Ο Γ. Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής (ΣΤ’ Μέρος)

Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης

(Προηγούμενο μέρος)

 Ο τρόπος που ο Γ.Σεφέρης ερμηνεύει τον κόσμο δεν περιέχεται μόνο στα σημαντικά του δοκίμια, ή στις «Μέρες» αλλά και στο ίδιο, το ολιγόλογο κατά πολλούς,  ποιητικό του έργο. Συνεπώς κάθε προσπάθεια για να αποτιμηθεί και να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα γι’ αυτό, πρέπει αναγκαστικά να περιλαμβάνει και να θεμελιώνεται στο σύνολο του έργου του.

Ήδη στη «Στέρνα», που ακολούθησε την «Στροφή» γράφει: «Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!…»-Τα μάρμαρα το ξέρουν που κοιτάζουν- σαν άσπρη χαραυγή πάνω στο θύμα-ξένα, γεμάτα, βλέφαρα, συντρίμμια- καθώς περνούν τα πλήθη του θανάτου»[114]. Στο «Μυθιστόρημα» περιγράφεται το αίσθημα της απώλειας της πρώτης του πατρίδας, κάτι που στην συνέχεια επανέρχεται: «Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι- μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο- από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας…Φέραμε πίσω- αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής»[115]. Η σχέση με το αρχαίο παρελθόν μας βαραίνει («Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια- που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δεν ξέρω που να –τ’ ακουμπήσω») αλλά και εμπνέει όπως στους «Αργοναύτες» («…τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέφτη-Ήτανε καλά παιδιά οι σύντροφοι, δε φώναζαν- ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την –παγωνιά,- είχανε το φέρσιμο των δένδρων και των κυμάτων- που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή- δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο- χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή»). Η απώλεια της πατρίδας, τα τραγικά γεγονότα της μικρασιατικής καταστροφής ερμηνεύουν τους στίχους «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας- πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών- στριμωγμένες με γυναίκες κίτρινες και μωρά που κλαίνε-χωρίς να μπορούν να ξεχαστούν ούτε με τα χελιδονόψαρα- ούτε με τ’ άστρα που δηλώνουν στην άκρη τα κατάρτια- ..χωρίς αφή- χωρίς ανθρώπους- μέσα σε μια πατρίδα που δεν είναι πια δική μας- ούτε δική σας»[116]. Το αίσθημα απελπισίας μας πλημμυρίζει «ο τόπος είναι κλειστός, όλο βουνά- που έχουν σκέπη το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.- Δεν έχουμε ποτάμια δεν έχουμε πηγάδια δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες, άδεις κι αυτές, που ηχούν και που- τις προσκυνούμε»[117]. Το ελληνικό τοπίο ζωγραφίζεται από την απελπισία: «τρείς βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι-και παραπάνω- το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει-…-Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε το σπασμένα κου-πιά, να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε»[118]. Το αρχαίο παρελθόν, η ιστορία  επιστρέφει: «Εμείς που ξεκινήσαμε για το προσκύνημα τούτο- κοιτάξαμε τα σπασμένα αγάλματα- ξεχαστήκαμε και είπαμε πως δε χάνεται η ζωή τόσο- εύκολα- πως έχει ο θάνατος δρόμους ανεξερεύνητους- και μια δική του δικαιοσύνη…οι παλαιοί νεκροί ξεφύγαν απ’ τον κύκλο και αναστή- θηκαν- και χαμογελάνε μέσα σε μια παράξενη ησυχία»[119]. Περισσότερο εύγλωττος για την τραγική σχέση με την ιστορία και με τον πολιτισμό που μας παραδόθηκε είναι στις «Μυκήνες»: «Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες- τούτες τις πέτρες τις σήκωσα όσο βάσταξα-τούτες τίς πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα- τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου. Πληγωμένος από το δικό μου χώμα-τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο- καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς,- τούτες τις πέτρες»[120]. Διαβάζοντας το «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο», διαπιστώνουμε ότι από την  «Οδύσσεια» και τον «Ερωτόκριτο» λαμβάνει τα παραδείγματα και τα σημεία έμπνευσης: «Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φάν- τασμα του Οδυσσέα, μάτια κοκκινισμένα από του- κυμάτου την αρμύρα- κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που- βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί – του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα…μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του –Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια-τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την- αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει το μαρμα-ρένια σκαλοπάτια»[121]. Βεβαίως στο «Με τον τρόπο του Γ.Σ.», ένα από τα πιο σημαντικά του ποιήματα  μαρτυρείται η βαθιά του σχέση με τον τόπο «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει- παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες…Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937»[122]. Αλλά και η απογοήτευση  για όλες τις αξίες που σαν τα είδωλα έπεσαν και τσακίστηκαν:  «Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν υποταχτείτε-Υποταχτήκαμε και βρήκαμε τη στάχτη,-Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε.-Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.- Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν εγκαταλείψετε τη ζωή σας,- Εγκαταλείψαμε τα ζωή μας και βρήκαμε τη στάχτη…Βρήκαμε τη στάχτη. Μένει να ξαναβρούμε τη ζωή μας, τώρα που δεν έχουμε πια τίποτα»[123]. Αλλά και ο στίχος «Προτιμώ μια στάλα αίμα από ένα ποτήρι μελάνι»[124]  θυμίζει την σκέψη του Φ.Νίτσε «απ’ όσα γράφονται δεν αγαπώ παρά μόνο αυτό που γράφει κανείς με το αίμα του. Γράφε με το αίμα σου: και θα μάθεις, ότι το αίμα είναι πνεύμα»(Φ.Νίτσε, Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, μετάφραση Άρη Δικταίου, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1983,σελ.77), όπου δηλαδή ο θεωρητικός βίος δεν μπορεί να εκτοπίσει την ζώσα  πραγματικότητα, ενώ η σκέψη και ο στοχασμός έχουν ως προϋπόθεση ύπαρξης την εμπειρία.  

          Ο «Βασιλιάς της Ασίνης», γραμμένο ανάμεσα στην Ασίνη το καλοκαίρι και στην Αθήνα τον Γενάρη του ’40, συνιστά ένα από τα πιο σημαντικά ποιητικά κατορθώματα του Γ.Σεφέρη, όπου η έμπνευση από την Ιλιάδα, γίνεται η τελικά η αφορμή για να  δημιουργήσει αριστοτεχνικές εικόνες και να περιγράψει την εσωτερική του κατάσταση: «κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει-με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού- κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο- κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει – ο χείμαρρος του ήλιου-με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη…ο ποιητής ένα κενό.-Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας- κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα τρομαγμένη- χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαϊτα πάνω στο σκουτάρι: «Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να’ ταν αυτή ο βασιλιάς της Ασίνης-που τον γυρεύουμε τόσο προσεχτικά σε τούτη την ακρό-πολη- γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω στις πέτρες»[125].

          Δεν υπάρχει πιο εύγλωττη μαρτυρία για όσα αρνητικά και θλιβερά έζησε κατά την διάρκεια της κατοχής στην Μέση Ανατολή από το ποίημα «Θεατρίνοι, Μ.Α.» το οποίο ξεκινά: «Στήνουμε θέατρα και τα χαλνούμε- όπου σταθούμε κι όπου βρεθούμε- στήνουμε θέατρα και σκηνικά,-όμως η μοίρα μας πάντα νικά»[126].

          Όχι άδικα ο Μ.Βίττι χαρακτήρισε τον «Τελευταίο Σταθμό» ως ένα από τα πιο σημαντικά ποιητικά έργα που γράφτηκαν ανάμεσα  στους δύο πολέμους και αποτυπώνει απτά την τραγικότητα της εποχής: «ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο…Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου- τη σκέψη- του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια-δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.—Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης- που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο- ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη- που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία, – ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας «Στα σκοτεινά- πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…»- Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά-Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν»[127]. Οι «ήρωες» θα  πρέπει να διαβαστούν ως τα θετικά ανθρώπινα παραδείγματα που αντιπαρατίθενται στους  «θεατρίνους».   

          Το πόνο από το αναγκαστικό ξερίζωμα από τον γενέθλιο τόπο από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας απεικονίζεται με τον πιο ρεαλιστικό τρόπο στο «Σπίτι κοντά στη θάλασσα». Από τους πρώτους στίχους μας βάζει στο κέντρο του θέματος: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Έτυχε-να’ ναι τα χρόνια δίσεχτα⸱ πολέμοι  χαλασμοί ξενιτεμοί⸱- κάποτε ο κυνηγός βρίσκει το διαβατάρικα πουλιά- κάποτε δεν τα βρίσκει⸱το κυνήγι- ήταν καλό στα χρόνια μου, πήραν πολλούς τα σκάγια⸱ οι άλλοι γυρίζουν ή τρελαίνονται στα καταφύγια»[128]. Ο «Ηδονικός Ελπήνωρ»  μας υπενθυμίζει «τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο» αλλά και το αδιέξοδο μιας ζωής δίχως νόημα: «Αλήθεια, τα συντρίμμια- δεν είναι εκείνα⸱ εσύ ’σαι το ρημάδι⸱ σε κυνηγούν σε μια παράξενη παρθενιά- στο σπίτι στο γραφείο στις δεξιώσεις- των μεγιστάνων, στον ανομολόγητο φόβο του ύπνου»[129].  Με τον ίδιο κριτικό τρόπο στην «Κίχλη» επισημαίνει «Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο.-Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον- άνθρωπο»[130] ή και «Αγγελικό και μαύρο, φώς,- γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,-δακρυσμένο γέλιο,- σε βλέπει ο γέροντας ικέτης- πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες- καθρεφτισμένο στο αίμα του- που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη»[131].

          Το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’» είναι αφιερωμένο στην Κύπρο, «εκεί που το θαύμα λειτουργεί ακόμη». Θυμάται την ομηρίκη Ελένη αλλά καταλήγει για την «Κύπρο τη θαλασσοφίλητη» όπου «Θα γίνει η ανάσταση μιαν αυγή, πως λάμπουν την άνοιξη τα δέντρα θα ροδαμίσει του όρ-θρου η μαρμαρυγή,- θα ξαναγίνει το πέλαγο και πάλι το κύμα θα τινάξει την- Αφροδίτη⸱- είμαστε ο σπόρος που πεθαίνει». Και μπήκα στ’ αδειανό μου το σπίτι»[132]. Στο «Νεόφυτος ο έγκλειστος μιλά» ο λόγος για τον «καημό της Ρωμιοσύνης» διατυπώνεται χωρίς περιστροφές: «Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του- Χριστού- και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα – της Υπερμάχου Στρατηγού,- που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης- εκείνου του πελάγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα- της  καλοσύνης…Καλώς μας ήρθατε στην Κύπρο, αρχόντοι. Τράγοι και- μαϊμούδες!»[133]. Στη «Σαλαμίνα της Κύπρος» γράφει «Φίλοι του άλλου πολέμου,- σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά- σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα… «Κύριε, βοήθα να θυμόμαστε-πως έγινε τούτο το φονικό⸱ -την αρπαγή το δόλο την ιδιοτέλεια,- το στέγνωμα της αγάπης⸱ Κύριε, βοήθα να τα ξεριζώσουμε….»[134].

          Είναι το ενδιαφέρον, η μέριμνα του Γ.Σεφέρη για την Κύπρο, για τον «καημό της Ρωμιοσύνης», η έμπνευση του από θέματα ομηρικά και της τραγωδίας, εθνοκεντρισμός που βρίσκεται σε διάσταση με τον κοσμοπολιτισμό; Ο Μ.Πιερής απαντά πως «η διαδεδομένη αντίληψη ότι ο μοντερνιστικός κοσμοπολιτισμός είναι αδιάφορος ή και αρνητικός προς το τοπικό, περιφερειακό και λαϊκό στοιχείο είναι λανθασμένη. Ο εχθρός του μοντερνισμού είναι ο αυτάρεσκος επαρχιωτισμός των κατά συνθήκην πρωτευουσών και ιδίως των σύγχρονων μεγαλουπόλεων⸱ είναι η μαζική κουλτούρα του σύγχρονου άστεως, που είναι εντελώς ξεκομμένη τόσο από τις λαϊκές ρίζες, όσο και από τον λεγόμενο «υψηλό» πολιτισμό. Έτσι, όταν ο Σεφέρης αντιπαραθέτει το ευσύνοπτο, αλλά όχι ασφυκτικό πλαίσιο της Κύπρου, όπου το θαύμα λειτουργεί, προς τις «πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου», όπου αυτό εξατμίζεται, ή αντιμετωπίζει από την περιφερειακή και ιδιωματική Κύπρο τους πρωτευουσιάνους λογίους της Αθήνας ως επαρχιώτες, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να κινείται φυσιολογικά μέσα στην κεντρική ιδεολογία του μοντερνισμού»[135]. Προσθέτει δε προς επίρρωση την άποψη του Τσβετάν Τοντόρωφ «όταν κάποιος απολαμβάνει τις υψηλότερες στιγμές της ιδιαίτερης του κουλτούρας, αγγίζει το οικουμενικό»[136]. Ακριβώς δηλαδή αυτό που έπραξαν ο Γ.Σεφέρης και η γενιά του ’30[137].

(επόμενο μέρος)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[114] Γ.Σεφέρης, Ποιήματα, 15η έκδοση, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.39.

[115] Ό.π. σελ. 43.

[116] Ό. π. σελ.. 52.

[117] Ό. π. σελ.55.

[118] Ό. π. σελ.57.

[119] Ό. π. σελ. 68.

[120] Ό.π. σελ. 77.

[121] Ό. π. σελ. 87,88,89.

[122] Ό. π. σελ. 101.

[123] Ό. π. σελ. 120,121.

[124] Ό. π. σελ. 135.

[125] Ό. π. σελ.186,187.

[126] Ό. π. σελ.209.

[127] Ό. π. σελ. 214,215,

[128] Ό. π. σελ. 219.

[129] Ό. π. σελ.222, 223.

[130] Ό. π. σελ. 227.

[131] Ό. π. σελ.228.

[132] Ό. π. σελ.246.

[133] Ό. π. σελ.259,260.

[134] Ό. π. σελ. 264,265.

[135] Μ.Πιερής, Σεφέρης και Κύπρος, στο Μοντερνισμός και Ελληνικότητα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ. 70,71.

[136] Ό. π. σελ. 82.

[137] Ο Γ.Σεφέρης σε επιστολή του προς τον Γ.Θεοτοκά στις 28 Δεκέμβρη 1954 από τον Βηρυττό , απαντά σε άρθρο του τελευταίου για το Κυπριακό (Καθημερινή, 22 Δεκεμβρίου 1954), θεωρεί την απελευθέρωση της Κύπρου από τα αγγλικά δεσμά ως ένα κρίσιμο μέγεθος που θα κρίνει την επικράτηση του ανθρωπισμού στο ευρωπαϊκό πολιτισμό μετά από όσα τραγικά προηγήθηκαν κατά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ενώ είναι ιδιαίτερα προς τον κοινό τους φίλο L. Durell για τον ρόλο του ως επικεφαλής της αγγλικής προπαγάνδας στη μεγαλόννησο. Γράφει μεταξύ άλλων: «Από το καλοκαίρι του ’53 που πήγα στην Κύπρο (ξαναπήγα και εφέτο) και προσπάθησα να προσέξω και να ιδώ όσο μπορούσα από πιο κοντά, τούτο με βασανίζει: Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι- Έλληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπάσταρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων (το Κυπριακό ζήτημα είναι πριν απ’ όλα ζήτημα καλλιέργειας, ζήτημα «κουλτούρας» με την πλατύτερη έννοια που έχει η λέξη), και ονομάζει τη φυσιολογική παιδεία αυτών των ανθρώπων «πολιτική προπαγάνδα»…Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος με τον οποίο συνταχτήκαμε (μαζί μ’ αυτόν και η Βρετανία) ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και παστρικά και τίμια είναι ένα πράγμα, ένα γεγονός που δεν έχει σχέση ούτε με τα ζητήματα ασφαλείας (απεναντίας, θα δυνάμωνε την ασφάλεια) ούτε με αλλαγή κυριαρχικών δικαιωμάτων. Αν θέλεις να το πω αλλιώς, η περιλάλητη ένωση υπάρχει, ήταν, είναι από τη φύση των πραγμάτων. Οι κυρίαρχοι (και είναι οι χειρότεροι Άγγλοι) κάνουν ό,τι μπορούν για να την καταστρέψουν αυτή την ένωση με διάφορες εφευρέσεις, που θα’ πρεπε κάποτε να πας  να ιδείς από κοντά, και διάφορα monkey tricks, ένα από τα οποία είναι το κούρδισμα των αγάδων»( Γ.Θεοτοκάς-Γ.Σεφέρης,  Αλληλογραφία 1930-1966, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π.Σαββίδης, εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1981, σελ.156,157,158).   

, , , , , ,

2 thoughts on “Ο Γ. Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής (ΣΤ’ Μέρος)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *