Συζήτηση με τον συγγραφέα κ. Ηρακλή Καραμπάτο, από Αντίφωνο -16 Σεπτεμβρίου 2021
Θα μπορούσατε να αναφέρετε μερικά πράγματα για το πώς ο πρώιμος χριστιανισμός προσέλαβε την ελληνιστική και ρωμαϊκή λογοτεχνία;
Η.Κ. Η λογοτεχνική παραγωγή των ελληνιστικών και ρωμαϊκών ετών «τρομάζει» κατά κάποιον τρόπο τον πρώιμο χριστιανισμό. Ακόμη και σήμερα κάποιες πλευρές αυτής της παραγωγής μας φαίνονται «σκιώδεις», όπως είναι κάποια αντιναταλιστικά προτάγματα που εμφανίζονται στα ποιήματα του Καλλιμάχου ή κάποιοι χυδαίοι στίχοι στα ποιήματα του Περσίου. Ο Ιερώνυμος στις επιστολές του σχεδόν βλασφημά τον Κικέρωνα, τον Βιργίλιο, τον Όμηρο και τον Οράτιο∙ φαίνεται πως το delectare και το prodesse ως έννοιες αποκτούσαν πλέον αρνητικές συμπαραδηλώσεις, καθώςήταν ταυτισμένες με ένα νοηματικό φορτίο πολύ διαφορετικό από αυτό που επιζητούσε ο πρώιμος χριστιανισμός. Οι επιταγές για τέρψη και ωφέλεια, οι οποίες εμφανίζονται ως ζητούμενα της ποιητικής παραγωγής στην Αrs poetica δεν ήταν ακόμα ικανές να πείσουν κάποιους περισσότερο σκληροπυρηνικούς πρωτοχριστιανούς. Δύο είναι οι βασικές θέσεις οι οποίες προϊόντος του χρόνου δημιουργούνται: η πρώτη παρουσιάζει τους Έλληνες και τους Ρωμαίους συγγραφείς ως ηθικά διεφθαρμένους, ενώ μία δεύτερη προσπαθεί να αντλήσει εξωτερική στήριξη από αυτές ακριβώς τις ελληνορωμαϊκές πραγματείες. Η δεύτερη αυτή ομάδα θα μεταλλάσσει συστηματικά τους αρχαίους διανοητές σε «προφήτες» στο πλαίσιο ενός «πρωτοχριστιανικού ρεβιζιονισμού» και έτσι ο Βιργίλιος, ο Σενέκας, ο Πλωτίνος κ.ά. θα μπορέσουν τελικά να ενταχθούν σε αυτό που ο θεολόγος Karl Rahner ονόμαζε «ανώνυμο χριστιανισμό». Σε κάθε περίπτωση, θα μπορούσαμε να πούμε πως η ελληνορωμαϊκή ποιητική επηρέασε καίρια τη χριστιανική γραμματεία.
Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε πως ένα μέρος των πρώιμων πατέρων θεωρεί πως κάποιοι συγγραφείς του κλασικού ή μετακλασικού κόσμου χαρακτηρίζονται από «θεοπνευστία»;
Η.Κ. Αυτή είναι μια πολύ σπουδαία ερώτηση, αλλά δεν νομίζω πως μπορώ να σας απαντήσω με απόλυτη βεβαιότητα. Πιστεύω πως ναι, ο πρώιμος χριστιανισμός αντιμετωπίζει – για παράδειγμα – την πλωτίνεια φιλοσοφία ως κάτι θεόπνευστο ή θεωρεί πως η 4η εκλογή του Βιργιλίου είναι μια αναφορά στη μελλοντική γέννηση του Θεανθρώπου. Το ζήτημα είναι ότι πρέπει να συνεξετάσουμε τη σκέψη αυτή με άλλες παρακείμενες παραδοχές, που σχετίζονται με τη φιλοσοφία του πρώιμου χριστιανισμού και δυστυχώς δεν έχουμε μια «ανόθευτη» εικόνα για το πώς οι πρώιμοι χριστιανοί «έβλεπαν» τους «πεφωτισμένους» εθνικούς. Ο ινκλουσιβισμός (θεολογικός περιεκτισμός) υποστηρίζει πως οι ενάρετοι άνθρωποι που δεν ανήκουν στον χριστιανισμό μπορούν να σωθούν και χωρίζεται σε «παραδοσιακό» και «συγκριτικό» ινκλουσιβισμό. Ο εξκλουσιβισμός (θεολογικός αποκλειστισμός) υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό. Υπάρχει επίσης και το ρεύμα του θεολογικού πλουραλισμού ή θρησκευτικού οικουμενισμού, που υποστηρίζει την αμοιβαία σύμπραξη των θρησκειών στο να οδηγήσουν τους πιστούς τους στην υπεραισθητή πραγματικότητα. Ποιο από αυτά τα 3 ρεύματα (τα οποία τότε δεν υπήρχαν παρά μόνο σε σπερματική μορφή στη χριστιανική σκέψη) ήταν η κρατούσα θεωρία εκείνη την εποχή δεν μπορεί να υποστηριχθεί με απόλυτη βεβαιότητα.
Η Ιουδαϊκή φιλολογική παράδοση επηρεάστηκε από τη μετακλασική λογοτεχνία;
Η.Κ. Φυσικά. Η ιουδαϊκή γραμματεία επηρεάστηκε ιδιαίτερα από την μετακλασική παράδοση και ενστερνίστηκε πολλά από τα στοιχεία της. Η Εσθίρ, για παράδειγμα, έχει τη δομή αρχαίας τραγωδίας, το Άσμα Ασμάτων θα μπορούσε να είναι γραμμένο από κάποιον Ρωμαίο ερωτικό, ενώ ο Εκκλησιαστής είναι βαθύτατα επηρεασμένος από την ελληνιστική ποιητική. Γίνεται εμφανής μια μορφή διακειμενικότητας, ενός διαλόγου που αναπτύσσεται μεταξύ των αρχαιοελληνικών και των ιουδαϊκών κειμένων, με επάλληλες «στρώσεις» μετασχηματισμών και ομοιότητας που επισυμβαίνουν πάνω στα παλαιοδιαθηκικά αυτά κείμενα.
Θα μπορούσατε να αναφέρετε κάποια στοιχεία για τις σχέσεις του πρώιμου χριστιανισμού με την αρχαία φιλοσοφία;
Η.Κ. Θα προσπαθήσω να σας δώσω μια απάντηση, όμως εντελώς αδρομερώς καθώς το ζήτημα είναι ευρύτατο. Η interpretatio christiana εντοπίζει κάποια σημεία που μπορεί να βρει εξωτερική στήριξη, τα οποία κατά βάση βρίσκονται εντός του στωικισμού και του νεοπλατωνισμού (στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο), όπως επίσης στην πλατωνική ιδεοκρατία και στον Αριστοτέλη (στην κλασική αρχαιότητα), ενώ ab initio υποβόσκει μια εχθρότητα προς άλλα φιλοσοφικά ρεύματα που πρεσβεύονται περισσότερο από τους ελάσσονες σωκρατικούς. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πως προσπαθεί να μετασχηματίσει κάποια «ενοχλητικά» σημεία των φιλοσοφικών ρευμάτων που θεωρεί πως είναι συμβατά μαζί του. Δείτε το παράδειγμα του αριστοτελικού θεού: Πρόκειται για μια έννοια που περισσότερο προσιδιάζει σε μια κοσμολογική σταθερά, ένα φαινόμενο σαν τη βαρύτητα ας πούμε, παρά σε μια οντότητα με θεϊκή υπόσταση. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι δημιουργός∙ ο κόσμος κινείται από έρωτα προς αυτόν, αφήνοντάς τον απρόσβλητο. Όλη του η δράση σταματά εκεί∙ δεν είναι πανάγαθος, παντογνώστης ή μακρόθυμος. Αν, για παράδειγμα, αποφασίζαμε ότι θα σκοτώναμε τον γείτονά μας για την επιμονή του να συνεχίζει να μας βασανίζει με την ενοχλητική μουσική του, θα έπρεπε να ήμασταν βέβαιοι ότι αυτός ο τύπος θεού δεν θα μας τιμωρούσε και δεν θα το έκανε, γιατί πρωτίστως δεν θα το γνώριζε, αλλά και δευτερογενώς, γιατί δεν θα ενδιαφερόταν για τη ζωή του ανθρώπου που θα σκοτώναμε (αλλά ούτε και για τη δική μας).
Θα μπορούσατε, τέλος, να κάνετε κάποιο σχόλιο για τη σχέση του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και του χριστιανισμού εν συνόλω;
Η.Κ. Η αίσθηση ότι ο χριστιανισμός επικρατεί απέναντι σε έναν απόλυτα εχθρικό κόσμο, απέναντι στην «Σκύλλα», τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και στη «Χάρυβδη», την ιουδαϊκή θρησκεία, είναι σαφώς εσφαλμένη και πλασματική. Πρόκειται για μια μυθολογία που επιβιώνει και έχει πολλαπλές σκοπιμότητες, όπως το να παρουσιάσει την επικράτηση του χριστιανισμού ως «θαύματος» που συντελέστηκε σε εχθρικές και δυστοπικές συνθήκες (ήταν σχεδόν νομοτελειακό ότι θα επικρατούσε η θρησκεία που θα ήταν περισσότερο προσηλωμένη στην ιδέα μιας αυστηρής μονοδοξίας) ή να απομακρύνει τον χριστιανισμό από τα ελληνορωμαϊκά πολιτισμικά κεκτημένα. Σαφέστατα και ένα μέρος του ελληνιστικού και ρωμαϊκού κόσμου αντιμετώπισε τον χριστιανισμό με εχθρότητα και το στοιχείο αυτό σώζεται σε πηγές, όπως μέσα στον Οκτάβιο του Μινούκιου Φέλιξ, όπου οι χριστιανοί παρουσιάζονται από τους εθνικούς σαν «γκάνγκστερς», οι οποίοι αναγνωρίζονται μεταξύ τους με μυστικά σημάδια (π.χ. ΙΧΘΥΣ). Στην ελληνορωμαϊκή δημόσια σφαίρα υπάρχει επίσης μια παγιωμένη θέση για τις επιθετικές πραγματείες του Κέλσου και του Πορφύριου, όπως και στη χριστιανική γραμματεία αντίστοιχα υπάρχουν τα έργα του Τερτυλλιανού ή αργότερα του Αμβρόσιου Μεδιολάνων που απαντούν στις επιθέσεις αυτές.Υπάρχει όντως στην αρχαία χριστιανική γραμματεία μια «θέση περιθωριοποίησης» των ελληνορωμαϊκών κεκτημένων, όμως ταυτόχρονα αναπτύσσεται και μια ακόμη μεγαλύτερη, πολυπληθέστερη μερίδα πατέρων και απολογητών που θα μπορούσαν να ενταχθούν στη «θέση οικειοποίησης» των κεκτημένων αυτών. Θυμάμαι ήδη από τα φοιτητικά χρόνια μου τη γνωστή παρατήρηση ότι αρκετοί πατέρες αναφέρονται με αυστηρούς τόνους στην Ελλάδα (Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος κ.ά.). Αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι «φιλοσοφικό κέντρο» του κόσμου παρέμεινε για πάντα η Ελλάδα (η Ρώμη δεν κατέκτησε ποτέ αυτή τη θέση – πέρα από την περίοδο του αυτοκρατορικού στωικισμού) και δεν δηλώνει επ’ ουδενί κάποια διάθεση προβολής ενός ιδιόμορφου σωβινισμού. Συγκροτησιακό στοιχείο του χριστιανισμού ήταν πάντοτε ένα μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου.
Ο ζωγραφικός πίνακας που πλαισιώνει τη σελίδα (“Υπερρεαλιστική σύνθεση”) είναι έργο του Γιώργου Δέρπαπα.