπήρξαν επίσης σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Δημήτριος Καταρτζής και ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ, που επέδρασαν πάρα πολύ θετικά στο έργο του Ρήγα σε ό,τι αφορούσε τη γλώσσα και το ύφος στα συγγραφικά του πονήματα. Άλλωστε, ο Μοισιόδαξ ήταν φλογερός υποστηρικτής της καθιέρωσης της νεοελληνικής γλώσσας στα σχολεία.

Ο Ρήγας Βελεστινλής ως λογοτέχνης

Τον λογοτέχνη Ρήγα τον παρακολουθούμε μέσα από το έργο του, που φέρει την προσωπική του σφραγίδα. Ο Ρήγας δεν έγινε ποιητής, η λέξη εδώ έχει την ευρεία έννοια του όρου, γεννήθηκε ποιητής, ήταν το χάρισμα που του έδωσαν οι Μοίρες, γιατί όπως είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό ποιητής δεν γίνεσαι, γεννιέσαι. Φέρεις δηλαδή το τάλαντο, τη δωρεά, που σφραγίζει τη ζωή κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Ο Ρήγας γεννήθηκε με τη δωρεά του λογοτέχνη. Οι σπουδές, οι γνώσεις, η μελέτη λογοτεχνικών έργων συνεπικούρησαν το τάλαντο, δεν το δημιούργησαν. Ο Νικολά Ρετίφ ντε λα Μπρετόν, παιδί αγροτικής οικογένειας, έμαθε να διαβάζει μόνος του, δεν είχε τη δυνατότητα να φοιτήσει σε σχολείο. Όσο δε για τις επαφές του με τη λογοτεχνία, αυτές ήταν ανύπαρκτες. Είχε όμως τη δωρεά, τη στόφα του λογοτέχνη, γι’ αυτό και έγινε ένας πετυχημένος συγγραφέας, που γοήτευσε όχι μόνον το Παρίσι και ολόκληρη τη Γαλλία, αλλά και πολλές ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες εκδίδονταν τα βιβλία του επί σειρά ετών.

Το λογοτεχνικό ταλέντο του ο Ρήγας θα το θέσει στην υπηρεσία της «ανάληψης του πεπτοκότος ελληνικού Γένους». Γνώστης της γαλλικής γλώσσας, θ’ αναζητήσει έργα της πρόσφατης γαλλικής λογοτεχνίας, που κινούνται στο πνεύμα του Διαφωτισμού, ώστε να περιέχουν μηνύματα που εύκολα θα εντοπίσουν οι Έλληνες για να παραδειγματιστούν και να νιώσουν πως η ελευθερία είναι δικαίωμα όλων των ανθρώπων. Μια τέτοια επιλογή, όμως, προϋποθέτει πολύχρονη μελέτη της λογοτεχνίας, άριστη γνώση της γλώσσας στην οποία είναι γραμμένο το έργο, έρωτα για τη λογοτεχνία, γνώση των κανόνων που διέπουν ένα λογοτεχνικό δημιούργημα. Η λογοτεχνική αρματωσιά του Ρήγα περιλαμβάνει όλα τα ανωτέρω και, επιπλέον, τη φλόγα που καίει μέσα του για την ελευθερία της πατρίδας του. Μια καλή μετάφραση, αξιόπιστη, δίνει στο μεταφρασμένο έργο εγκυρότητα και το καθιστά άξιο να κατακτήσει τον αναγνώστη. Και στις μέρες μας η αξιόπιστη μετάφραση γίνεται από λογοτέχνες, οι οποίοι μπορούν να συλλαμβάνουν εκείνες τις λεπτές αποχρώσεις που δίνουν την ιδιαιτερότητα και τη μοναδικότητα σε κάθε έργο. Κατορθώνουν δηλαδή να προσεγγίσουν, κατά το δυνατόν, το πνεύμα του δημιουργού. Είναι ωραίο να στέκεται ανάμεσα στο πρωτότυπο κείμενο και στον αναγνώστη του, σαν πνοή από αεράκι ανοιξιάτικο, μια καλή μετάφραση. Το ξένο κείμενο, που στέκεται προ των πυλών, αναμένοντας να το καλοδεχθούν, θα μπορέσει να εισχωρήσει στη γλώσσα, στην οποία προσβλέπει να εγκατασταθεί και να διεκδικήσει την αυτονομία του. Χωρίς να ξεχάσει ότι έρχεται από αλλού, να νιώσει σαν στο σπίτι του. Ο Ρήγας κατόρθωσε κάτι πολύ σημαντικό στις μεταφράσεις του. Έδωσε ελληνική πνοή στα έργα του, ώστε ν’ αγγίξουν τις καρδιές των Ελλήνων και το έργο του να έχει την υποδοχή που του πρέπει στο σπίτι του, στην Ελλάδα.

Η Γαλλική Επανάσταση θα συνταράξει την ευγενική αυτή ψυχή, επιβεβαιώνοντας ταυτοχρόνως το ορθόν του οράματός του, το οποίο βλέπει ότι πρέπει εσπευσμένα να μετουσιώσει σε έργο. Γιατί ο Ρήγας μπορεί να είναι ρομαντικός επαναστάτης, οραματιστής, αλλά ταυτόχρονα είναι και πραγματιστής, που σχεδιάζει λεπτομερώς την κάθε ενέργειά του προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του: την αφύπνιση των συμπατριωτών του, τη στήριξή τους, ώστε να ορθώσουν το ανάστημά τους και να πολεμήσουν για την ελευθερία τους. Έπειτα από 400 χρόνια σκλαβιάς και ραγιαδισμού το σκοτάδι της αμάθειας έχει κάνει τους Έλληνες Γραικύλους, λέξη που στιγματίζει την Ιστορία και το ένδοξο παρελθόν της Ελλάδας. Αυτοί (οι Έλληνες) που έδωσαν τα φώτα του πολιτισμού στην απολίτιστη ως τότε Δύση, τώρα ζουν στο σκοτάδι, έχοντας, πολλοί απ’ αυτούς, λησμονήσει ακόμα και τη ρίζα τους.

Κριτήρια επιλογής έργων

Ο Ρήγας επιλέγει με ορισμένα κριτήρια τα έργα τα οποία θέλει να μεταφράσει, δηλαδή θέλει να είναι ευχάριστα και ωφέλιμα στον αναγνώστη, να αποτελούν πνευματική άσκηση, να είναι ουσιώδη και εύληπτα, να είναι απλά και σαφή στην έκφραση και γλωσσικά κατανοητά. Σύμφωνα με όσα μας λέει ο ίδιος, η μετάφρασή του είναι «ελευθέρα, ήγουν μόνον κατά νόημα, επρόσθεσα και μερικά, επειδή αν ακολουθούσα κατά λέξη τον συγγραφέα με φαίνεται πως δεν εγίνετο κατάλληλος με το ύφος της γλώσσης μας, γιατί έχει η κάθε μία τον ιδιωματισμόν της». Ο Μανώλης Δασκαλάκης γράφει για τις μεταφράσεις του Ρήγα: «Ο Ρήγας δεν μεταφράζει πιστώς, αλλ’ αποδίδει το νόημα, προσθέτων μάλιστα επεξηγηματικά σχόλια, είτε ιδίους στοχασμούς, οι οποίοι προσδίδουν πλήρη πρωτοτυπίαν εις τα έργα του. Ούτω συνήθεις μεταφράσεις δια της γραφίδος του Ρήγα μεταβάλλονται εις πρωτότυπα έργα, τα οποία χαρακτηρίζει η προσωπική σφραγίς του συγγραφέα».

Έναν χρόνο μετά την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης ο Ρήγας εκδίδει στη Βιέννη ένα βιβλίο από την πετυχημένη, για το ευρύ κοινό, γαλλική λογοτεχνία, που δεν μεταφέρει όμως επαναστατικά μηνύματα. Μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί επαναστατική η αντιμετώπιση του θεσμού του γάμου, αφού αναφέρεται στη σεξουαλική συμπεριφορά και στις προτιμήσεις των ανθρώπων και προτείνει μια ηθική που θα ολοκληρώσει την οικογενειακή ευτυχία. Γι’ αυτή την ηθική δεν γίνεται λόγος στη θρησκευτική διδασκαλία. Με αυτή την επιλογή του ο Ρήγας εξετάζει τον έρωτα και τον γάμο καθώς και τις σχέσεις των ζευγαριών από κοινωνικής πλευράς και όχι από θρησκευτικής. Ο Ρήγας με το Σχολείον των ντελικάτων εραστών απευθύνεται στους νέους και στις νέες, δηλαδή στις ηλικίες που κυριαρχεί το συναίσθημα. Γιατί το συναίσθημα είναι το αγνό κίνητρο για δράση και για πράξεις που ανυψώνουν τον άνθρωπο. Άλλωστε στις ερωτικές του ιστορίες κυριαρχούν η ειλικρίνεια, ο σεβασμός μεταξύ των δύο φύλων, ο πόθος για εξύψωση του πνευματικού και ψυχικού κόσμου, στόχος που επιτυγχάνεται με τη γνώση και τη μόρφωση. Ακολουθεί ο γάμος, που είναι το επιστέγασμα των ανωτέρω κατακτήσεων, γιατί, κατά τον Ρήγα, ο γάμος αποτελεί το θεμέλιο της κοινωνίας.

Η επιλογή της ερωτικής ύλης ήταν κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα της ρομαντικής αντίληψης της εποχής, που ερχόταν σε αντιπαράθεση με την υλιστική πρακτική και νοοτροπία που επικρατούσε προγενέστερα. Η ερωτική ύλη όμως είναι μόνον η αφορμή, που θα οδηγήσει σταδιακά στην επαναστατική με κοινωνικό, πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο. Την περίοδο αυτή, και μέσα στο πλαίσιο του ρομαντισμού, η λογοτεχνία παίζει διττό ρόλο, γιατί λειτουργεί ψυχαγωγικά αλλά και παιδευτικά: «Ευφραίνει και τα ήθη τρόπον τινά επανορθοί» κατά τη ρήση του Ρήγα. Η προσπάθεια του Ρήγα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αναμορφωτική της ηθικής των ανθρώπων και της κοινωνίας του 18ου αιώνα. Όλοι οι λογοτέχνες, σε κάθε εποχή, αξιοποιούν στο έπακρο τον σημαντικό ρόλο του συναισθήματος. Διότι χωρίς αξιοποίηση του συναισθήματος, ο λογοτέχνης δεν θα κατορθώσει να φτάσει στον στόχο του. Έτσι και ο Ρήγας, αξιοποιώντας το συναίσθημα, πετυχαίνει με τον καλύτερο τρόπο το αποτέλεσμα που επιθυμεί.

Οι Κοντεμπορέν του Νικολά Ρετίφ μεταφράζονται στη γερμανική γλώσσα την ίδια περίοδο που το έργο εκδίδεται στη Γαλλία. Άλλα έργα του Νικολά Ρετίφ μεταφράζονται και εκδίδονται στη Ρωσία επί σειρά ετών. Δεν συναντάμε όμως μεταφράσεις σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως ο Ρήγας με το Σχολείον των ντελικάτων εραστών έκανε ένα πρωτοποριακό έργο μεταφραστή, τόσο για τους Έλληνες όσο και για τους αυτόχθονες πληθυσμούς της Μολδοβλαχίας. Έρευνα του Λέανδρου Βρανούση μας πληροφορεί ότι χειρόγραφο του Σχολείου έχει βρεθεί στη βιβλιοθήκη της Ρουμανικής Ακαδημίας.

Ο Ρήγας δεν είναι ένας τυχαίος ρομαντικός, όπως πίστευε η θρησκευτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης, κατηγορώντας τον μάλιστα ότι με τις ενέργειές του διασαλευόταν επικίνδυνα η καθεστηκυία τάξη. Επιπλέον, θα συσσώρευε νέα δεινά στους σκλάβους Έλληνες. Μ’ αυτό το σκεπτικό η θρησκευτική ηγεσία δεν προέβη σε καμιά ενέργεια για τη σωτηρία του. Σε αντιδιαστολή με τα ανωτέρω, ο Ρήγας ήταν ένα ανοιχτό μυαλό, είχε θητεύσει κοντά σε προσωπικότητες της τότε πολιτικής ζωής σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών και ήταν γνώστης της πολιτικής κατάστασης τόσο στην Τουρκία όσο και στις ευρύτερες περιοχές της ανατολικής Ευρώπης. Έβλεπε επομένως ότι οι συγκυρίες ευνοούσαν τα σχέδιά του, δηλαδή την αφύπνιση των συμπατριωτών του αρχικά με τη γνώση και στη συνέχεια στην αποτίναξη του ζυγού με ένοπλο αγώνα.

Επιλογή τίτλου

Ο τίτλος σ’ ένα έργο είναι πολύ σημαντικός, είναι το διαβατήριό του που θα το ταξιδέψει στον κόσμο κι επομένως ο ρόλος του πρωταρχικός. Όλοι γνωρίζουν πόσο μαγνητίζει το αναγνωστικό κοινό ένας πετυχημένος τίτλος. Και εδώ βλέπουμε τον Ρήγα να κάνει μια πολύ πετυχημένη επιλογή τίτλου, Το σχολείον των ντελικάτων εραστών». Τα στοιχεία του τίτλου, κάποια δηλαδή, τα βρίσκουμε και σε έργα του Μολιέρου, όπως Το Σχολείο των γυναικών, γιατί και ο Μολιέρος είχε θέσει το ερώτημα για τη θέση της γυναίκας, τα δικαιώματά της στη μόρφωση κ.ά., αλλά ο Ρήγας ως προς αυτόν τον θεματικό άξονα δεν διαχωρίζει τα δυο φύλα. Τι σημαίνει όμως το επίθετο «ντελικάτων», μια λέξη ξένη για το ελληνικό λεξιλόγιο και τα ήθη της εποχής; Ο Ρήγας δανείζεται το επίθετο, το οποίο αποδίδει ως ένας εραστής ντελικάτος. Σήμερα το «ντελικάτος» το λέμε για κάτι που είναι εκλεπτυσμένο, ωραίο. Ο Ρήγας βάζει στον τίτλο μια λέξη-κλειδί, η οποία με την τόλμη της τονίζει την αντίθεσή της στον παλαιό και βαρύ κόσμο των ηθών εκείνων που ακολουθούσαν την αυστηρή χριστιανική ηθική και απαγόρευαν τη γνωριμία των νέων ή ακόμα και την ίδια την ερωτική έλξη, θεωρώντας τις αισθήσεις ως προάγγελο οικογενειακής συμφοράς. Έτσι η λέξη-κλειδί δηλώνει εμφατικά την αισιοδοξία του 18ου αιώνα: «Ότι δηλαδή είναι δυνατόν να διαμορφώσουμε μέσα στις κοινωνίες μας εκείνους τους όρους της εκπαίδευσης, που θα επιτρέψουν ευτυχισμένους γάμους ανθρώπων, γάμους που θα στηρίζονται στο συναίσθημα». Το μυθιστόρημα του 17ου αιώνα δεν είχε προτείνει παρόμοια θέση, αλλά ούτε και στη μεταγενέστερη λογοτεχνία διαφαινόταν κάποια αισιοδοξία. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι ο Ρήγας τολμά να καινοτομήσει, επιλέγοντας αφηγήσεις που εστιάζουν στην εντιμότητα και ακεραιότητα όχι μόνον των κεντρικών ηρώων, αλλά και του άμεσου περιβάλλοντός τους. Αποφεύγει δηλαδή τα αναλυτικά παραδείγματα έκλυτου βίου ή κυνικής συμπεριφοράς, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες. Ακόμα αποφεύγει τις ιστορίες που θα πρόσφεραν στον αναγνώστη αρνητικές όψεις της ερωτικής επιθυμίας ή μη αποδεκτές από την κοινωνία αντιλήψεις, όπως για παράδειγμα της κοπέλας που θέλει να κάνει παιδί εκτός γάμου. Αποφεύγει τις περιπτώσεις παρενδυσίας νέων ανδρών, που μεταμορφώνονται σε γυναίκες για τις ανάγκες της πλοκής, όπως αντίστοιχα αποφεύγει τις μεταμορφώσεις των γυναικών. Μπορούμε εδώ να υποθέσουμε ότι αναδεικνύει τα θετικά πρότυπα, επειδή αυτά αρμόζουν στην ηθική της ελληνικής κοινωνίας προς την οποία θα απευθύνει το έργο του.

Ας δούμε όμως ποιες ελευθερίες επιτρέπει στον εαυτό του ο Ρήγας, όταν καταπιάνεται με τη μετάφραση μέρους του έργου του Νικολά Ρετίφ. Μεταφέροντας στην ελληνική γλώσσα τις έξι νουβέλες του Ν. Ρετίφ, θα φροντίσει να λειάνει τις γωνίες, που ίσως να τρόμαζαν το ελληνικό κοινό. Επιλέγει, λοιπόν, αφηγήσεις με τις οποίες, με θετικό κυρίως τρόπο, περνά το μήνυμα στους νέους αλλά και στους γονείς τους ότι ο έρωτας και ο πετυχημένος γάμος μπορούν ν’ αποτελέσουν πολύ καλή βάση κοινωνικής ευημερίας. Μέσα από αυτή την οπτική επιτρέπονται κάποιες περιορισμένες υπερβάσεις των ορίων που θέτουν οι κοινωνικές τάξεις. Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια σύντομη αναφορά όψεων της αρχικής αφήγησης, τις οποίες ο Ρήγας αναπτύσσει δημιουργικά, όπως για παράδειγμα το τμήμα που αφορά τα φαναριώτικα τραγούδια, τα οποία εισάγονται στο Σχολείο των ντελικάτων εραστών. Επίσης θα μπορούσαμε να θίξουμε τα εξής σημεία στα οποία φαίνονται οι επεμβάσεις του Ρήγα:

  1. Στην αφήγηση υπερισχύει ο προφορικός χαρακτήρας, που μοιάζει να καλεί τον αναγνώστη να προχωρήσει σε θεατρική ανάγνωση. Ο Ρήγας αποδέχεται αυτό το μοντέλο, αλλά το επεκτείνει, εισάγοντας στο κείμενό του μεγάλα κομμάτια θεατρικής γραφής. Οι διάλογοι μεταμορφώνονται σε επεισόδια θεατρικού έργου, που αποκτούν ένα είδος αυτονομίας μέσα στην πλοκή. Η εικόνα αυτή ενισχύεται από τον διαχωρισμό των ιστοριών σε τμήματα πλοκής, πράγμα που δεν συμβαίνει στις αφηγήσεις του Νικολά Ρετίφ.
  2. Ο Νικολά Ρετίφ παρεμβάλλει στις νουβέλες του επιστολές, τις οποίες υιοθετεί ο Ρήγας, αλλά θεωρεί ότι χρειάζονται περισσότερες για να ενισχύσουν αυτά που προτείνει, επενδύοντας στη συναισθηματική φόρτιση των αναγνωστών. Και σ’ αυτή την περίπτωση οδηγεί το κείμενο ένα βήμα παραπέρα από τον Ν. Ρετίφ, αφού προηγουμένως έχει φροντίσει να το προσαρμόσει στο συναισθηματικό κλίμα του Έλληνα αναγνώστη. Έτσι ενισχύει τον διάλογο με τον αναγνώστη, παρεμβάλλοντας δικές του σημειώσεις.
  3. Ο Ρήγας ακολουθεί την πλοκή των αφηγήσεων του Ν. Ρετίφ. Στην περίπτωση όμως της νουβέλας «Το τελευταίο αμόρι» η αρχική πλοκή παραμερίζεται σε σημαντικό μέρος, ώστε να επιτευχθεί η επιθυμία του μεταφραστή-διασκευαστή να έχει η ιστορία αίσιο τέλος. Στην πρωτότυπη νουβέλα πρόκειται για τον έρωτα του Νικολά Ρετίφ με τη Ζανέτ Ρουσό, που ο έρωτάς τους, λόγω των αντιδράσεων της οικογένειας, δεν θα οδηγήσει σε γάμο παρά μόνον όταν το ζευγάρι θα είναι σε μεγάλη ηλικία. Ο ήρωας του Ρήγα, όμως, θα τολμήσει να μιλήσει, η ηρωίδα του θα τολμήσει να γράψει στον αγαπημένο της, οι γονείς των δύο νέων θ’ αντιληφθούν τη σημασία αυτού του έρωτα και θα τους επιτρέψουν να παντρευτούν. Το ζευγάρι, παρά το νεαρό της ηλικίας του, θα ευτυχήσει. Συνομιλώντας αρκετά ελεύθερα με τον Ν. Ρετίφ, ο μεταφραστής-διασκευαστής ανοίγει τον δρόμο για τα ερωτικά συναισθήματα. Οι νέοι αναγνώστες θα τολμήσουν να τα ιδεαστούν, απαλλαγμένα κάπως από προλήψεις και στερεότυπα. Θα τολμήσουν ακόμα να διεκδικήσουν διαφορετικά πρότυπα συμπεριφοράς. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο Ρήγας εντάσσει την ερωτική επιθυμία και την ερωτική ευτυχία στις δυνάμεις εκείνες που θα διαμορφώσουν την καινούρια κοινωνική πραγματικότητα.

Ο ποιητής του Θούριου

Ο Ρήγας όμως είναι αποδεδειγμένα ποιητής, ο Θούριος είναι δικό του έργο και δεν αμφισβητείται η γνησιότητά του, όπως συμβαίνει με κάποια ποιητικά έργα του. Και μόνον τον Θούριο να είχε γράψει ο Ρήγας θα ήταν ένας καταξιωμένος ποιητής. Σ’ αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στην κριτική του Cedric Whitman του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, ο οποίος είχε γράψει για την Αιολική γη του Ηλ. Βενέζη: «Και μόνον την Αιολική γη αν είχε γράψει, πάλι θα ήταν ένας από τους μεγάλους μυθιστοριογράφους όλων των εποχών. Σχεδόν μπορεί να πει κανείς πως σ’ αυτό το βιβλίο καθορίζεται το τι είναι ένα έργο τέχνης». Το ίδιο μπορούμε να πούμε για τον Ρήγα.

Ο Ρήγας με τον Θούριό του καλεί όλους, όσοι είναι στον ζυγό, να πολεμήσουν, ακόμη και τους Τούρκους. Κάνει προσκλητήριο στους ξενιτεμένους αδελφούς να μπουν στον αγώνα και να κερδίσουν τίτλους, υπηρετώντας την πατρίδα τους και όχι τους ξένους. Κάνει έκκληση σε όλους τους λαούς της Βαλκανικής να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τους Έλληνες και να γίνουν ένα ορμητικό ποτάμι που θα καταπνίξει τον τύραννο. Τους προτρέπει ν’ αγωνιστούν χωρίς φόβο, γιατί κι ο τύραννος είναι ανίσχυρος, φοβάται κι εκείνος: «καρδιοχτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός». Τους θυμίζει τους αρχαίους προγόνους τους, που δεν δείλιασαν, αν και λίγοι, να τα βάλουν με χιλιάδες εχθρούς: «Πώς οι προπάτορές μας / ορμούσαν σαν θεριά / έτσι κι εμείς, αδέλφια / ν’ αρπάξουμε για μια τα άρματα / και να βγούμε απ’ την πικρή σκλαβιά». Στην τελευταία στροφή, με το «ο κόσμος να γλιτώσει» τονίζει την ανάγκη αποτίναξης του ζυγού από όλους τους λαούς που στερούνται την ελευθερία τους.

Ο Θούριος, παρά τη μικρόψυχη αντιμετώπισή του από κάποιους, είναι μια μεγάλη ποιητική δημιουργία, αν και οι συνθήκες δυσχέραιναν το έργο του ποιητή. Η γλώσσα είναι η μεγαλύτερη δυσκολία για τον Ρήγα – παρόμοια συνάντησε και ο Δ. Σολωμός. Ο Ρήγας οραματίζεται τον Θούριό του στα χείλη όλων των Ελλήνων κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γραφεί σε γλώσσα που τη μιλάει και την κατανοεί ο λαός, κάτι που πετυχαίνει χάρη στην επιμονή και την ευρυμάθειά του. Επηρεασμένος από τον λογιοτατισμό δεν κατόρθωσε σ’ όλα τα ποιήματα και τα άλλα έργα του να κατεβεί περισσότερο στον λαό. Το πέτυχε, όμως, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, στον Θούριο.

Το γεγονός ότι ο Θούριος μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Κλοντ Φοριέλ δηλώνει ότι ήταν μια σπουδαία ποιητική δημιουργία. Μια μεστή σύνθεση που θα συγκινούσε, θα δονούσε, θα αντρείευε τις καρδιές των Ελλήνων, για να ριχτούν στον αγώνα για τη λευτεριά τους και την εξάλειψη του στίγματος του σκλάβου από τη φυλή τους. Ο Φοριέλ μετέφρασε και τα δημοτικά μας τραγούδια και μέσα από αυτά γνώρισε και ο ίδιος αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι έναν λαό που δεν του άξιζε να ζει στη σκλαβιά.

Ο Ρήγας εκτός από τον Θούριο έγραψε και άλλα ποιήματα όπως: «Δεύτε παίδες των Ελλήνων των προγόνων μας εκείνων» και «Όλα τα έθνη πολεμούν και στους τυράννους τους ορμούν». Επίσης από τον διευθυντή της Αθωνιάδας Σχολής, Ευλόγιο Κουρύλα, βρέθηκε στη μονή Βατοπεδίου ανέκδοτη ποιητική συλλογή με ποιήματα του Ρήγα, άλλα γνωστά και άλλα άγνωστα.

Φυλλάδιο του Θούριου του έτους 1798 υπάρχει στη βιβλιοθήκη της Ακαδημίας Αθηνών.

Σ’ αυτό το σημείο θα θέλαμε ν’ αναφερθούμε σε μερικές χαρακτηριστικές απόψεις για το ξεχωριστό έργο του Ρήγα. Ο Γάλλος ιστορικός Φ. Πουκεβίλ είχε γράψει: «Οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στα χείλη τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα». Ο αγωνιστής του 1821, δικαστής και ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης χαρακτήρισε τον Θούριο ως «Το ιερότερο άσμα της φυλής μας». Ο συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης είχε γράψει ότι «Όσοι από του ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν τον θάνατο στη μάχη, παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε τον Θούριο, όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν». Ο ιστορικός Ιωάννης Κορδάτος τον ονόμασε «Παμβαλκανικό εμβατήριο». Ενώ, τέλος, για τον ίδιο τον Ρήγα ο θρυλικός γέρος του Μοριά, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, είχε πει: «Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του το άγιο».

Αντί επιλόγου, θα θέλαμε να τονίσουμε ότι ο Ρήγας δεν είναι μόνον ρομαντικός και ευαίσθητος, ο άνθρωπος δηλαδή που θαυμάζει τη ρομαντική πλευρά του Διαφωτισμού, ο αιθεροβάμων που αδιαφορεί για τη σκληρή πραγματικότητα των συμπατριωτών του. Ο Ρήγας πατά γερά στη γη, και για τη δική του ελληνική γη θ’ αγωνιστεί με πλήρη επίγνωση των επιδιώξεών του, διότι είναι μια προσωπικότητα όχι μόνον της διανόησης της εποχής του, αλλά και ένας πολιτικός, στρατιωτικός, οργανωτικός, ιδιοφυής νους, ο οποίος δεν αφήνει τίποτα στην τύχη του. Αν και γόνος εύπορης οικογένειας του Βελεστίνου, για το διάστημα που έζησε στον γενέθλιο τόπο του, δεν χρησιμοποίησε ποτέ την οικονομική ισχύ του έναντι αδύναμων Ελλήνων αλλά και Τούρκων. Ήταν δίκαιος απέναντι σε όλους και δεν ανεχόταν την κακομεταχείριση των συνανθρώπων του, όποιας εθνικότητας κι αν ήταν, από τους λογής δυνάστες. Πίστευε ακράδαντα στο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να κρατά ορθή την κεφαλή του και όχι να την κλίνει ενώπιον αφεντάδων.

Βιβλιογραφία

[1] Βασιλική Κοντογιάννη, Ρήγας και Ρετίφ ντε λα Μπρετόν, Ο Ερανιστής, Αθήνα 2016.
[2] Μαρία Μαντουβάλου, Ο Ρήγας στα βήματα του Μ. Αλεξάνδρου, Επιστημονική Εταιρία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 1996.
[3] Αντώνης Χουρδάκης, Παιδαγωγία και Διαφωτισμός στο «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» του Ρήγα Βελεστινλή, Τυπωθήτω, Αθήνα 1994.
[4] Λέανδρος Βρανούσης, Ρήγας, Βασική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1954.
[5] Απόστολος Δασκαλάκης, Μελέται περί Ρήγα Βελεστινλή, Αθήνα 1969.
[6] Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Ρήγας – Υψηλάντης – Καποδίστριας, Έρευναι εις τα αρχεία της Αυστρίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ελλάδας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1965.
[7] Λέανδρος Βρανούσης, Ρήγας Βελεστινλής, Επιστημονική Εταιρία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 1998.
[8] Δημήτριος Καραμπερόπουλος, Ο «Θούριος» του Ρήγα εμψυχωτής των ραγιάδων επαναστατών, Επιστημονική Εταιρία Μελέτης Φερών – Βελεστίνου – Ρήγα, Αθήνα 2009.
[9] Ίλια Χατζηπαναγιώτου – Sangmeister, To «Σχολείον των ντελικάτων εραστών» και το «Έρωτος αποτελέσματα», νέα στοιχεία για τα στιχουργήματά τους, Ο Ερανιστής, Αθήνα 2001.
[10] Σπυρίδων Λάμπρος, Αιμίλιος Λεγκράν, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, εξαχθέντα και δημοσιευθέντα υπό Αιμ. Λεγκράν μετά μεταφράσεως ελληνικής υπό Σπ. Λάμπρου, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας της Ελλάδος 3, 1889-1891.
[11] Em. Legrand, Ανέκδοτα έγγραφα περί Ρήγα Βελεστινλή, Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας Ελλάδος, τ. Γ΄.
[12] Γ. Θ. Ζώρας, Προεπαναστατική περίοδος, Ρήγας – Βηλαράς – Χριστόπουλος, Βαγιονάκη, Αθήνα 1965.
[13] Απόστολος Δασκαλάκης, Ο Ρήγας Βελεστινλής ως διδάσκαλος του Γένους, Βαγιονάκη, Αθήνα 1977.
[14] Γ. Ν. Λεοντσίνη, Οι ιδεολογικές συνιστώσες στο συγγραφικό έργο του Ρήγα, Υπερεία, τ. 2ος.
[15] Ε. Σ. Στάθη, Το σύνταγμα και ο «Θούριος» του Ρήγα, Αρμός, Αθήνα 1996.
[16] Φ. Μιχαλόπουλος, Ο Ρήγας ως πεζογράφος και ποιητής, εφημ. Καθημερινή, Μάρτιος, Απρίλιος 1939.

diastixo.gr

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *