του Μανώλη Χατζημανώλη,
Λαμβάνοντας νέα για το ξέσπασμα ενός φονικού λοιμού στην βόρεια Αφρική που είχε πλήξει σκληρά τους Καρχηδόνιους και θεωρώντας πως ένας πόλεμος με την υπερδύναμη της δυτικής Μεσογείου θα συσπείρωνε γύρω του τους Σικελιώτες Έλληνες που στέναζαν κάτω από τον φοινικικό ζυγό, ο Συρακούσιος τύραννος (βασιλ. 405-367 π.Χ) πήρε την απόφαση να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων και να χτυπήσει ανελέητα τις σικελικές καρχηδονιακές κτήσεις.
Έχοντας συναίσθηση του μεγέθους του εγχειρήματος, ο Διονύσιος προέβει σε κολοσσιαίων διαστάσεων ετοιμασίες: Χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ υψηλούς μισθούς και χρηματικά έπαθλα, προσέλκυσε τους καλύτερους και ευρηματικότερους τεχνίτες από την Σικελία, την Ιταλία, την μητροπολιτική Ελλάδα και την Αφρική. Οι Συρακούσες μετατράπηκαν σε ένα γιγαντιαίο εργοτάξιο, καθώς κάθε δημόσιος χώρος, τα θέατρα, τα γυμναστήρια, οι στοές της Αγοράς, ακόμα και οι πίσω χώροι των ναών, αξιοποιήθηκαν για την κατασκευή χιλιάδων όπλων και πανοπλιών (πάνω από 14.000 εξαιρετικές πανοπλίες κατά τον Διόδωρο που διανεμήθηκαν στους αξιωματικούς, τους ιππείς και στην Σωματοφυλακή του τυράννου) και εκατοντάδων μηχανών του πολέμου. Ξυλεία από την Αίτνα και τα δάση της Ιταλίας μεταφέρθηκε στην πόλη για την επισκευή και κατασκευή νεωσοίκων και πολεμικών πλοίων, ενώ εκτός από τους Συρακούσιους και τους Σικελιώτες συμμάχους του Διονυσίου μάχιμοι άνδρες στρατολογήθηκαν με την άδεια των σπαρτιατικών αρχών και από την Πελοπόννησο ώστε να συσταθεί το μεγαλύτερο στράτευμα που θα είχε βγάλει στο πεδίο ως τότε ελληνική πόλη.
Εν τέλει, μετά από ετοιμασίες δύο ετών (399-397 π.Χ) και την απόρριψη τελεσιγράφου του τυράννου των Συρακουσών “να αποκαταστήσουν (οι Καρχηδόνιοι) την ελευθερία στις ελληνικές πόλεις που είχαν υποδουλώσει” (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη XIV 47-2) από τις καρχηδονιακές αρχές, ένα στράτευμα Συρακουσίων επίστρατων, Ελλήνων και Ιταλών μισθοφόρων και Σικελών συμμάχων του Διονυσίου ξεκίνησε με σκοπό να αλώσει το κυριότερο προπύργιο των Καρχηδονίων στην Σικελία, την καρχηδονιακή αποικία Μοτύη. Είχε προηγηθεί ένα άνευ προηγουμένου πογκρόμ κατά των Φοινίκων εμπόρων και παροικούντων στις Συρακούσες και στις υπόλοιπες ελληνικές πόλεις, κατά την διάρκεια του οποίου οι περιουσίες των Φοινίκων κατασχέθηκαν ή λεηλατήθηκαν, ενώ οι ίδιοι υπέστησαν κάθε είδους αγριότητα ως αντίποινα για τις φρικαλεότητες που είχαν διαπράξει οι Καρχηδόνιοι κατά την τρομερή εκστρατεία των ετών 409-405 π.Χ, όταν άλωσαν τις ελληνικές πόλεις Σελινούντα (409 π.Χ), Ιμέρα (409 π.Χ), Aκράγαντα (406 π.Χ) και Γέλα (405 π.X). Κατά την πορεία του στρατού προς την δυτική Σικελία ενώθηκαν μαζί του τμήματα Σικελιωτών Ελλήνων και ντόπιων Σικελών συμμάχων, καθώς και πρώην υπηκόων της Καρχηδόνας που αποσκίρτησαν (αναφέρονται οι κάτοικοι της Καμάρινας, της Γέλας, του Ακράγαντα, του Σελινούντα και της Ιμέρας). Το στράτευμα που τελικά έφτασε στην Μοτύη έφτασε να αριθμεί 80.000 πεζούς στρατιώτες, τουλάχιστον 3.000 ιππείς, 200 πολεμικά πλοία (μεταξύ αυτών τετρήρεις και πεντήρεις που για πρώτη φορά έκαναν την εμφάνισή τους στις θάλασσες) και περίπου 500 εμπορικά σκάφη που μετέφεραν πλήθος αναλωσίμων, εφοδίων και πολιορκητικών μηχανών, μεταξύ των οποίων και των πρώτων οξυβελών καταπελτών που έκαναν την εμφάνισή τους στα πεδία μάχης της Μεσογείου.
Αισθανόμενοι δέος μπροστά στην κολοσσιαία στρατιά οι Έλυμοι της πόλης Έρυκα, υπήκοοι ως τότε των Καρχηδονίων, συμμάχησαν με τον Διονύσιο, ενώ το ίδιο έπραξαν και οι Σικανοί της δυτικής Σικελίας. Οι πόλεις Αλικύαι, Σόλοι, Έγεστα, Πάνορμος και Έντελλα που δεν αποσκίρτησαν από την Καρχηδόνα δέχτηκαν επιθέσεις στην επικράτειά τους, ενώ η Μοτύη, που καθώς περίμενε βοήθεια από την μητρόπολή της αρνήθηκε να υποταχθεί, αποκλείστηκε από ξηρά και θάλασσα.
Η πόλη, χτισμένη σε νησίδα έξι στάδια (περίπου 1 χλμ) από την σικελική ακτή, ενωνόταν με την υπόλοιπη Σικελία με έναν μώλο, τον οποίο οι κάτοικοι φρόντισαν να καταστρέψουν άμεσα. Έτσι οι προσπάθειες του συρακούσιου στρατού επικεντρώθηκαν στην ανακατασκευή του μώλου και την σταδιακή προώθηση κριών και πολιορκητικών πύργων προς το τείχος. Απόπειρα του Καρχηδόνιου ναύαρχου Ιμίλκωνα, που μόλις είχε φτάσει από την Καρχηδόνα, να σπάσει τον ναυτικό αποκλεισμό εγκλωβίζοντας τον συρακούσιο στόλο υπό τον αδελφό του Διονυσίου Λεπτίνη στον κόλπο της Μοτύης απέτυχε με θεαματικό τρόπο, όταν ο Διονύσιος διέταξε να συρθεί μέρος του στόλου δια μέσου του ισθμού και των αβαθών στην ανοικτή θάλασσα: Καθώς τα εκατό πλοία του Ιμίλκωνα έσπευδαν να αντιμετωπίσουν τον συρακούσιο στόλο ενώ διεκπεραιωνόταν, δέχθηκαν βροχή βλημάτων από τα καταστρώματα των εχθρικων πλοίων, αλλά και από τις βλητικές μηχανές των Συρακουσίων που είχαν στηθεί στην ακτή. Έτσι αποθαρρυμένος από τις μεγάλες απώλειες και την αποτυχία του να εμποδίσει την έξοδο του υπέρτερου συρακούσιου στόλου στην ανοιχτή θάλασσα, ο Ιμίλκων αποσύρθηκε στην Καρχηδόνα αφήνοντας τους κατοίκους της Μοτύης να αντιμετωπίσουν την οργή του τυράννου μόνοι τους.
Την ολοκλήρωση της κατασκευής του μώλου, ακολούθησαν επιθέσεις των Συρακουσίων στο τείχος της πόλης με την χρήση κριών και πολυόροφων πύργων εξοπλισμένων με ξύλινες γέφυρες για απόβαση στα τείχη, ενώ οι οξυβελείς καταπέλτες με τις βολές τους κρατούσαν τους πολιορκημένους μακριά από τις επάλξεις. Παρά την σφοδρή αντίσταση των αμυνόμενων Φοινίκων, που δεν υστερούσαν σε θάρρος και επινοητικότητα από τους αντιπάλους τους, τα τείχη έπεσαν και αμέσως ακολούθησαν άγριες οδομαχίες εντός της πόλης αφού οι κάτοικοι, αναλογιζόμενοι “πόσο βάναυσα είχαν φερθεί στους Έλληνες αιχμαλώτους τους” (Διόδωρος Σικελιώτης, Ιστορική Βιβλιοθήκη XIV 52-2) μάχονταν γενναία με σκοπό την νίκη ή την ολική καταστροφή. Kαθώς οι μάχες μέσα στην πόλη τελματώθηκαν για κάποιες μέρες, ο Διονύσιος έστειλε τελικά μια επίλεκτη δύναμη υπό τον Αρχύλο από τους Θούριους να καταλάβει την νύχτα δεσπόζοντα σημεία στα τείχη και να εισέλθει στην πόλη. Σύντομα ακολούθησαν και άλλα τμήματα του συρακούσιου στρατού, ενώ με την κατάρρευση της άμυνας νέες δύνάμεις άρχισαν να εισέρχονται και από την πλευρά του μώλου.
Την άλωση της Μοτύης ακολούθησε σφαγή των κατοίκων και άγρια λεηλασία. Από τους αιχμαλωτισμένους επιζώντες, οι Φοίνικες πωλήθηκαν ως δούλοι, ενώ οι Έλληνες μισθοφόροι που βρέθηκαν μέσα στην πόλη σταυρώθηκαν ως προδότες. Αν και η επιτυχία του Διονυσίου υπήρξε τελικά βραχύβια, καθώς οι Καρχηδόνιοι θα επανέρχονταν τον επόμενο χρόνο στην Σικελία ιδρύοντας μάλιστα νέο προπύργιο στο ακρωτήριο Λιλύβαιον, η πολιορκία της Μοτύης ήταν ενδεικτική της νέας τάξης πραγματων που θα ερχόταν στην ελληνική πολεμική τέχνη. Οι στρατοί των οπλιτών-πολιτών θα καθίσταντο σταδιακά παρωχημένοι και στην θέση τους θα κυριαρχούσαν κολοσσιαίοι στρατοί στελεχωμένοι και διοικούμενοι κατά κύριο λόγο από επαγγελματίες στρατιωτικούς, ενώ ο πόλεμος θα αποκτούσε πλέον μια περισσότερο τεχνική και ολοκληρωτική μορφή καθώς πρωτοποριακές για την εποχή πολεμικές μηχανές και τεχνικές έκαναν την εμφάνισή τους. Οι νέες τάσεις θα έφταναν σταδιακά από την Σικελία και στην μητροπολιτική Ελλάδα (Κορινθιακός Πόλεμος, Γ’ Ιερός Πόλεμος, Συμμαχικός Πόλεμος) φτάνοντας το αποκορύφωμά τους κατά την εποχή της μακεδονικής ηγεμονίας και των ελληνιστικών κρατών.