Γράφει ο Σπύρος Κουτρούλης
Το έργο του Γ.Σεφέρη είναι παρών και μας καλεί σε έναν διαρκή και γνήσιο αναστοχασμό. Στο δοκίμιο του για τον «θαλασσινό μας φίλο», δηλαδή τον ποιητή Δ.Ι.Αντωνίου, γράφει το φθινόπωρο του 1936, ότι τον διέκρινε «το αρκετά ακαθόριστο συναίσθημα που αγαπούμε στους ελάχιστους ανθρώπους που μας βοηθούν να ζήσουμε στον τόπο μας, και που μας ξεχωρίζει, αν υπάρχει κάτι που μας ξεχωρίζει, από τις άλλες φυλές της γης –το συναίσθημα που θα ονόμαζα με την κάπως επικίνδυνη έκφραση: “καημό της Ρωμιοσύνης”».[155] Το αίσθημα αυτό είναι βαθιά ριζωμένο, αφού θα επαναληφθεί στο «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’», δηλαδή στα κυπριακά του ποιήματα που γράφηκαν αρκετές δεκαετίες αργότερα(τα περισσότερα το 1953).
Στις 10 Ιουνίου 1941, στην Αλεξάνδρεια ο Σεφέρης μίλησε στα παιδιά του Γυμνασίου για την ελληνική γλώσσα αλλά και την ποίηση που γράφτηκε και γράφεται σε αυτήν. Σταμάτησε σε κάποιους σταθμούς παλαιότερους όπως τον Παλαμά, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη αλλά και σύγχρονους του όπως τον Δ.Αντωνίου και τον Ο.Ελύτη. Κατέληξε, ανάμεσα σε πολλά άλλα, στον διαχρονικό χαρακτήρα της ελληνικής γλώσσας: «η ελληνική γλώσσα, ο άνθρωπος, η θάλασσα…Για κοιτάξετε πόσο θαυμάσιο πράγμα είναι να λογαριάζει κανείς πώς, από την εποχή που μίλησε ο Όμηρος ως τα σήμερα, μιλούμε, ανασαίνουμε, και τραγουδούμε την ίδια γλώσσα. Κι αυτό δε σταμάτησε ποτέ, είτε σκεφτούμε την Κλυταιμνήστρα που μιλά στον Αγαμέμνονα, είτε την Καινή Διαθήκη, είτε τους ύμνους του Ρωμανού και τον Διγενή Ακρίτα, είτε το Κρητικό Θέατρο και τον Ερωτόκριτο, είτε το δημοτικό τραγούδι. Και όλοι αυτοί, οι μεγάλοι και οι μικροί, που σκέφτηκαν, μίλησαν, μέτρησαν ελληνικά, δεν πρέπει να νομίσετε πως είναι σαν ένας δρόμος, μια σειρά ιστορική, που χάνεται στη νύχτα των περασμένων και βρίσκεται έξω από σας. Πρέπει να σκεφτείτε πως όλα αυτά βρίσκονται μέσα σας, τώρα, βρίσκουνται μέσα σας όλα μαζί, πως είναι το μεδούλι των κοκάλων σας, και πως θα τα βρείτε αν σκάψετε αρκετά βαθιά τον εαυτό σας. Αλλά για να κάνετε αυτή τη δουλειά, για να επιδοθείτε σ’ αυτή την εσωτερική προσήλωση, θα σας βοηθήσουν οι άνθρωποι του καιρού σας, που με τον καλύτερο τρόπο μπόρεσαν να εκφραστούν στην ελληνική γλώσσα. Γι’ αυτό καθώς πιστεύω, η σύγχρονή μας λογοτεχνία είναι απαραίτητη για να καταλάβουμε, όχι μόνο την αρχαία λογοτεχνία, αλλά και όλη την ελληνική παράδοση. Πόσες ερμηνείες για τη λιτότητα της αρχαίας τέχνης δεν θα ήταν περιττές λ.χ. αν μπορούσαμε να νιώσουμε καλά την τέχνη ενός δημοτικού τραγουδιού»[156].
Ο Σεφέρης τελειώνει την ομιλία με αναφορά στην μεγάλη ενότητα και συνοχή της ελληνικής ζωής: «θυμάμαι τη μέρα που μας κήρυξαν τον πόλεμο οι Γερμανοί. Το πλήθος που ζητωκραύγαζε στην οδό Σταδίου, σώπασε ξαφνικά, κι έπειτα άρχισε να τραγουδά με μια βαριά μεγάλη φωνή: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια». Αυτό και μόνο. Αλλά αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να καταλάβει κανείς πως ο πόλεμος τούτος δεν ήταν σημερινός ούτε χτεσινός: ήταν ο αιώνιος πόλεμος της Ελλάδας όλων των καιρών για την ανθρώπινη αξία»[157].
Στον πρόλογο των «Ωδών» του Κάλβου συμπεραίνει: «με άλλα λόγια, δε συμφωνώ με όσους πιστεύουν πως είναι αυταπόδειχτο το αξίωμα που λέει ότι «πατριωτική» ποίηση δεν μπορεί να υπάρξει. Μπορεί να υπάρξει, και σέβομαι ιδιαίτερα τον Κάλβο που αφιέρωσε τη λύρα του στην υπηρεσία μιας μεγάλης υπόθεσης»[158].
Μιλώντας, στο Κάϊρο, για τον Κ.Παλαμά, με την ευκαιρία του θανάτου του καταλήγει: «Πιστεύω πως ο Παλαμάς είναι ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο στην ιστορία της ελληνικής ποιητικής έκφρασης γιατί, με δυό λέξεις, είναι το σημείο όπου λύεται, και ξεσπά, και βρίσκει την κάθαρσή του ένα υπόκωφο δράμα που παίζεται δύο χιλιάδες χρόνια για τον ελληνισμό. Από την εποχή που γράφτηκαν τα Ευαγγέλια, ή αν θέλουμε, από την εποχή που σώπασαν οι τελευταίοι Αλεξανδρινοί τεχνίτες του λόγου, πέρασαν είκοσι αιώνες περίπου. Και όμως η τόσο μακριά αυτή περίοδος παρουσιάζει, για το μελετητή της ελληνικής λογοτεχνίας, ορισμένα μόνιμα χαρακτηριστικά. Πρώτα δεν υπάρχει διακοπή και δεν υπάρχει μεταβολή ή μεταστροφή- ο δρόμος είναι ίσιος: δεν είχαμε ποτέ «Αναγέννηση», τέτοια που τη γνώρισαν οι ευρωπαϊκοί λαοί της Δύσης. Δεν είχαμε ποτέ αυτό το ξέσπασμα ή αυτό το κατώφλι. Δεύτερο και κύριο χαρακτηριστικό⸱ αυτές τις απέραντες χιλιετίες τις σκεπάζει μια διπλομανταλωμένη σιωπή».[159] Ο Σεφέρης θεωρεί ότι η επικράτηση της «αττικίζουσας» δημιούργησε ένα σοβαρό πρόβλημα στην δημιουργία ώστε «για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός, και πως ο μόνος σπουδαίος πεζογράφος, που ξέρω εγώ τουλάχιστον, είναι πάλι ένας ταπεινός, που μαθαίνει λίγα γράμματα στα τριάντα τόσα του χρόνια-ο Μακρυγιάννης»[160]. Το πρόβλημα αυτό θα λυθεί από τον Κ.Παλαμά καθώς από αυτόν «και πέρα, ύστερα από δυό χιλιάδες χρόνια, για πρώτη φορά, η διπλή ελληνική παράδοση ενώνεται σε μια γραμμή»[161].
Ο Σεφέρης γράφοντας για τον «Ερωτόκριτο» θα δείξει την γραμμή που φτάνει ως τον Θεόφιλο: «και το σκλαβωμένο έθνος, σ’ αυτό το λίκνο τοποθέτησε, μαζί με το Διγενή και το Μεγαλέξαντρο, το τραγούδι της παλικαριάς και της αγάπης, που φέραν από την κουρσεμένη Κρήτη οι βασανισμένοι πρόσφυγες του Μαρίνου Μπουνιαλή. Κι οι πελαγίσιοι πατούσαν στα στήθια τους τη στόρηση της Αρετής όπως και το κορμί της Γοργόνας. Ας αφήσουμε τα παραμύθια. Λένε πως ο Διονύσιος, κόμης Σολωμός, όταν γύρισε από την Ιταλία στη Ζάκυνθο, στολισμένος με όλα τα αγαθά της σοφίας και με όλα τα πλούτη, περνώντας μια νύχτα έξω από μια ταβέρνα, άκουσε τον τυφλό ζητιάνο Νικόλα Κοκονδρή να τραγουδά: Ο Άγιος Τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάη- εκεί που βγαίνει τ’ Άγιο Φώς, άλλη φωτιά δεν πάει. Ο Σολωμός, μας λένε, συγκινήθηκε τόσο στο άκοσμα αυτών των στίχων, που όρμησε μέσα στο καπελειό και πρόσταξε να τους κεράσουν όλους. Αυτοί οι στίχοι με συγκινούν κι εμένα, όχι μόνο γιατί είναι ωραίοι, αλλά γιατί τους βλέπω σαν ένα σύμβολο αυτής της ποιητικής παράδοσης, που κρατάει ολόκληρους αιώνες μέσα στο σκοτάδι ο λαός, για να αποθέσει στα χέρια του άρχοντα της ελληνικής ποίησης, ντυμένος το σχήμα ενός τυφλού ζητιάνου»[162].
Τελειώνοντας το δοκίμιο «Κ.Π.Καβάφης,Θ.Σ.Έλιοτ Παράλληλοι» αναφέρεται στην ενότητα της παράδοσης «τους Ίωνες φιλοσόφους, τους λαϊκούς στίχους της εποχής των Κομνηνών, τα επιγράμματα της Ανθολογίας, το δημοτικό τραγούδι, τον Αισχύλο, τον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Σικελιανό, τον Κάλβο, τον Καβάφη, τον Παρθενώνα, τον Όμηρο»[163].
Μαζί με τον Γουναρόπουλο, τον Τέριαντ, τον Ελύτη, τον Τσαρούχη, τον Εμπειρίκο, ο Σεφέρης θα φανερώσει την σημασία της τέχνης του Θεόφιλου. Στα 1947 γράφει: «Ύστερα από τον Θεόφιλο δε βλέπουμε πια με τον ίδιο τρόπο⸱ αυτό είναι το σπουδαίο και αυτό είναι το πράγμα που δεν μας έφεραν τόσοι περιώνυμοι μαντατοφόροι μεγάλων ακαδημιών. Ο Θεόφιλος μας έδωσε ένα καινούργιο μάτι⸱ έπλυνε την όρασή μας όπως αυγάζει ο ουρανός, και τα σπίτια, και το κόκκινο χώμα, και το παραμικρό φυλλαράκι των θάμνων, ύστερα από την κάθαρση ενός απόβροχου⸱ κάτι από αυτόν τον παλμό της δροσιάς»[164].
Στο «Γράμμα σ’ έναν ξένο φίλο» αποκαλύπτει τις ανησυχίες που του δημιουργεί ένας πολιτισμός, που όλο και περισσότερο εναποθέτει στην μηχανή την ύπαρξη του. Συγχρόνως βλέπει στον ελληνισμό να ζουν πολλές διαφορετικές παραδόσεις: «Τι τα θέλεις, είμαστε ένας λαός με μεγάλους πατέρες της εκκλησίας, αλλά σήμερα χωρίς μυστικούς⸱ με μεγάλη προσήλωση στο αίσθημα και στις ιδέες, αλλά μας αρέσει να δίνουμε και στα πιο αφηρημένα μια μορφή οικειότητας, πράγμα που ένας χριστιανός της δύσης θα το έλεγε ίσως ειδωλολατρία. Έπειτα, αν δώσουμε στη λέξη την ετυμολογική της σημασία, είμαστε φοβερά συντηρητικοί. Καμιά από τις παραδόσεις μας, χριστιανικές ή προχριστιανικές, δεν έχει πραγματικά πεθάνει. Συχνά, όταν πηγαίνω στην ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής, μου είναι δύσκολο ν’ αποφασίσω αν ο Θεός που κηδεύεται είναι ο Χριστός ή ο Άδωνης. Είναι το κλίμα, είναι η φυλή, δεν το ξέρω. Κατά βάθος νομίζω πως είναι το φως. Κάτι πρέπει να υπάρχει μέσα στο φως, που μας κάνει έτσι. Είναι κανείς στην Ελλάδα πιο φίλος, πιο οικείος με το σύμπαν. Είναι δύσκολο να το εκφράσω. Μια ιδέα γίνεται πράγμα, με μια καταπληκτική ευκολία. Θαρρείς πως σαρκώνεται σχεδόν φυσιολογικά πάνω στην αράχνη του ήλιου. Όπως αντίθετα, καμιά φορά δεν μπορείς να πεις αν το αντικρινό σου βουνό είναι πέτρα ή χειρονομία. Ο μη ενσαρκωμένος λόγος είναι κάτι που ξεπερνά τις δυνάμεις μας, και η φρίκη όταν πέσει στον τόπο μας παίρνει τη μορφή μιας μηχανής ακρίβειας. Ίσως αυτά να εξηγούν κάποιες όψεις του χαρακτήρα μας που ξαφνίζουν τον ξένο, και ίσως να έχουν κάποια σχέση με την οργάνωση της παλιάς τραγωδίας»[165].
Στον «Δεύτερο πρόλογο στην “Έρημη χώρα”» του Έλιοτ επιχειρηματολογεί για τους λόγους, που ο ελληνισμός ήταν πάντα ανοικτός στα ξένα ρεύματα και θα πρέπει να εξακολουθήσει να κρατά μια τέτοια στάση: «ο δημοτικισμός ήταν ένα ξέσπασμα και μια άσκηση ζωής⸱ μια άσκηση πίστης στην παρούσα δύναμη του Έθνους⸱ ήταν ακόμη το πρώτο σχολειό που μας δίδαξε ν’ αντικρίζουμε τον ξένο χωρίς συμπλέγματα κατωτερότητας. Θαρρώ πως οι καλύτεροι της γενιάς εκείνης, αλλά και ο Σολωμός και ο Κάλβος και οι άνθρωποι των ελληνικών αναγεννήσεων, δε σκέφτηκαν να φοβηθούν τον ξένο για να σηκώσουν τείχη και να τον κλείσουν απέξω. Συνειδητά ή υποσυνείδητα ήξεραν πως ολόκληρα η ελληνική ιστορία είναι φτιαγμένη από ταξίδια, γνωριμίες, ριζώματα και διαλόγους σε μακρινούς τόπους, που καταλήγουν πάντα σ’ ένα συμπέρασμα σφραγισμένο μ’ αυτή την ιδιότυπη σφραγίδα που την αναγνωρίζουμε αμέσως και που λέγεται ελληνισμός. Ας κοιτάξουμε ακόμη τι μας υπαγορεύει η πείρα της καθημερινής ζωής μας. Είναι εύκολο πράγμα να λέμε: κλείστε τις πόρτες, οι ξένοι θα μας μολύνουν, οι χθόνιοι θεοί μας δεν το θέλουν. Σύμφωνοι, αλλά πρέπει να είμαστε συνεπείς. Την πνευματική καλλιέργεια ενός λαού, δυστυχώς, δεν τη φτιάνει μονάχα ο ποιητής, είτε κομίζει είτε όχι τα καινά δαιμόνια. Τη φτιάνουν ακόμη –και στην περίπτωση αυτή με τρόπο ολωσδιόλου ανεξέλεγκτο και ασύδοτο – ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο, τα τηλέτυπα, τα διάφορα φτηνά ξενόφωνα ή ελληνόφωνα περιοδικά, τα φάρμακα, οι κονσέρβες, οι ρεκλάμες, οι προπαγάνδες κάθε λογής, τα μέσα του πολέμου και της ειρήνης, και τέλος, η πολιτική ζωή του κόσμου μας που έχει πάθει τέτοιο συμφυρμό ώστε ένα γεγονός που γίνεται στη Σαγκάη ή στην Τεχεράνη να έχει άμεσο αντίχτυπο, όχι στον εγκέφαλο ενός εξαιρετικά διορατικού πολιτευόμενου, αλλά στην καθημερινή ζωή του συνταξιούχου που κοιτάζει το περιβολάκι του στις Κουκουβάουνες. Να τ’ αποκλείσουμε όλα αυτά, σύμφωνοι. Αλλά φοβούμαι πως για να επιτύχουμε σ’ ένα τόσο υπέρογκο έργο, θα πρέπει να μετατοπίσουμε την Ελλάδα μας από το σταυροδρόμι που θέλησε η μοίρα της να είναι, σ’ εκείνη τη μετέωρη χώρα του Γκιούλιβερ, που ταξίδευε μέσα στα σύννεφα»[166].
Η απάντηση του Γ.Σεφέρη στο δίλημμα ανάμεσα στην αφομοίωση των θετικών ξένων επιδράσεων και την εθνική αποκλειστικότητα έχει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά κράμα ευαισθησίας και ρεαλισμού: «Το δίλημμα είναι αμείλικτο: είτε θ’ αντικρίσουμε το δυτικό πολιτισμό, που είναι κατά μέγα μέρος και δικό μας, μελετώντας με λογισμό και με νηφάλιο θάρρος τις ζωντανές πηγές του –κι αυτό δε βλέπω πως μπορεί να γίνει αν δεν αντλήσουμε τη δύναμη από τις δικές μας ρίζες και χωρίς ένα συστηματικό μόχθο για τη δική μας παράδοση⸱ είτε θα του γυρίσουμε τις πλάτες και θα τον αγνοήσουμε, αφήνοντάς τον να μας υπερφαλαγγίσει, με κάποιον τρόπο από τα κάτω, με τη βιομηχανοποιημένη, την αγοραία, τη χειρότερη μορφή της επίδρασης του»[167].
Στα «Μοναστήρια της Καππαδοκίας» επισημαίνει: «Άλλωστε, δεν το ξεχνούμε, η Ελλάδα ολόκληρη είναι, από πολλές απόψεις, μια άκρη»[168]. Στο «Ένας Έλληνας στην Αγγλία του 1545» αναφέρεται στο ταξίδι του Κερκυραίου Νίκανδρου Νούκιου, στην Αγγλία, που οι αναμνήσεις του περιέχονται στο βιβλίο του «Αποδημίαι»[169].
Γράφοντας, πάλι, ο Σεφέρης για τον Κάλβο θα απαντήσει στις επικρίσεις κάποιων ξένων για την ποίηση με εθνικά χαρακτηριστικά: «Κι εκείνον τον άλλον ακόμη, που μιλώντας μου τις προάλλες για την εκπληκτική, καθώς του φαίνονταν, προσκόλληση των Ελλήνων ποιητών στον τόπο τους, χρησιμοποίησε – με ειλικρινή συμπάθεια- την έκφραση: «αυτός ο ξεπερασμένος εθνικισμός σας». Πως να εξηγήσει κανείς την Ελλάδα στους άλλους Ευρωπαίους που ολοκληρώνουνται βιομηχανικά όλο και περισσότερο. Πως να εξηγήσεις την Ελλάδα και σε πολλούς ελλαδικούς, συνεχίζω αυτόματα με το νου μου καθώς το αυτοκίνητο μας φέρνει στο Λίνκολιν»[170].
Στο δοκίμιο «Η γλώσσα στην ποίηση μας» αναφέρεται στον Μιχαήλ Ψελλό που ψιθυρίζει στη Σεβαστή Σκλάραινα στίχο από την Ιλιάδα ώστε «αισθάνομαι την παρουσία του Ομήρου πολύ πιο ζωντανή στα χρόνια εκείνα του Χριστιανικού Βυζαντίου παρά στην αρχαιόπληκτη Αθήνα του 1860, όπου, μολονότι γίνεται άπειρος θόρυβος γι΄ αυτούς, είναι άφαντοι οι αρχαίοι»[171].
Όμως, στο ίδιο δοκίμιο, διαβάζουμε και τα ακόλουθα σημαντικά για την θέση του ελληνισμού στο σύγχρονο κόσμο: «Μαθαίνουμε την τέχνη σε πολλά και διάφορα εργαστήρια, είτε μέσα είτε έξω από την Ελλάδα. Πως να γίνει αλλιώς; Όλοι μας πρέπει να διδαχτούμε και να επεξεργαστούμε αυτό που διδαχτήκαμε. Αλλά ό,τι και να κάνουμε, όσο και να μας απελπίζουν κάποτε οι κακές πλευρές της πολυμήχανης εφευρετικότητας μας, δεν μπορούμε να καταργήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρνός μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάμει τρόφιμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δε γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω⸱ γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προχωρούν εμπρός»[172].
Στο δοκίμιο «Στα 700 χρόνια του Δάντη» απαντά σε διάσημη σκέψη του Σάρτρ: «αν είναι αλήθεια ότι «η κόλαση είναι οι άλλοι», όπως έγραφε ένας δόκτωρ της ώρας μας, τότε είναι το ίδιο αλήθεια πως και ο παράδεισος είναι οι άλλοι. Και οι άλλοι είναι και εμείς⸱ αφού εμείς τους νιώθουμε, τους υπομένουμε ή τους μαχόμαστε, όχι σα να ήμασταν απόμακρα «κτήνη», για να δανειστώ τη λέξη του δαντικού Οδυσσέα, αλλά σαν άνθρωποι. Παράδεισος και κόλαση δε χωρίζουνται, πιστεύω, κι αν μπορούμε, ας μην κάνουμε σπαράγματα με την ψυχή του ανθρώπου»[173].
Το «Χειρόγραφο Σεπ. ‘41» αποτελεί μια βαθιά εξομολόγηση του Γ.Σεφέρη. Αναφέρεται στα πρώτα δύσκολα χρόνια που έζησε στην τουρκοκρατούμενη Μικρά Ασία τα οποία όμως καθόρισαν την όλη ιδιοσυγκρασία του, καθώς τα Βουρλά «ήταν για μένα ο μόνος τόπος που, και τώρα ακόμη, μπορώ να ονομάσω πατρίδα με την πιο ριζική έννοια της λέξης: ο τόπος όπου βλάστησαν τα παιδικά μου χρόνια»[174]. Επαναλαμβάνει την απογοήτευση του για την ελληνική πολιτική για την οποία έχει αναφερθεί εκτενέστερα στις «Μέρες» και στο «Πολιτικό Ημερολόγιο» : «Στην πολιτική μου ζωή ένιωσα, τις περισσότερες φορές μεγάλη αηδία. Όμως ποτέ δεν έπαψα να δίνω, μ’ όλη τη θέρμη της καρδιάς μου, την πίστη μου στον ελληνισμό, που είναι η άλλη όψη του ανθρωπισμού μου, όπως τον έπλασαν τουλάχιστο ο χαρακτήρας μου και οι συμπτώσεις της ζωής. Τον ελληνισμό τον έβλεπα να κατέχει ένα πολύ μεγάλο χώρο. Όσο για τους σύγχρονους ελλαδικούς φορείς του, αισθανόμουνα πως τον υπηρετούσαν καλύτερα οι αδίδαχτοι από τους σπουδασμένους. Τους τελευταίους τους πρόσεξα πολύ και τους βρήκα χαλασμένους τις περισσότερες φορές. Αντίθετα, μου έτυχε να συναντήσω ανάμεσα στο λαό πραγματικούς άρχοντες. Στη λογοτεχνική μου εργασία εκφράζομαι ίσως με περισσότερη ακρίβεια για το επικίνδυνο αυτό θέμα»[175]. Βεβαίως γράφει ότι ψήφισε στις τελευταίες εκλογές τον Ε.Βενιζέλο, παρότι δεν συμμεριζόταν την αναγνώριση από αυτόν της βασιλείας μα και «την άνοιξη του ’36, πήγα στην κηδεία του στην Κρήτη. Τον έκλαψα, και μαζί του έκλαψα μιαν ολόκληρη εποχή πλατιάς πνοής, μεγάλων αγώνων και μεγάλων ονείρων»[176]. Αισθανόταν απόλυτα αποξενωμένος από τον πολιτικό σκηνικό, ιδιαίτερα προς το καθεστώς του Μεταξά: «κανένας, συμπολιτευόμενος ή αντιπολιτευόμενος, δε μου κινούσε, εκτός από τον Κανελλόπουλο, καμιά συμπάθεια»[177]. Μεταπολεμικά στις συμπάθειες του θα προστεθεί ο βενιζελικός πολιτικός Γ.Καρτάλης. Με μελανά χρώματα ζωγραφίζει τίς όψεις της μεταξικής δικτατορίας, την λογοκρισία και τον φιλοφασισμό-φιλογερμανισμό πολλών στελεχών της. Όμως διακρίνει τον υπουργό τύπου, τον Νικολούδη, που «δεν ήταν ασφαλώς γερμανόφιλος, κι έδειξε, με τις δυνάμεις που είχε, πατριωτισμό σ’ εκείνη την κρίση»[178]. Όμως κατηγορείται ο Μεταξάς διότι «είχε προαγάγει ανάμεσα στην παρέα του την περιφρόνηση και το φόβο της ανεξάρτητης γνώμης, τη χλεύη για την ελευθερία, τη συνήθεια των μεθόδων των φασιστικών κρατών πασαλειμμένα με χρώματα ελληνικά των τουριστικών διαφημίσεων»[179]. Η τότε ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών έδινε εντολές στον τύπο να μην αναφέρονται στα Δωδεκάνησα ή ακόμη περισσότερο στην Κύπρο για να μην ενοχληθεί η κατά τα άλλα γερμανόφιλη Τουρκία.
Γράφοντας για τις «Ώρες της “κυρίας Έρσης”» του Ν.Γ.Πεντζίκη αποφαίνεται: «Ο Ν.Γ.Π. είναι ο πρώτος χριστιανός, από όσους συνάντησα, που ορίζει τόσην ευρυχωρία. Πιθανότατα, την τόσο πλατιά και πλούσια ιδιοσυγκρασία του την ευκολύνει σε τούτο η ελληνική χριστιανοσύνηꞏ χάρη σ’ αυτήν, μπορεί να χωρέσει η ψυχή του όλα τα δικά μας, από τον Όμηρο (μολονότι τις πολύ συχνές ομηρικές μνείες του τις βρίσκω κάποτε καθηγητικά φορτικές) ως τον τελευταίο σύγχρονο καλόγερο του Αγίου Όρους. Και μπορεί να μιλά για το ανθρώπινο σώμα, προστρέχοντας αδιάφορα είτε στον Απόστολο των Εθνών (σ.25) είτε στον Μεγάλο Πάνα»[180].
Σχολιάζοντας την άποψη του Ν.Γ.Πεντζίκη ότι μόνο δια μέσου του Βυζαντίου μπορούμε να γνωρίσουμε την κλασική ομορφιά, γράφει ο Σεφέρης: «Δε θα είχα δυσκολία να παραδεχτώ ότι μια ατόφια λειτουργία της Ορθόδοξης Εκκλησίας δείχνει καλύτερα τι μπορεί να ήταν η αρχαία τραγωδία, παρά μια τουριστική παράσταση στην Επίδαυρο. Ναι, χάρη στην Εκκλησία μας, αλλά και παρά την Εκκλησία μας, θα έπρεπε να πούμε»[181]. Όμως εδώ βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να εναντιωθεί στην ιδεολογία του «ελληνοχριστιανισμού»: «Ό,τι και να είναι, μου δίνει περισσότερη ευλάβεια από όλα τα ελληνοχριστιανικά κηρύγματα που βουίζουν στ’ αυτιά μου μου κάθε τόσο από φλύαρους ιεροδιδασκάλους κι έναν ξεπεσμένο κλήρο. Κουράζεται κανείς επιτέλους μ’ αυτά τα κούφια συνθήματα για τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό ή για την ελληνοχριστιανική αρετή, και όσα πομπώδη λόγια που απηχούν διάφορους ξένους συρμούς και πάνε να χαλάσουν τα ατόφια που μας απομένουν. Ο Παπαδιαμάντης δεν ήταν έτσι⸱ σ’ αυτόν, όλα είναι φυσικά φυτρωμένα, φυσικά ωριμασμένα⸱ δε διακρίνω, σ’ αυτόν, το βιασμό της θελημένης γραφής»[182].
Γράφοντας για την πνευματική επικοινωνία ανάμεσα στην Γαλλία και την Ελλάδα, ο Σεφέρης, εντοπίζει τις ισχυρές επιρροές που δέχτηκε η γαλλική πνευματική ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της και τις μορφές της από την ελληνική παράδοση. Θα προσθέσει ότι η βιολογική-αιματολογική σύσταση του ελληνισμού μπορεί να απασχολεί τους Γερμανούς ρατσιστές, αλλά για τον νεότερο ελληνισμό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει η συνέχεια της γλώσσας γιατί «η συνέχεια μιας γλώσσας σημαίνει αυτή και μόνη τη συνέχεια ενός κόσμου⸱ ενός ολόκληρου χώρου από αισθήματα και πνευματικά διαβήματα συνειδητά ή ασυνείδητα. Η σημερινή Ελλάδα είναι η χώρα όπου εκτυλίσσεται ως ζώσα πρακτική και όχι ως νεκρή κληρονομιά η αδιάλειπτη ειμαρμένη που συνηθίζουμε να ονομάζουμε κοινώς ελληνική παράδοση. Είναι ένα γεγονός που οι νεαροί γάλλοι διανοούμενοι που ενδιαφέρθηκαν για τη χώρα μας το έχουν επιτέλους καταλάβει»[183].
Η προσπάθεια να χαρακτηριστεί ο Γ.Σεφέρης ως εθνολαϊκιστής, φυσικά παράκαμψε την αξιοσύνη της τέχνης του. Αλλά πολύ περισσότερο αποσιώπησε τα συμπεράσματα που προκύπτουν από το σύνολο του έργου του, δοκιμιακού και ποιητικού. Για στοχαστές που προέρχονταν από την αριστερά όπως ο Μ.Αυγέρης και ο Σ.Τσίρκας η έγνοια του Σεφέρη για την πατρίδα δεν είναι ψόγος, ούτε αφορμή αποδομητικής κριτικής. Το αντίθετο μάλιστα. Θεώρησαν ότι ο βίαιος ξεριζωμός του ίδιου και της οικογένειας του από την γενέθλια γη στην Μικρά Ασία δημιούργησε ένα ανεπούλωτο τραύμα που καθόρισε τελικά την ιδιοσυγκρασία του. Κατόρθωσε να ανανεώσει ριζικά την ποιητική μας τέχνη, να της δώσει διεθνή διάσταση και αναγνώριση αλλά και να στρέψει το βλέμμα μας ένδον, στον Μακρυγιάννη, στον Ερωτόκριτο, στο δημοτικό τραγούδι και τον Θεόφιλο, εκεί δηλαδή που ο λογιοτατισμός και ο ακαδημαϊσμός δεν μας είχαν επιτρέψει να δούμε όλες τις σημασίες τους. Ο Σεφέρης ένοιωθε διαρκώς μια βαθιά αποστροφή προς την ιθύνουσα τάξη, ενώ στον λαό ανακάλυπτε στοιχεία μιας πραγματικής αρχοντιάς. Παρέμεινε βενιζελικός, δημοκρατικός, αντιμοναρχικός μέχρι το τέλος της ζωής του, κατά της μεταξικής και απριλιανής δικτατορίας ενώ ήταν αντίθετος προς την ιδεολογία του «ελληνοχριστιανισμού». Έγκαιρα υπέδειξε τις καταστροφικές συνέπειες που θα είχε για κυπριακό ελληνισμό η Συμφωνία της Ζυρίχης. Η συνέχεια της ελληνικής γλώσσας είναι για το Σεφέρη το ισχυρότερο τεκμήριο της διαχρονικής συνέχειας του ελληνισμού. Η τελευταία του πεποίθηση αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο πρόβλημα για την μεταμοντέρνα κριτική. Ο λόγος είναι ότι δίκαια βλέπει στον Σεφέρη μια ισχυρή και πειστική απάντηση σε αυτούς που διατύπωσαν την ιδεοληψία ότι ο ελληνισμός είναι πρόσφατη «κατασκευή» που δημιουργείται εκ των υστερών από το ελληνικό κράτος. Η απόπειρα να εξωθηθεί ο Σεφέρης στον εθνορομαντισμό ή στην άκρα δεξιά (αρχικά είχε κατηγορηθεί από την κριτική για τους ακριβώς αντίθετους λόγους) αγγίζει την γραφικότητα αν και πράγματι οι πιο αναλυτικές και μεθοδικές από αυτές τις προσπάθειες θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν άμεσα αυτού του είδους τα συμπεράσματα ώστε να διατηρήσουν την σοβαρότητά τους. Όμως η σπίλωση του Γ.Σεφέρη είναι ενδεικτική του σκοτεινού πνευματικού κλίματος που κυριάρχησε τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας, όπου για υπηρετηθούν τρέχοντες πολιτικές επιδιώξεις και σκοποί ήταν αποδεκτή η επίκληση οποιαδήποτε κατηγορίας όσο παράλογη, ατεκμηρίωτη και αναληθής και να είναι, αρκεί να κρινόταν ότι μπορούσε να προσφέρει βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
155] Γ.Σεφέρης, Δοκιμές, πρώτος τόμος, εκδόσεις Ίκαρος, σελ.47.
[156] Ό. π. σελ.178.
[157] Ό. π. σελ.178.
[158] Ό. π. σελ.201.
[159] Ό. π. σελ.215,216.
[160] Ό. π. σελ.217.
[161] Ό. π. σελ. 224.
[162] Ό. π. σελ. 319.
[163] Ό. π. σελ.362,363.
[164] Ό. π. σελ. 460.
[165] Γ.Σεφέρης, Δοκιμές, Δεύτερος τόμος (1948-1971), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1992, σελ. 14,15.
[166] Ό. π. σελ.26,27.
[167] Ό. π. σελ. 28,29.
[168] Ό. π. σελ.88.
[169] Ό. π. σελ. 101.
[170] Ό. π. σελ. 134.
[171] Ό. π. σελ. 179.
[172] Ό. π. σελ. 178.
[173] Ό. π. σελ. 278.
[174] Γ.Σεφέρης, Δοκιμές, Τρίτος τόμος-παραλειπόμενα (1932-1971), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ.17.
[175] Ό. π. σελ. 22.
[176] Ό. π. σελ.28.
[177] Ό. π. σελ. 29.
[178] Ό. π. σελ.38.
[179] Ό. π. σελ. 47.
[180] Ό. π. σελ. 202.
[181] Ό. π. σελ. 210,211.
[182] Ό. π. σελ. 232,233.
[183] Ό. π. σελ. 337.
1 thought on “Ο Γ. Σεφέρης και οι παλινωδίες της κριτικής (Η’ Μέρος)”