Η ηγεμονική θέση της αρχαίας Ελλάδος στο εθνικό αφήγημα

Η αντίληψη που έχουμε για το Παρελθόν είναι ουσιαστικά μια κατασκευή του Παρόντος με την έννοια ότι το Παρελθόν φτάνει ως εμάς παραμορφωμένο μέσα από τις επικρατούσες ιδεολογίες. Αφού η Δύση ξεπέρασε την τελεολογία του Χριστιανισμού, υιοθέτησε από την Αναγέννηση και ιδιαίτερα από τον Διαφωτισμό και μετά την γραμμική πορεία της Ιστορίας που οδηγεί στην Πρόοδο.

Γράφει ο Υποπλοίαρχος Παναγιώτης Γέροντας ΠΝ,
Επιτελής Υπηρεσίας Ιστορίας Ναυτικού

Το Παρελθόν, με αυτήν την λογική, ξεχωριζεται από το Παρόν και ως κάτι ολοκληρωμένο τεμαχιζεται σε περιόδους ωσάν να ήταν ένα πτώμα σε νεκροτομείο. Με αυτόν τον τρόπο η Δύση εισέρχεται σε αυτό που ονομάζεται νεωτερικοτητα. Μα και οι ονομασίες των λεγόμενων ιστορικών περιόδων δεν αντανακλούν την νεωτερική αντίληψη; Με κέντρο την Κλασική εποχή της Αρχαίας Ελλάδος, έχουμε τον Μεσ – αιώνα (κάτι σκοτεινό και ενδιάμεσο) και αργότερα την Ανα – γέννηση (κάτι σε λήθαργο που ξυπνά) και στην συνέχεια τον Δια – φωτισμό.

Σήμερα αυτές οι αντιλήψεις είναι ξεπερασμένες. Η σύγχρονη ιστορική επιστήμη βάζει στο κέντρο τον ιστορικό γιατί τελικά αυτός είναι που καλείται να ερμηνεύσει τα στοιχεία, τα αρχεία και τις διαθέσιμες πληροφορίες. Ακόμη το Παρόν διαμορφώνει το Παρελθόν εν είδει αφηγήματος. Η ιδεολογία που επικρατεί επιλέγει να αναδείξει ή να αποσιωπησει πτυχές του Παρελθόντος καταλήγοντας σε ηγεμονικές αφηγησεις (master narratives). Αυτές οι αφηγήσεις συντελούν στην δημιουργία της πολιτισμικής μνήμης της εθνικής κοινότητας (συλλογική μνήμη). Σε αυτήν την κυρίαρχη μνήμη αντιδιαστελλονται οι αναμνήσεις άλλων συλλογικοτήτων με την λεγόμενη αντι – μνήμη. Πάνω σε αυτό το θεωρητικό πλαίσιο θα προσπαθήσω να εξηγήσω την ελληνική περίπτωση.

Το ελληνικό κράτος, που δημιουργήθηκε το 1830 αγκάλιασε το κλασικό του παρελθόν πρώτον γιατί λειτουργούσε ως ενας σημαντικός ομογενοποιητικος παράγοντας και δεύτερον διότι ενετασσε την χώρα στο club της πολιτισμένης Δύσης. Αυτός ήταν ο λόγος της μεταφοράς της πρωτεύουσας στην ασήμαντη τότε Αθήνα. Κάθε αναφορά στην μεσαιωνική και νεώτερη ιστορία του Ελληνισμού κρίθηκε απορριπτέα. Χρειάστηκε να έρθουν οι απόψεις περί σλαβικης καταγωγής των Ελλήνων του Fallmerayer για να αλλάξει το παραπάνω. Το Βυζάντιο και οι νεώτεροι χρόνοι ενεταχθησαν στην ελληνική ιστορία ως απόδειξη της συνέχειας της ελληνικής φυλής.

Ακόμη και σήμερα όμως η ελληνική Αρχαιότητα επισκιάζει τις άλλες περιόδους του Ελληνικού Πολιτισμού. Αρκεί μια βόλτα στο μετρό των Αθηνών για να συνειδητοποιήσει κανείς ότι στους περίεργους αρχαιολογικούς τόπους που έχουν «στηθεί» εκεί δεν γίνεται καμμία αναφορά σε τυχόν μεσαιωνικά ή και νεώτερης εποχής ευρήματα. Η αντίληψη ακόμη που έχει ο μέσος Έλληνας για την Αρχαιότητα είναι σαφώς εξιδανικευμένη, αν όχι και επηρεασμένη από τους Γερμανούς φιλολόγους του 19ου αιώνα που φαντάζονταν τις ελληνικές πόλεις κατασπρες σαν απέραντα νεκροταφεία!

Είναι ίσως σε αυτό το σημείο να επισημανθεί ότι όταν βλέπουμε τον Παρθενώνα σήμερα, βλέπουμε κάτι βαθιά επηρεασμένο από την νεωτερικοτητα. Αν ήμασταν στην Αρχαιότητα θα βλέπαμε τα αναθήματα των πιστών, ενώ σήμερα αρνούμαστε να δούμε την εξέλιξη του μνημείου (που λειτούργησε και ως χριστιανική εκκλησία): «Στη βυζαντινή εποχή ο Παρθενώνας θεωρείτο σημαντικότερος απ’ ότι στην κλασική αρχαιότητα. Τότε έγινε αντικείμενο προσκυνήματος και αρχαιοδιφικού θαυμασμού, και τόπος διαλόγου του ελληνισμού με τον χριστιανισμό. Σε αντίθεση με τους συνηθισμένους τρόπους λατρείας αγίων, οι Βυζαντινοί επισκέπτονταν και τιμούσαν τον ναό όχι για κάποια άγια λείψανα ή εικόνες αλλά για το ίδιο το κτίσμα, στο οποίο απέδιδαν μυστικιστικές δυνάμεις. Πίστευαν ότι το εσωτερικό του ή οι μαρμάρινοι τοίχοι εξέπεμπαν ένα θείο φως. Οι χριστιανοί διανοούμενοι μελέτησαν το μνημείο πριν από τους μεταγενέστερους Ευρωπαίους ταξιδιώτες και έθεσαν τις βάσεις για τη σύγχρονη πρόσληψή του» (πηγή: Wikipedia). Αυτό που βλέπουμε δηλαδή είναι ένα ου – τοπικό μνημείο (που παράγει μνήμη δηλαδή), το οποίο συμφωνεί με τις επιταγές του νεωτερικού εθνικού αφηγήματος.

Το ερώτημα είναι γιατί αυτή η ηγεμονία πρέπει να ξεπεραστεί; Αυτή η αντίληψη οδηγεί σε μια ησιοδεια εξιστόρηση του Ελληνικού Πολιτισμού με την Κλασική Εποχή να τοποθετείται στον χρυσό αιώνα και στην συνέχεια να ακολουθεί η πτώση. Αυτό για τον σύγχρονο Έλληνα αποτελεί ψυχολογικό τραύμα και τον εμποδίζει τελικά στο να δημιουργήσει νέες πνευματικές καταστάσεις. Το παραπάνω συνδυαζομενο με την κριτική των ξένων, ο Έλληνας πάντα θα νιώθει σαν το παιδί που έκανε αταξία. Μονή λύση ο εποικοδομητικος διάλογος του Παρόντος με όλες τις περιόδους του Παρελθόντος, γιατί και οι αρχαίοι Έλληνες κάποτε κατακτήθηκαν από τους Ρωμαίους. Ίσως είναι πιο χρήσιμο να βρούμε τις αιτίες της κατάκτησης αυτής πάρα το να φαντασιωνομαστε οτι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν στην κατοχή τους … διαστημική τεχνολογία.

ΠΗΓΗ: GEOPOLITCS AND DAILY NEWS

, , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *