Ο Ρομαντισμός, η Φύση, το Έδαφος

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 8, Φθινόπωρο 2013

Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες
Όταν τανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ

Ανδρέας Εμπειρίκος, Πουλιά του Προύθου

Αν ορίσουμε τα δύο μεγάλα ρεύματα που διαπερνούν τη βιομηχανική και τη μεταβιομηχανική κοινωνία ως το ρεύμα του ορθολογισμού από τη μια και εκείνο της ρομαντικής απόρριψης από την άλλη, η σχεδόν ολοκληρωτική απορρόφηση του «ορθολογισμού» από την εργαλειακή του εκδοχή μεταβάλλει τον «ρομαντισμό» σε καθοριστικό ορίζοντα μιας οποιασδήποτε απελευθερωτικής στρατηγικής.

Σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία –και την ποίηση κατ’ εξοχήν– από τα τέλη του 18ου– αρχές του 19ου αιώνα: ο ρομαντισμός είναι ήδη κυρίαρχος και μόνον ο 18ος αιώνας θα παραμένει, μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση, ο αιώνας του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού, πριν δηλαδή ακόμα πάρει σάρκα και οστά ο νέος μηχανοποιημένος κόσμος. Στο εξής, όσο περισσότερο θα ενισχύεται και θα επεκτείνεται η μηχανοποίηση στο επίπεδο της κοινωνίας και των ανθρώπινων σχέσεων, τόσο περισσότερο –αρχικώς στον τομέα της Τέχνης και όλο και περισσότερο στη φιλοσοφία, τις κοινωνικές επιστήμες, και εν τέλει στα κοινωνικά κινήματα και τον «αιρετικό» πολιτικό λόγο– θα επιβεβαιώνεται η ρομαντική απόρριψη. Προς επίρρωση μιας τέτοιας διαπίστωσης, πολύ χαρακτηριστική υπήρξε η ρομαντική έκρηξη στην Αγγλία, την κατ’ εξοχήν χώρα του αναδυόμενου βιομηχανικού καπιταλισμού, ήδη στα τέλη του 18ου αιώνα, με πολύ πιο έντονο και ριζοσπαστικό τρόπο από οπουδήποτε αλλού. Οι Μπλέηκ, Κήτς, Κόλεριτζ, Γουέρντσγου­ωρθ, Σέλλεϋ, Southey, κλπ. συνιστούν μια κυριολεκτική anomalia selvaggia παράλληλα με τον Ρουσσώ, τον Σπινόζα και τον Χέρντερ1.

Αν οι απόψεις του Ρουσσώ, της κριτικής στον διαφωτιστικό ορθολογισμό, είναι μάλλον διαδεδομένες ενώ ένας από τους πατέρες του γερμανικού ρομαντισμού ο Χέρντερ, θα γίνει γνωστός μάλλον ως εκφραστής του εθνικισμού, αγνοούνται σχεδόν εξ ολοκλήρου οι θέσεις του πάνω στα γενικότερα φιλοσοφικά και κοινωνικά προβλήματα: Έγραφε λοιπόν το 1774, στο βιβλίο του Μια διαφορετική φιλοσοφία της Ιστορίας:

Συνάγεται αναγκαστικά ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού που συμβατικά ονομάζεται καινούργιος Πολιτισμός είναι στην πραγματικότητα κάτι το μηχανικό˙ όταν το παρατηρήσουμε από λίγο πιο κοντά, θα δούμε ότι αυτό το τόσο μοντέρνο πνεύμα μας συνίσταται ακριβώς σε αυτόν τον μηχανικό χαρακτήρα!… Ορισμένες αξίες που ήταν αναγκαίες για την επιστήμη, τον πόλεμο, το δημόσιο βίο, την ναυσιπλοΐα, τη διακυβέρνηση, είναι άχρηστες πλέον: όλα αυτά έγιναν μια μηχανή… (σ. 241).

Η καταγγελία μηχανοποιημένου κόσμου, τόσο του συρμού στις μέρες μας, επιχειρείται από τον ρομαντισμό ήδη στα πρώτα του βήματα του.

Το πνεύμα της σύγχρονης φιλοσοφίας δεν μπορεί από πολλές απόψεις, παρά να είναι ένας μηχανισμός, πράγμα που το καταδεικνύει και το μεγαλύτερο ποσοστό εκείνων που την ασκούν. Με όλο το φιλοσοφικό βάθος τους και τις γνώσεις τους, πόσο αφελείς και αδύναμοι μοιάζουν σε ό,τι αφορά τη ζωή και την καθημερινότητα! Ενώ στους παλιούς καιρούς, το φιλοσοφικό πνεύμα δεν αρκούνταν ποτέ στον εαυτό του αλλά είχε ως αφετηρία τη ζωή και έσπευδε να την ξανασυναντήσει… μεταβλήθηκε σε επάγγελμα…» (σ. 243).

Οι Θέσεις για τον Φόιερμπαχ του Μαρξ, τρία τέταρτα του αιώνα αργότερα, θα συστηματοποιήσουν αυτή την ήδη εκπεφρασμένη κριτική. Τέλος, σε ό,τι αφορά το αναδυόμενο κοινωνικό σύστημα και τον ιμπεριαλισμό:

Το «εμπορικό μας σύστημα»! Μπορούμε να φανταστούμε κάτι περισσότερο εκλεπτυσμένο απ’ αυτή την επιστήμη που εμπεριέχει τα πάντα; Πόσο άθλιοι ήταν αυτοί οι Σπαρτιάτες που κατέφευγαν στους είλωτές τους για την γεωργία τους; Και τι βάρβαροι αυτοί οι Ρωμαίοι που έκλειναν τους δούλους τους μέσα στις υπόγειες φυλακές! Στην Ευρώπη, η δουλοκτησία καταργήθηκε γιατί υπολόγισαν ότι οι σκλάβοι θα κόστιζαν παραπάνω και θα απέφεραν λιγότερα απ’ ό,τι οι ελεύθεροι άνθρωποι˙ μόνο ένα πράγμα επιτρέψαμε στον εαυτό μας: να μεταβάλουμε σε σκλάβους τρεις ηπείρους, να τις εμπορευόμαστε, να τις εξορίζουμε στα αργυρωρυχεία και τις φυτείες ζάχαρης – αλλά βέβαια δεν πρόκειται για Ευρωπαίους, ούτε για Χριστιανούς και σαν αντάλλαγμα παίρνουμε χρήμα, μπαχαρικά, ζάχαρη και μερικές ανομολόγητες αρρώστιες. Όλα αυτά εξ αιτίας του εμπορίου, προφανώς προς χάριν της «αμοιβαίας αδελφικής αλληλεγγύης» και της «διεθνούς κοινότητας!» (σσ. 279-281).

Και πάλι οι σελίδες του Κεφαλαίου για τη μισθωτή εργασία και για την αποικιακή εκμετάλλευση, που συχνά θεωρούμε ότι παρήχθησαν όπως η Αθηνά από τον Δία-Μαρξ, προδιαγράφονται από την κριτική ενός «εθνικιστή ιεροκήρυκα», ογδόντα ή ενενήντα χρόνια νωρίτερα.

Ωστόσο σε ό,τι αφορά τα απελευθερωτικά κοινωνικό-πολιτικά οράματα της νεωτερικότητας –που διαμορφώνονται στη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα– συγκροτούνται μεν από ένα κράμα ορθολογισμού και ρομαντισμού, αλλά ο ορθολογισμός θα αποτελεί το κατ’ εξοχήν θεωρητικό τους υπόβαθρο˙ ιδιαίτερα για τον μαρξισμό, που επέπρωτο να κυριαρχήσει τουλάχιστον επί έναν αιώνα. Σύμφωνα μ’ αυτόν, η υπέρβαση του καπιταλισμού και της εμπορευματικής κοινωνίας θα πραγματοποιηθεί «μετά» από το υψηλότερο σημείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και θα οδηγήσει σε έναν κόσμο περαιτέρω «ανάπτυξης», στον οποίο θα έχουν «υπερβαθεί» οι αντιφάσεις της. Στην πράξη βέβαια, τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Και ευλόγως, διότι η λογική της ανάπτυξης είναι μια λογική χωρίς τέλος, δεν επιτρέπει την έξοδο από τον κόσμο της αδιάκοπης διεύρυνσης των «αναγκών» και, επομένως, αποκλείει την έξοδο από τον κόσμο του εμπορεύματος. Η καπιταλιστική-εμπορευματική κοινωνία αποτελεί την πιο πρόσφορη κοινωνικό-οικονομική μορφή για την κάλυψη των αδιάκοπα διευρυνόμενων καταναλωτικών αναγκών. Αυτό απεδείχθη περίτρανα με την κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, δηλαδή του κρατικού σοσιαλισμού και της πολιτικής δικτατορίας πάνω στις ανάγκες, που ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν τις χώρες της ελευθερίας του εμπορεύματος, δηλαδή τηςεμπορευματικής δικτατορίας πάνω στις ανάγκες. Οι χώρες αυτές κατέρρευσαν διότι, ενώ ήταν θεμελιωμένες στην ίδια λογική –εκείνη της αδιάκοπης διεύρυνσης των αναγκών και της κατανάλωσης–, στάθηκαν ανίκανες να προσφέρουν έναν αυξανόμενο αριθμό εμπορευμάτων στα μέλη της κοινωνίας τους.

Επί πλέον, η ίδια η ιστορική πραγματικότητα των εγχειρημάτων οικοδόμησης μη-καπιταλιστικών κοινωνιών, υπονόμευε και εκ των ένδον το αξίωμα της υπέρβασης του καπιταλισμού στα πιο αναπτυγμένα σημεία. Συνέβη μάλλον το αντίθετο. Η υπέρβασή του επιχειρήθηκε σε χώρες ασθενούς καπιταλιστικής ανάπτυξης, ή μάλλον καπιταλιστικής υπανάπτυξης, από τη Ρωσία έως την Κίνα.

Αυτές οι εξελίξεις απαξίωσαν, οριστικά, την πίστη στην ανάπτυξη ως την αναγκαία προϋπόθεση της εξόδου από την κοινωνία της αλλοτρίωσης και της πραγμοποίησης. Αντίθετα, ο «καπιταλιστικός ορθολογισμός», οδηγώντας στην κυριαρχία ενός αυτονομημένου οικονομικού μεγαμηχανισμού πάνω στον άνθρωπο, που χάνει έτσι κάθε δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και αυτονόμησης, αποδεικνύεται ο αποκλειστικός μονόδρομος της αναπτυξιακής ουτοπίας. Δεν μπορεί πλέον παρά να είναι εργαλειακός. Η μοναδική διαφυγή απέναντι στο αδιέξοδο γίνεται η «κακή πλευρά της κοινωνίας», το «μαύρο ρόδο» του ρομαντισμού, που απορρίπτει τα πάντσερ του εμπορευματικού ορθολογισμού, υποστηρίζει την «επιστροφή» ή την «έμπνευση» από παλαιότερα κοινωνικά πρότυπα, και θέτει εκ νέου την ίδια την ανθρωπολογική και οντολογική διάσταση του ανθρώπου…

Τη στιγμή που η βιοτεχνολογία ετοιμάζεται να εισβάλει πλησίστια στον κόσμο μας για να οδηγήσει στην έσχατη παρέμβαση, στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, η «επιστροφή» του ρομαντισμού είναι απλούστατα «επιστροφή» στην καθολικότητα του ανθρώπινου πολιτισμού και της ανθρώπινης υπόστασης. Ο «ρομαντισμός», αν μπορούμε να μεταχειριζόμαστε αυτό τον όρο, είναι πλέον προϋπόθεση για την επιβίωση του ανθρώπου και του πολιτισμού, απέναντι σε μια ξέφρενη μεγαμηχανή την οποία πλέον δεν κατευθύνει κανένας, ούτε καν ο «τρελός μηχανοδηγός» του βωβού κινηματογράφου.

Η διαπίστωση αυτή έχει πράγματι καθολικό χαρακτήρα, όταν μάλιστα ο όρος ρομαντισμός μοιάζει ξεπερασμένος ή χρησιμοποιείται μόνο για να χαρακτηρίσει κάποιες συμπεριφορές: η φιλοσοφία του 20ού αιώνα, στο σύνολό της σχεδόν, θα είναι «ρομαντική». Από τον πεσιμιστικό μαρξισμό της Σχολής της Φρανκφούρτης και τον αισιόδοξο ρομαντικό μαρξισμό του Ερνστ Μπλοχ έως τον αντιτεχνολογικό ρομαντισμό του Χάιντεγκερ, τον υπαρξισμό ή την καστοριαδική «αυτονομία», τα μεγαλύτερα φιλοσοφικά ρεύματα του αιώνα θα είναι ρητά ή υπόρρητα «ρομαντικά». Η ψυχανάλυση θα απορρίψει τη μηχανιστική ψυχολογία και τον οικονομισμό για να διερευνήσει ένα νέο πεδίο της ανθρώπινης υπόστασης, το υποσυνείδητο και την ανθρώπινη φύση, σε αντίθεση με τον «διαπαιδαγωγικό» και διαφωτιστικό θετικισμό του 18ου και του 19ου αιώνα που υποστήριζε πως ο άνθρωπος είναι αποκλειστικό δημιούργημα των «συνθηκών» και της παιδείας και πως η έννοια της ανθρώπινης φύσης είναι μια κατασκευή2. Η εθνολογία θα σκύψει πάνω στις «πρωτόγονες» κοινωνίες και θα αποκαλύψει πως επρόκειτο για τις μοναδικές κοινωνίες της «αφθονίας», σύμφωνα με τον διάσημο πλέον όρο του Μάρσαλ Σάλινς, ακριβώς γιατί επρόκειτο για κοινωνίες που κατόρθωναν να ελέγχουν τις ανάγκες τους με κοινωνική αυτορρύθμιση και δεν επέτρεπαν την ανεξέλεγκτη διεύρυνσή τους, που δημιουργεί συνθήκες «έλλειψης» και κατά συνέπεια τροφοδοτεί την ατέρμονα και τυφλή σπείρα της ανάπτυξης3.

Σε ό,τι αφορά στην τέχνη, αν και ο αιώνας ξεκίνησε με τις φουτουριστικές κορώνες ενός Μαρινέττι και τη λατρεία του μοντερνισμού, αν και ο Άντυ Γουόρχωλ θα υμνήσει την μαγεία της κόκα-κόλα και της Μαίριλυν, ωστόσο η τέχνη του αιώνα που κλείνει, από τον Σαγκάλ ως τον Μπουλγκάκωφ, από τον Μπρετόν έως τον Έζρα Πάουνταπό τους Αδελφούς Λυμιέρ έως τον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι, από τον… Ντάσιελ Χάμμετ έως τον Τζον Λε Καρρέ, και από τον Χάξλεϋ ως την Ούρσουλα Λε Γκεν, θα σφραγιστεί από την αναζήτηση της χαμένης ψυχής του ανθρώπου κάτω από τη βασανιστική κυριαρχία των γραναζιών της καπιταλιστικής μηχανής. Ο Τσάρλι Τσάπλιν των «Μοντέρνων Καιρών», κυριολεκτικά το τρελό γρανάζι μιας μηχανής που βαδίζει αδήριτα προς το υπαρξιακό μηδέν και τη μηχανοκρατική αναυθεντικότητα, θα εικονογραφεί με απαράμιλλο τρόπο την αμετάκλητη εργαλειακή έκπτωση του ορθολογισμού.4

Όπως παρατηρεί η Lilian Furst:

Στο σύνολό του, το πειραματικό μυθιστόρημα του εικοστού αιώνα θεμελιώνεται στον Ρομαντισμό, στην κίνησή του από τον πραγματικό στον φαντασιακό κόσμο των ονείρων, τους μύθους και τα μυστήρια, στην αναζήτησή του καινούργιων συμβόλων και νέων μορφών, στην εξερεύνηση του χρόνου και του χώρου, στην απόρριψή του της πλοκής προς χάριν μιας οργανικής δομής που βασίζεται σε μια συνειρμική διαδοχή επανερχόμενων εικόνων. Στο σύνολό της, η τεχνική του εσωτερικού μονολόγου, […] προκύπτει από τη ρομαντική προτίμηση να ειδώνεται όχι η επιφανειακή μορφή αλλά η εσωτερική πραγματικότητα κάτω απ’ αυτήν. Υπό την έννοια αυτή, το Finnegans Wake του Τζαίημς Τζόυς εκπροσωπεί την ακραία συνέπεια, την deductio ad absurdum του ρομαντισμού. Αναμφιβόλως, όλος ο αναρχικός ατομισμός, η κοχλάζουσα φαντασιακότητα και η συναισθηματική ορμή της τέχνης του εικοστού αιώνα ήδη υπονοούνται μέσα στον Ρομαντισμό5.

Τέλος, στην πολεοδομία και την αρχιτεκτονική, η φονξιοναλιστική μανία ενός Λε Κορμπυζιέ και η λατρεία των μεγάλων συγκροτημάτων και των ουρανοξυστών, που φάνηκε να θριαμβεύει στη Μόσχα του Στάλιν στο Βουκουρέστι του Τσαουσέσκου, και το εφιαλτικό τοπίο των ουρανοξυστών της Σαγκάης, θα συγκρούεται με τη «μετα-μοντέρνα» αναζήτηση της γειτονιάς, του πεζόδρομου, της μεσαιωνικής συμβιωτικότητας, της πόλης με ανθρώπινα μεγέθη.

Παρά, λοιπόν, τις σχετλιαστικές αναφορές στον ρομαντισμό από τη θριαμβεύουσα νεωτερικότητα, ακόμα και από τα ίδια τα νέο-ρομαντι­κά ρεύματα του 20ού αιώνα, κανένας άλλος αιώνας δεν υπήρξε ίσως τόσο «ρομαντικός» όσο αυτός στις αναζητήσεις του και τόσο επικριτικός απέναντι στην τεχνολογία και τη θετικιστική νεωτερικότητα, τουλάχιστον στις τελευταίες δεκαετίες του. Γιατί, αν και στα μάτια των περισσότερων σύγχρονων ρομαντικών, το ρομαντικό ρεύμα ταυτίστηκε με μια συγκεκριμένη περίοδο του 18ου και του 19ου αιώνα, στην πραγματικότητα δεν παύουν τα σύγχρονα μεγάλα ρεύματα να είναι κατ’ εξοχήν ρομαντικά στην αναζήτηση μιας πραγματικότητας «πέρα από τη μηχανοποίηση» της ζωής και τον θάνατο της ψυχής. Ο υπερρεαλισμός, ο οποίος συχνά λοιδορούσε τον παλιό ρομαντισμό, αποτελούσε ο ίδιος ένα αυθεντικά «ρομαντικό» ρεύμα, το οποίο αναζητούσε στο ανθρώπινο ασυνείδητο και υποσυνείδητο τη δύναμη της εναντίωσης στη θετικιστική νοησιαρχία. Γενικότερα, συγγραφείς και καλλιτέχνες όπως ο Νταλί, ο Πικάσο, ο Σαγκάλ, ο Προυστ, ο Πάουντ, ο Κάφκα, ακόμα και ο Τζόυς, για να μην αναφερθούμε στον Μπουλγκάκωφ και τον Σαγκάλ, ή στον ύστερο 19ο αιώνα, με τον Ντοστογιέφσκι, τον Πόε και τον Μπωντλαίρ, αρδεύουν τη σκέψη, τον προβληματισμό και την ευαισθησία τους από το μεγάλο ρεύμα του ρομαντισμού, έστω και εάν δεν αναφέρονται ρητά σε αυτόν.

Η θετικιστική στροφή του μαρξισμού και του κομμουνιστικού κινήματος που θα φθάσει στο απόγειό της με τον σταλινισμό και την ταύτιση των ρομαντικών ρευμάτων με τον γερμανικό εθνικισμό του αίματος και τον ναζισμό, θα παίξει σημαντικό ρόλο στην κατασυκοφάντηση και την απαξίωση του ρομαντισμού, ιδιαίτερα στις χώρες της Δύσης και κατ’ εξοχήν στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και της πολιτικής. Έτσι ο μαρξισμός εγκαταλείπει ή περιθωριοποιεί τα ισχυρά ρομαντικά στοιχεία που περιείχε, και τα οποία αναδεικνύουν οι Sayre και Löwy6, παραθεωρόντας τις πράγματι μεγάλες οφειλές του έναντι του ρομαντισμού. Και αυτό παρά το ότι ο τελευταίος εμπεριείχε ένα τεράστιο αντι-καπιτα­λιστικό δυναμικό, ήδη από τη στιγμή της γέννησής του7.

Όμως, μετά τη δεκαετία του 1960 και την εντεινόμενη κριτική ενάντια στη μηχανοκρατούμενη νεωτερικότητα, τόσο στις καπιταλιστικές χώρες όσο και στις λεγόμενες σοσιαλιστικές, θα αρχίσει και πάλι η απελευθερωτική σκέψη να διερευνά τις δυνατότητες και τη σημασία του ρομαντισμού, με μια διττή έννοια, ως βύθισμα τόσο στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής και του ασυνείδητου όσο και στα βάθη της ανθρώπινης ιστορίας. Ακόμα και σε χώρες του Τρίτου Κόσμου, η διαπίστωση του ανέφικτου εκδυτικισμού του συνόλου του πλανήτη, ή η σύγκρουση με τις κοινωνικές συνέπειες της στρεβλής ανάπτυξης, θα οδηγήσουν σε μια απαρχή κριτικής της νεωτερικότητας και την «επιστροφή» στην εγχώρια παράδοση ως πηγή έμπνευσης.

Τελικώς, και τα μεγάλα κοινωνικά και επαναστατικά κινήματα του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα θα πάρουν αυτό τον δρόμο, μετά τον τεχνολογικό και παραγωγιστικό παροξυσμό του πρώτου μισού. Στην Ινδία, ο Γκάντι θα ξεσηκώσει τους Ινδούς κηρύττοντας την επιστροφή στον παραδοσιακό αργαλειό, ο Μάο θα εγκαινιάσει με την Πολιτιστική Επανάσταση την πρώτη απόπειρα ανοικτής απόρριψης του παραγωγισμού και της δικτατορίας της τεχνολογίας, ενώ το κίνημα του ’68 θα είναι το πρώτοαπερίφραστα ρομαντικό επαναστατικό κίνημα της σύγχρονης ιστορίας και μάλιστα στην αναπτυγμένη Δύση. Η άρνηση της καπιταλιστικής αποδοτικότητας, η απόρριψη της λογικής της ανάπτυξης, η οικολογία, θα αποτελέσουν τις ιδεολογικές σταθερές αυτού του μεγάλου πολιτιστικού κινήματος. Δεν θα λείψουν ωστόσο και μορφές νοσταλγικού ή κάποτε και αντιδραστικού ρομαντισμού, όπως ο ισλαμικός φονταμενταλισμός. Τέλος, η πλέον εμβληματική φιγούρα της επανάστασης του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, ο Τσε Γκεβάρα, αποτελεί την ίδια την ενσάρκωση του επαναστατικού ρομαντισμού.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1 Δανειζόμαστε τον όρο από τον Τόνι Νέγκρι, ο οποίος μίλησε για «άγρια ανωμαλία» στο ομώνυμο βιβλίο του αναφερόμενος στον Σπινόζα. Εδώ χρησιμοποιούμε τον όρο επεκτείνοντας τον.

2 Για μια ακραία μορφή συνηγορίας υπέρ της εκπαιδευτικής και διαπαιδαγωγικής ουτοπίας αρκεί κανείς να δει τον θεωρητικό «αντιανθρωπισμό» του Αλτουσέρ και των μαθητών του, που ξιφουλκούν ενάντια στην «ανθρώπινη φύση» και τον «ανθρωπισμό». Βλέπε ιδιαίτερα Λουΐ Αλτουσέρ, Réponse à John Lewis, Maspero, Παρίσι.

3 Βλέπε Marshall Sahlins, Âge de pierre, Âge d’ abondance, l’ économie des sociétés primitives Gallimard, Παρίσι 1976. Ο Raul Vaneigem, στην ίδια κατεύθυνση, θα θεωρήσει πως η αναπτυξιακή διαστροφή, το αναπτυξιακό αδιέξοδο του ανθρώπου, θα εγκαινιαστεί ήδη με την έξοδο από τις παλαιολιθικές κοινωνίες και με την αγροτική επανάσταση που θα τροφοδοτήσουν την σπείρα: διεύρυνση των αναγκών-κατάσταση έλλειψης-νέα ανάπτυξη κ.ο.κ. (Βλέπε R. Vaneigem, Adresse aux vivants sur la mort qui les gouverne et l’ opporurnité de s’en défaire, Παρίσι, Seghers, 1990). Τέλος, βλέπε Γιώργος Καραμπελιάς, Στα Μονοπάτια της Ουτοπίας, β΄ έκδοσηΝέα Σύνορα-Λιβάνης, Αθήνα 1995, ιδιαίτερα στο ΙΙΙ κεφάλαιο, «Υπάρχουν οικολογικά όρια στην ανάπτυξη;»

4 Και τίποτε πιο χαρακτηριστικό γι’ αυτή την εξέλιξη από τον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος και του μυθιστορήματος της επιστημονικής φαντασίας. Αν ο Σέρλοκ Χολμς υπήρξε ο θετικιστής «επιστήμονας» ντετέκτιβ του 19ου αιώνα, ο Φίλιπ Μάρλοου του Τσάντλερ, ο Χάρπερ του Ρος Μακντόναλντ και οι σπαρακτικοί κατάσκοποι του Τζών Λε Καρρέ θα προτείνουν έναν νέον ήρωα, μοναχικό, πάνω και πέρα από το χρήμα, το εμπόρευμα και τη συναλλαγή, που αναζητά τη χαμένη ψυχή του στους μαιάνδρους της μεγαλούπολης… Ακόμα χαρακτηριστικότερη είναι η εξέλιξη του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας: από τον εκθειασμό της επιστήμης ενός Γουέλς θα περάσουμε στο σύγχρονο μυθιστόρημα, όπου ο Φίλιπ Ντικ και η Ούρσουλα Λε Γκεν θα περιγράφουν έναν κόσμο τεχνολογικής αποξένωσης. Η πάλη του ανθρώπου θα γίνει πάλη ενάντια στην επιστήμη και τη μηχανή. Στο «Ζαρντόζ», οι άνθρωποι που έχουν γίνει «αθάνατοι» θα εκλιπαρούν έναν βάρβαρο Σων Κόνερυ να τους προσφέρει… τον θάνατο.

5 Το απόσπασμα παρατίθεται από τον Στέφανο Ροζάνη στην Εισαγωγή του στο βιβλίο των Μ. Löwy και Ρ. Sayre, Μορφές αντικαπιταλιστικού ρομαντισμού, Έρασμος, Αθήνα 1991, σ. 10, και προέρχεται από το βιβλίο της Lilian Furst, Romanticisminperspective, The Macmillan Press, β΄ έκδοση, Λονδίνο, σελ. 288-289. Ο Στέφανος Ροζάνης, επίμονος και διεισδυτικός μελετητής του ρομαντισμού, έχει γράψει, ανάμεσα σε άλλα, το βιβλίο, Η ρομαντική Εξέγερση, Ύψιλον, Αθήνα 1987. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μελέτες του «Το δαιμονιακό ύψιστο» και «Το όραμα της καταστροφής», για τον ρομαντισμό του Σολωμού, στο έργο του Σπουδές στον Διονύσιο Σολωμό, ΕΛΙΑ.

6 Βλ. Michael Löwy, Robert Sayre, Εξέγερση και μελαγχολία: Ο ρομαντισμός στους αντίποδες της νεοτερικότητας, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999.

7 Βλέπε τη δίγλωσση έκδοση (γερμανικά-γαλλικά), J.G. Herder, Auch eine Philosophie der Geschichte – Une autre philosophie de l’ histoire, (Aubier, édition Μontaigne, Παρίσι 1964). Μετάφρασή στα ελληνικά από εμένα (Γ.Κ.). Δεν πρέπει δε να ξεχνάμε πως ο Χέρντερ, το ίδιο έτος, το 1774, εξέδωσε την πρώτη ανθολογία των γερμανικών «δημοτικών» τραγουδιών, εγκαινιάζοντας έτσι ένα κίνημα που θα αγκαλιάσει όλο τον κόσμο.

, , , , , , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *