Έχει ρόλο ο Ρομαντισμός σήμερα; Μια συνθετική αντίληψη

Γράφει ο Γιώργος Καραμπελιάς

περιοδικό Νέος Ερμής ο Λόγιος, τ. 8, Φθινόπωρο 2013

Όσοι καταστέλλουν την επιθυμία το κάνουν επειδή η δική τους
είναι αρκετά ανίσχυρη για να κατασταλεί˙ και ο καταστολέας
ή Λογική σφετερίζεται τη Θέση της και κυβερνά τον άβουλο

William Blake, Οι γάμοι του Ουρανού και της Κόλασης

Άραγε τα υλικά του ρομαντισμού είναι αρκετά για να συγκροτήσουν ένα νέο κοινωνικό πολιτικό και ιδεολογικό πρόταγμα; Όσο και αν δεν φαίνεται πάντα προφανής η απάντηση είναι αρνητική. Η ανάμνηση δεν είναι αρκετή για να συγκροτήσει το υλικό της ανθρώπινης σκέψης και της ανθρώπινης επιθυμίας. Ακόμα και όσοι ισχυρίζονται ότι το παρελθόν τους είναι αρκετό, είναι υποχρεωμένοι να κινηθούν μέσα σε νέες συγκυρίες και συναρθρώσεις διαφορετικών παραγόντων. Εξ άλλου, η επιλεκτική χρήση της παράδοσης που γίνεται συνήθως από τους ρομαντικούς, ιδιαίτερα στη χώρα μας, είναι κακός σύμβουλος. Συχνά αναφερόμαστε στην «παράδοσή μας» και εννοούμε μόνο ένα ορισμένο μέρος της παράδοσής μας, τη βυζαντινή, την αρχαία, την Οθωμανική. Γιατί όχι όμως και αυτή του νεοελληνικού κράτους που έχει δύο σχεδόν αιώνες ζωής και συγκροτεί πλέον ένα σημαντικό corpus παραδόσεων; Προφανώς όλες οι παραδόσεις δεν έχουν το ίδιο βάρος και δεν μπορούμε να τις προσμετράμε απλώς ποσοτικά ή ποσοτικο-χρονικά. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, πρέπει να μπορούμε να συνυπολογίζουμε τον μεγαλύτερο αριθμό παραγόντων για να μην οδηγηθούμε σε μια αδιέξοδη νοσταλγία.

Αναφέραμε ήδη ότι στον 19ο αιώνα, τα απελευθερωτικά και απο-αλλοτριωτικά προτάγματα εμπεριείχαν μια ρομαντική διάσταση που επικαλυπτόταν αποφασιστικά από τον θετικιστικό ορθολογισμό. Όπως ορθά επισημαίνουν οι συγγραφείς, ο ίδιος ο μαρξισμός του Μαρξ εμπεριείχε ρομαντικά στοιχεία, ιδιαίτερα εκείνος της νεότητάς του (τα «Χειρόγραφα» και το «Εβραϊκό ζήτημα»), καθώς και των τελευταίων χρόνων της ζωής του (οι αναφορές του στη δυνατότητα χρήσης του αγροτικού μιρ ως προθαλάμου της κομμουνιστικής κοινωνίας, στη συζήτησή του με τους Ρώσους ναρόντνικους, και η επίμονη αναφορά στη μελέτη των Ινδιάνων Ιροκουά που είχε πραγματοποιήσει ο Μόργκαν). Αυτά τα στοιχεία ήταν τόσο ισχυρά, ώστε έκαναν τον Μαρξ –και τον Ένγκελς– να φαντάζεται την κομμουνιστική κοινωνία έχοντας ως πρότυπο τις ινδιάνικες κοινότητες ή να θεωρεί ως «κομμουνιστικές δραστηριότητες» την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εργασία και την ενασχόλησή του με δραστηριότητες όπως το ψάρεμα, το κυνήγι κ.λπ.

Ωστόσο, τα ρομαντικο-επαναστατικά στοιχεία παραμένουν δευτερεύοντα έναντι των ορθολογικών-θετικιστικών που υπερισχύουν. Αυτό το οικοδόμημα –διαστρεβλωμένο έστω– επιχειρήθηκε να γίνει ιστορική πράξη με τις σοσιαλιστικές απόπειρες του 20ού αιώνα, οι οποίες σφραγίστηκαν από τη λατρεία της ανάπτυξης, τον επιστημονισμό, την τεχνολογική εσχατολογία. Επί πλέον η επισήμανση των ρομαντικών στοιχείων στο έργο του Μαρξ δεν θα πρέπει να μεταβληθεί σε απολογητικό εγχείρημα. Όσο και αν ο μαρξισμός εξακολουθεί να παραμένει αναγκαίο στοιχείο μιας σύνθεσης, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει το αποκλειστικό όχημα για τη συγκρότηση μιας θεωρίας του 21ου αιώνα. Παραμένει σφραγισμένος από τον ορθολογισμό της νεωτερικότητας –τέτοιον που διαμορφώθηκε στον 19ο αιώνα– δέσμιος της ιουδαιοχριστιανικής αντίληψης για την πρόοδο και τη λύση των αντιθέσεων του παρόντος σε κάποιο αενάως μετατιθέμενο μέλλον, με όρους τεχνολογικής πλησμονής.

Σήμερα, το φιλελεύθερο εμποροκρατικό παράδειγμα έχει απορροφήσει ολοκληρωτικά τον ορθολογισμό, μετατρέποντάς τον σε εργαλειακό. Δεν υπάρχει λοιπόν περιθώριο για μια μη-εμπορευματική εκδοχή του ορθολογισμού. Κάθε νέα απόπειρα απο-αποικιοποίησης της ανθρώπινης κατάστασης από τη δικτατορία του εμπορεύματος θα είναι υποχρεωτικά επικεντρωμένη στην ανάδειξη του ανθρώπινου υποστρώματος, σε ανταγωνισμό με τον εργαλειακό και μηχανικό ορθολογισμό (που έχει καταστεί ένας αυτόνομος ορθολογισμός των ίδιων των μηχανών και των τεράστιων μηχανοτρόπων συστημάτων).

Κάθε νέο απελευθερωτικό κίνημα, λοιπόν, ή θα είναι «ρομαντικό» ή δεν θα υπάρξει. Βέβαια, για να μπορεί να συγκροτεί κίνημα και να διαμορφώνει βιώσιμα προτάγματα, για να μπορεί να αντιμετωπίζει το βάρος των υπαρκτών αδιαφανειών, είναι υποχρεωμένο να πραγματοποιήσει μια νέα σύνθεση ανάμεσα σε ρομαντικά και ορθολογικά στοιχεία, ανάμεσα στο «αλλού» και το παρόν. Για να είναι ο ρομαντισμός «επαναστατικός» και όχι απλά νοσταλγικός, ή στην καλύτερη περίπτωση ουτοπικός, θα πρέπει να συναιρεθεί με τον ορθολογισμό, συναίρεση που χωρίς καμιά αμφιβολία θα έχει ρομαντικό «πρόσημο».

Οι Έλληνες αγνοούν συχνά τον ευρύτατο προβληματισμό που έχει αναπτυχθεί για τον ρομαντισμό και τα νεορομαντικά ρεύματα σήμερα και, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, θεωρούν ότι ο ρομαντισμός υπήρξε απλώς ένα σημαντικό καλλιτεχνικό ρεύμα του περασμένου αιώνα. Προφανώς, αυτή η άγνοια του ελληνικού κοινού συνδέεται με όσα ήδη αναφέραμε για την αντι-ρομαντική υφή της νεώτερης ελληνικής ακαδημαϊκής σκέψης. Ωστόσο μόνον η αναφορά στον ρομαντισμό επιτρέπει να τοποθετήσουμε σε μια ιστορική προοπτική την «επιστροφή» τόσο στην εθνική ταυτότητα όσο και στην ορθοδοξία, απορρίπτοντας κάθε λογική ιστορικής αποκλειστικότητας, καθώς και μια «νησιωτική» αντίληψη απομονωτισμού. Αυτά δεν συμβαίνουν μόνο σε μας, ούτε κατέχουμε το κλειδί για όλες τις απαντήσεις. Αντιθέτως, χρειαζόμαστε μια βαθύτατη γνώση της παγκόσμιας εμπειρίας για να κατανοήσουμε το βάθος αλλά και την παγκοσμιότητα του φαινομένου, καθώς και να τοποθετήσουμε σε μια ορθή ιστορική προοπτική τη δική μας ιδιαιτερότητα.

, , , , ,

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *