Ποίηση και μεταφυσική αλήθεια: ο Ζήσιμος Λορεντζάτος και η πνευματική κατάσταση της εποχής μας

Κώστας Ανδρουλιδάκης, περιοδικό Αντί, περίοδος Β’, τεύχος 823 – 824, σελ. 88-91, 30 Ιουλίου 2004-9 Σεπτεμβρίου 2004

«Είναι μάταιο να θέλομε να προφασιζόμαστε αδιαφορία σχετικώς με έρευνες, που το αντικείμενό τους δεν μπορεί να είναι αδιάφορο στην ανθρώπινη φύση»

Ίμμάνουελ Κάντ

Καθώς η πρόσληψη του έργου του Ζήσιμου Λορεντζάτου βρίσκεται ακόμη στις αρχές της, είναι χρήσιμο, νομίζω, να έξετασθούν ορισμένα θεμελιακά ζητήματα πού θα επιτρέψουν μιαν ορθότερη κατανόηση και αποτίμησή του. Ειδικότερα σκοπεύω να άναφερθώ σέ δύο διαφορετικά, αλλά αλληλένδετα θέματα: τη γενικότερη φιλοσοφική ή κοσμοθεωρητική του αφετηρία και τη σχέση της με τη θεωρία και την κριτική του της λογοτεχνίας. Είναι ολοφάνερο ότι τα θέματα τούτα είναι τεράστια και πολύπλοκα, ώστε το μόνο πού μπορώ να κάμω εδώ είναι Απλώς να τα θίξω. Και είναι αναπόφευκτο ότι οι διατυπώσεις θα είναι κάποιες φορές σχηματικές, εμφαντικές ή και απόλυτες, επειδή θα χρειάζονταν αρκετές ακόμη διευκρινίσεις και περιορισμούς. Πριν τα δούμε κάπως εγγύτερα, οφείλω μιαν εξήγηση: ακριβώς επειδή πιστεύω ότι η συμβολή του Λορεντζάτου στην πνευματική ζωή και στην «Ιστορία των συνειδήσεων» του τόπου μας είναι αξιόλογη και ή θέση μου για το έργο του είναι κατ’ αρχήν θετική, θα είναι επίσης και κριτική.

Ποια είναι η στάση του Λορεντζάτου απέναντι στην πνευματική κατάσταση της εποχής μας; Ποια είναι ή θέση ή το στίγμα του στο γενικότερο φιλοσοφικό τοπίο; Για να το εντοπίσομε, θα επιχειρήσω να επισημάνω τα κυριότερα, κατά την άποψή του, γνωρίσματα αλλά συγχρόνως και προβλήματα, φιλοσοφικά και πολιτισμικά, της εποχής μας (θα αναφερθώ στην ώριμη περίοδο της σκέψης του, περίπου μετά το 1954-55). θεωρεί, λοιπόν, ότι τα σπουδαιότερα προβλήματα της νεώτερης και σύγχρονης εποχής (από την ‘Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό και έπειτα) Αποτελούν: α) ο θετικισμός, δηλ. η αναγνώριση ως έγκυρης γνώσης (και αντιστοίχως ως πραγματικότητας) μόνο των πορισμάτων πού δέχονται oι επιστήμες. Άμεσο και αναπόσπαστο επακόλουθο του θετικισμού είναι β) η απόρριψη της Μεταφυσικής και μαζί μ’ αυτήν η απόρριψη του υπερβατικού ή του υπερφυσικού και του πνεύματος- γ) η Λογοκρατία, δ) η επικράτηση του τεχνοκρατικού και μηχανοκρατικού πολιτισμού, τέλος, ως έπακόλουθο και αποκορύφωση όλων αυτών, ε) ο μηδενισμός.

Ας δούμε πρώτα πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τα ζητήματα τούτα, και ιδίως βέβαια τι αντιπαραθέτει ή αντιπροτείνει, ώστε να επιχειρήσομε έπειτα να αποτιμήσομε κριτικά τις απόψεις του. Είναι αξιοσημείωτο, πάντως, χαρακτηριστικό της σκέψης του να μην τα αντιμετωπίζει απλώς ως θεωρητικά ερωτήματα, αλλά να τους αποδίδει διαστάσεις ζωτικής σημασίας είτε και τελείως κοσμοϊστορικές.

Πώς αναλαμβάνεται ο Λορεντζάτος το πρόβλημα της Μεταφυσικής (ή το ύπερφυσικό, το πνεύμα κτλ.); Γενικά, έχω την έντύπωση ότι είναι σχετικά σαφέστερος σέ εκείνα που απορρίπτει από όσο σε εκείνα που υποστηρίζει. Για να απαντήσομε στο ερώτημα τούτο, θα χρειασθεί να σκιαγραφήσαμε, έστω ακροθιγώς, τις σχετικές εναλλακτικές και αντίπαλες θέσεις. Εννοείται ότι πρόκειται για σχηματικούς ή αφηρημένους ιδεότυπους, ορισμένα χαρακτηριστικά των όποιων συνυπάρχουν και επικαλύπτονται με εκείνα των άλλων.

Η άρνηση της Μεταφυσικής μπορεί νa είναι απόλυτη, ριζική ή ακραία. Αυτή είναι ή τυπική περίπτωση, π.χ., του απόλυτου ή συνεπούς υλισμού, του θετικισμού, του λεγόμενου επιστημονισμού. Μια διαφορετική εκδοχή απόρριψης ορισμένων μορφών ή πτυχών της Μεταφυσικής (λ.χ. της θρησκευτικής ή ύπερβατικής) που συνυπάρχει με την καλλιέργεια της παιδείας και του πνεύματος είναι ο ανθρωποκεντρικός ουμανισμός (εκείνος που αποκαλούν oι αντίπαλοί του «άθρησκος ή άθεος ή παγανιστικός» ανθρωπισμός), που παραμένει περιορισμένος «μέσα στα σύνορα του χαριτωμένου κόσμου» μας και του «καθαρώς ανθρώπινου», κατά τη διατύπωση του Γκαίτε (όπως μας θύμισε ο ίδιος ο Λορεντζάτος), και δεν «κυνηγά τον άνεμο με μάταιες ελπίδες», σαν την «πιο κούφια φύτρα ανθρώπινη», κατά το πινδαρικό μότο του «Ερωτικού Λόγου» του Σεφέρη (κι oι δυο τους, Γκαίτε και Σεφέρης, τυπικοί εκφραστές του ανθρωποκεντρικού ή αντιμεταφυσικού ουμανισμού). Μια ειδικότερη πάλι εκδοχή αποτελεί η συνειδητή και ριζική απόρριψη της υπερβατικής Μεταφυσικής με την ταυτόχρονη όχι απλώς καλλιέργεια του πνεύματος, αλλά με την, περισσότερο ή λιγότερο, συνειδητή ανύψωση της τέχνης και της πνευματικής δημιουργίας γενικότερα στο επίπεδο της ανώτατης, αυτοτελούς, αυτάρκους και αυτόνομης αξίας, ακόμη περισσότερο: στο επίπεδο της μεταφυσικής αξίας. Το κρίσιμο αυτό βήμα στην ιστορία της ανθρώπινης σκέψης έκαμαν εκείνοι ακριβώς που κατέφεραν επίσης αποφασιστικά πλήγματα εναντίον της κλασικής, υπερβατικής Μεταφυσικής: ο Σοπενάουερ και ο Νίτσε.

Από την άλλη πλευρά, η κατάφαση και η αποδοχή της Μεταφυσικής μπορεί να πάρει δύο κυρίως μορφές (στις οποίες μπορούμε πάλι να διακρίνομε ορισμένες ειδικότερες περιπτώσεις). Η πρώτη είναι η θρησκεία ή η θρησκευτική κοσμοθεωρία, είτε μέσα στα όρια μιας ορισμένης ιστορικής ή θετικής θρησκείας, π.χ. του χριστιανισμού -και εδώ, πάλι, είτε μέσα στα όρια μιας εκκλησίας ή ομολογίας είτε όχι- είτε και εκτός των θετικών θρησκειών, π.χ. με την αποδοχή μιας οικουμενικής «θρησκευτικής πνευματικότητας» ή ενός είδους «φυσικής θρησκείας». Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της θρησκευτικής Μεταφυσικής (τουλάχιστον στον χριστιανισμό) είναι ότι προϋποθέτει την πίστη και την αποκάλυψη και στηρίζεται σέ αυτές. Ή άλλη κύρια μορφή είναι εκείνη πού κινείται αποκλειστικώς μέσα στα όρια του ανθρώπινου λόγου και μόνον, χωρίς να παραδέχεται υπέρλογες ή υπερφυσικές γνωστικές ικανότητες. Εδώ ανήκει ή κολοσσιαία παράδοση της φιλοσοφικής Μεταφυσικής με τα πολυάριθμα συστήματα και τις θεωρίες της, από τις φιλοσοφίες των Ινδιών, της άπω ‘Ανατολής και της ελληνικής Αρχαιότητας μέχρι τις μέρες μας.

Οδηγημένος ο Λορεντζάτος από τη μεταφυσική ή πνευματική ερημιά της εποχής μας, στράφηκε εναντίον της και ζήτησε την ανόρθωση ή αποκατάσταση της μεταφυσικής παράδοσης καθώς και την αναγνώριση του μεταφυσικού ή πνευματικοί άξονα ή πυρήνα ως μέτρου και κριτηρίου της αξίας της λογοτεχνίας. Αλλά εδώ προβάλλει το κρίσιμο ερώτημα: Τι εννοεί με τη Μεταφυσική; Η απάντηση δεν είναι ευχερής για τον ακόλουθο λόγο. Από τη μελέτη του έργου του, έχω σχηματίσει την εντύπωση ότι ο Λορεντζάτος δεν υπήρξε βαθύς ή ειδικός μελετητής των φιλοσοφικών ή και των θεολογικών ζητημάτων, δεν ασχολήθηκε ad hoc και κάπως εγγύτερα (με ανάλυση, κριτική συζήτηση και επιχειρηματολογία, ιστορική και συστηματική-θεωρητική) με τα

κεντρικά μεταφυσικά προβλήματα, εννοώ ούτε και με εκείνα πού έθιξε. Με όλες τις αναγκαίες επιφυλάξεις, λοιπόν, νομίζω ότι κυμαίνεται -ανάλογα με το θέμα, τα έργα του και άρα την εποχή τους- ανάμεσα σε μια φιλοσοφική Μεταφυσική κατά το είδος της philosophia perennis και τη Μεταφυσική της χριστιανικής Δογματικής, ειδικότερα βέβαια της ορθόδοξης. Με τη μέγιστη συντομία και την αναγκαία ελλειπτικότητα, θα έλεγα ότι τον κεντρικό άξονα και τη θεμελιακή αρχή της φιλοσοφίας του αποτελεί η ηρακλείτεια (και στωική!) έννοια του Λόγου ως κοσμικής ή παγκόσμιας τάξης, ως φυσικού και συγχρόνως ηθικού νόμου που, όπως κυβερνά τα σύμπαν, έτσι οφείλει να κυβερνά τη σκέψη, την πράξη και τη ζωή των Ανθρώπων.

Ενόσω ο Λορεντζάτος κινείται μέσα στα όρια του ανθρώπινου Λόγου, οι απόψεις του είναι συζητήσιμες -μπορεί να είναι οόρθές, εσφαλμένες ή αμφίβολες- και αντιμετωπίζουν όλες τις δυσκολίες πού έχουν οι ανάλογες φιλοσοφικές απόψεις, όλα τα προβλήματα με τα όποια έχει να αντιπαλέψει, λ.χ., ή θεοδικία του Λάιμπνιτς ή ο αγώνας του Κάντ εναντίον του σκεπτικισμού και της μεταφυσικής αδιαφορίας της εποχής του. Όταν, όμως, υποστηρίζει τις απόψεις της θρησκευτικής και ειδικότερα της χριστιανικής Δογματικής, η θέση του αντιμετωπίζει πρόσθετες, πολύ ριζικότερες απορίες και αντιρρήσεις. Είναι προφανές ότι δεν αρκεί εδώ η επίκληση Ιστορικών στοιχείων, π.χ. της παράδοσης ή της εμπειρίας, ούτε και της θρησκευτικής ή της εκκλησιαστικής: επειδή ή δική μας παράδοση είναι η χριστιανική και ειδικότερα της Ανατολικής (ή οποιασδήποτε άλλης) εκκλησίας, συνάγεται ότι ή διδασκαλία της (ή δογματική ή η ηθική) είναι ορθή ή εύλογη; Είναι εξίσου προφανές ότι κάθε ισχυρισμός που εγείρει την αξίωση να γίνει δεκτός ως αληθινός, οφείλει να είναι βάσιμος ενώπιον του Λόγου ως του μόνου και έσχατου κριτή. Η επίκληση της θρησκευτικής πίστης ή της Αποκάλυψης κ.ο.κ., συνιστά ενδεχομένως και κατά περίπτωση, επίκληση της αυθεντίας, άγνοια του ελέγχου, αλλαγή του ζητήματος ή μετάβαση εις άλλο γένος, δηλαδή σοβαρούς παραλογισμούς -από την άποψη, βέβαια, πάντοτε του ανθρώπινου Λόγου, μέσα στα όρια του όποιου κατ’ ανάγκην και αναπόφευκτα κινούμαστε. Παραδέχομαι την αντίρρηση ότι η θρησκεία ή η πίστη αποτελεί ένα αυτοτελές ή αυτόνομο πεδίο ή μια «μορφή ζωής» που υπάγεται σε δικούς της εσωτερικούς κανόνες, όρους και προϋποθέσεις, κατά τον Βιτγκενστάιν. Πιστεύω, όμως, ότι καμιά σοφιστεία δεν μπορεί να αναιρέσει την πραγματικότητα: ότι η αλήθεια και η βασιμότητα των ισχυρισμών των θρησκειών ως προς τα κεντρικά τους θέματα και δόγματα, λ.χ., του θεού, της ελευθερίας ή της αθανασίας, προϋποθέτει την πραγμάτευση των σχετικών ζητημάτων από τη Μεταφυσική και εξαρτάται από την θετική (καταφατική) επίλυση και απάντησή τους. Έκτος αν καταφύγομε σε ένα είδος θεωρίας της διπλής αλήθειας και πούμε: μολονότι το πρόβλημα του Θεού δεν μπορεί να επιλυθεί -ή, ακόμη και αν απαντηθεί, κατά τον φιλοσοφικό Λόγο, αρνητικά- παρ’ όλα αυτά, εμείς επιλέγομε την οδό της θρησκευτικής πίστης. Αυτή φαίνεται ότι είναι ή θέση του Ντοστογιέφσκι.

Ως το κυριότερο από τα προβλήματα της νεώτερης εποχής (μετά την Αναγέννηση) ή, για την ακρίβεια, ως τη βασική αιτία των προβλημάτων αυτών θεωρεί ο Λορεντζάτος τη Λογοκρατία και τα «σιδερένια δεσμά» της. Εάν με τη λέξη τούτη, εννοεί την υπέρμετρη κυριαρχία του λογικού ή της διάνοιας σέ όλες τις πλευρές και τις εκδηλώσεις της ζωής -εάν εννοεί τη νοησιοκρατία και τον διανοητικισμό- τότε ή άποψή του είναι, πιστεύω, δικαιολογημένη και βρίσκεται, άλλωστε, σιην ίδια γραμμή σκέψης με σημαίνοντα ρεύματα, λ.χ., με τον Νίτσε, τη φιλοσοφία της ζωής και τον υπαρξισμό. Καθώς, όμως, ή επίμονη και πολύμορφη κριτική ή και πολεμική του κατά της Λογοκρατίας δεν προβαίνει πάντοτε στις αναγκαίες διακρίσεις, μπορεί να δημιουργηθεί ή εντύπωση ότι στρέφεται συνολικά κατά του Λόγου, άρα και κατά τις πρωταρχικότερες σημασίες και το νόημά του ως της ικανότητας της ορθής σκέψης και πράξης με συνέπεια και θεμελίωση (με γνώμονα το «λόγον διδόναί»). Εάν ή εντύπωση τούτη είναι βάσιμη, επιβάλλονται ορισμένες αντιρρήσεις: Σε ποια βάση στηρίζεται ή σε ποια περιοχή κινείται ο ίδιος: Πως επιχειρηματολογεί, πώς συνεννοείται και συζητεί, δηλ. αναζητεί την αλήθεια από κοινοί με τους άλλους συνδιαλεγόμενους; Είναι προφανές ότι δεν συζητεί με βάση την πίστη, την άμεση ενόραση της αποκάλυψης, τα συναισθήματα, τους μύθους ή τις διαισθήσεις (όπως θα έλεγε δηκτικά ο Σεφέρης: «διαισθανόμαστε λοιπόν…»), αλλά ότι oι αναλύσεις του, με όλες τις διακυμάνσεις, τις αρετές και τις αδυναμίες τους, αποτελούν έλλογους συλλογισμούς ή διαλεκτικές θεωρήσεις.

* * *

Το δεύτερο ζήτημα στο όποιο θα αναφερθώ είναι οι απόψεις του Λορεντζάτου για την κριτική της λογοτεχνίας. με όλη την άναγκαία συντομία, οι κεντρικές του θέσεις είναι οι ακόλουθες: αληθινό κέντρο ή θεμέλιο, αλλά συγχρόνως και μέτρο και κριτήριο της αυθεντικής και άξιας λογοτεχνίας είναι το μεταφυσικό ή πνευματικό της περιεχόμενο ή άξονας ή αναφορά. να λογοτεχνικό έργο, για να είναι άξιο, οφείλει να εκφράζει αυθεντικά μια μεταφυσική ή πνευματική παράδοση ή πίστη, όπως ήταν ή κανονική κατάσταση της λογοτεχνίας στην αρχαιότητα και στον μεσαίωνα. Μετά την Αναγέννηση, όμως, με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του ανθρώπου από τις μεταφυσικές παραδόσεις και τον εκούσιο ή ακούσιο εγκλεισμό του μέσα στα όρια του απλώς φυσικού ή κοσμικού και της Λογοκρατίας, επήλθε και ο αντίστοιχος περιορισμός της λογοτεχνίας στο αποκλειστικά ανθρώπινο και αισθητικό πεδίο. Καθώς, όμως, η λογοτεχνία δεν φτάνει πια για να δικαιολογήσει τη ζωή, απαιτείται μια μεταφυσική αναθεώρηση και στροφή: «Ή τέχνη πρέπει να ξαναβαφτιστεί στα νερά της πνευματικής ή μεταφυσικής πίστης». ‘Αλλά προς ποια κατεύθυνση;

Δεν χρειάζεται να τονίσει κανένας ιδιαίτερα ότι το ζήτημα τούτο είναι τεράστιο και ότι του αφιέρωσαν τίς δυνάμεις τους ορισμένοι από τους σπουδαιότερους συγγραφείς και στοχαστές των δύο τελευταίων αιώνων. ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Γέιτς, ο Έλιοτ ή, για να έρθομε στους δικούς μας και με τον τρόπο του ο καθένας, ο Σικελιανός, ο Ελύτης, ο Θεοτοκάς, ο Πρεβελάκης. Εδώ θα περιοριστούμε σέ ορισμένες παρατηρήσεις, απορίες και ερωτήματα.

Εάν η αξία ενός λογοτεχνικού έργου εξαρτάται ή καθορίζεται πράγματι από το αν αναγνωρίζει και εκφράζει ένα μεταφυσικό περιεχόμενο ή μια μεταφυσική ή πνευματική πίστη, τότε πώς εξηγείται ή λογοτεχνική αξία -εννοείται, συμφωνά και με την κρίση του ίδιου του Λορεντζάτου- λ.χ., του Καβάφη; Κατά την αποψή μου, ή σχέση του Καβάφη με τη Μεταφυσική αλλά καν τη θρησκεία είναι άκρως προβληματική ή, ακριβέστερα, η στάση του είναι μάλλον συνειδητά σκεπτικιστική κατά το είδος του free-thinker. Ή η αξία του Σικελιανού, τον όποιο ο Λορεντζάτος θεωρεί ως τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή του εικοστού αιώνα, ακριβώς σέ αντίθεση με τις θεωρητικές του αναζητήσεις (μολονότι συνέλαβε, μόνος αυτός στην Ελλάδα, το μεταφυσικό πρόβλημα της εποχής μας). Τέλος, ποιο είναι άραγε το μεταφυσικό περιεχόμενο του έργου του Καρυωτάκη, τον όποιο αναγνωρίζει ως maitre και ως τον σημαντικότερο από τους ελάσσονες ποιητές μας του μεσοπολέμου;

Ας υποθέσομε ότι συμφωνούμε στην αναγκαιότητα της μεταφυσικής ή πνευματικής αναζήτησης ως περιεχομένου της λογοτεχνίας. Κατά τον Λορεντζάτο, ο άνθρωπος (άρα και ο συγγραφέας) αναζητεί το «χαμένο κέντρο» ή όραμα σέ χίλιους δρόμους εκτός από τον «ἕνα, οὗ ἐστιν χρεία» και που του υποδεικνύει η θρησκευτική πίστη και ή αποκάλυψη. Αλλά τι θα πούμε στον Σεφέρη ή σε οποιονδήποτε άνθρωπο καλής θελήσεως πού «έμαθε από τον κύριο εκείνο της Αναγέννησης να μην περιμένει πολλά πράγματα από τη Δευτέρα Παρουσία» και πού δεν είναι διατεθειμένος να υποστεί τη «θυσία του νου»; Όπως είναι μάταιο να προφασιζόμαστε αδιαφορία για ζητήματα, για τα όποια δεν μπορεί να είναι αδιάφορος ο ανθρώπινος Λόγος, δηλαδή για τα μεταφυσικά ερωτήματα, κατά τον γέρο και σοφό διδάσκαλο της Καινιξβέργης, εξίσου είναι μάταιο να παραγνωρίζομε τα όρια αλλά και τη δύναμη του ανθρώπινου Λόγου και να επιδιώκομε, λ.χ., να επανέλθομε σέ εποχές πριν από την απομυθοποίηση ή την «απομάγευση του κόσμου» (κατά τον όρο του Μαξ Βέμπερ).

Εκτός από το να εκφράσει μια ισχυρή υπερφυσική ή υπερβατική Μεταφυσική, ή τέχνη, στην εποχή του επιστημονικού θετικισμοί και του μεταφυσικού μηδενισμού, έχει μιαν άλλη δυνατότητα προς την αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη πού υπέδειξε φιλοσοφικά ο Νίτσε: μετά τον μηδενισμό, δεν απομένει παρά ή υποκατάσταση της παλιάς και ξεπεσμένης Μεταφυσικής και της θρησκευτικής πίστης, από την λατρεία της τέχνης, της καλλιτεχνίας, της μορφής και του ύφους ως του ουσιώδους στοιχείου ή του μόνου περιεχομένου του έργου τέχνης. Σύμφωνα με το νέο τούτο «ευαγγέλιο του καλλιτέχνη», ανακηρύσσεται «ή τέχνη ως το αληθινό καθήκον (και ζήτημα) της ζωής, ή τέχνη ως η μεταφυσική της δραστηριότητα» ή: «στη σημασία των έργων τέχνης κατέχομε την ύψιστη αξία μας – διότι μόνον ως αισθητικό φαινόμενο δικαιώνεται αιώνια η ύπαρξη και ο κόσμος». Ή, πάλι, όπως διατύπωσε καίρια την τάση τούτη ένας από τους εγκυρότερους εκφραστές της, ο Γκότφριντ Μπέν: «Ή καθαυτό τέχνη: δεν υπάρχει στην ακρίβεια των λεκτικών σχημάτων, στην σπανιότητα των συστατικών μερών, στην επίπεδη επιφάνεια, στην συμφωνία του συνόλου, δεν υπάρχει εκεί μια βαθύτερη αρετή, ένα είδος θεϊκής δύναμης, κάτι αιώνιο σαν μια αρχή;». Αλλά ακριβώς το είδος τούτο της αποκλειστικής καλλιτεχνίας της μορφής και του ύφους που ανήγαγαν σέ ιδεώδες ο Ε.Α. Πόε, ο Φλωμπέρ, ο Μπωντελαίρ, ο Μαλλαρμέ ή ο ίδιος ο Μπέν, απορρίπτει κατηγορηματικά ο Λορεντζάτος.

Εάν επιχειρούσα μια συνοπτική αποτίμηση, θα έλεγα: ο αγώνας του εναντίον του θετικισμού, του μεταφυσικού μηδενισμού και του τερατόμορφου μηχανοκρατικού πολιτισμού είναι κατά βάσιν δικαιολογημένος, αξιόλογος και εν πολλοίς πρωτοποριακός. Και ακριβώς επειδή είναι ρηξικέλευθο, το έργο του παραμένει ακόμη μια «φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ».

Διαβάστε ακόμη:

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *